Συντριπτικά τα χτυπήματα που επιχειρεί το αντεργατικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης για λογαριασμό των επιχειρηματικών ομίλων
Πράξη πολέμου ενάντια στην εργατική τάξη και πραγματικό οδοστρωτήρα σε ό,τι έχει απομείνει όρθιο από τα εργασιακά δικαιώματα, συνιστά το νομοσχέδιο που έθεσε για διαβούλευση η κυβέρνηση και παρουσίασε ο υπουργός Εργασίας την περασμένη Τετάρτη.
Στην πυρά της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων, εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές», ρίχνεται το 8ωρο, επιβάλλεται 10ωρη απλήρωτη δουλειά με το πιστόλι στον κρόταφο των εργαζομένων (ατομικές συμβάσεις), αυξάνονται και φθηναίνουν οι υπερωρίες, επεκτείνεται και μονιμοποιείται η τηλεργασία, καταργείται σε δεκάδες κλάδους η κυριακάτικη αργία, χτυπιέται παραπέρα το δικαίωμα της απεργίας, τίθεται υπό διωγμό η συνδικαλιστική δράση.
Με το νομοσχέδιο επιχειρείται μια ακόμα «τομή» στην αντεργατική επίθεση, αφού όσα μέχρι σήμερα οι εργαζόμενοι χαρακτήριζαν «εργοδοτική ασυδοσία», γίνονται νόμος του κράτους, νομιμοποιείται η εργασιακή ζούγκλα. Επομένως όσο κι αν η κυβέρνηση επικαλείται τους «αυστηρότερους ελέγχους» που τάχα θα διασφαλίζει με το νομοσχέδιο, μέσα από την «ψηφιακή κάρτα», την οποία χαρακτηρίζει «κλειδί» για την εφαρμογή αυτού του αίσχους, για τους εργαζόμενους σημαίνει «επιτήρηση» του νόμιμου πια ξεσαλώματος της εργοδοσίας.
Τα καίρια χτυπήματα που επιχειρεί το νομοσχέδιο στα εργατικά δικαιώματα είναι:
Χτίζοντας πάνω στο ευρωενωσιακό οικοδόμημα της «διευθέτησης του χρόνου εργασίας» και στα αντίστοιχα νομοθετήματα όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, με πιο εμβληματικό τον νόμο του 2011, το νομοσχέδιο προχωρά σε συντριπτικό χτύπημα του 8ωρου με την καθιέρωση 10ωρης δουλειάς, που θα επιβάλλεται από τους εργοδότες με ατομικές συμβάσεις εργασίας. Με το νομοσχέδιο, προκειμένου να υπηρετηθεί ακόμα πιο εύκολα η «διευθέτηση», δηλαδή η ολοκληρωτική κατάργηση του 8ωρου, αφαιρείται και το ελάχιστο όριο διασφάλισης των εργαζομένων το οποίο υπήρχε στον νόμο του 2011, που απαιτούσε συλλογική συμφωνία. Ενώ αποδεικνύεται παραμύθι και η προπαγάνδα της κυβέρνησης ότι το 10ωρο θα επιβάλλεται με ατομική σύμβαση εκεί που δεν υπάρχει σωματείο, ή με «αίτηση του εργαζόμενου», αφού από τη σχετική διάταξη προκύπτει το αντίθετο. Συγκεκριμένα, μπορεί να επιβάλλεται με ατομική σύμβαση ακόμα κι αν το συνδικάτο του χώρου διαφωνεί και δεν υπάρχει συλλογική συμφωνία.
Οι δύο τουλάχιστον επιπλέον ώρες εργασίας θα είναι χωρίς αμοιβή, ώστε να μεγαλώνει ο απλήρωτος χρόνος εργασίας, με την κυβέρνηση να παραπέμπει τον εργαζόμενο σε ...αναπλήρωσή τους με μειωμένο ωράριο ή άδεια όποτε συμφέρει την επιχείρηση. Το νομοσχέδιο μάλιστα δεν κάνει διάκριση εφαρμογής του μέτρου για συμβάσεις ορισμένου ή αορίστου χρόνου, κάτι που αφήνει ανοιχτό το πεδίο εφαρμογής του, π.χ. σε όσους εργάζονται σεζόν στον Τουρισμό: Θα δουλεύουν 10ωρα και 12ωρα για ένα εξάμηνο, χωρίς πρόσθετη αμοιβή, και η «αναπλήρωση» θα γίνεται όταν θα έχουν πια απολυθεί...
Στην ίδια αντεργατική λογική, με το άρθρο 55 ορίζεται ρητά πως «το διάλειμμα δεν αποτελεί χρόνο εργασίας», ενώ στο άρθρο 56 προβλέπεται ότι οι μερικώς απασχολούμενοι όχι μόνο πρέπει να παρέχουν πρόσθετη απασχόληση αν τους ζητηθεί από την επιχείρηση, αλλά αυτό μπορεί να γίνει όχι συνεχόμενα στη βάρδιά τους, αλλά αφού μεσολαβήσει κενό. Αυτό σημαίνει ότι ενώ κάποιος προσλαμβάνεται για 4ωρο, στο τέλος της μέρας με τα διακεκομμένα ωράρια μπορεί να υποχρεώνεται να είναι «στον δρόμο» πολλαπλάσιες ώρες.
Το νομοσχέδιο προβλέπει την αύξηση σε 150 για τις υπερωρίες ετησίως (από 96 στη μεταποίηση και 120 στις υπηρεσίες σήμερα) τις οποίες μονομερώς θα μπορούν να επιβάλλουν οι επιχειρήσεις, ενισχύοντας το οπλοστάσιο της υπερεκμετάλλευσης και της δουλειάς «ήλιο με ήλιο». Επιπλέον, επικαλούμενες «επείγουσας φύσης εργασία», ακόμα κι αυτό το όριο των 150 ωρών μπορεί να ξεπερνιέται. Μάλιστα, η αύξηση των ωρών θα έρχεται στους εργοδότες και πιο φθηνά, καθώς μέχρι τις 150 ώρες ο εργαζόμενος θα αμείβεται με προσαύξηση μόλις 40%, ενώ με το ισχύον καθεστώς για πάνω από τις 120 ώρες η προσαύξηση είναι 60%. Σε συνάρτηση με την υποχρέωση του εργαζόμενου να παρέχει 5 ώρες τη βδομάδα υπερεργασία, ο χρόνος εργασίας πλέον «σπάει τα κοντέρ» και ο εργαζόμενος χάνει το λογαριασμό. Η συγκεκριμένη διάταξη σημαίνει αυτομάτως την αφαίρεση ενός μεγάλου μέρους του μισθού που παίρνουν εργαζόμενοι με την υπερωριακή απασχόληση, ενώ για τους εργοδότες σημαίνει εξοικονόμηση χιλιάδων τζάμπα ή σχεδόν τζάμπα εργατοωρών.
Παίρνοντας τη σκυτάλη από την προηγούμενη κυβέρνηση, που νομιμοποίησε τη δουλειά 32 Κυριακές τον χρόνο για τους εμποροϋπαλλήλους, η ΝΔ έρχεται να χτυπήσει αδυσώπητα την κυριακάτικη αργία. Δίπλα στους μέχρι τώρα εργαζόμενους που ξέχασαν τι σημαίνει ξεκούραση την Κυριακή, προστίθενται επιπλέον δεκάδες κλάδοι και ειδικότητες, μετατρέποντάς την σε σπάνια εξαίρεση. Και κάπου εδώ καταρρέουν για μια ακόμα φορά οι αστειότητες του υπουργείου Εργασίας για το «δικαίωμα» ενός εργαζόμενου να δουλεύει 10 ώρες τη μέρα ώστε «να παίρνει ρεπό την Παρασκευή, για να χαρεί τα παιδιά του». Μόνο που τα παιδιά του την Παρασκευή πάνε σχολείο, σε αντίθεση με την Κυριακή, που η κυβέρνηση απαγορεύει την ξεκούραση για χιλιάδες εργατοϋπαλλήλους σε μεταφορές, logistics, data centers, λιμάνια, λογιστήρια κ.α.
Το νομοσχέδιο επιφέρει καίριο πλήγμα στο συνταγματικά κατοχυρωμένο απεργιακό δικαίωμα, εισάγοντας την έννοια της «Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας σε κλάδους κοινής ωφέλειας κατά τη διάρκεια της απεργίας». Με τη συγκεκριμένη διάταξη διασφαλίζεται ότι η απεργία μετατρέπεται σε «συμβολική πράξη», με «απεργούς» μόνο κατ' όνομα, που θα δουλεύουν... φορώντας μαύρα περιβραχιόνια.
Ετσι, σε μέρα απεργίας το συνδικάτο πρέπει να διασφαλίζει «τουλάχιστον το ένα τρίτο της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας κατά τη διάρκεια απεργίας σε επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας». Το απεργιακό δικαίωμα καταντά «αδειανό πουκάμισο» αφού για να παρέχεται το 1/3 των υπηρεσιών και μάλιστα πέραν του συνηθισμένου προσωπικού ασφαλείας, πρακτικά θα πρέπει να εργάζονται σχεδόν όλοι οι εργαζόμενοι.
Κοντά στα παραπάνω, το νομοσχέδιο βάζει νέα εμπόδια στη λήψη απόφασης για απεργία, καθώς επιβάλλεται στα σωματεία η εφαρμογή ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, η οποία συνδυάζεται με την προηγούμενη διάταξη του ΣΥΡΙΖΑ περί υποχρεωτικής συμμετοχής στη Γενική Συνέλευση που αποφασίζει απεργία τουλάχιστον του 50% των οικονομικά ενεργών μελών του πρωτοβάθμιου συνδικάτου.
Το σκηνικό απεργοσπασίας συμπληρώνεται με τη διάταξη που απαγορεύει την περιφρούρηση της απεργίας καθώς κάτι τέτοιο συνιστά «παράβαση που θα οδηγεί με δικαστική απόφαση στη διακοπή της απεργίας».
Επιπλέον, η δράση των συνδικάτων μπαίνει ακόμα περισσότερο υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, μέσα από το «φακέλωμά» τους στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕΜΗΣΟΕ), το οποίο θα είναι και προϋπόθεση για να μπορούν τα συνδικάτα να διαπραγματεύονται και να υπογράφουν Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, όπως και να προκηρύσσουν απεργίες.
Το φακέλωμα προχωράει παραπέρα, αφού η ηλεκτρονική ψηφοφορία επιβάλλεται και στην περίπτωση της εκλογής των συνδικαλιστικών οργάνων. Κι έτσι διευκολύνεται ακόμα περισσότερο η άμεση παρέμβαση της εργοδοσίας στα συνδικάτα, αφού δεν θα χρειάζεται καν «παραβάν» και «συλλογή» από ατομικά βιβλιάρια εργαζομένων, όπως κάνουν οι προϊστάμενοι στα σούπερ μάρκετ που ψήφιζαν για λογαριασμό των εργαζομένων.
Το νομοσχέδιο επιπλέον προβλέπει για λογαριασμό της εργοδοσίας τη διευκόλυνση εκδίωξης των συνδικαλιστών, καθώς «η απόλυση συνδικαλιστή θα επιτρέπεται για σπουδαίο λόγο...». Ταυτόχρονα καταργείται και η Επιτροπή Προστασίας Συνδικαλιστικών Στελεχών - στην οποία συμμετείχαν και δικαστικοί - η οποία έκρινε μέχρι τώρα τη νομιμότητα της απόλυσης συνδικαλιστών. Ετσι, τα αφεντικά θα μπορούν να ξεφορτώνονται πιο εύκολα τις όποιες ενοχλητικές φωνές στους χώρους δουλειάς.
Σε «ανεξάρτητη αρχή» μετατρέπεται, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, το ΣΕΠΕ, μια «αρχή» που θα αναλάβει τον «έλεγχο» σε μια αγορά εργασίας με τη «ζούγκλα» να είναι πια κανονικότητα. Στόχευση κυβέρνησης και εργοδοσίας είναι να μην υπάρχει πια καμιά υποχρέωση του υπουργείου Εργασίας για τη στελέχωση της Υπηρεσίας, να μην είναι υπόλογη καμία κυβέρνηση για τις ελλείψεις ή τα πεπραγμένα της, με λίγα λόγια να αφαιρεθεί ακόμα κι αυτό το μέσο που είχαν οι εργαζόμενοι μπας και βρουν το δίκιο τους.
Υποκριτική πέρα για πέρα είναι και η διάταξη περί «προστασίας από απολύσεις». Στην πράξη, οι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν προστατεύονται, αλλά ακόμα και στην περίπτωση που δικαιωθούν από τα δικαστήρια δίνεται στον εργοδότη η δυνατότητα, έναντι κάποιου αντιτίμου, να μην ξαναπροσλάβει τον απολυμένο. Πρόκειται για ένα ακόμα «σήμα» προς την εργοδοσία πως έχει πλήρη ασυλία να κάνει ό,τι νομίζει με τους εργαζόμενους, αφού εκτός από το ότι θα μπορεί να τους βάζει να δουλεύουν όσο και όπως θέλει, θα τους ξεφορτώνεται και όποτε θέλει, ξέροντας ότι ακόμα και αν κριθεί άκυρη η απόλυση δεν έχει την υποχρέωση επαναπρόσληψης. Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο 65, ακόμα και όταν η απόλυση κριθεί παράνομη, δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις, καταβάλλοντας μια αποζημίωση (3 έως 24 μηνιάτικα), να ξαποστείλουν τον εργαζόμενο στις ουρές της ανεργίας. Ετσι εκτός της απώλειας της εργασίας του, αυτό σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει και σε χρηματικές απώλειες του εργαζόμενου συγκριτικά με τους μισθούς υπερημερίας που θα λάμβανε έπειτα από μια θετική δικαστική απόφαση.
Στο παραπάνω πρέπει να προστεθεί μια ακόμα διάταξη που προκαλεί τουλάχιστον ανησυχία στους εργαζόμενους, αφού για πρώτη φορά προβλέπεται στο νομοσχέδιο η «μακροχρόνια άδεια άνευ αποδοχών». Πρόκειται για το άρθρο 61, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να απαλλάσσονται για μεγάλα διαστήματα από μέρος του προσωπικού τους, αφού προβλέπεται πως «εργαζόμενος πλήρους ή μερικής απασχόλησης δύναται, κατόπιν ατομικής έγγραφης συμφωνίας με τον εργοδότη, να λάβει άδεια άνευ αποδοχών για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, η οποία δύναται να παραταθεί με νεότερη συμφωνία των μερών. Κατά τη διάρκεια της άδειας, η σύμβαση εργασίας τίθεται σε αναστολή και δεν οφείλονται ασφαλιστικές εισφορές». Οχι τυχαία, μας θυμίζει την «πατέντα των αναστολών» που εγκαινιάστηκε με την πανδημία, μόνο που τώρα οι εργοδότες δεν έχουν καμία επιβάρυνση και τους δίνεται η δυνατότητα, ασκώντας πίεση στον εργαζόμενο, να απαλλάσσονται από μέρος του προσωπικού τους. Μάλιστα, το διάστημα αυτό μπορεί να ξεπερνάει ακόμα και το έτος, στοιχείο που συνθέτει ένα καθεστώς ιδιότυπης ανεργίας και ομηρίας του εργαζόμενου, και όχι για την εξυπηρέτηση κάποιας προσωρινής ανάγκης του, όπως συμβαίνει μέχρι τώρα.
Ανάλογης κοπής είναι και οι διατάξεις για την τηλεργασία, καθώς το «δικαίωμα στην αποσύνδεση», που υποτίθεται ότι διασφαλίζεται στον εργαζόμενο, είναι ο φερετζές για να περάσει όλο το νομοθετικό πλαίσιο που μονιμοποιεί και επεκτείνει στο έπακρο τη νέα αυτή μορφή «ευελιξίας», που ωφελεί τους εργοδότες και αυξάνει την εντατικοποίηση της εργασίας, σβήνοντας τα όρια μεταξύ εργάσιμου και μη εργάσιμου χρόνου. Μάλιστα, το νομοσχέδιο δεν κατοχυρώνει την υποχρέωση του εργοδότη να παρέχει τον εξοπλισμό, αφού δίνει τη «δυνατότητα» στον εργαζόμενο να τον παρέχει αυτός...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου