Στην «Ειδική Επιτροπή» για την αποκατάσταση των καμένων στη Β. Εύβοια ποντάρει η κυβέρνηση «όλα της τα λεφτά», για να χειραγωγήσει το κλίμα της αγανάκτησης που «βράζει» στα πυρόπληκτα χωριά και για να προωθήσει τους σχεδιασμούς της «πράσινης» επιχειρηματικότητας πάνω στα αποκαΐδια. Ο λαός βέβαια έχει πείρα από προηγούμενες καταστροφές, ότι τέτοιες «αποκαταστάσεις» δεν γίνονται με γνώμονα τα δικά του συμφέροντα και τις ανάγκες, αλλά με κριτήριο τις προτεραιότητες του κεφαλαίου.
Τέτοια παραδείγματα μπορεί να βρει κανείς πολλά, ανατρέχοντας σε όσα ακολούθησαν το σεισμό της Πάρνηθας το 1999 ή τις μεγάλες πλημμύρες σε Αττική και Πελοπόννησο το 1998, όπου μάλιστα ο Στ. Μπένος, επικεφαλής της Επιτροπής για τη Β. Εύβοια, ήταν τότε υφυπουργός του ΠΑΣΟΚ, αρμόδιος για τη διαχείριση τέτοιων καταστροφών. Το ίδιο προκύπτει και από πιο πρόσφατα γεγονότα, όπως η φωτιά στο Μάτι, οι πλημμύρες σε Καρδίτσα, Εύβοια και Μάνδρα. Οσο για το «πρότυπο της Καλαμάτας», που ...«αναστήθηκε» μετά τον σεισμό του 1986, για τον λαό της περιοχής μεταφράζεται σε πενιχρή κρατική βοήθεια, με αρκετούς σεισμόπληκτους να μην καταφέρνουν ποτέ να φτιάξουν το σπίτι τους, ενώ το «ολιστικό σχέδιο» ανασυγκρότησης που καταρτίστηκε τότε, λειτούργησε καταλυτικά για την ενίσχυση των επιχειρηματικών ομίλων. Είναι άλλωστε γνωστό ότι μία δεκαετία μετά τον μεγάλο σεισμό, υπήρχαν ακόμα σχολεία που στεγάζονταν σε κοντέινερ, ενώ ακόμα και σήμερα, εκατοντάδες δημόσια κτίρια κινδυνεύουν από την ανυπαρξία προσεισμικών ελέγχων...Δεν «κρατιούνται», σύμφωνα με δηλώσεις τους, μια σειρά δήμαρχοι και περιφερειάρχες, να αναλάβουν τη διαχείριση μεγάλων δασικών εκτάσεων αντικαθιστώντας τα δασαρχεία, «τάζοντας» καθαρισμούς, αντιπυρικά έργα και πρόληψη. Μάλιστα, η πρεμούρα τους είναι μεγαλύτερη σε περιοχές όπου βρίσκονται στα σκαριά σχέδια επιχειρηματικής «αξιοποίησης» των δασών, είτε αυτά αφορούν τον Υμηττό - και ειδικά τις νότιες πλευρές του, που θα «συνορεύουν» με τα πρότζεκτ του Ελληνικού - είτε τον Σχοινιά, όπου υπάρχουν αντίστοιχοι σχεδιασμοί και πάει λέγοντας. «Και αφού τα δασαρχεία δεν έχουν λεφτά και μέσα, γιατί να μην μπουν εκείνοι που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν και να τα καθαρίσουν;», επαναλάμβανε τις προάλλες γνωστός δημοσιογράφος, που με επιμονή ρωτούσε τους καλεσμένους του γι' αυτό το θέμα. Το ερώτημα βέβαια εύκολα αντιστρέφεται: Γιατί είναι «νομοτελειακό» τα δασαρχεία να μην έχουν προσωπικό, λεφτά και μέσα, ώστε με επιστημονική επάρκεια και όλα τα αναγκαία εργαλεία να υπηρετούν την ολοκληρωμένη διαχείριση και προστασία των δασικών οικοσυστημάτων; Τι είναι αυτό που τα εμποδίζει; Αλλά και οι δήμοι, που βλέπουν την κρατική χρηματοδότηση «με το κιάλι» όταν πρόκειται για τις λαϊκές ανάγκες, από πού ακριβώς θα βρουν τους πόρους και τα μέσα για τέτοια έργα, αν όχι από τη γνώριμη «ανταποδοτικότητα» και το «πράσινο φως» στα επιχειρηματικά σχέδια; Ας αφήσουν λοιπόν τα σάπια: Το πρόβλημα δεν είναι ποιος φορέας θα διαχειριστεί την πολιτική που μετατρέπει τα δάση, τη γη, το περιβάλλον σε πεδίο κερδοφορίας, αλλά η ίδια αυτή πολιτική, που βάζει συνολικά τις ανάγκες του λαού στο «ζύγι» της καπιταλιστικής κερδοφορίας και γι' αυτό αφήνει πίσω της στάχτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου