Στις 13 Φλεβάρη του 1975 με την ανακήρυξη «Τουρκικού Ομόσπονδου Κράτους της Κύπρου». Επισήμως, ο Ντενκτάς επικαλείται την οικονομική ασφυξία της Βόρειας Κύπρου και το αμερικανικό εμπάργκο. Ουσιαστικά, όμως, η απόφαση της Αγκυρας ήταν ειλημμένη από καιρό. Η ανακήρυξη ομόσπονδου τουρκοκυπριακού κράτους, παρά το αναμενόμενο κύμα διεθνών αντιδράσεων, προσθέτει άλλο ένα διαπραγματεύσιμο χαρτί στα χέρια των Τουρκοκυπρίων, ενόψει των διακοινοτικών συνομιλιών, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ένα ακόμη βήμα στο δρόμο για την ανοιχτή ή καλυμμένη διχοτόμηση.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με ψήφισμά του «εκφράζει τη λύπη του για τη μονομερή ενέργεια της τουρκοκυπριακής πλευράς», αλλά δεν «ιδρώνει το αυτί» ούτε της τουρκικής ηγεσίας, ούτε του Ντενκτάς. Γνωρίζουν ότι πέρα από τις φραστικές αποδοκιμασίες, οι ΗΠΑ και η Βρετανία είναι στο πλευρό τους.
Λίγο αργότερα, στα τέλη Φλεβάρη, η βρετανική κυβέρνηση δίνει την άδεια σε 8.500 Τουρκοκύπριους, που είχαν καταφύγει στις βρετανικές βάσεις, να μεταναστεύσουν, μέσω Τουρκίας, στα Κατεχόμενα. Ηταν μια πράξη που, αφ' ενός, ενίσχυε τον εποικισμό, αφ' ετέρου, συνιστούσε αναγνώριση του ψευδοκράτους.
Η δημιουργία του κυπριακού κράτους
Λίγο πριν το μεσημέρι της 16ης Αυγούστου του 1960, στο μέγαρο του βρετανικού κυβερνείου στη Λευκωσία, μια λαμπρή και, ταυτόχρονα, συμβολική τελετή ερχόταν να σφραγίσει το τέλος της βρετανικής αποικιοκρατίας στην Κύπρο και την αρχή της νεότευκτης Κυπριακής Δημοκρατίας. Επρόκειτο για την υποστολή της βρετανικής σημαίας και την έπαρση της κυπριακής. Οι στιγμές ήταν αναμφιβόλως ιστορικές. Οπως κι αυτές που είχαν προηγηθεί, όταν, κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της ημέρας, στην αίθουσα του μεταβατικού Υπουργικού Συμβουλίου (αργότερα Μέγαρο της Βουλής των Αντιπροσώπων) της κυπριακής πρωτεύουσας, έγινε η επίσημη ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και υπογράφηκαν οι σχετικές συμφωνίες1.
Ο Σερ Χιου Φουτ - τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου - αναχώρησε αυθημερόν από το νησί, από το λιμάνι της Αμμοχώστου. Τις γιορτές και τις κοσμικές εκδηλώσεις διαδεχόταν η σκληρή καθημερινότητα ενός νέου κράτους, που κανείς δε γνώριζε προς τα πού πήγαινε, ποια ήταν η προοπτική και το μέλλον του. Πώς, άραγε, σκεφτόταν εκείνες τις ώρες ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο κορυφαίος πρωταγωνιστής, της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας; Ο Ν. Κρανιδιώτης θυμάται τη συζήτησή του με τον Κύπριο ηγέτη στο μπαλκόνι του, μέχρι πριν λίγες ώρες, βρετανικού κυβερνείου2:
«Ο Μακάριος με κοίταξε αρκετή ώρα σιωπηλά, κι ύστερα είπε: ''Ποιος θα φανταζότανε αυτή τη σκηνή. Απ' αυτό το μπαλκόνι ο Χάρντινγκ εξερευνούσε με το γκρίζο βλέμμα του τη γύρω περιοχή, ανυπόμονος να πατάξει, με την τρομοκρατία και τη βία, τη θέληση αυτού του λαού. Τώρα στο οίκημα αυτό, το κατ' εξοχήν σύμβολο της αποικιοκρατίας, είμαστε εμείς... Η θέληση και η πίστη είναι πολύ ισχυρότερα όπλα από την υλική βία και τη δύναμη"».
Η ζωή κάθε άλλο, παρά επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις του αρχιεπισκόπου. Η ευφορία, όμως, των στιγμών επέτρεπε τέτοιου είδους υπεραισιόδοξες προσεγγίσεις των πραγμάτων. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, για την Κύπρο άνοιγε μια νέα σελίδα στην ιστορία της. Αν, όμως, δει κανείς τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες συνέβαινε αυτό, διά γυμνού οφθαλμού, θα αντιληφθεί ότι το βάθος του ουρανού πάνω από το νησί ήταν μάλλον σκοτεινό.
Οι Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου
Η ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας έγινε δυνατή, αφού προηγουμένως είχαν υπογραφεί οι Συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης, οι συμφωνίες, δηλαδή, που δημιούργησαν στην Κύπρο ένα τύπο «εξαρτημένου - ανεξάρτητου» κράτους υπό την κηδεμονία της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, ενός κράτους που όμοιό του δεν υπήρχε στον κόσμο. Ας δούμε, όμως, το θέμα αυτό με περισσότερες λεπτομέρειες.
Στις 5 Φεβρουαρίου 1959 άρχισαν στη Ζυρίχη υψηλού επιπέδου συνομιλίες, για το Κυπριακό, ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, με τη συμμετοχή των πρωθυπουργών των δύο χωρών Καραμανλή και Μεντερές, καθώς και των υπουργών Εξωτερικών, Αβέρωφ και Ζορλού, πλαισιωμένων από διπλωματικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες. Η διάσκεψη που κράτησε έξι μέρες περιορίστηκε στις τελικές διευθετήσεις του θέματος. Το βασικό πλαίσιο των συμφωνιών είχε, ήδη, συμφωνηθεί μέσω των διαπραγματεύσεων που είχαν διεξάγει μυστικά - αλλά πάντα εν γνώσει των Αμερικανών και των Βρετανών - ο Αβέρωφ και ο Ζορλού ολόκληρο το Δεκέμβρη του 1958 και το Γενάρη του 1959 στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι. Ετσι, μέχρι τα μέσα Γενάρη 1959, είχε επέλθει συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών στα βασικά ζητήματα και λίγες μέρες αργότερα, στις 29/1, σε σύσκεψη που έγινε στο σπίτι του Ελληνα πρωθυπουργού έλαβε γνώση των εξελίξεων και ο Μακάριος, ο οποίος - όπως φανερώνουν τα δημοσιευμένα πρακτικά της σύσκεψης - έδειξε μάλλον ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα3.
Στις 11 Φεβρουαρίου ανακοινώθηκε ότι οι δύο πλευρές, η ελληνική και η τουρκική, κατέληξαν σε συμφωνία, ενώ ο Ελληνας πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής περιχαρής δήλωνε: «Η ημέρα αυτή ανήκει εις τας ευτυχεστέρας ημέρας της ζωής μου και θα αποτελέση σταθμόν εις την ιστορίαν της Κύπρου. Εις τη Ζυρίχην εθέσαμεν με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας κ. Μεντερές τας βάσεις διά την επίλυσιν ενός εκ των δυσκολοτέρων διεθνών ζητημάτων. Εσχεδιάσαμεν λύσιν διά της οποίας αποδίδεται μετά μακραίωνα δουλείαν εις τον κυπριακόν λαόν η ελευθερία του. Εξάλλου διά της ευτυχούς επιλύσεως του κυπριακού προβλήματος αποκαθίσταται η φιλία και η συνεργασία μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας και Αγγλίας»4.
Ο Καραμανλής, βέβαια, είχε κάθε λόγο να λέει τα παραπάνω, αφού είχε καταφέρει να οδηγήσει την Κύπρο στη μέγκενη του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών, υλοποιώντας τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει απέναντί τους πριν γίνει πρωθυπουργός, όπως έχει αποκαλυφθεί, πλέον, μέσα από αδιαμφισβήτητα ντοκουμέντα5.
Μετά την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας για το Κυπριακό στη Ζυρίχη, έμενε προς υλοποίηση το τελικό στάδιο τη διαδικασίας, η υπογραφή, δηλαδή, όσων είχαν συμφωνηθεί, τόσο από τη Μ. Βρετανία, όσο και από τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους. Ετσι, λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Φεβρουαρίου, ύστερα από πρόσκληση του Βρετανού πρωθυπουργού Μακ Μίλαν, άρχισε η Διάσκεψη του Λονδίνου με τη συμμετοχή των πρωθυπουργών και υπουργών Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, καθώς και εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Η διάσκεψη κράτησε τρεις μέρες και κατέληξε στην υπογραφή των συμφωνηθέντων απ' όλους τους ενδιαφερόμενους. Ορισμένες αντιρρήσεις εκ μέρους του Μακαρίου και των Ελλήνων της Κύπρου κάμφθηκαν γρήγορα και δεν επηρέασαν καθόλου το περιεχόμενο όσων είχαν συμφωνηθεί στη Ζυρίχη.
Τι προέβλεπαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου
Στα βασικότερα σημεία τους, οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου προέβλεπαν6:
- Τη δημιουργία ανεξάρτητου κυπριακού κράτους με επίσημες γλώσσες την ελληνική και την τουρκική, υπό την κηδεμονία της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Τα τρία κράτη - κηδεμόνες εγγυούνταν την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το δικαίωμα να επεμβαίνουν από κοινού ή το καθένα χωριστά όταν αυτή απειλείται.
- Τον αποκλεισμό οποιασδήποτε μερικής ή ολικής ένωσης του κυπριακού κράτους με κάποιο άλλο. Στο πλαίσιο αυτό, τα βασικά σημεία του κυπριακού συντάγματος, διατυπωμένα με βάση τις αρχές των συμφωνιών, δε θα ήταν δυνατό να τροποποιηθούν.
- Ως σύστημα διακυβέρνησης της Κύπρου, ορίστηκε η Προεδρική Δημοκρατία με πρόεδρο Ελληνοκύπριο και αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο εκλεγμένους, τον πρώτο από τους ελληνικής και τον δεύτερο από τους τουρκικής καταγωγής κατοίκους του νησιού. Και ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος οπλίζονταν με το δικαίωμα του βέτο για θέματα της εξωτερικής πολιτικής, των ενόπλων δυνάμεων, της ασφάλειας κλπ.
- Το Υπουργικό Συμβούλιο θα αποτελούνταν από επτά Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους.
- Θα υπήρχε μία ενιαία Βουλή, όπου το 70% των εδρών θα το είχαν οι Ελληνοκύπριοι και το 30% οι Τουρκοκύπριοι (οι δύο κοινότητες θα ψήφιζαν ξεχωριστά η κάθε μία). Επίσης θα υπήρχαν δύο ακόμη Βουλές, μία ελληνοκυπριακή και μία τουρκοκυπριακή, που θα αποφάσιζαν για τα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και πνευματικά ζητήματα των δύο κοινοτήτων.
- Οι μεγαλύτεροι δήμοι της Κύπρου θα διχοτομούνταν.
- Η Κυπριακή Δημοκρατία θα είχε στρατό δύο χιλιάδων ανδρών, από τους οποίους το 60% θα ήταν Ελληνοκύπριοι και το 40% Τουρκοκύπριοι. Ισος αριθμός ανδρών θα αποτελούσε και τα σώματα ασφαλείας, αλλά εδώ ο συσχετισμός θα ήταν 70% προς 30%, αντίστοιχα, με δύο αρχηγούς, έναν από κάθε κοινότητα.
- Η Μ. Βρετανία θα διατηρούσε τις βάσεις της στις περιοχές Ακρωτήρι, Επισκοπή, Παραμάλι, Δεκέλεια, Πέργαμος, Αγιος Νικόλαος και Ξυλοφάγου, καθώς και το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λιμάνι της Αμμοχώστου και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Επίσης, στο νησί θα στάθμευε τριμερές στρατηγείο Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου, καθώς και ελληνική στρατιωτική δύναμη 950 ανδρών και τουρκική 650 για την εγγύηση τήρησης των συμφωνιών.
Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί πως στη Ζυρίχη ο Καραμανλής και ο Μεντερές υπέγραψαν μια «συμφωνία κυρίων», που κρατήθηκε μυστική και η οποία, μεταξύ άλλων, προέβλεπε:
«Η Ελλάς και η Τουρκία θα υποστηρίξουν την είσοδο της Δημοκρατίας της Κύπρου εις το ΝΑΤΟ. Η εγκατάστασις βάσεων του ΝΑΤΟ εις τη Νήσον, ως και η σύνθεσις αυτών, εξαρτάται εκ συμφωνίας των δύο κυβερνήσεων.
Συνεφωνήθη μεταξύ των δύο πρωθυπουργών ότι θα παρέμβουν παρά τω Προέδρω και Αντιπροέδρω της Δημοκρατίας της Κύπρου, αντιστοίχως, επί τω σκοπώ όπως τεθούν εκτός νόμου το Κομμουνιστικόν Κόμμα και η κομμουνιστική δράσις»7. Φαίνεται πως όλες οι βρώμικες δουλειές στον 20ό αιώνα είχαν και την αντικομμουνιστική τους πλευρά. Ας επανέλθουμε, όμως, στην ουσία του νέου κράτους, που θεμελίωναν οι συμφωνίες. Κοντά στο νου κι η γνώση πως το κυπριακό κράτος της «εξαρτημένης ανεξαρτησίας» που δημιουργήθηκε ήταν στηριγμένο πάνω στην αρχή της διχοτόμησης. Αυτό δεν άργησε να φανεί σ' όλες του τις διαστάσεις.
Αντί επιλόγου: Ολοκλήρωση της διχοτόμησης
Μόλις έγινε γνωστό το περιεχόμενο της Συμφωνίας της Ζυρίχης - και πριν ακόμη αρχίσει η Διάσκεψη του Λονδίνου που επικύρωσε τα συμφωνηθέντα - το ΚΚΕ, με ανακοίνωση της ΚΕ του, υπογράμμιζε σχεδόν προφητικά8: «Πίσω από τις πλάτες του λαού της Κύπρου και της Ελλάδας, οι Καραμανλής και Αβέρωφ υπέγραψαν με τους Μεντερές και Ζορλού στη Ζυρίχη μια κατάπτυστη συμφωνία για τη δήθεν ανεξαρτησία της Κύπρου. Η συμφωνία αυτή αποτελεί καθαρό εμπαιγμό σε βάρος των εθνικών πόθων, των αισθημάτων και θυσιών του λαού της Κύπρου και της Ελλάδας... Το ότι η συμφωνία Καραμανλή - Μεντερές δεν προσφέρει πραγματική ανεξαρτησία στην Κύπρο, φαίνεται από τις παραχωρήσεις που γίνονται στην Τουρκία. Η παρουσία τουρκικών στρατευμάτων, το δικαίωμα βέτο που παραχωρείται στον Τούρκο αντιπρόεδρο της κυβέρνησης που θα δημιουργηθεί, ο χωρισμός των ελληνικών και τουρκικών κοινοτήτων, η δυσανάλογη αντιπροσώπευση της τουρκικής μειονότητας στη Βουλή, την κυβέρνηση, το στρατό και την αστυνομία, όχι μόνον αποτελούν άρνηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κυπριακού λαού, αλλά δημιουργούν και μόνιμη απειλή συγκρούσεων μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων και κίνδυνο επέμβασης της αντιδραστικής Τουρκίας και της Αγγλίας...». Επίσης το ΚΚΕ τόνιζε τότε ότι η συμφωνία ήταν «λογικό αποτέλεσμα της πολιτικής της υποτέλειας στην Ουάσιγκτον και στο ΝΑΤΟ».
Λίγες ημέρες αργότερα, όταν γίνονται γνωστά και τα συμφωνηθέντα στο Λονδίνο, το ΚΚΕ επανέρχεται, με ανακοίνωση της ΚΕ του, υπογραμμίζοντας ότι η λύση που δόθηκε στο Κυπριακό είναι αποικιοκρατικού χαρακτήρα, που εξυπηρετεί τα φιλοπόλεμα σχέδια του ΝΑΤΟ, καθιστώντας το νησί «προχωρημένη βάση - πυραυλοφόρο του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού και του ΝΑΤΟ στην ανατολική Μεσόγειο κατά των αραβικών και των σοσιαλιστικών χωρών»9.
Αντιδράσεις στις συμφωνίες υπήρξαν και από άλλες πολιτικές δυνάμεις, αλλά και αστούς πολιτικούς για δικούς τους λόγους. Ο Ηλίας Ηλιού, μιλώντας στη Βουλή, χαρακτήρισε τα συμφωνηθέντα «Ανταλκίδειον ειρήνην». Ο Ηλίας Τσιριμώκος τόνισε πως δεν μπορεί να θεωρείται ανεξάρτητο κράτος η Κύπρος. Ο Στ. Στεφανόπουλος σημείωσε ότι στην πραγματικότητα έγινε διχοτόμηση του νησιού. Ο Γ. Παπανδρέου, ανεξάρτητος βουλευτής τότε, ήταν ο μόνος από την αντιπολίτευση που βρήκε θετικά στις συμφωνίες.10
Οσοι εξέφρασαν την κάθετη αντίθεσή τους στο οικοδόμημα των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου ή και ακόμη και τις ανησυχίες τους γι' αυτό δικαιώθηκαν τραγικά από την ίδια την ιστορία, αν και κανένας δε θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο.
Μετά την υπογραφή των συμφωνιών, άρχισαν οι προεργασίες για τη συγκρότηση του κυπριακού κράτους, που τυπικά ολοκληρώθηκαν με την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα όμως, άρχισε μια διαδικασία για την ολοκλήρωση της διχοτόμησης, στην οποία το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί πρωτοστάτησαν και την καθοδήγησαν. Η νόθα ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας πολύ γρήγορα έδειξε ότι ήταν θνησιγενής.
Οι συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων το Δεκέμβρη του 1963 και ο χωρισμός της Λευκωσίας σε δύο κοινότητες με τη χάραξη της «πράσινης γραμμής» είναι το πρώτο μεγάλο βήμα προς τη διχοτόμηση. Το επόμενο, επιχειρήθηκε με το περιβόητο σχέδιο Ατσεσον που πρόβλεπε την «ένωση» της Κύπρου με την Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραχωρούνταν στην Τουρκία η χερσόνησος της Καρπασίας, είτε κατά κυριαρχία, είτε με μακρόχρονη εκμίσθωση. Τότε, μάλιστα, η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ήταν έτοιμη να παραχωρήσει στην Τουρκία το Καστελόριζο, εφόσον γινόταν δεκτή από μέρους της τελευταίας η Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα11.
Τελικά, το σχέδιο Ατσεσον, με τις όποιες παραλλαγές του, ναυάγησε, αλλά όχι και το σχέδιο της ντε φάκτο διχοτόμησης του νησιού, που βρήκε την πλήρη εφαρμογή του τον Ιούλη - Αύγουστο του '74 με την, αμερικανονατοϊκής εμπνεύσεως, τουρκική εισβολή, την κατοχή από τα στρατεύματα του ΑΤΤΙΛΑ του 36,3% του κυπριακού εδάφους και τη δημιουργία - αργότερα - του ψευδοκράτους του Ντενκτάς. Η τυπική επικύρωση όλων αυτών είναι η ουσία όσων στις μέρες μας οι Αμερικανοί και οι συν αυτώ αποκαλούν επίλυση του Κυπριακού. Κάτι, που μάλλον δε θ' αργήσουμε να το δούμε.
1 Νίκου Κρανιδιώτη: «Δύσκολα χρόνια: Κύπρος 1950-1960», Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 452
2 Νίκου Κρανιδιώτη, στο ίδιο, σελ. 453
3 Ευάγγ. Αβέρωφ: «Ιστορία χαμένων ευκαιριών, Κυπριακό 1950 - 1963», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, τόμος β`, σελ. 168-175
4 Εφημερίδες 12/2/1958
5 Αλέξη Παπαχελά: «Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας - Ο Αμερικανικός παράγων 1947- 1967», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 48 και Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» τόμος β` σελ. 351
6 Τα κείμενα των συμφωνιών: Γ. Ζωίδη - Τ. Αδάμου: «Η πάλη της Κύπρου για τη Λευτεριά», ΠΛΕ - 1960, σελ. 193-212 και Ν. Κρανιδιώτη, στο ίδιο, σελ. 534-556
7 Ν. Κρανιδιώτη, στο ίδιο, σελ. 546
8 «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 8ος, σελ. 398-399
9 στο ίδιο, σελ. 400-403
10 Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», εκδόσεις «Παπαζήση», τόμος Γ`, σελ. 422-423
11 Ν. Κρανιδιώτη: «Ανοχύρωτη Πολιτεία», τόμος Α`, σελ. 217-218, «Οι διεθνείς διαστάσεις του Κυπριακού», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ 29-30, Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τόμος Ε` σελ. 51-52 κ.α.
Ο Ελληνικός και Τουρκικός Ιμπεριαλισμός πήραν μέρος στην επέμβαση στην Κορέα το 1950 55. Κατόπιν πήγαν και κατέστρεψαν το Πολυεθνικό νησί. Το πρόβλημα βρίσκεται στην απουσία Μπολσεβίκικου κόμματος που στο τελείωμα του 2ου Παγκοσμίου Ιμπεριαλιστικού πολέμου θα μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία. Ολα τα υπόλοιπα που ακολούθησαν ήταν Νομοτελειακή συνέπεια αυτής της καταστροφικής απουσίας. Η Δράση Οπορτουνισμού και Φασισμού διέλυσε τα πάντα. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή