Τα «δύο άκρα»
Η θεωρία των «δύο άκρων» είχε και πάλι την τιμητική της χτες στη Βουλή. Μόνο που όσοι την αναπαράγουν συλλαμβάνονται επ' αυτοφώρω ως εκπρόσωποι όχι μόνο της ακραίας πολιτικής χυδαιότητας και της αχανούς ιστορικής αφασίας, αλλά και ως τυπικοί εκπρόσωποι του «θηλασμού» εκείνου του άκρου που υποτίθεται καταγγέλλουν.
Ακρα, λοιπόν...
Μα, φυσικά, και υπάρχουν άκρα.
Το ένα άκρο, λοιπόν, για να μιλάμε συγκεκριμένα, είναι το άκρο των κεφαλαιοκρατών. Το άλλο άκρο είναι αυτό των προλετάριων.
Το ένα άκρο είναι αυτό των τραπεζιτών. Σαν αυτούς που παρέδωσαν στον Χίτλερ την εξουσία. Το άλλο άκρο είναι του υποθηκευμένου λαού στις τράπεζες.
Το ένα άκρο είναι αυτό των βιομηχάνων. Σαν αυτούς που συμμετείχαν στις κυβερνήσεις του Μεταξά. Αυτούς είναι που υπηρετούν οι κυβερνώντες. Τέτοιοι, βιομήχανοι, μεγαλομέτοχοι, πλουτοκράτες, είναι εκείνοι που απειλούν στις επιχειρήσεις τους, όπως έγινε με εργαζόμενους στη Λάρισα, ότι αν απεργήσουν ξανά θα φωνάξουν τη Χρυσή Αυγή. Το άλλο άκρο είναι οι μισθωτοί σκλάβοι.
Το ένα άκρο είναι οι τσιφλικάδες τύπου Μανωλάδας. Αυτοί που εκμεταλλεύονται και εγκληματούν κατά ανήμπορων μεταναστών. Το άλλο άκρο είναι οι σύγχρονοι «μπάρμπα Θωμάδες».
Το ένα άκρο είναι οι εφοπλιστές. Σαν αυτούς που τάιζε η χούντα. Σαν αυτούς που η αστική δημοκρατία της μεταπολίτευσης τους έχει παραχωρήσει φορολογική ασυλία. Σαν αυτούς, για τους οποίους ο χρυσαυγίτης Παναγιώταρος διαμαρτυρόταν (σ.σ.: στην 1η Συνεδρίαση της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής για τον προϋπολογισμό του 2013) ότι τους «βάζουμε συνεχώς φόρους»! Το άλλο άκρο είναι οι ναυτεργάτες και ο υπό ομηρία μισός πληθυσμός μιας νησιωτικής χώρας.
Αυτά είναι τα κοινωνικά άκρα στον «ελεύθερο κόσμο» τους. Στην «ελεύθερη οικονομία» τους. Στον καπιταλισμό τους.
Και όπως συμβαίνει στις κοινωνίες των άκρων, το κάθε άκρο, εν προκειμένω της πλουτοκρατίας, έχει τις πολιτικές του εκφάνσεις, που όμως λειτουργούν μεταξύ τους όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία που ρίχνουν νερό στον ίδιο καπιταλιστικό μύλο.
Ας μας πουν, λοιπόν, οι περί των «άκρων» δοκησισοφούντες:
Τελικά, το άκρο της δικής τους πλουτοκρατίας, του δικού τους καπιταλισμού, της πλουτοκρατίας που αυτοί εκπροσωπούν, είναι μια άλλη, κάποια λιγότερο ακραία πλουτοκρατία, είναι λιγότερο καπιταλισμός, από εκείνη την πλουτοκρατία και από εκείνον τον καπιταλισμό, τον καπιταλισμό των κοινωνικών άκρων και της κοινωνικής αγριότητας, που υπηρετούν ο ναζισμός και ο φασισμός;
Κι ας μας πουν, επίσης:
Αν ο καπιταλισμός των ναζί είναι ίδιος, σε επίπεδο οικονομικών και παραγωγικών σχέσεων, με τον καπιταλισμό των αστών δημοκρατών (και είναι), τότε ποιος είναι εκείνος που πολιτικά καλλιεργεί, που συντηρεί, που τροφοδοτεί και διατηρεί ως δολοφονικό όπλο στη φαρέτρα του καπιταλιστή την πολιτική αγριότητα του ναζισμού και του φασισμού, για όποτε εκείνος - ο καπιταλιστής - το χρειαστεί;
Γράφει:
ο Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ "Ρ" 30 Νοέμβρη 2012
* Το σκίτσο από την Ef Syn
Αρα λοιπόν κοινωνική συμμαχία διεκδικώντας μέτρα σωτηρίας και ανακούφισης που πάντα στο Καπιταλισμό είναι προσωρινά και στην ιδεολογική πάλη και ζύμωση να εδραιώνεται η πρόταση εξουσίας των Κομμουνιστών για έξοδο απο την Ε.Ε με Κοινωνικοποίηση των βασικών συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής με ξήλωμα του καπιταλιστικού κέρδους και δικτατορία του προλεταριάτου μακριά απο οποιαδήποτε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού μέρες Οκτώβρη του 1944 που ο λαός με τα όπλα στα χέρια εγκλωβίστηκε απο το ΕΑΜ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ στο καπιταλισμό δεν διεκδίκησε την εξουσία και οδηγήθηκε στη σφαγή. Πιστεύω να συμφωνείτε Κύριε Μπογιόπουλε..... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια να ξεκαθαρίσουμε μερικά πραγματάκια, γιατί μάλλον υπάρχει μια κάποια σύγχυσις...
Διαγραφή''Οι διαφορές μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και φασισμού δεν είναι λιγότερο σημαντικές από τις ομοιότητές τους για την κατανόηση των δυο ρευμάτων.
Και τα δυο αποτελούν εργαλεία για την κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Και τα δυο αντιμάχονται την επανάσταση της εργατικής τάξης. Και τα δυο αποδυναμώνουν και διασπούν τις ταξικές οργανώσεις των εργατών. Ωστόσο οι μέθοδοί τους διαφέρουν.
Ο φασισμός συντρίβει τις ταξικές οργανώσεις των εργατών από τα έξω, αντιτίθεται στο σύνολο της βάσης τους και διατυπώνει μια εναλλακτική ''εθνική'' ιδεολογία. Η σοσιαλδημοκρατία υπονομεύει τις ταξικές οργανώσεις των εργατών από τα μέσα, χρησιμοποιώντας τη βάση των προηγούμενων αυτοτελών κινημάτων και τη μαρξιστική ιδεολογία-η οποία διατηρεί ακόμη ζωντανές τις παραδόσεις και την οργανωτική πειθαρχία των εργατών-ώστε να στηρίξει με ακόμη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα την πολιτική του κεφαλαίου και να διαλύσει κάθε μαχητικό αγώνα.
Ο φασισμός απαιτεί αντιστοίχως για την πλήρη επικράτησή του το ''ολοκληρωτικό'' τρομοκρατικό ταξικό κράτος. Η σοσιαλδημοκρατία ελέγχει τους εργάτες με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα και επιτυχία στο φιλελεύθερο κοινοβουλευτικό ταξικό κράτος, χρησιμοποιώντας τις δικές του ''εσωτερικές'' μεθόδους πειθαρχίας και τον περιστασιακό κρατικό πειθαναγκασμό, για την καταστολή κάθε μαχητικού αγώνα.
Ο φασισμός λειτουργεί κυρίως μέσω του πειθαναγκασμού και επιπροσθέτως της εξαπάτησης. Η σοσιαλδημοκρατία λειτουργεί κυρίως μέσω της εξαπάτησης και επιπροσθέτως του πειθαναγκασμού.
Αυτή η συνδυαστική σχέση της διαφοράς στη μέθοδο και της ομοιότητας στον κύριο στόχο και ρόλο υπογραμμίζει ο Στάλιν στον ορισμό που έχει δώσει ήδη από το 1924 (''Οι κύριοι παράγοντες της παρούσας διεθνούς κατάστασης'', Κομμουνιστική Διεθνής, αγγλική έκδοση 1934, τεύχος Νο. 6): ''η σοσιαλδημοκρατία εκπροσωπεί αντικειμενικά τη μετριοπαθή πτέρυγα του φασισμού''.
Ντατ. Ρ. Π. 1934. Φασισμός και κοινωνική επανάσταση, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή (7η έκδοση), σελ. 220-221.
ΑΧ
του Μάκη Μαΐλη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο να διαφωνεί κάποιος με το Πρόγραμμα που ψήφισε το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ και να το λέει, αποτελεί δικαίωμά του και συνιστά μία επιλογή. Λαθεμένη, αλλά μία επιλογή. Εξάλλου, οι σελίδες του «Ριζοσπάστη» είναι εξαιρετικά φιλόξενες. Δημοσιεύουν - γιατί έτσι πρέπει - και άρθρα εργαζομένων στο «Ριζοσπάστη» που καταφέρονται κατά του ΚΚΕ. Κάτι αντίστοιχο δεν θα μπορούσαν οι συγκεκριμένοι συντάκτες ούτε να διανοηθούν, αν εργάζονταν σε οποιαδήποτε άλλη εφημερίδα.
Όμως, το να διαφωνεί κάποιος με το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου και τώρα να εμφανίζεται ως διαπρύσιος υπερασπιστής του, κατακεραυνώνοντας τις Θέσεις της ΚΕ για το 19ο Συνέδριο ότι δήθεν το παραβιάζουν, είναι κάτι που δεν το θέλει ούτε ο θεός, ούτε ο διάβολος. Και δυστυχώς, αυτή τη στάση κρατούν και διατυπώνουν δημοσίως ορισμένα κομματικά μέλη μπροστά στο 19ο Συνέδριο.Η συμμαχία των κοινωνικών δυνάμεων που έκανε λόγο το ΑΑΔΜ και την οποία το 15ο Συνέδριο εκτιμούσε ως το κύριο είναι η ίδια ακριβώς με εκείνη που περιέχεται και στη Λαϊκή Συμμαχία. Όμως, το ΚΚΕ είναι υποχρεωμένο να τονίζει και να δουλεύει με στόχο αυτή η συμμαχία να κατευθύνει τη δράση της προς την εξουσία. Ως προς αυτό η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της θα πεισθούν με την ίδια τους την πείρα ότι είναι ανάγκη έτσι αυτή να προχωρήσει. Η Λαϊκή Συμμαχία έχει αντιμονοπωλιακό αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, γιατί ο μονοπωλιακός καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός είναι έννοιες ταυτόσημες, ανεξάρτητα από το μέγεθος της Α ή της Β χώρας και τη θέση της στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα.
Όμως, το πρόβλημα που έχουν οι αρθρογράφοι είναι η επιδίωξη για συμμαχία με τμήματα της αστικής τάξης, ιδιαίτερα με τη σοσιαλδημοκρατία. Αυτή η επιδίωξη αναδύεται μέσα από την αρθρογραφία τους. Γι' αυτό και επί της ουσίας είναι αντίθετοι με την πάλη για τη διαμόρφωση εκείνου του κινήματος που έχει ανάγκη η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Είναι προσηλωμένοι σε ένα κίνημα που θα στηρίζει συμμαχίες με αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα, ένα κίνημα που θα αγωνίζεται για να αναδειχθεί η «μεταβατική κυβέρνηση» και θα τη στηρίζει.
Αν δεν είναι έτσι, τότε ποια η έννοια της αναφοράς διαφόρων στον αμυντικό πόλεμο σε αντίθεση με τον επιθετικό και επομένως στη διαφορετική στάση που κατά την άποψή τους θα πρέπει να κρατήσει το ΚΚΕ στην πρώτη περίπτωση, σε αντίθεση με τη δεύτερη; Αν δεν είναι έτσι, ποια η έννοια της εμμονής τους σε χώρα προτεκτοράτο (τα ίδια λένε και όλοι του λεγόμενου αντιμνημονιακού φάσματος), σε υποτελή ελληνική αστική τάξη, όταν η τελευταία συμμετέχει με πλήρη τη θέλησή της σε όλους τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και πολέμους, για να ισχυροποιεί περισσότερο τη θέση της;
Τα πράγματα είναι καθαρά και από τα ομολογημένα και από τα ανομολόγητα. Όμως το ΚΚΕ στην 95χρονη Ιστορία του έχει βιώσει τα πάντα και έχει βγάλει συμπεράσματα αμετάκλητα.
Αναδημοσιεύεται από τον «Ριζοσπάστη» της Παρασκευής 29 Μάρτη 2013. https://www.902.gr/eidisi/politiki/13009/arthra-karmpon-me-omologimena-kai-anomologita-plin-fanera ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ
Όπως και στις περισσότερες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, έτσι και στην Ιταλία, ο Α΄ Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος και η Οκτωβριανή Επανάσταση είχαν διαμορφώσει συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, επιδρώντας καταλυτικά στη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ένα κόμμα μαζικό (που στις εκλογές του 1919 ήρθε πρώτο σε ψήφους με 32,3%, δίχως ωστόσο να σχηματίσει κυβέρνηση), εμφάνιζε διαφοροποιήσεις από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της εποχής, καθώς ήταν από τα ελάχιστα εκείνα τα οποία τάχτηκαν κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου - αν και η στάση που κράτησε ήταν μια μεσοβέζικη στάση που συνοψιζόταν στο σύνθημα «ούτε συμμετοχή, ούτε σαμποτάζ», δηλαδή ούτε υπέρ, αλλά ούτε κι ενεργά κατά του πολέμου. Σημειώνεται πως στην αστική τάξη της Ιταλίας είχαν εκδηλωθεί τότε δύο διαφορετικές τάσεις, μ’ ένα τμήμα της (κυρίως αυτό που συνδεόταν με τις βιομηχανίες της μεταλλουργίας και της μηχανουργίας) να τάσσεται υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο με το μέρος της Αντάντ κι ένα άλλο να τάσσεται υπέρ της ουδετερότητας.
Η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, που ενυπήρχε και διατηρούνταν στο κόμμα λόγω της μη οργανωτικής ρήξης, της μη αποβολής των οπορτουνιστικών-συμβιβαστικών στοιχείων από τις γραμμές του, συνεχίστηκε και τα αμέσως επόμενα χρόνια, οδηγώντας -σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο- σε μια αντιφατική πορεία, χαρακτηριζόμενη από ταλαντεύσεις που θ’ απέβαιναν καθοριστικές. «Αν και ύστερα από τον πόλεμο το κύρος των ρεφορμιστών στις εργατικές μάζες έπεσε», αναφέρει η «Παγκόσμια Ιστορία» της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, «και στο σοσιαλιστικό κόμμα οι ρεφορμιστές ήταν μειοψηφία, ωστόσο, όπως και πριν έτσι και τώρα, κρατούσαν στα χέρια τους την κοινοβουλευτική ομάδα και μαζικές οργανώσεις όπως ήταν η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας και η Εθνική Ένωση των Συνεταιρισμών. Οι ρεφορμιστές ηγέτες κατείχαν και ηγετικές θέσεις σε πολλούς δήμους. Με στήριγμα τις οργανώσεις αυτές και με τη σημαντική πολιτική τους πείρα οι ρεφορμιστές επηρέαζαν πολλές φορές αποφασιστικά την πολιτική του σοσιαλιστικού κόμματος».1
Τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη του 1920 ξέσπασε στη χώρα ένα μεγάλο απεργιακό κύμα που ξεκίνησε από τους εργάτες στη μεταλλουργία κι επεκτάθηκε αστραπιαία σ’ όλα τα βιομηχανικά κέντρα. Το ιταλικό προλεταριάτο ξεσηκώθηκε, κατέλαβε εκατοντάδες εργοστάσια (τα οποία διηύθυνε πλέον το ίδιο), συγκρότησε ένοπλα τμήματα (κόκκινες φρουρές) κ.ο.κ.
Η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, επιφυλακτική έως και τρομαγμένη από τις επαναστατικές διαθέσεις του ιταλικού προλεταριάτου, έσπευσε ν’ αναλάβει το ρόλο του πυροσβέστη της επαναστατικής πυρκαγιάς που αμφισβητούσε την εξουσία της αστικής τάξης. Το επαναστατικό κίνημα καταλάγιασε και οι εργάτες επέστρεψαν με συντετριμμένο ηθικό στις δουλειές τους. Οι υποσχέσεις που έλαβαν οι σοσιαλδημοκράτες γύρω από τη θεσμοθέτηση δήθεν του εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ - και ούτε ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν. Οι όποιες μικρές αυξήσεις στους μισθούς εξανεμίστηκαν γρήγορα από την όξυνση της ακρίβειας και της ανεργίας. Το πιο σημαντικό όμως: Δόθηκε στην αστική τάξη ο απαραίτητος χρόνος ώστε να περάσει στην αντεπίθεση. Την επιβολή της «εργασιακής ειρήνης και τάξης» ανέλαβαν οι συμμορίες του Μπ. Μουσολίνι, πρώην στελέχους του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο οποίος διαγράφτηκε το 1914, ιδρύοντας στη συνέχεια την πρώτη φασιστική οργάνωση. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Στο ίδιο το Σοσιαλιστικό Κόμμα, οι εξελίξεις απέδειξαν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την ανάγκη ύπαρξης ενός επαναστατικού, μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος, επιδρώντας αποφασιστικά ως προς τον οριστικό ιδεολογικό κι οργανωτικό διαχωρισμό των επαναστατικών δυνάμεων από τους ρεφορμιστές. Έτσι, στις 21 Γενάρη 1921 πραγματοποιήθηκε το Ιδρυτικό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο προσχώρησε στη Γ΄ Διεθνή.2
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην ίδια περίοδο, ο Μουσολίνι, διαβλέποντας δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ φασισμού και σοσιαλδημοκρατίας, είχε τονίσει σχετικά: «Στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας και της βελτίωσης του επιπέδου ζωής των εργατικών τάξεων, οι σοσιαλιστές μπορούν να βρουν απροσδόκητους συμμάχους στα πλαίσια του φασισμού. Η σωτηρία της χώρας δεν μπορεί να εξασφαλιστεί με την καταστολή της αντίθεσης ανάμεσα στο φασισμό και τον σοσιαλισμό, αλλά με τη συνδιαλλαγή τους μέσα στο κοινοβούλιο. Είναι πολύ πιθανή μια τέτοια συνεργασία με τους σοσιαλιστές, ιδιαίτερα σε μεταγενέστερο στάδιο, μετά το ξεκαθάρισμα των ιδεών και των τάσεων, βάσει των οποίων δουλεύει τώρα το σοσιαλιστικό κόμμα. Είναι φανερό ότι η συνύπαρξη των αδιάλλακτων και ρεφορμιστών σοσιαλιστών στο ίδιο κόμμα θα γίνει ανέφικτη με τον καιρό. Από τη συμμετοχή στις ευθύνες της εξουσίας απορρέει είτε επανάσταση είτε μεταρρύθμιση»3.
Στο μεταξύ, η καπιταλιστική κρίση που εκδηλώθηκε μέσα στο 1920 συνεχίστηκε και τα επόμενα δύο χρόνια, προκαλώντας από τη μια τον τριπλασιασμό των ανέργων και από την άλλη την ολοένα μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και την ισχυροποίηση των μονοπωλιακών συγκροτημάτων ιδιαίτερα στους τομείς της ενέργειας και της χημικής βιομηχανίας. Με την ανοιχτή υποστήριξη της αστικής τάξης και την «ανοχή» της κυβέρνησης Τζ. Τζιολίτι (ηγέτη του Ιταλικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που είχε έρθει τέταρτο στις εκλογές του 1919 με 10,9%) οι φασιστικές συμμορίες πολλαπλασιάστηκαν κι ενέτειναν την τρομοκρατική τους δράση, με επιθέσεις κατά συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων, δολοφονίες πρωτοπόρων εργατών κ.ο.κ.
Στις εκλογές της 15ης Μάη 1921 το Σοσιαλιστικό Κόμμα διατήρησε την πρώτη θέση, με μειωμένα όμως ποσοστά (24,7%), το Κομμουνιστικό Κόμμα έλαβε το 4,6% των ψήφων, ενώ το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα μόλις το 0,4%. Τον Τζ. Τζιολίτι διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία ο επίσης σοσιαλδημοκράτης Ι. Μπονόμι (του Ρεφορμιστικού Σοσιαλιστικού Κόμματος), «που στην κυβέρνηση του Τζιολίτι ήταν υπουργός των στρατιωτικών και είχε βοηθήσει ενεργά στη συγκρότηση και στον εξοπλισμό των φασιστικών σωμάτων»4.
Σύντομα, η «συνεννόηση» μεταξύ φασισμού και σοσιαλδημοκρατίας, που είχε «διαβλέψει» ο Μουσολίνι, έγινε πραγματικότητα: «Τον Ιούλιο του 1921 ο πρόεδρος της βουλής Ντε Νικόλα πρότεινε την υπογραφή ενός συμφώνου ειρήνευσης ανάμεσα στους φασίστες και τους σοσιαλιστές… Ο Μουσολίνι και η ηγεσία του σοσιαλιστικού κόμματος δέχτηκαν την πρόταση του Ντε Νικόλα και υπέγραψαν τη συμφωνία» (3 Αυγούστου 1921), με την οποία σοσιαλδημοκράτες και φασίστες δεσμεύονταν ν’ αποφεύγουν τις μεταξύ τους εχθρικές ενέργειες (μεταξύ άλλων, με το «σύμφωνο ειρήνης», το Σοσιαλιστικό Κόμμα αποκήρυξε όλες τις αντιφασιστικές δράσεις και οργανώσεις, όπως π.χ. η «Arditi del Popolo»5). Η πολιτική της «παθητικής αντίστασης» μετατράπηκε πια σε πολιτική παθητικής συνεργασίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα «ξεσκέπασε τις συνθηκολογικές διαθέσεις των σοσιαλιστών και το δημαγωγικό χαρακτήρα των συνομιλιών για “ειρήνευση”. Τα γεγονότα δεν άργησαν να επαληθεύσουν τη σωστή θέση των κομμουνιστών. Το “σύμφωνο ειρήνης” δεν σταμάτησε την φασιστική τρομοκρατία ούτε και για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα». Συνέτεινε όμως σε μεγάλο βαθμό στον αποπροσανατολισμό, την εξουδετέρωση και τον παροπλισμό σημαντικών τμημάτων της εργατικής τάξης. Η κυβέρνηση Μπονόμι και η κυβέρνηση Φάκτα που την αντικατέστησε το Φλεβάρη του 1922 συνέχισαν την πολιτική Τζιολίτι, συνδράμοντας «με όλα τα μέσα» τις δυνάμεις του φασισμού.6 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Οι μάχες που έδωσαν οι Ιταλοί εργάτες με τους φασίστες ήταν σφοδρότατες, αναγκάζοντάς τους μάλιστα σε υποχώρηση σε μια σειρά πόλεις. Την 1η Αυγούστου 1922 τα συνδικάτα κήρυξαν απεργία διαμαρτυρίας απέναντι στη φασιστική τρομοκρατία, η οποία εξελίχτηκε σε σκληρή σύγκρουση με την αστυνομία και τις ένοπλες φασιστικές ομάδες. Οι ρεφορμιστές ηγέτες των συνδικάτων, κατά τη γνωστή τους τακτική, ανακάλεσαν την απεργία. Ωστόσο χιλιάδες εργάτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές των συνδικαλιστών, συνεχίζοντας την απεργία. Η διαλυτική στάση των τελευταίων όμως αποδιοργάνωσε σημαντικά το απεργιακό μέτωπο, οδηγώντας στην ήττα του. Η αγανάκτηση των εργατών ήταν τέτοια, που η «κεντριστική» πλειοψηφία του Σοσιαλιστικού Κόμματος αναγκάστηκε πια να διαγράψει τη ρεφορμιστική μειοψηφία από το κόμμα (Οκτώβρης 1922).7 Η εξέλιξη αυτή επηρέασε ελάχιστα τα γεγονότα που ακολούθησαν. Πατώντας στην τελευταία ήττα της εργατικής τάξης, οι κεφαλαιοκράτες προχώρησαν στην επιβολή και ανοιχτής πια δικτατορίας. Έχοντας το «πράσινο φως» από την Ιταλική Συνομοσπονδία της Βιομηχανίας, το αστικό πολιτικό σύστημα και το Βατικανό, ο Μουσολίνι εξέδωσε στις 27 Οκτώβρη 1922 διαταγή για «πορεία εναντίον της Ρώμης» και την επόμενη μέρα εισήλθε στην πρωτεύουσα ανενόχλητος, καταλαμβάνοντας την εξουσία για λογαριασμό της ιταλικής άρχουσας τάξης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην Ιταλία, αναφέρει ο Ρ. Π. Ντατ, «η σοσιαλδημοκρατία προετοίμασε ιδεολογικά το δρόμο για το φασισμό: Πρώτον, με την εγκατάλειψη ή τη διαφθορά του μαρξισμού. Δεύτερον, με την άρνηση του διεθνισμού και την προσκόλληση των εργατών στην υπηρεσία του “δικού τους” ιμπεριαλιστικού κράτους. Τρίτον, με τον πόλεμο ενάντια στον κομμουνισμό και την προλεταριακή επανάσταση. Τέταρτον, με τη διαστρέβλωση του “σοσιαλισμού” ή τη χρήση αόριστων “σοσιαλιστικών” φράσεων (“η νέα κοινωνική τάξη”, η “κοινωνική ευημερία”, η “βιομηχανία ως δημόσια υπηρεσία” κλπ.), για να συγκαλύψουν το μονοπωλιακό καπιταλισμό. Πέμπτον, με την υπεράσπιση της ταξικής συνεργασίας και την ενοποίηση των οργανώσεων της εργατικής τάξης με το καπιταλιστικό κράτος. Όλα αυτά παρέχουν την ιδεολογική βάση του φασισμού, που αποτελεί το τελικό στάδιο της πολιτικής της πλήρους αφομοίωσης της εργατικής τάξης, δεμένης χειροπόδαρα, από τον καπιταλισμό και το καπιταλιστικό κράτος. Όλη αυτή η προπαγάνδα και η γραμμή της σοσιαλδημοκρατίας προκάλεσε σύγχυση, αποδυνάμωσε και γκρέμισε την ταξική, σοσιαλιστική θεώρηση των εργατών εκείνων που ήταν υπό την επιρροή της, απέτρεψε τη διάδοση της επαναστατικής μαρξιστικής αντίληψης, καλλιέργησε τις ημι-φασιστικές ιδέες του εθνικισμού, του ιμπεριαλισμού και της ταξικής συνεργασίας και κατέστησε τις μάζες εύκολη λεία στο φασισμό»8. Το «παράδειγμα» της Ιταλίας θα επαναληφθεί λίγο-πολύ κατά τον ίδιο τρόπο σε μια σειρά χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου το αμέσως επόμενο διάστημα. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Τα πολιτικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πάντως δεν απαγορεύτηκαν αμέσως. Το φασιστικό καθεστώς χρειάστηκε έναν ορισμένο χρόνο προκειμένου να δημιουργήσει ερείσματα και ν’ αποκτήσει τον ολοκληρωτικό έλεγχο της χώρας. Το κύμα της τρομοκρατίας (με αποκορύφωμα τη δολοφονία του σοσιαλιστή ηγέτη Τζ. Ματεότι στις 10 Ιούνη 1924) έφερε το καθεστώς στα πρόθυρα της πολιτικής κρίσης (1924-1925). «Αλλά τα αστικά και τα δύο σοσιαλιστικά κόμματα9 της αντιπολίτευσης ενεργούσαν αναποφάσιστα. Φοβήθηκαν να καλέσουν τις μάζες σε επαναστατική εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης και να βγουν έξω από τα πλαίσια της “συνταγματικής”, στην ουσία ακίνδυνης για το φασισμό αντιπολίτευσης. Συνενώθηκαν στον λεγόμενο συνασπισμό του Αβεντίνο … και, αφού ανακάλεσαν τους αντιπροσώπους τους από τη βουλή, τα κόμματα αυτά περιορίστηκαν στο να προπαγανδίζουν την παθητική αναμονή και καλλιεργούσαν στις λαϊκές μάζες την αυταπάτη πως τάχα το φασιστικό καθεστώς θα χρεοκοπήσει μόνο του γιατί σπαράζεται από εσωτερικές αντιθέσεις. Η προπαγάνδα αυτή ωφελούσε το φασισμό, γιατί αποπροσανατόλιζε τις μάζες από την ενεργό πάλη εναντίον της τρομοκρατικής δικτατορίας του Μουσολίνι»10.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ πρόταση του Κομμουνιστικού Κόμματος για την άμεση κήρυξη γενικής απεργίας απορρίφτηκε από το συνασπισμό του Αβεντίνο. Το καθεστώς, εκμεταλλευόμενο την τάση συνθηκολόγησης των αστικών κομμάτων -ιδιαίτερα της σοσιαλδημοκρατίας και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (την οποία έλεγχαν οι ρεφορμιστές)- ήρε και τα τελευταία υπολείμματα των αστικών δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών που είχαν απομείνει, θέτοντας εκτός νόμου τα πολιτικά κόμματα και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (1926). Οι σοσιαλδημοκράτες ρεφορμιστές ηγέτες των συνδικάτων έσπευσαν να διευκολύνουν το φασιστικό καθεστώς προχωρώντας από μόνοι τους στην αυτοδιάλυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας, ενώ πρωτοκλασάτα στελέχη τους, όπως οι Ντ’ Αραγκόνα, Ρίγκολα, Μαγκλιόνε κ.ά., δήλωσαν «δημόσια την παράδοσή τους στον νικηφόρο φασισμό», καθώς και την προθυμία τους «να προσφέρουν τη συνεργασία τους στον Μουσολίνι».1https://www.komep.gr/m-article/07cefc4a-f42a-11e9-95d7-3ed1504937da/ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Οι φορείς των Σοσιαλδημοκρατικών και οπορτουνιστικών απόψεων και ο φασισμός είναι δίδυμα αδελφάκια γνήσια παιδιά της Καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και τα υπηρετούν με λύσσα. Σωστά ονομάζονται Σοσιαλφασίστες που κατέστρεψαν την Κ.Δ μετά το 1935 και την ΕΣΣΔ με αφετηρία το 1953. Η Πραγματικότητα είναι εδώ και είναι πεισματάρα. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ, ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΣ, ΔΟΓΜΑΤΙΣΜΟΣ
Μια από τις πιο επικίνδυνες μορφές του οπορτουνισμού σύμφωνα με το Λένιν είναι ο «κεντρισμός». Πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ρεύματος αυτού ήταν ο Κάουτσκι. Ο «κεντρισμός» ως ρεύμα, ως ξεχωριστή κατεύθυνση του σοσιαλισμού, εμφανίστηκε το 1914. Ωστόσο οι ρίζες του πρέπει να αναζητηθούν πιο πίσω. Ο Κάουτσκι ως θεωρητικός της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, στις αρχές του 20ού αιώνα σε μεγάλο βαθμό αντιπάλεψε τις αναθεωρητικές ιδέες του Μπερνστάιν, όπως αυτές εκφράστηκαν μέσα από σειρά άρθρων και ομιλιών του σε συνέδρια της σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο ο Κάουτσκι δεν έθετε τότε το κρίσιμο ζήτημα του πλήρους οργανωτικού διαχωρισμού με τον αναθεωρητισμό, έδειχνε ανοχή, συμβιβαζόταν με την παραμονή μέσα στο κόμμα δύο κατευθύνσεων6.
Το 1914 το απόστημα του οπορτουνισμού έσπασε και ολοκληρώθηκε σε σοσιαλσωβινισμό. Οι σοσιαλσωβινιστές «υπεράσπιζαν την πατρίδα» στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις, μπήκαν στις κυβερνήσεις. Ο καουτσκισμός εξέφραζε ως κατεύθυνση την προσπάθεια να διασωθεί η ενότητα με τον οπορτουνισμό, εξ ου και η παρουσία του ως το «κέντρο». Ο Λένιν έδινε τον εξής χαρακτηρισμό: «Ο Κάουτσκι συμβιβάζει χωρίς αρχές τη βασική ιδέα του σοσιαλσωβινισμού, την αποδοχή της υπεράσπισης της πατρίδας στο σημερινό πόλεμο, με μια διπλωματική, φαινομενική παραχώρηση στους αριστερούς, όπως είναι η αποχή κατά την ψήφιση των πιστώσεων και η υιοθέτηση στα λόγια μιας αντιπολιτευτικής στάσης κτλ.»7.
Οι καουτκιστές δεν αρνούνταν στα λόγια την επανάσταση, αλλά αρνούνταν να κάνουν αυτό που έκαναν οι μπολσεβίκοι στη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, δηλαδή να καλέσουν τους εργάτες «να ξεκόψουν από τους οπορτουνιστές και να υποστηρίζουν, να βαθαίνουν, να πλαταίνουν και να οξύνουν με όλες τους τις δυνάμεις το επαναστατικό κίνημα και τις διαδηλώσεις που αρχίζουν», γιατί η «επανάσταση ποτέ δεν πέφτει εντελώς έτοιμη από τον ουρανό και στην αρχή του επαναστατικού αναβρασμού κανείς ποτέ δεν ξέρει, αν αυτός θα οδηγήσει και πότε στην πραγματική και γνήσια επανάσταση»8. Οι καουτσκιστές με τη σειρά τους αποκαλούσαν την τακτική των μπολσεβίκων «ουτοπία», «τυχοδιωκτισμό», «τρέλα»9. Να πως απαντούσε ο Λένιν: «Οταν μας λένε ότι η ρώσικη τακτική […] δεν είναι κατάλληλη για την Ευρώπη τότε απαντούμε συνήθως αναφερόμενοι στα γεγονότα. Στις 30 του Οκτώβρη στο Βερολίνο μια αντιπροσωπεία από βερολινέζες συντρόφισσες πήγε στο Προεδρείο του κόμματος και δήλωσε ότι “τώρα που υπάρχει ένας μεγάλος οργανωτικός μηχανισμός μπορούμε πολύ πιο εύκολα, παρά στον καιρό του νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές, να μοιράζουμε παράνομες προκηρύξεις και να οργανώνουμε απαγορευμένες συγκεντρώσεις […] αλλά λείπει φαίνεται η θέληση”. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Μήπως αυτές τις κακές συντρόφισσες τις έχουν παραπλανήσει οι ρώσοι “σεχταριστές”; Μήπως τις πραγματικές μάζες τις αντιπροσωπεύουν ο Λέγκιν και ο Κάουτσκι; […]. Οι εργάτες ζητάνε κιόλας τύπο χωρίς “λογοκρισία” και συγκεντρώσεις “απαγορευμένες”, δηλαδή παράνομες οργανώσεις για την υποστήριξη του επαναστατικού κινήματος των μαζών. Μονάχα ένας τέτοιος “πόλεμος ενάντια στον πόλεμο” είναι σοσιαλδημοκρατική δουλειά και όχι λόγια»10.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Λένιν επιβεβαιώθηκε ασφαλώς στην πρόβλεψή του ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος θα οδηγούσε στη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης σε μια σειρά χώρες και για αυτό πρόβαλλε την ανάγκη δυναμώματος του μαχητικού, επαναστατικού κινήματος.
Ο καουτσκισμός - κεντρισμός πέρασε σε νέα φάση με την εκδήλωση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο Κάουτσκι εξέδωσε βιβλίο με τίτλο η «Δικτατορία του προλεταριάτου», όπου παραποίησε οπορτουνιστικά τη διδασκαλία του Μαρξ για τη δικτατορία του προλεταριάτου και στράφηκε ενάντια στους μπολσεβίκους, τους κατηγόρησε ότι επέβαλαν τη μονοκρατορία των αρχηγών κλπ.
Οι καουτσκιστές διαχωρίστηκαν από το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στο ξεχωριστό Ανεξάρτητο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και ως τέτοιοι έπαιξαν συγκεκριμένο ρόλο στην ήττα και την καταστολή της γερμανικής επανάστασης το 1919. Αργότερα ξαναενώθηκαν με τη σοσιαλδημοκρατία και αποτέλεσαν το «αριστερό» τμήμα της.
Ο οπορτουνισμός μπορεί να εκδηλώνεται είτε ως «δεξιός» είτε ως «αριστερός». Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα πάσχει διαχρονικά από τη «δεξιά» του έκφραση.
Ο «δεξιός» οπορτουνισμός τροφοδοτεί και την «αριστερή» του έκφραση αρχικά ως αντιδιαλεκτική δογματική πολεμική στο «δεξιό» οπορτουνισμό. Η ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος επιβεβαιώνει τους διαύλους μετακίνησης μεταξύ φορέων του «δεξιού» και «αριστερού» οπορτουνισμού. https://www.komep.gr/m-article/O-OPORTOYNISMOS-OS-POLITIKO-REYMA-STO-EDAFOS-TOY-KAPITALISMOY/ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ