Λαζαρέτο.
1943, καλοκαίρι.
Σαν να μην τους έφταναν οι εκατοντάδες Επτανήσιοι και άλλοι αντιστασιακοί αντιφασίστες πατριώτες απ’ όλη την Ελλάδα που τους είχαν συλλάβει και κλείσει από καιρό ασφυκτικά στα 72 του στρέμματα, οι Ιταλοί καταχτητές «ξεφορτώνουν» με βενζινόπλοια στο κερκυραϊκό αυτό νησάκι άλλους διακόσιους περίπου κρατούμενους.
– Μιλτιάδης Ζαχαράτος…
– Εγώ…
– Νίκος Μπελογιάννης…
– Ναι…
Ιταλοί φασίστες υπεύθυνοι του στρατοπέδου συγκέντρωσης αντιστασιακών επιβεβαιώνουν ένα-ένα τα ονόματα 198 κρατουμένων. Δεν τους ξέφυγε κανείς στη μεταφορά, στη μεταγωγή, από τ’ αμπάρια του καραβιού που ‘χε φτάσει νωρίτερα στο λιμάνι της πόλης της Κέρκυρας από τη Βόνιτσα, με συνοδεία ενός αντιτορπιλικού και δύο άλλων ιταλικών πολεμικών πλοίων. Δεν ξέφυγε κανένας απ’ όλους αυτούς τους 198 φυλακισμένους παλιότερα στη μακρινή Ακροναυπλία κομμουνιστές και άλλους αντιφασίστες αγωνιστές που οι Έλληνες φασίστες είχαν παραδώσει στους Γερμανούς.
Ο Κεφαλονίτης Γεράσιμος Αντωνάτος, ένας από αυτούς τους 198, έχει κάποιους ιδιαίτερους, ξεχωριστούς λόγους να χαίρεται. Διαπιστώνει ότι βρίσκεται ανάμεσα σε πολλούς Επτανήσιους όπως αυτός. Πολλοί και με διάφορες πολιτικές πεποιθήσεις οι Κερκυραίοι, Ζακυνθινοί, Κεφαλονίτες, Λευκαδίτες κρατούμενοι στις διάφορες πτέρυγες του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Ακόμη και μαθητές. Άλλοι Επτανήσιοι όπως εκείνος έφτασαν τώρα μαζί του, μαζί με τον Μιλτιάδη Ζαχαράτο με τις κεφαλονίτικες ρίζες, μαζί με τον Πελοποννήσιο άλλοτε καθοδηγητή επτανησιακών οργανώσεων Νίκο Μπελογιάννη, μαζί με άλλους Έλληνες από κάθε μεριά της χώρας συγκρατούμενούς του.
Είναι η Επτάνησος όλη και η Ελλάδα ολόκληρη σε μικρογραφία, θαρρείς, στοιβαγμένη σ’ ετούτο το φασιστικό νησιωτικό στρατόπεδο.
Ο Κρητικός Γιάννης Μανούσακας, ένας άλλος από αυτούς τους 198, απορεί πώς σ’ ένα τόσο μικρό νησάκι επιβιώνουν τόσοι κρατούμενοι: «Ως εφτακόσιους κρατούμενους», τους υπολόγισε όλους μαζί τους κρατούμενους νησιώτες του Ιονίου και του Αιγαίου, Ηπειρώτες, Θεσσαλούς, Ρουμελιώτες, Μακεδόνες, Θρακιώτες, Πελοποννήσιους, Αθηναίους, Πειραιώτες. «Κερκυραίους, ως επί το πολύ, μα κι από τ’ άλλα εφτάνησα» συνάντησε απ’ τα νησιά του Ιονίου. Οι Ιταλοί, λέει για τα Επτάνησα, «τα νησιά τούτα τάχαν οργανώσει σε προτεχτοράτο και τάχαν προσαρτήσει», μα η Αντίσταση ήταν δυνατή, διαπίστωνε. «Εδώ είχε πολύ κόσμο. Μαζί με τους Ιταλούς της φρουράς μαζευόμαστε ως χίλιοι ανθρώποι». Στην ενισχυμένη φρουρά βρίσκονταν, διαπίστωνε με χαρά, αρκετοί Ιταλοί δημοκρατικοί στρατιώτες, αλλά και αξιωματικοί, πλάι σε αδίστακτους φασίστες συναδέλφους τους που έσπερναν τον φόβο και τον τρόμο και ξυλοκοπούσαν με κάθε ευκαιρία. «Το στρατόπεδο (…) ήταν γεμάτο από φασίστες και χαφιέδες» φρουρούς και εικονικούς κρατούμενους.
Τι στρατόπεδο κι ετούτο!
«Από μια μύτη του βράχου κάρφωνε βαθιά στη θάλασσα μια πέτρινη παλιά προβλήτα και σ’ αυτή κολλήσανε τα βενζινόπλοιά μας. Ένας δρομάκος ανηφόριζε φτάνοντας σε κάτι κτήρια παλιά. Τα τοιχιά τους ήταν βαθύγκριζα, κι έμοιαζαν να στέκουν εκειδά από αιώνες, κι από τη συρραφή της πέτρας με τον ασβέστη κι όλη τη σιγουριά του κτηρίου καταλάβαινε κανείς πως ήταν έργο του θαλασσοκράτορα — μια φορά κι έναν καιρό — Βενετσιάνου. Εδώ απομόνωναν τις γαλέρες με τους μολεμένους, σαν έπιανε λοιμικό, τους έβαζαν καραντίνα όσο να γιατρευτούν. Περάσαμε από μια καμαρωτή πόρτα σε μια μεγάλη αυλή. Δυο λεύκες σκέπαζαν ένα κομμάτι της κι ένα γύρω της βρισκόντανε χαλάσματα που στα πιο πολλά είχανε βάλει πρόχειρες σκεπές από πισσόχαρτο. Σ’ εμάς έδωσαν το δεξιό του προαυλίου, μα έπρεπε να στήσουμε ντουβάρια δίπλα απ’ τα παλιά τοιχιά, να βάλουμε σκεπές από πισσόχαρτο κι εκεί να κατοικήσουμε. Βρέθηκε όμως ένας θαλαμάκος σκεπασμένος και σ’ αυτόνε βάλαμε τους γέρους και τους άλλους σακατεμένους. Οι άλλοι κοιμόμαστε στην αυλή. Σε λίγες μέρες ετοιμάσαμε τα σπίτια μας. Κερκυραίοι μαστόροι έφτιασαν από δυο πατωσιές πατάρια και πάνω ‘κει θα κοιμόμαστε. Τα ξύλα ήταν από κυπαρίσσια κι όπως το πισσόχαρτο κατέβαζε τη λαύρα του ήλιου, μοσχοβολούσαν οι θαλάμοι μας».
Οι θάλαμοι οι πυρωμένοι…
«Το πισσόχαρτο στα επάνω πατάρια ήταν πιο λίγο από ένα μέτρο πάνω απ’ τα κορμιά μας. Θέρμαινε το πετσί μας κι ιδρωκοπούσαμε, ο αέρας γινότανε καυτός, η αναπνοή μας βαριά και δύσκολη».
Με στεντόρεια φωνή είχαν ψάλει κοιτώντας προς την πόλη της Κέρκυρας, προς το σπίτι κιόλας του Σολωμού στα μουράγια της, τον εθνικό μας «Ύμνο εις την Ελευθερίαν».
Ήταν απίστευτες οι συνθήκες:
«Οι συνθήκες διαβιώσεως από πλευράς υδρεύσεως, αποχετεύσεως και καθαριότητας ήταν απάνθρωπες», σύμφωνα με τον κρατούμενο Κερκυραίο δημοσιογράφο κεντρώων πολιτικών φρονημάτων Κώστα Δαφνή. Υπήρχε «ένα μοναδικό συσσίτιο την ημέρα με πουλέντα ή ζυμαρικά» και «τα παράπονα των κρατουμένων γίνονταν δεκτά με ξύλο». Επενέβη ο ίδιος ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, στέλνοντάς τους τρόφιμα που συχνά παραλάμβανε, ως υπεύθυνός τους, ένας φίλος του Κερκυραίου κρατούμενου τραπεζοϋπάλληλου Βασίλη Άνθη που αντίκριζε το δικό του σπίτι στην απέναντι κερκυραϊκή ακτή, ο Θρακιώτης -μετέπειτα πρόεδρος του κόμματος των Ελλήνων κομμουνιστών- Απόστολος Γκρόζος.
«Το φτωχικό δείπνο», σύμφωνα με τον Μανούσακα, «παραείχε γίνει φτωχικό. Ωστόσο ψυχολογικά είχαμε νικήσει (…) Παίρναμε τα τρόφιμα τη μερίδα του ομήρου, κι η Εθνική Αλληλεγγύη της Κέρκυρας κάτι μάς συμπλήρωνε από το στέρημα του ευγενικού λαού του νησιού».
Μέχρι τότε, πριν αλλάξει η διοίκηση, ο διοικητής του στρατοπέδου E. Scamboli «βασάνιζε με τον πιο απάνθρωπο τρόπο τους κρατούμενους», σύμφωνα με τον Κεφαλονίτη Γεράσιμο Αντωνάτο. «Από τα τόσα χρόνια που πέρασαν πάνω απ’ αυτό το λοιμοκαθαρτήριο, δεν είχαν μείνει παρά μόνο οι τοίχοι. Οι Ιταλοί τούς σκέπασαν πάνω με σανίδες και πισσόχαρτα και βάλαν μέσα διπλά και τριπλά πατάρια για να κοιμόμαστε (…) Το πρώτο που είχαμε ανάγκη ήταν τα αποχωρητήρια. Υπήρχε ένα μόνο (…) Έμπαινες στη σειρά το πρωί και ξεμπέρδευες το βράδυ (…) Φτιάξαμε δέκα αποχωρητήρια (…) Φτιάξαμε και φούρνο». Αγωνιστές από την πόλη της Κέρκυρας τους έστελναν και αντιστασιακό Τύπο.
Νέοι πολλοί ανάμεσά τους. Μαζί και φοιτητής που είχε συλληφθεί στη μαθητική αντιφασιστική διαδήλωση στην Κέρκυρα το νοεμβριάτικο πρωτοκύριακο του 1941.
Τους εβάσταγαν η νιότη τους, οι ιδέες τους, τα καλά νέα απ’ τα μέτωπα του Πολέμου. Έπαιρναν δύναμη, κουράγιο από τις αντοχές των πρεσβύτερων αγωνιστών, «τη ζεστή ψυχή, την αμόλευτη καλωσύνη, την ντομπροσύνη και την εντιμότητα αυτών των συντρόφων», από το «πόσο στοργικά και με πόση καλοσύνη φερνόντουσαν, όχι μόνο σ’ εμάς τους νεώτερους στην ηλικία και στον αγώνα, μα σε όλους τους ανθρώπους, και στους αντίπαλους ακόμα».
Τα νέα ήταν, κατά τον Μανούσακα, όλο και πιο ευχάριστα:
«Κάθε μέρα είχαμε καλύτερα νέα από τα μέτωπα που έκαναν την ψυχή μας να γιαίνει τις πληγές που τις είχε ανοίξει ο φασισμός με την άνοδο και τις επιτυχίες του, τα πρώτα χρόνια του πολέμου. Δε μας χωρούσαν τα ρούχα μας. Είχαμε ξεχάσει την πείνα μας πάνω σ’ αυτό το βράχο. Τώρα δε μας έμενε αμφιβολία πως η νίκη άρχισε να γρηγορεύει το βήμα της. Ζούσαμε μια αφάνταστη ευτυχία».
Ένα πρωί στα τέλη του Ιουλίου είδαν δημοκρατικούς Ιταλούς στρατιώτες πολύ χαρούμενους: «Φινίς πόλεμος, καμαράτ! Κάτω φασισμός, καμαράτ!», εφώναζαν προεξοφλώντας την επικείμενη πτώση του καθεστώτος του Μουσολίνι, χωρίς να νοιάζονται για τους φασίστες συναδέλφους τους που «κατακίτρινοι τους κοιτούσαν». Ο ιταλικός φασισμός είχε αρχίσει να συντρίβεται στην Ιταλία, οι φήμες για επικείμενη απόβαση των Δυτικών Συμμάχων στη Γαλλία έδιναν κι έπαιρναν, ο Κόκκινος Στρατός έπαιρνε τους Ναζί φαλάγγι!
Μα θα παρέμεναν για πολύ ακόμα δέσμιοι. Όμηροι. Στο έλεος κάποιων ολοένα και πιο νευρικών φασιστών αξιωματικών του στρατοπέδου που δεν έλεγαν ν’ απαρνηθούν το ρόλο τους ως δήμιοι των εκατοντάδων κρατουμένων. «Δεν έπρεπε να εκθέσουμε τους Ιταλούς δημοκράτες», είχαν μιαν ακόμη έγνοια.
Κάποιοι ψιθύριζαν άλλωστε, καθώς οι μέρες επερνούσαν και γινόταν φανερό πως οι Ναζί δεν θα αργούσαν πολύ να επιτεθούν στην Κέρκυρα, πως αμετανόητοι οπαδοί του Μουσολίνι της ιταλικής δύναμης στην πόλη της Κέρκυρας, μαζί με τοπικούς «αρχόντους» πολέμιους του ΕΑΜ, σχεδίαζαν να παραδώσουν πολλούς από τους κρατούμενους, αν όχι όλους, στους Γερμανούς. Ο Αντωνάτος δεν αμφέβαλλε: «Θα μας πετσόκοβαν όλους οι Γερμανοί».
Τότε, μια Κυριακή, η αφοβιά εσήκωσε κι εκείνη τη φωνή της ίσαμε την απέναντι ακτή του νησιού της Κέρκυρας!
Τότες άστραψε κι εβρόντηξε το Λαζαρέτο!
Σ’ έναν τρικούβερτο συγκλονιστικό επικό χορό!
Που δεν υπάρχουν ίσως πολλοί άλλοι γνωστοί παρόμοιοι του σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για να μην πούμε ένας από τους κορυφαίους, την περίοδο της Κατοχής!
«Αυτόνε τον καιρό που τόσο πολύ μίσος και τόση απέραντη αγάπη είχε ξεχυθεί πάνω στη γη, που οι ελπίδες κι οι τσαλαπατημένες αξίες είχαν αναστηθεί», όπως με τα πιο απλά λόγια το διέσωσε ο Μανούσακας, «γίνηκε στο στρατόπεδό μας μια Κυριακή μια πρωτότυπη γιορτή. Δεν είχε η γιορτή μας αυτή ούτε νούμερα, ούτε χορωδία ή μονωδίες ή τίποτις απ’ εκείνα που επί χρόνια μας ψυχαγωγούσαν, εχτός μονάχα χορό. Και χορεύτηκαν οι πιο καλοί από τους τοπικούς μας χορούς».
Οι προετοιμασίες είχαν ξεκινήσει απ’ την προηγούμενη. Αγωνιστής γνωστός απ’ τη Μακεδονία, ο Νίκος Ακριτίδης, εμάζεψε τους καλλιτέχνες κρατούμενους της ομάδας των 198, συγκέντρωσαν κάθε μουσικό όργανο που υπήρχε, αποφάσισαν να βάλουν μια τελείως υποτυπώδη χορωδία και ορχήστρα να μιλήσουν, μαζί με όλους τους κρατούμενους στο στρατόπεδο, χορεύοντας.
Αχάει τη Λεβεντιά το Λαζαρέτο!
Βροντομαχάει χορό -και του Ζαλόγγου- όλος ο βράχος!
Η περιγραφή όσων ακολούθησαν είναι μοναδική, είναι συγκλονιστική και ανήκει εξ ολοκλήρου στον Μανούσακα:
«Αποβραδίς του Σαββάτου σιγυριστήκαμε λίγο, σιδερώσαμε τα παντελόνια μας, βάζοντάς τα κάτω από τα στρώματα και γυαλίσαμε τα παπούτσια μας, σ’ όσους βέβαια αποκρατιόνταν παπούτσια ακόμα, με λίγο βερνίκι ή λάδι με καπνιά. Και το απόγεμα το προαύλιο γέμωσε, γιατί είχαμε προσκαλέσει και τους άλλους κρατούμενους και τη φρουρά αφού ο στρατοπεδάρχης τόχε επιτρέψει. Σε λίγο ήρθε η ορχήστρα και πήρε θέση στη μέση του προαύλιου, κάτω από μια μικρή λεύκα.
Κι όταν κούρντισε τα όργανα κι ετοιμάστηκε, ο σύντροφος Ακριτίδης φώναξε μέσα σε μια σαν ιερή σιωπή: ''ο Μοριάς θα χορέψει Καλαματιανό''.
Όλοι τινάχτηκαν ορθοί σαν να είπε ότι θα ψαλλόταν ο Εθνικός Ύμνος, κι όταν άρχισε ο χορός ξέσπασε το χειροκρότημα και το ''Γεια σου, Μωριά''. Το ίδιο γίνηκε κι όταν οι χορευτάδες τέλειωσαν.
Και πάλι φώναξε ο Ακριτίδης: ''Η Ρούμελη θα χορέψει τσάμικο'' κι αμέσως η ορχήστρα άρχισε: ''Κάτω στου Βά-α-αλ…, κάτω-ω-ω-ω στου βάλ… Κάτω στου βάλ-του-ου-ου τα χωριά!''.
Και πάλι ακούστηκαν πιο δυνατά χειροκροτήματα από δυο χιλιάδες χέρια και το ''γεια σου λεβέντρα Ρούμελη''».
Κι όταν ο σύντροφος Αντωνίου πιάστηκε μπροστά και τίναξε το κορμί του παίρνοντας στροφή στον αέρα και χτυπώντας τα πέλματα, σηκώθηκε ο κόσμος και παραληρούσε, κι όλους μας ξάφνιασε τούτο το ίδιο, το δικό μας το ξέσπασμα.
Και καλέστηκε ύστερα η Κρήτη να χορέψει συρτό και χρειάστηκε να γενεί παράκληση στον κόσμο για να σταματήσει τα παλαμάκια ν’ ακούσουν οι χορευτάδες το ρυθμό.
Κι οι άνθρωποι σα νάβλεπαν μπροστά τους την Κρήτη και χυμούσαν να τη σπαράξουν από αγάπη. Και πήρε ο πρώτος κύκλος με βήμα ανασηκωτό όπως ο νιος της ρίζας σαν κατεβαίνει στα κεφαλοχώρια και κάνει τη φιγούρα του, έτσι μ’ αυτό το βήμα κλείσαν τον πρώτο κύκλο οι χορευτές.
Ύστερα χόρεψαν σβέλτα και κυματιστά, όπως όταν βάνουν τα ποτήρια με το κρασί στα κεφάλια χωρίς να κουνιόνται καθόλου. Και στερνά χόρεψε ο πρώτος με το δεύτερο, όπως χορεύεται ο συρτός στην Κρήτη, με φιγούρες του πρώτου και τέλειωσε με την πιο δύσκολη, που θέλει κορμί λαστιχένιο: χτύπησε δύο παλαμάκια, ύστερα στα μπούτια με τα δυο χέρια, τινάχτηκε πάνω παίρνοντας και στροφή στον αέρα, χτυπώντας τις πατούσες, έτσι ακούστηκαν έξι χτύποι σε ρυθμό ριπής πολυβόλου και χωρίς να χάσει το χρόνο πήγε και πιάστηκε στο τέλος του κύκλου κι ο κόσμος ορθός παραληρούσε για την Κρήτη.
Οι Ιταλοί που με προσοχή παρακολουθούσαν τούτο το πατριωτικό μας ξέσπασμα σαν να τους κόλλησε κάποιο αίστημα ζήλειας που αυτοί δεν μπορούσαν οι ψυχές τους να νιώσουν το δικό μας ενθουσιασμό.
Τέταρτοι στη σειρά ήρθαν οι Θεσσαλοί με την ''Καραγκούνα'', με μπροστινό το μπάρμπα Νάσο, τον Κωστήμπα κι ο ίδιος ενθουσιασμός ξεσηκώθηκε και για τη Θεσσαλία.
Σε λίγο δυνάμωσε γιατί πιάστηκε ο Καραμπίνης μπροστά, έδωσε αέρα στο χορό, πήρε στροφές, τρεμόπαιξε το κορμί του, χτύπησε μύγδαλα τα δαχτύλια, η ορχήστρα γρηγόρεψε, κι όμοια γρηγόρεψε και σ’ εμάς κάτι τι μέσα μας, σα νάθελε να μας σηκώσει ψηλά με φτερά και να πετάξουμε.
Και στη σειρά το κατόπιν ήρθαν οι Μακεδόνες, οι Ηπειρώτες, οι Θρακιώτες, οι Νησιώτες…
Στερνά χόρεψαν οι Ποντοκαυκάσιοι πατριώτες του Ακρητίδη, που το μυαλό του κατέβασε να γίνει τούτη η πετυχεμένη γιορτή. Κι έχουνε τούτοι οι Έλληνες πολλούς χορούς κι ένα χορό που χόρεψαν τον λένε ''τρομακτόν'' κι είναι πολεμικός χορός, αφήνουν ''ιαχές'', και πάνω στη βράση του επιδεξεύουνται και το παιγνίδι του μαχαιριού. Σηκώσανε και τούτοι οι χορευτές τον ίδιο με τους άλλους ενθουσιασμό. Και με τον ''τρομακτόν'' τέλειωσε η γιορτή.
Μετά βουβάθηκε ο τόπος. Εμείς συρθήκαμε στους θαλάμους, έτσι από ένστιχτο σαν για να ευκολύνουμε τις συγκινήσεις που νιώσαμε να κατακάτσουν και να μείνουν για πάντα στην ψυχή.
Μόνο οι λεύκες στεκόντανε στην αυλή χτυπώντας τα φυλλαράκια τους ασημί-πράσινο, σαν να συνέχιζαν αυτές τα παλαμάκια».
Οι Κερκυραίοι, οι Επτανήσιοι θέλησαν να δώσουν συνέχεια επόμενη μέρα με δικές τους μόνο ή μάλλον κυρίως με δικές τους δημιουργίες. Ανάμεσά τους δεν βρίσκονταν μόνο ΕΑΜίτες, ΕΠΟΝίτες κι ΕΛΑΣίτες, κομμουνιστές και άλλοι δημοκράτες του Μετώπου του ΕΑΜ. Ούτε, επιπλέον, μόνο κάθε λογής άλλοι δημοκράτες και ψηφοφόροι κομμάτων του Κέντρου και της Δεξιάς που οι ίδιοι είχαν περάσει στην Αντίσταση απαυδισμένοι απ’ τα κηρύγματα μόνο «παθητικής αντίστασης», τη φυγή και την καλοπέραση στο εξωτερικό ή και την ξεδιάντροπη συνεργασία των ηγετών τους με τις δοσιλογικές κυβερνήσεις των Αθηνών και τον ίδιο τον κατακτητή. Μαζί με τους ΕΑΜίτες, μαζί με αγωνιστές που εστήριζαν στο παρελθόν κορυφαίους πολιτικούς της Δεξιάς και του Κέντρου, όπως τον υποστηρικτή συνεργαζόμενης με τους δοσίλογους «αντιστασιακής» οργάνωσης Σπύρο Θεοτόκη που εβυσσοδομούσε στο Κάιρο εναντίον του κυρίαρχου και σε όλα τα νησιά μας ΕΑΜ ή τον αντιπρόεδρο της δικτατορίας Μεταξά και σχεδόν διοικητή της Εθνικής Τράπεζας υπό ναζιστικό έλεγχο βενιζελικό πολιτικό Κωνσταντίνο Ζαβιτσιάνο, ήταν στο Λαζαρέτο ακόμη και Κερκυραίοι νέοι που λίγα χρόνια πριν είχαν μπλεχτεί στα δίχτυα της Νεολαίας του δικτάτορα Μεταξά.
Πάλι ο λόγος στον Μανούσακα, ειδικά για τους τελευταίους:
«Αιτία στάθηκε η γιορτή μας αυτή του χορού, για να λείψει μια εχθρότητα, που είχαν για μας τους Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές και την ομάδα μας, δεκαπέντε ως είκοσι πατριώτες από ''καλά σπίτια'' της Κέρκυρας. Ήτανε από τα στελέχη της Ε.Ο.Ν. του Μεταξά. Τους είχε συγχύσει τα μυαλά και δηλητηριάσει την ψυχή η αντικομμουνιστική προπαγάνδα που επί χρόνια τους έπλυνε το μυαλό η φασιστική διχτατορία του τόπου μας. Ωστόσο για τώρα είχανε σαν ιδανικό τους την εθνική ανεξαρτησία και κάπως ακαθόριστα και την πολιτική ελευθερία (…) Σιγά-σιγά (…) άρχισαν να προσέχουνε τη ζωή μας, τον καθάριο λαϊκό πολιτισμό μας. Ταιριαστό για την εποχή εκείνη, τις σχέσεις ανάμεσά μας, μα και με τους άλλους ανθρώπους, πιο πολύ την ανεχτικότητά μας και στο ίδιο το μίσος τους ακόμα (…). Άρχισαν λοιπόν ν’ αλλάζουνε γνώμη για μας, ν’ αποτοξινώνουνε την ψυχή τους και να νιώθουνε συμπάθεια και φιλία. Και ήρθε η γιορτή μας, με το χορό… Ο χορός μας τους μίλησε πιο καθαρά και πέταξε ό,τι κακό είχε λεκιάσει την ψυχή τους».
Την επόμενη κιόλας μέρα αποφασίστηκε νέα γιορτή, για την ερχόμενη Κυριακή, πάλι με όλους τους κρατούμενους.
Οι Κερκυραίοι και άλλοι Επτανήσιοι θα τραγουδούσαν με μαντολίνα. Εζήτησαν μάλιστα από τον Ακριτίδη να τους βοηθήσει στις πρόβες.
Διέσωσε ο Κρητικός:
«Τραγούδησαν διάφορα της ζωής τραγούδια και πατριωτικά, τέτοια που να μη θίγουν πολύ την Ιταλική κατοχή, και βρουν αφορμή οι φασίστες και μας χαλάσουν τη συγκέντρωση. Πολλοί σύντροφοι δάκρυσαν, όταν είπαν ένα τραγούδι για τα πάθη και το πείσμα της σκλαβωμένης Αθήνας. Είχε τούτη η γιορτή, κάτι τι το βαθιά πολιτισμένο, το σεμνό, το συγκρατημένο, μα που δεν έλειπε κι η έξαρση. Μετά λίγες μέρες κατάφερε ο λαός της Κέρκυρας ν’ απελευθερώσει από την ομηρία αυτούς τους νέους και γίνηκαν οι καλύτεροι κήρυκες πάνω στο νησί τους για μας και τη ζωή μας, κι αυτό βοήθησε στην απελευθέρωσή μας».
Σε μία απ’ αυτές τις δύο χορευτικές βραδιές, διέσωσε ο Αντωνάτος, εχόρεψαν και τον χορό του Ζαλόγγου. Η πρώτη έκλεισε με τον Εθνικό Ύμνο, με το «Χαίρε, ω χαίρε, Λευτεριά»!
Σαν ν’ αντηχούσαν μαζί οι στίχοι του Ποιητή «Η δύναμή σας πέλαγος, η θέλησή μας βράχος»!
Σαν να εχόρευαν και ν’ αγκαλιάζονταν και τα δέντρα!
Ήταν λίγες ημέρες πριν συμβεί οι Ιταλοί, μια νύχτα, να πάρουν ξαφνικά από το Λαζαρέτο για τις φυλακές της Κέρκυρας κι από ‘κει για την Αθήνα τον Μιλτιάδη Ζαχαράτο, τον Νίκο Μπελογιάννη κι άλλους τρεις αγωνιστές, που τελικά κατάφεραν ν’ απελευθερωθούν στην Αθήνα προτού τους παραδώσουν στην έδρα της Γκεστάπο.
Εχόρευαν στο Λαζαρέτο ως άλλοι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»!
Ετραγουδούσαν την Ελλάδα απ’ τη μιαν άκρη της ως την άλλη!
(Το άρθρο αυτό γράφτηκε από τον δημοσιογράφο Χρ. Κορφιάτη στο «corfupress» και αναδημοσιεύουμε το μεγαλύτερο μέρος του. Αφορμή για το άρθρο αποτέλεσαν οι καταστροφές που έχει υποστεί το νησάκι Λαζαρέτο και οι προσπάθειες που γίνονται για την διάσωση του από ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την ιστορική μνήμη).
* Το εικαστικό έργο στην κορυφή της σελίδας είναι δημιουργία του κορυφαίου Κερκυραίου ζωγράφου Άγγελου Γερακάρη, αφορά το Λαζαρέτο και τους μαρτυρικούς αγώνες των προγόνων μας για τη Ζωή, προσφέρεται από τον ίδιο για τις γραμμές αυτές αφού τις εδιάβασε και έχει τιτλοφορηθεί με τους εξής σολωμικούς στίχους: «Η δύναμή σας πέλαγος, η θέλησή μας βράχος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου