Επιλογή γλώσσας

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

Η θεωρία των δύο άκρων


Η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» η θεωρία των «άκρων» και ο αντικομμουνισμός

Το θέμα «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» έχει γίνει προσφιλές θέμα αρθρογραφίας στον αστικό Τύπο. Παίρνουν αφορμή από την τραμπούκικη δράση της «Χρυσής Αυγής» που είναι γέννημα του αστικού πολιτικού συστήματος, των ίδιων των καπιταλιστών.
Λένε περίπου το εξής: «Τα κόμματα των άκρων εκτινάζονται σε επίπεδα πρωτόγνωρα. Αυτό μοιάζει πολύ με το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης».

Υπάρχει και η άλλη εκδοχή της ίδιας προπαγάνδας. Αυτή της «θεωρίας των άκρων», ταυτίζοντας τη δράση διαφόρων ομάδων προβοκατόρων, παρακρατικών, εθνικιστών, ακροδεξιών, με τη δράση του εργατικού κινήματος. Στα αστικά ΜΜΕ υπάρχει πληθώρα δημοσιευμάτων και συζητήσεων δημοσιογράφων, αστών πολιτικών για τα «λίγα άτομα» που κλείνουν λιμάνια, βάζουν πανό στην Ακρόπολη, δημιουργούν εικόνες βίας, ταυτίζοντας τη δράση των ακροδεξιών στοιχείων, τραμπούκων που πουλούν προστασία τη νύχτα, με τη δράση του ταξικού εργατικού κινήματος, την πάλη των συνδικάτων που αποφασίζουν με τον πιο δημοκρατικό τρόπο την οργάνωση των διεκδικητικών τους αγώνων κόντρα στην αντεργατική πολιτική, τη δράση του ΠΑΜΕ, αλλά και του ΚΚΕ συνεχίζοντας την επικίνδυνη προπαγάνδα των κινδύνων από «τα άκρα». Ταυτίζοντας, δηλαδή, την οργανωμένη ταξική εργατική δράση κόντρα στον καθολικό πόλεμο του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του, των κομμάτων του στην εργατική τάξη, στα φτωχά λαϊκά στρώματα, στις κατακτήσεις και τα δικαιώματά τους, στο αναφαίρετο δικαίωμα ως παραγωγών του πλούτου που τους τον κλέβουν οι καπιταλιστές, να ζουν οι οικογένειές τους καλύπτοντας όλες τις σύγχρονες ανάγκες τους, με τη δράση ομάδων και μηχανισμών που στοχεύουν στην υπονόμευση, στο τσάκισμα του οργανωμένου εργατικού, λαϊκού κινήματος, της αντιμονοπωλιακής αντικαπιταλιστικής πάλης.

Εμφανίζουν ένα δικό τους μοχλό στήριξης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εξουσίας, αυτό κάνουν οι ομάδες παρακρατικών, ακροδεξιών, προβοκατόρων, ως δήθεν εχθρό της κοινωνίας, αφού τάχα δρα ενάντιά τους με ακραίες ενέργειες και δράσεις, και τον ταυτίζουν, για να τρομοκρατήσουν τις λαϊκές δυνάμεις, να τις αποτρέψουν από τη συμμετοχή στον οργανωμένο αγώνα, να τις χειραγωγήσουν, με το οργανωμένο εργατικό λαϊκό κίνημα η πάλη του οποίου επίσης χαρακτηρίζεται ακραία, αντικοινωνική. Ετσι λένε, «τα άκρα» οδηγούν στην καταστροφή, στο χάος.

Για παράδειγμα, προβοκάτσιες που οργανώνονται συνήθως όταν το ταξικό εργατικό κίνημα, ιδιαίτερα στο τελευταίο δίχρονο, οργάνωσε τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις, που εξελίχθηκαν με χτύπημα των διαδηλώσεων, παίρνοντας αφορμή καταστροφές, ακόμη και φωτιές σε κτίρια, στις οποίες έδρασαν κράτος και παρακράτος από κοινού για να συκοφαντηθεί ο ταξικός αγώνας, με την αξιοποίηση των κουκουλοφόρων, των λεγόμενων αντιεξουσιαστών, ακροδεξιών συμμοριών, μπράβων της νύχτας κ.λπ. Με οργάνωση και εκτέλεση σχεδίου καταδρομικών ενεργειών, που έδειχναν καλά εκπαιδευμένους ανθρώπους, με εκπαίδευση που παραπέμπει σε μηχανισμό για κατασταλτικές ενέργειες σε κατοικημένες περιοχές και με ανάλογο εξοπλισμό. Για παράδειγμα, ταυτόχρονες φωτιές στο κέντρο της Αθήνας, όπως στις 12 Φλεβάρη 2012, και με εμπρηστικό υλικό που αφενός δεν έσβηνε εύκολα αφετέρου έλιωνε μέταλλο, σύμφωνα με την εκτίμηση πυροσβεστών, που αξιοποιήθηκαν και για την ενδυνάμωση της «προπαγάνδας των άκρων» και της θεωρίας του τέλους της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης».

Παλιά η θεωρία «των άκρων». Ο Ευ. Αβέρωφ, υπουργός της ΝΔ στη 10ετία του '70, ο επονομαζόμενος και γεφυροποιός γιατί αθώωνε τους χουντικούς πραξικοπηματίες για να συσπειρώσει όσους τους ακολουθούσαν στη ΝΔ, ήταν ο «νονός» της θεωρίας του «αριστεροχουντισμού», δηλαδή της ταύτισης του ΚΚΕ με τους χουντικούς. Αυτός προπαγάνδιζε μ' αυτόν τον τρόπο τη θεωρία «των άκρων» και την αναπαρήγαγαν τότε τα αστικά ΜΜΕ. Αυτή η προπαγάνδα των άκρων είναι η ίδια βρώμικη προπαγάνδα ταύτισης φασισμού - κομμουνισμού.

Η «Καθημερινή» σε άρθρο της για «τα άκρα» και πόσο επικίνδυνα είναι, έγραφε ότι έτσι πήρε ο Χίτλερ την εξουσία, κυριάρχησε με τέτοιες ομάδες και όπλα στις γειτονιές. Σκόπιμα ξέχασε να γράψει ότι τον Χίτλερ τον ανέβασαν στην κυβερνητική εξουσία οι καπιταλιστές, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, αφού το κόμμα του ήταν στο δικό τους μπλοκ και ότι τη μεγαλύτερη συμβολή στην άνοδό του είχε το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.

Και επειδή τελευταία, με αφορμή τη «Χρυσή Αυγή» ξαναζέσταναν τη θεωρία των άκρων και της Βαϊμάρης να συμπληρώσουμε εδώ ότι το φασιστικό μόρφωμα της «Χρυσής Αυγής» το ήθελαν και το θέλουν τα ίδια τα αστικά κόμματα και το ίδιο το αστικό πολιτικό σύστημα. Είναι ένα χρήσιμο χαρτί τους που ιστορικά το ρίχνουν στο τραπέζι, για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Και μάλιστα, στη σημερινή συγκυρία, αυτό το μόρφωμα δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι εμφανίστηκε σε συνθήκες ακραίου και χυδαίου αντικομμουνισμού, εξίσωσης και ταύτισης φασισμού - κομμουνισμού. Θυμίζουμε μόνο περιπτώσεις αστικών μέσων που προπαγάνδισαν αυτήν την ταύτιση λίγο πριν τις εκλογές της 6ης Μάη. Εγραφαν τα ΝΕΑ την τελευταία βδομάδα: «...εξ όσων γνωρίζω ούτε ο Χίτλερ, ούτε ο Στάλιν, ούτε ο ναζισμός, ούτε ο κομμουνισμός έχουν καμία σχέση με το δημοκρατικό αίσθημα κανενός. Δεν ξέρω αν εξισώνονται απολύτως, αν ταυτίζονται εκ του αποτελέσματος ή αν προέρχονται από την ίδια μήτρα...». Ακόμα, έγραφε η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: «Γιατί να είναι το ΚΚΕ στη Βουλή και όχι η Χρυσή Αυγή;».


Για την άτιμη προπαγάνδα περί των «άκρων», για τη βρώμικη και εξίσου ανιστόρητη εξίσωση φασισμού - κομμουνισμού έχουμε γράψει αρκετά στο «Ριζοσπάστη» με αφορμή και τα κατά καιρούς ψηφίσματα και αποφάσεις ιμπεριαλιστικών ενώσεων και κρατών (ΕΕ, Συμβούλιο της Ευρώπης, κυβερνήσεις της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, κ.ά.). Και θα συνεχίσουμε να γράφουμε, καθώς το ιδεολογικό δόγμα περί «ολοκληρωτισμού» αποτελεί πλέον βασικό στοιχείο όχι μόνο της αστικής ιδεολογίας αλλά και διάφορων ρευμάτων του οπορτουνισμού.

Η αστική τάξη γνωρίζει καλά ότι η εξουσία της διασφαλίζεται μόνο όσο το προλεταριάτο δε συναισθάνεται το ρόλο του ως «τάξη για τον εαυτό της» και μόνο όσο η μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων θα περιπλανιέται σε απατηλούς ιδεολογικούς λαβύρινθους που κατασκεύασαν οι καπιταλιστές, για να εμποδιστεί η προσέγγιση της αντικειμενικής αλήθειας, ο ταξικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής κοινωνίας και κατ' επέκταση, ο ταξικός χαρακτήρας της αστικής εξουσίας, με όποια μορφή κι αν αυτή προβάλλει.

Κόντρα στην αντικειμενική πραγματικότητα, η αστική τάξη, προβάλλεται ως ενοποιητικός φορέας της κοινωνίας, ως το «μέσον» που έχει ταχθεί στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του «συνόλου», του «έθνους», του «λαού». Ετσι π.χ. «για το καλό όλων των Ελλήνων» και όχι για την εξασφάλιση των καπιταλιστικών συμφερόντων αποφάσισαν την εφαρμογή «μνημονιακών» πολιτικών που καταβαραθρώνουν τις συνθήκες ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας! «Για το καλό των λαών» και όχι για τα μονοπωλιακά συμφέροντα διεξάγουν πολέμους και σφαγές λαών! «Για το καλό όλου του έθνους» ματοκύλισαν πάμπολλες φορές εργατικούς απεργιακούς αγώνες! Ταυτόχρονα, με την αυτοανακήρυξή τους σε «μέσον» και σε φορέα εκπροσώπησης του «συνόλου» και του έθνους οι καπιταλιστές και οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους βάφτισαν και την υποταγή στα συμφέροντά τους σε «κοινωνική συνοχή». Κατ' αυτούς, όποιος αντιστρατεύεται τα συμφέροντά τους δεν είναι «απλά» ταξικός αντίπαλος, αλλά «εχθρός του λαού», φορέας της «καταστροφής». Αυτά ισχυρίζονταν κάθε φορά μπροστά στις μεγάλες κινητοποιήσεεις του λαού, όχι μόνο η ΝΔ αλλά και η ΠΑΣΟΚική και Καρατζαφερική ιδεολογική τρομοκρατία, σε συγχορδία με τα περισσότερα αστικά μέσα μαζικής προπαγάνδας. Για την «κοινωνική συνοχή» πασχίζει όμως και ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτική ή συνδικαλιστική έκφραση.

Οσοι ξεσηκώνουν τον κουρνιαχτό των «άκρων», το κάνουν μόνο και μόνο για να αποκρύψουν το ταξικό τους μίσος για το Κομμουνιστικό Κόμμα και την εργατική τάξη. Την ίδια θεωρία αξιοποίησαν και οι Γερμανοί ιμπεριαλιστές στις αρχές της δεκαετίας του 1950, για να απαγορεύσουν τη δράση του ΚΚ και των αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων: στο όνομα της υπεράσπισης της «δημοκρατίας» από τα «άκρα». Μόνο που τότε κορυφώνονταν και η πολιτική, διοικητική και οικονομική αποκατάσταση των περισσότερων βασικών στελεχών του ναζισμού, που είχαν καταδικαστεί ακόμα και από διεθνή δικαστήρια! Με πρόσχημα την «καταπολέμηση των άκρων», στις μέρες μας, σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, οι πολέμιοι του φασισμού διώκονται και οι συνεργάτες του ανακηρύσσονται σε εθνικούς ήρωες! Οπως στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Βαλτικής.

Τι είναι όμως αυτό το διαβόητο τέλος της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης»;

Στις 28 Φλεβάρη 1933, ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης του Χίτλερ, ο πρόεδρος της Γερμανίας Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόντουσαν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών Οργανώσεων. Ετσι, λένε, καταλύθηκε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης και επικράτησε ο φασισμός. Αντικαταστάθηκε μια μορφή διακυβέρνησης της δικτατορίας των μονοπωλίων με μία άλλη.

Ποια είναι όμως η πραγματική ιστορία; Οσο κι αν η αστική ιστοριογραφία πασχίζει να πείσει ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, που εγκαθιδρύθηκε στη Γερμανία με την κατάργηση της μοναρχίας και με την υιοθέτηση δημοκρατικού συντάγματος από την Γερμανική Εθνοσυνέλευση, στην πόλη Βαϊμάρη της Θουριγγίας (28/2/1919) αποτελεί κατάκτηση του λαού που επαναστάτησε το Νοέμβρη του 1918, η εγκαθίδρυσή της, «ο βίος και η πολιτεία της» δείχνουν ξεκάθαρα ότι αυτή δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας πρόσκαιρος συμβιβασμός των μεγαλοκαπιταλιστών, που εξασφάλισε την εξουσία τους από τον «εχθρό λαό».

Η γερμανική προλεταριακή επανάσταση (3 Νοέμβρη 1918 - Γενάρη 1919, στη Βαυαρία έως τον Απρίλη του ίδιου έτους) έχοντας ως υπόβαθρο, όπως και η Οχτωβριανή της Ρωσίας του 1917, τη μαζική εξαθλίωση που επέφερε για τις λαϊκές μάζες ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, παρουσίασε κοινά χαρακτηριστικά με εκείνη, όπως για παράδειγμα τα επαναστατικά συμβούλια εργατών και ναυτών. Η μεγάλη ποιοτική διαφορά ήταν το γεγονός ότι στη Γερμανία απουσίαζε το μαζικό και ταξικά συνεπές κόμμα του προλεταριάτου, το κομμουνιστικό (οι πρωτοπόροι επαναστάτες της ομάδας «Σπάρτακος» προχώρησαν στη δημιουργία τέτοιου κόμματος στο απόγειο της επανάστασης). Παρ' όλα αυτά, η δράση του προλεταριάτου, με αρχικούς στόχους που ξεπερνούσαν τα καπιταλιστικά πλαίσια κλόνισε σοβαρά την εξουσία της ηττημένης στον πόλεμο γερμανικής αστικής τάξης.

Αν και η δράση των επαναστατημένων μαζών προσέγγιζε την αντικειμενική ανάγκη της σύμπλεξης 
των εθνικών και αστικοδημοκρατικών διεκδικήσεων με τη διεκδίκηση της προλεταριακής εξουσίας, η ελλιπής αντίληψη που είχαν για το σοσιαλισμό και για το δρόμο που οδηγεί σε αυτόν (στρατηγική), καθώς και οι αυταπάτες που διατηρούσαν ως προς το χαρακτήρα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (το κόμμα που με το ξέσπασμα του πολέμου ηγεμόνευσε στο χώρο του σοσιαλσοβινισμού) υποχρεωτικά οδηγούσε στο συμβιβασμό με τους αστούς, στην καλλιέργεια κοινοβουλευτικών αυταπατών και στον περιορισμό ακόμα και των αστικών μεταρρυθμίσεων. Ενώ, για παράδειγμα, οι μάζες αρχικά διεκδικούσαν, μεταξύ άλλων, την κατάργηση της στρατοκρατίας και του ιδιαίτερου ρόλου του στρατού στην πολιτική ζωή, οι σοσιαλδημοκράτες που ασκούσαν πλέον την κυβερνητική εξουσία, συνεπείς στις δεσμεύσεις τους, όχι απέναντι στις επαναστατημένες μάζες, αλλά απέναντι στους αστούς, αξιοποίησαν τον αυτοκρατορικό στρατό για να πνίξουν στο αίμα το εξεγερμένο προλεταριάτο του Βερολίνου και άλλων πόλεων και αργότερα της Βαυαρίας. Με αφορμή τη στυγνή δολοφονία των ηγετών της επανάστασης Κ. Λίμπκνεχτ και Ρ. Λούξεμπουργκ, ο Λένιν σε ομιλία του στις 19/1/1919 κατάγγειλε το νέο ρόλο που ανέλαβε η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD), τους Εμπερτ (Ebert) και Σάιντεμαν (Scheidemann) ως δημίους των προλεταριακών ηγετών, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι «... η "Δημοκρατία" είναι τελικά ένα μασκάρεμα της αστικής ληστείας και της πιο κτηνώδους βίας».

Η συντακτική εθνοσυνέλευση που εκλέχτηκε το Γενάρη του 1919 και η υιοθέτηση του Συντάγματος της Βαϊμάρης (4-28 Φλεβάρη) αντικατόπτριζαν την εδραίωση ξανά της εξουσίας των αστών, που σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, δε χρειάζονταν πλέον να τη μοιράζονται και με τον αυτοκράτορα (Κάιζερ). Η οικογένεια του τελευταίου και συνολικά οι διάφοροι ευγενείς έπρεπε να ικανοποιηθούν με το γεγονός ότι οι εξαγγελίες της επανάστασης περί απαλλοτρίωσης της περιουσίας τους έμεινε κενό γράμμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και ο όρος Reich (Ράιχ = αυτοκρατορία - «βασίλειο») παρέμεινε στο νέο Σύνταγμα, παρά την πρόταση που τέθηκε για αλλαγή του σε «Δημοκρατία» (Republik).

Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, σε σύγκριση με το προηγούμενο του Βίσμαρκ (1871) εμπεριείχε πιο προωθημένες διατάξεις (όπως η γενίκευση του δικαιώματος ψήφου σε όλους τους «πολίτες» άνω των 20 ετών, η δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων, κ.λπ.), που απλά απέβλεπαν στην πρόσδεση του λαού στα συμφέροντα των καπιταλιστών. Για την αποφυγή οποιασδήποτε «παρεξήγησης» επ' αυτού, το άρθρο 48 του Συντάγματος έδινε στον Πρόεδρο της χώρας (αναδεικνυόταν με άμεση ψηφοφορία από το λαό) να αναστέλλει όλες τις συνταγματικές ελευθερίες και να διατάσσει την επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων, στην περίπτωση «που παρεμποδίζεται σημαντικά ή απειλείται η δημόσια ασφάλεια και τάξη» (αντίστοιχες διατάξεις έχουν όλα τα αστικά συντάγματα.)

Το εν λόγω άρθρο αξιοποιήθηκε κατά κόρον την περίοδο 1919 - 1933 για την καταστολή εργατικών απεργιακών αγώνων, για τη διάλυση συνταγματικά εκλεγμένων κυβερνήσεων των κρατιδίων όταν αυτές δεν ταίριαζαν απόλυτα με τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης, για την «εν ψυχρώ» προώθηση των πιο αντιδραστικών απαιτήσεων των μεγαλοβιομηχάνων, για την αναστολή της κοινοβουλευτικής δράσης και στο τέλος, ως κατώφλι για το πέρασμα στην ανοιχτή φασιστική δικτατορία των εθνικοσοσιαλιστών.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα, αν τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι αυτά που συγκινούν τους υπερασπιστές της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ή οι οικονομικές και κοινωνικές της επιδόσεις.
Γεγονός είναι ότι στα πρώτα χρόνια, ως απόρροια και της ήττας στον πόλεμο, εμφανίζεται ένα πρωτόγνωρο πληθωριστικό «τσουνάμι»1, που ενέτεινε κατά πολύ την αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου σε βάρος της εργατιάς και των μικροαστικών στρωμάτων και προς όφελος των μονοπωλιακών ομίλων που γιγάντωναν μέρα με τη μέρα, μέσα και από τη ραγδαία διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης (μόνο ο πολυεκατομμυριούχος Χούγκο Στίνες (Hugo Stinnes) την περίοδο του ραγδαίου πληθωρισμού εξαγόρασε 1.664 επιχειρήσεις με 300.000 εργαζόμενους!). 
Καθ' όλη τη δεκαετία του '20 η αναδιανομή λειτούργησε και προς όφελος των μονοπωλίων των νικητριών δυνάμεων του πολέμου, με βάση τις πολεμικές αποζημιώσεις, που προέβλεπε η συνθήκη των Βερσαλιών και οι κατοπινές ενδοϊμπεριαλιστικές ρυθμίσεις. Ιδιαίτερα ενισχυμένη παρουσία στη Γερμανία απέκτησαν οι αμερικάνικοι μονοπωλιακοί όμιλοι και ειδικά οι τραπεζικοί.

Αν τα πρώτα χρόνια της Βαϊμάρης, οι πραξικοπηματικές απόπειρες στρατιωτικών (το Μάρτη 1920 οι μοναρχικοί στρατιωτικοί με επικεφαλής το γενικό επιτελάρχη Καπ (Kapp), το στρατηγό Λούντεντορφ (Lundendorff) κ.ά. και το Νοέμβριο του 1923 ο Χίτλερ ξανά με το Λούτεντορφ) αποτυγχάνουν να καταλύσουν την αστική δημοκρατία, αυτό οφειλόταν τόσο στο γεγονός ότι το συγκροτημένο πλέον ΚΚ Γερμανίας τέθηκε επικεφαλής αποφασιστικών εργατικών ένοπλων αγώνων, όσο και στο γεγονός ότι η σφοδρή ενδοκαπιταλιστική διαπάλη ανάμεσα σε διάφορους μονοπωλιακούς ομίλους για την πρωτοκαθεδρία, δεν επέτρεπε τη σύνταξη κοινού σχεδίου αντιμετώπισης της συνταγματικής δημοκρατίας και την ύπαρξη κοινής εναλλακτικής πρότασης. 



Αυτό δε σημαίνει ότι οι αστοί αντιμετώπισαν με αδιαφορία το φασισμό. Απλά δεν είχαν καταλήξει ποιο από τα πάμπολλα εκείνη την εποχή παραστρατιωτικά, εθνικιστικά και φασιστικά σχήματα ήταν το καταλληλότερο. Πάντως, αν στην αρχή το Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (NSDAP) του Χίτλερ είχε ως χρηματοδότες (η «διαπλοκή» και τότε ήταν σύμφυτη του καπιταλισμού) Βαυαρούς καπιταλιστές μεσαίου μεγέθους, ήδη τον Οκτώβρη του 1923 (μόλις ένα μήνα πριν το αποτυχημένο πραξικόπημα) ο Φριτς Τύσσεν (Fritz Thyssen - επικεφαλής του ομώνυμου ομίλου) το ενίσχυσε με 100.000 χρυσά μάρκα2. Αντίστοιχα έπραξε και ο έτερος μεγαλοβιομήχανος Ερνστ φον Μπόρζιχ (ErnstvonBorsig). Αλλά και το αστικό πολιτικό σύστημα συνολικά δε φάνηκε εχθρικό σε τέτοια φαινόμενα. Ετσι ο Χίτλερ για την απόπειρά του καταδικάστηκε «επί εσχάτη προδοσία» σε 5 χρόνια φυλάκιση, αλλά ήδη το Δεκέμβρη 1924 ήταν και πάλι ελεύθερος και με πολιτικά δικαιώματα. Ο δε Λούντεντορφ δεν δικάστηκε καν! Και όλα αυτά χωρίς την παραμικρή ένσταση των σοσιαλδημοκρατών και αστών «λάτρεων» της αστικής δημοκρατίας.



Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί, ότι καθ' όλη την περίοδο 1919 - 1932, στην κυβερνητική εξουσία το σοσιαλδημοκρατικό και τα αστικά κόμματα (τα περισσότερα εμπεριείχαν στην ονομασία τους και τον προσδιορισμό «λαϊκό») είτε εναλλάσσονταν το ένα με το άλλο, είτε συγκυβερνούσαν, χωρίς όμως κανένα από αυτά να μπορεί να υλοποιήσει τις δημαγωγικές εξαγγελίες για «τη σωτηρία του Λαού», που όλο αυτό το διάστημα, με πρωτοπορία την εργατική τάξη συνέχιζε να διεκδικεί τα δικαιώματά του με διάφορες μορφές (ένοπλες εξεγέρσεις, απεργίες, κλπ.). Ούτε βέβαια δεν μπόρεσαν, παρά την «ικανότητά» τους να κρατήσουν τη Γερμανία έξω από τη δίνη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 1929. Αυτό που κατάφεραν (γιατί αυτό άλλωστε επιδίωκαν) είναι με τις επιχορηγήσεις, με κρατικές παραγγελίες και με άλλα εξίσου «δημοκρατικά» μέτρα να ενισχύσουν ξανά και σε παγκόσμιο επίπεδο τη θέση της ντόπιας χρηματιστικής ολιγαρχίας. Το 1932, καθώς η επίδραση της οικονομικής κρίσης και η δράση των κομμουνιστών ανεβάζουν σημαντικά το οργανωμένο εργατικό κίνημα, επιλέγεται η απομάκρυνση της σοσιαλδημοκρατίας από την κεντρική κυβέρνηση (παρέμεινε κυβέρνηση όμως στο μεγαλύτερο κρατίδιο, την Πρωσία) ακριβώς για να μην απολέσει την «έξωθεν καλή μαρτυρία» και για να μπορέσει πιο πειστικά να κρατήσει τα εργατικά στρώματα και τα συνδικάτα τους, υπό τον έλεγχό της. Ταυτόχρονα, η αμιγώς αστική κυβέρνηση «εθνικής συγκέντρωσης» (30/5/1932) άνοιγε το δρόμο του συνταγματικά νόμιμου «πραξικοπήματος» της εφαρμογής του άρθρου 48 που αναφέρεται παραπάνω. Με βάση αυτό εκδιώχθηκε η σοσιαλδημοκρατία και από τους πρωσικούς κυβερνητικούς θώκους (Ιούλης 1932). Ακολούθησε μια σειρά εναλλαγών αστών εκπροσώπων στην κυβέρνηση, με μοναδικό φανερό κριτήριο τις προσωπικές επιλογές του Προέδρου του Ράιχ και πρώην δεξί χέρι του αυτοκρατορικής εξουσίας Χίντενμπουργκ3, με πραγματική όμως βάση τις υποδείξεις των μονοπωλίων. Και όταν αυτή η τακτική νομιμοποιήθηκε και στα ευρύτερα στρώματα και ενώ το χιτλερικό κόμμα παρουσίαζε σημαντικά εκλογικά σημάδια κάμψης4, στις 30 Ιανουαρίου 1933, κατόπιν «παραίνεσης» και πάλι των μονοπωλίων, με τον ίδιο συνταγματικά νόμιμο τρόπο διορίστηκε καγκελάριος ο Χίτλερ. Σ' αυτή τη «συνταγματικότητα» πιστή η σοσιαλδημοκρατία και στο όνομα της «νομιμότητας της κυβέρνησης», αρνήθηκε ακόμα και την πρόταση του ΚΚ Γερμανίας για την από κοινού οργάνωση γενικής πολιτικής απεργίας ενάντια στον Χίτλερ. Είχε έρθει πλέον ο καιρός για τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, να πάρουν πίσω και την παραμικρή παραχώρηση που είχαν κάνει προς το λαό, για να ανακόψουν το επαναστατικό ρεύμα του 1918/20.

Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης 1929 - 1933, οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων στη Γερμανία είχαν να αντιμετωπίσουν την ανάπτυξη του αντικαπιταλιστικού κινήματος και το δυνάμωμα της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος, αυτός ήταν ο αντίπαλός τους, αυτό φοβούνταν. Η ανησυχία τους μεγάλωνε γιατί το κύρος των παλαιών αστικών κομμάτων - του γερμανικού Λαϊκού, του γερμανικού Δημοκρατικού, του βαυαρικού Λαϊκού και άλλων - έπεφτε συνεχώς στις εργατικές συνειδήσεις. Ταυτόχρονα, έπεφτε και η επιρροή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Οι εργάτες έδειχναν ολοένα και πιο μεγάλη δυσαρέσκεια, γιατί οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας που ήταν στην κυβέρνηση ψήφιζαν έκτακτα διατάγματα και αντιδραστικά μέτρα ενάντια στα εργασιακά και άλλα δικαιώματα.

Μήπως τηρουμένων των αναλογιών σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχουν παρόμοια φαινόμενα; Αδυναμία διαχείρισης της οικονομικής κρίσης έτσι που να χειραγωγούν το λαό, πτώση της επιρροής των αστικών κομμάτων;
Το φασιστικό κόμμα του Χίτλερ, που αυτοονομαζόταν Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, ανέπτυξε μια πλατιά αδίσταχτη δημαγωγία. Οι Γερμανοί φασίστες δήλωναν πως όλα τα δεινά των εργαζομένων της Γερμανίας τα προκαλούσε η Συνθήκη των Βερσαλιών (συνθήκη που υπογράφτηκε με βαρείς όρους για τη Γερμανία μετά την ήττα της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο) και υπόσχονταν μόλις πάρουν την εξουσία να καταργήσουν αμέσως τη Συνθήκη των Βερσαλιών και τους περιορισμούς που σχετίζονταν με τους εξοπλισμούς, να αγωνιστούν για να ξαναπάρει η Γερμανία τα εδάφη που είχε χάσει ύστερα από τον παγκόσμιο πόλεμο του 1914-1918 και να αποκτήσει καινούρια εδάφη. Στους ανέργους υπόσχονταν εργασία και αύξηση των βοηθημάτων, στους εργάτες μεγαλύτερα μεροκάματα και καλυτέρευση των όρων εργασίας, στους μικροαγρότες την κατάργηση των ενοικίων για τη γη, των χρεών και τη χορήγηση επιχορηγήσεων, στους μικρεμπόρους και στους επαγγελματοβοτέχνες μείωση των φόρων και χορήγηση πιστώσεων με χαμηλό τόκο, στους πληγέντες από τον πληθωρισμό οικονομική αποζημίωση, στους πρώην αξιωματικούς τη δημιουργία καινούριου στρατού και την εφαρμογή της ρεβανσιστικής ιδέας.

Ετσι στις εκλογές για το Ράιχσταγκ το Μάη του 1928, το κόμμα του Χίτλερ συγκέντρωσε μόλις το 2,6% των ψήφων, αλλά δύο χρόνια αργότερα, στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930 τα ποσοστά του εκτοξεύονται στο 18,3%, συγκεντρώνοντας 6,4 εκατ. ψήφους, και 107 βουλευτές με επικεφαλής τον Γκέρινγκ. Τα παλαιά αστικά κόμματα και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχασαν πολλές ψήφους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα συγκέντρωσε 4.590.000 ψήφους.

Τα αποτελέσματα των εκλογών από το ένα μέρος έδειχναν τη συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα και από το άλλο τη συνένωση των αντιδραστικών στοιχείων γύρω από το φασιστικό κόμμα.

Στις 27 Γενάρη του 1932 σε μυστική συγκέντρωση που έγινε στο Ντίσελντορφ με τη συμμετοχή τριακοσίων εκπροσώπων των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου ο Χίτλερ ανέπτυξε το πρόγραμμα του φασιστικού κόμματος και υποσχέθηκε «να ξεριζώσει το μαρξισμό στη Γερμανία». Οι μονοπωλιακοί κύκλοι δυνάμωσαν την υποστήριξη και τη χρηματοδότηση των χιτλερικών.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα αγωνιζόταν δραστήρια ενάντια στο φασισμό, επιδιώκοντας το σχηματισμό ενιαίου εργατικού μετώπου. Τόνιζε πως ο φασισμός θα φέρει στο λαό τεράστια δεινά και θα οδηγήσει σε πόλεμο και στην εθνική καταστροφή. Τον Αύγουστο ακόμη του 1930 στο «Πρόγραμμα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης του γερμανικού λαού» η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας σημείωνε: «Το φασιστικό κόμμα είναι εχθρικό στο λαό, είναι αντιδραστικό, αντισοσιαλιστικό κόμμα που φέρνει στο γερμανικό λαό την εκμετάλλευση και την υποδούλωση». Στις 28 Γενάρη του 1932 στο μήνυμα «Προς τους εργάτες της Γερμανίας και τους εργαζόμενους της πόλης και του χωριού» το Κομμουνιστικό Κόμμα τόνιζε ακόμη μια φορά πως το φλέγον ζήτημα είναι η δημιουργία ενιαίου εργατικού μετώπου και καλούσε σε ενεργό αγώνα εναντίον της μείωσης του μεροκάματου, των έκτακτων φόρων, για να αποκατασταθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες και για να οργανωθούν στα εργοστάσια και στις συνοικίες ομάδες ένοπλης αυτοάμυνας που να αποκρούουν τις φασιστικές τρομοκρατικές συμμορίες.

Το Μάρτη του 1932 έγιναν προεδρικές εκλογές. Υποψήφιος προτάθηκε πάλι ο Χίντενμπουργκ. Οι σοσιαλδημοκράτες τον υποστήριξαν, δηλώνοντας πως η εκλογή του Χίντενμπουργκ θα σώσει τάχα τη χώρααπό το φασισμό. Οι φασίστες είχαν υποψήφιο τον Χίτλερ και το γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα τον Ντίστερμπεργκ. Υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ο Ερν. Τέλμαν. Επειδή κανένας υποψήφιος δε συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία, στις 10 Απρίλη έγιναν πάλι εκλογές. Εκλέχτηκε ο υποστηριζόμενος από τη σοσιαλδημοκρατία Χίντενμπουργκ.
Με πρόταση του Χίντενμπουργκ στις 30 Μάη η κυβέρνηση του Μπρούνιγκ παραιτήθηκε. Την καινούρια κυβέρνηση σχημάτισε ο Φραντς φον Πάπεν, που αύξησε πρώτα πρώτα τη φορολογία και ψαλίδισε τα κονδύλια για τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Ταυτόχρονα, οι μεγιστάνες της βιομηχανίας και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες επιχορηγήθηκαν με εκατομμύρια μάρκα.

Τον Ιούλη του 1932 η κυβέρνηση του φον Πάπεν διέλυσε το Ράιχσταγκ και κατάργησε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, έβαλε το ζήτημα να κηρυχθεί γενική απεργία διαμαρτυρίας. Οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών πολέμησαν την πρόταση των κομμουνιστών και τους κατηγόρησαν για «πρόκληση». Οι σοσιαλδημοκράτες εναντιώνονταν με όλα τα μέσα σε κάθε πρωτοβουλία και δράση των μαζών.

Αλλωστε στο συνέδριο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που έγινε στη Λιψία το 1931, ένας απ' τους ηγέτες της, ο Φ. Ταρνόφ, δήλωσε ανοιχτά: «Στεκόμαστε δίπλα στο κρεβάτι του άρρωστου καπιταλισμού όχι μόνο για να κάνουμε διάγνωση. Είμαστε υποχρεωμένοι ...να γίνουμε ακριβώς ο γιατρός, που θέλει σοβαρά να θεραπεύσει τον άρρωστο και ωστόσο να διατηρήσουμε το αίσθημα ότι εμείς είμαστε οι κληρονόμοι». «Είναι αυτονόητο - έγραφε ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας των σοσιαλδημοκρατών στο γερμανικό Ράιχσταγκ Ε. Χάιλμαν - ότι όλη η σοσιαλδημοκρατία εργάζεται για ν' αποτρέψει την κατάρρευση του καπιταλισμού».

Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας απέτρεπαν τους εργάτες από τις απεργίες, έριξαν μάλιστα και το σύνθημα: Στις συνθήκες της κρίσης είναι εγκληματικό να διεξάγονται απεργίες, γιατί αυτό οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής. Υποστηρίζοντας τα αντιδραστικά αντεργατικά μέτρα των αστικών κυβερνήσεων, δήλωναν ότι αυτό πρέπει να γίνει εν ονόματι του «μικρότερου κακού», δηλαδή για να αποτραπεί ο φασισμός ή ο «ριζοσπαστισμός από τα αριστερά». Να που και εδώ γίνεται η προπαγάνδα περί «άκρων» που είναι επικίνδυνα. Αλλά μήπως και σήμερα η αστική προπαγάνδα στην Ελλάδα δεν προβάλλει το ίδιο επιχείρημα ότι σε συνθήκες κρίσης οι απεργίες, οι εργατικοί αγώνες υπονομεύουν την οικονομία; Μήπως τα μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους, που γδέρνουν το λαό τσακίζοντας μισθούς, συντάξεις, παροχές Υγείας, επιβάλλοντας φοροληστεία με τα χαράτσια, τη δραστική μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος, κάνοντας τη ζωή του κόλαση, δε γίνονται για τη σωτηρία του κεφαλαίου από την κρίση;

Στις εκλογές για καινούριο Ράιχσταγκ που έγιναν στις 31 Ιούλη 1932 το φασιστικό κόμμα πήρε 13,7 εκατ. ψήφους και έβγαλε 230 βουλευτές. Τα πιο πολλά από τα παλαιά αστικά κόμματα έχασαν δυνάμεις. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά την τρομοκρατία, συγκέντρωσε 5,3 εκατ. ψήφους και πήρε 89 έδρες και το σοσιαλδημοκρατικό 8 εκατ. περίπου ψήφους και 133 έδρες. Οι χιτλερικοί διεκδίκησαν να τους δοθεί η εξουσία.

Το Νοέμβρη του 1932 έγιναν καινούριες βουλευτικές εκλογές, που έδειξαν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε αυξήσει ακόμη πιο πολύ την επιρροή του. Πήρε 6 εκατ. περίπου ψήφους. Το φασιστικό κόμμα είχε χάσει 2 εκατ. ψήφους και οι έδρες του από 230 περιορίστηκαν σε 196. Οι φασίστες έχασαν και στις εκλογές για τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης.

Η κυβέρνηση του Πάπεν δεν κατόρθωσε να εξασθενήσει το ταξικό εργατικό κίνημα και γι' αυτό πολλοί εκπρόσωποι και ιδιοκτήτες των μονοπωλίων ήθελαν την άμεση εγκαθίδρυση φασιστικής δικτατορίας. Το Νοέμβρη μια ομάδα βιομήχανοι και τραπεζίτες υπέβαλαν στον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ ένα υπόμνημα και ζητούσαν να διορίσει τον Χίτλερ καγκελάριο του Ράιχ.
Και βεβαίως το δρομολόγησαν στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας που καθοριζόταν από το «Σύνταγμα της Βαϊμάρης», που αναμασούν σαν παράδειγμα αστοί δημοσιολόγοι και πολιτικοί στην Ελλάδα, παραλληλίζοντας τους κινδύνους για τη δημοκρατία με το τέλος της Βαϊμάρης. Μ' αυτό το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήρθε το «τέλος της». Δηλαδή όχι της αστικής εξουσίας αλλά μιας μορφής άσκησής της από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Στις 17 Νοέμβρη 1932 ο Πάπεν παραιτήθηκε και καγκελάριος έγινε ο στρατηγός Σλάιχερ, που γι' αυτόν ο Ερν. Τέλμαν είπε πως η κυβέρνησή του θα παίξει το ρόλο «μιας κυβέρνησης με ψεύτικους κοινωνικούς ελιγμούς», προκειμένου να εκτονώσει το εργατικό κίνημα, να μπορέσει να χειραγωγήσει το λαό. Ο Σλάιχερ πραγματικά κατάργησε μερικά από τα έκτακτα αντιδραστικά διατάγματα του Πάπεν, αλλά δεν πέτυχε να εκτονώσει το εργατικό, λαϊκό κίνημα.

Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1933 στην Κολονία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων, Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ με τον Πάπεν, τον Χούγκεμπεργκ και τον Χίτλερ. Στη συνάντηση αυτή λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της παράδοσης της εξουσίας στον Χίτλερ.

Στις 22 Γενάρη οι χιτλερικοί οργάνωσαν με την ανοχή της αστυνομίας μια προκλητική διαδήλωση μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε απάντηση 150.000 εργάτες του Βερολίνου με επικεφαλής τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ε. Τέλμαν, Β. Ούλμπριχτ, Ι. Σέερ και Φ. Φλόριν πέρασαν στις 29 Γενάρη τους δρόμους του Βερολίνου διαδηλώνοντας πως είναι έτοιμοι να αποκρούσουν τους φασίστες. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος πρότεινε στους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας κοινή δράση εναντίον του φασισμού, αλλά οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν.

Στις 30 Γενάρη του 1933 ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Ο Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος.

Στις 20 Φλεβάρη 1933, λίγο πριν από τις γερμανικές εκλογές της 5ης Μάρτη 1933, μετά από πρόσκληση του Γκέρινγκ, περίπου 25 από τους μεγαλύτερους βιομήχανους της Γερμανίας, μαζί με τον Σαχτ (σ.σ. Πρόεδρο της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων από το 1930, Διευθυντή της Τράπεζας του Ράιχ και από το 1934 υπουργό Οικονομικών των ναζί), συναντήθηκαν στο Βερολίνο. Στη συνάντηση αυτή ο Χίτλερ ανακοίνωσε την πρόθεση των ναζί να αποκτήσουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Γερμανίας, να διαλύσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα, να χτυπήσουν κάθε αντιπολίτευση με βία και να αποκαταστήσουν τη δύναμη της Βέρμαχτ. Είπε μάλιστα πως «οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως μάλιστα και για τα επόμενα εκατό χρόνια». Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο Γουστάβος Κρουπ, επικεφαλής της πολεμικής βιομηχανίας «Alfried Krupp A.G.» και πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων, τέσσερα ηγετικά στελέχη της «I. G. Farben», ενός εκ των μεγαλυτέρων μονοπωλίων χημικών στον κόσμο, ο Αλβέρτος Βόγκλερ, επικεφαλής της United Steel Works της Γερμανίας και άλλοι επιφανείς βιομήχανοι.

Η συνάντηση έληξε με τη σύσταση ειδικού ταμείου υποστήριξης των ναζί στις επερχόμενες εκλογές του Μάρτη 1933, ύψους 3.000.000 μάρκων.

Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση του Χίτλερ στην κυβέρνηση, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος κάλεσε τους ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των συνδικαλιστικών οργανώσεων να κηρύξουν γενική απεργία με συνθήματα: «Ολοι στο πεζοδρόμιο!», «Να κλείσουν τα εργοστάσια!», «Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών να απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!». Στην πρόταση αυτή οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας προπαγάνδιζαν ότι ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία.
Ο Χίτλερ, μόλις έγινε καγκελάριος, σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου όπου πήραν μέρος ο Πάπεν, ο Νόιρατ (Neurath), ο Φρικ και ο Γκέρινγκ, πρότεινε να χτυπηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα. 

Ο Χίτλερ δήλωσε: «Μπορούμε, αφού συντρίψουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα, να περιορίσουμε τον αριθμό των ψήφων του στο Ράιχσταγκ και έτσι να πάρουμε εκεί την πλειοψηφία».
Ταυτόχρονα, ο Χίτλερ δήλωνε πως κύριος σκοπός του κόμματός του είναι να επιβάλει στη Γερμανία «ολοκληρωτικό έλεγχο», να εξουδετερώσει κάθε αντιπολίτευση, να δημιουργήσει έναν ισχυρό γερμανικό στρατό και πως «οι εκλογές της 5 Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως μάλιστα και για τα επόμενα εκατό χρόνια».

Για να συντρίψουν το Κομμουνιστικό Κόμμα οι φασίστες οργάνωσαν μια τεράστια προβοκάτσια: Τη νύχτα προς τις 27 Φλεβάρη έβαλαν φωτιά στο κτίριο του Ράιχσταγκ και κατηγόρησαν γι' αυτό τους κομμουνιστές. Κύριος οργανωτής αυτής της πρόκλησης ήταν ο Γκέρινγκ. Αργότερα το ομολόγησε ο ίδιος μπροστά σε ένα στενό κύκλο συνεργατών του Χίτλερ. «Ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει πραγματικά το Ράιχσταγκ», είπε ο Γκέρινγκ, «είμαι εγώ, γιατί εγώ έβαλα φωτιά σ' αυτό». Οι χιτλερικοί, χρησιμοποιώντας τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ σαν πρόσχημα, έκαναν μαζικές συλλήψεις αντιφασιστών με βάση καταλόγους που ήταν έτοιμοι από πριν. Περισσότερα από 10 χιλιάδες άτομα ρίχτηκαν στις φυλακές. Στις 28 Φλεβάρη, ύστερα από πρόταση της χιτλερικής κυβέρνησης, ο Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόντουσαν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Στις εκλογές του Μάρτη του 1933, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ πήρε το 43,9% των ψήφων και την πλειοψηφία στη Βουλή.

Με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης ανέβασαν τον Χίτλερ στην εξουσία οι καπιταλιστές, με την τεράστια βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας.

Αρα, όλη η αστική προπαγάνδα για τη Βαϊμάρη στοχεύει να υπονομεύσει, να τσακίσει το ταξικό εργατικό κίνημα, χειραγωγώντας το λαό στην αστική πολιτική.
Μετά τη νίκη της αντεπανάστασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (1989-1991), ξεκίνησε μια πιο συντονισμένη παγκόσμια προσπάθεια να ξαναγραφτεί η Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Επιχειρούν να σβήσουν από την Ιστορία το ρόλο των λαϊκών κινημάτων στην οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ενάντια στην κατοχή της χιτλερικής συμμαχίας, ενάντια στο φασισμό σε κάθε χώρα, στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που διεξήγαγε η αστική τάξη, το ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως στην Ελλάδα, όπου υπήρξε εμπνευστής, ψυχή και οργανωτής της Εθνικής Αντίστασης. Ο ιμπεριαλισμός επιχειρεί να σβήσει την προσφορά του Κομμουνιστικού Κινήματος, να κρύψει τις κατακτήσεις του σοσιαλιστικού συστήματος. Επιδιώκει να καταστήσει τις νεότερες γενιές ευάλωτες στη μαύρη προπαγάνδα, να τις υποτάξει μαζικά στα σημερινά του εγκλήματα. Ο αντικομμουνισμός αποτελεί παγκόσμια ιδεολογική και πολιτική δράση των δυνάμεων του κεφαλαίου, προκειμένου να υψωθούν απέραστα τείχη, για να μη βγει ο κόσμος από το πισωγύρισμα όπου τον έφερε η αντεπανάσταση του 1989-1991.

Τα ιμπεριαλιστικά «κέντρα» συγκαλύπτουν ότι οι άδικοι πόλεμοι ξεπηδούν από τη φλέβα του καπιταλιστικού συστήματος, ότι δεν οφείλονται σε κάποιους μανιακούς, όπως συχνά παρουσιάζουν τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Οι πόλεμοι γίνονται, επειδή υπάρχει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για το μοίρασμα των αγορών, για τη «διέξοδο» από τις οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού μέσα από τη χειρότερη μορφή καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων, τον πόλεμο. Ακόμα, με στόχο την αναδιάταξη στο συσχετισμό δυνάμεων των ιμπεριαλιστικών κρατών.

Αλλά οι ιμπεριαλιστές φτιάχνουν και δικές τους ανύπαρκτες ιστορικές επετείους για να ενσταλάζουν το δηλητήριο του αντικομμουνισμού ως όπλο στον ολοκληρωτικό πόλεμο κατά των λαών. Ετσι καθιέρωσαν την 23η Αυγούστου μέρα μνήμης κατά των ολοκληρωτικών καθεστώτων φασισμού και κομμουνισμού. Εξομοιώνουν τον κομμουνισμό με το φασισμό και βάζουν στο ίδιο τσουβάλι τον Στάλιν με τον Χίτλερ.

Μαζί οι «φιλελεύθεροι», οι σοσιαλδημοκράτες, οι οικολόγοι - πράσινοι και δυνάμεις τύπου ΛΑ.Ο.Σ. πήραν αυτήν την αντιδραστική επαίσχυντη απόφαση.
Αποσπούν το φασισμό από τη μήτρα που τον γέννησε και που είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, προκειμένου να αθωώσουν τον ιμπεριαλισμό ως σύστημα που γεννά τις αιτίες των πολέμων.

Λένε ότι τον φασιστικό άξονα, που εξαπέλυσε πρώτος τον πόλεμο, τον νίκησε η δημοκρατία. Και όταν οι πολιτικοί ηγέτες των καπιταλιστικών κρατών μιλούν για δημοκρατία, δεν εννοούν τη δημοκρατία που κάνουν κουμάντο οι πολλοί, οι λαοί, αλλά αυτήν που κάνει κουμάντο το κεφάλαιο. 
Γι' αυτό και λένε ότι δε νίκησε παντού σ' όλη την Ευρώπη η δημοκρατία, αφού μια σειρά χωρών υποδουλώθηκαν στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό.

Γι' αυτό και πανηγυρίζουν για την επανένωση της Ευρώπης μετά την «πτώση του τείχους». Την επανένωση στις αξίες της ελευθερίας και δημοκρατίας, δηλαδή της ιμπεριαλιστικής ελευθερίας και δημοκρατίας. Γι' αυτό και καθιέρωσαν τη μαύρη για τους λαούς της Ευρώπης μέρα.
Μιλούν για την ελευθερία και δημοκρατία που κατέκτησαν οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες με την αντεπανάσταση και την ίδια ώρα εντείνονται οι διώξεις σ' αυτές τις χώρες κατά των κομμουνιστών, Κομμουνιστικά Κόμματα είναι στην παρανομία, ενώ οι συνεργάτες των Γερμανών, όπως στις Βαλτικές χώρες, αναδεικνύονται εθνικοί ήρωες.

Αλλά αυτές οι δήθεν δημοκρατικές δυνάμεις, που λένε ότι νίκησαν το φασισμό, αυτές ήταν που επίσης συνέβαλαν τα μέγιστα στην άνοδο του Χίτλερ στην κυβέρνηση της Γερμανίας και στην ενίσχυσή του. Επαιξαν σημαντικό ρόλο τα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Αγγλίας και οι κυβερνήσεις τους. Οι τράπεζες και τα άλλα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Αγγλίας επένδυσαν δισεκατομμύρια δολάρια στην ανόρθωση του δυναμικού της πολεμικής βιομηχανίας της Γερμανίας, έχοντας υπόψη να χρησιμοποιήσουν τη χώρα αυτή στον αγώνα εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Οι μεγάλοι 
Αμερικανοί ιδιοκτήτες μονοπωλίων, όπως ο Μόργκαν, ο Ντιπόν, ο Ροκφέλερ και άλλοι, αρκετά χρόνια ενίσχυαν το χιτλερικό κόμμα.

ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία υπολόγιζαν ότι θα πετύχαιναν να στρέψουν τον Χίτλερ κατά της ΕΣΣΔ, ώστε και η σοβιετική εξουσία να ανατραπεί και η αποδυναμωμένη Γερμανία να υποχρεωθεί να δεχτεί τους δικούς τους όρους μετά το τέλος του πολέμου στο μοίρασμα της λείας, έτσι ώστε να βγουν κερδισμένα τα δικά τους μονοπώλια και χαμένα τα γερμανικά.

Αλλά και την ίδια περίοδο του πολέμου συνέχιζαν στην ίδια ρότα, κάνοντας μυστικές συνεννοήσεις με τον Χίτλερ για συμφωνία μαζί του κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Ανέχτηκαν τις πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις Γερμανίας - Ιταλίας στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αφρική. Κράτησαν αρνητική στάση στο κάλεσμα της ΕΣΣΔ για συμφωνία ενάντια στον Χίτλερ, όταν ήδη είχε συγκροτηθεί το αντικομμουνιστικό Σύμφωνο Βερολίνου - Τόκιο - Ρώμης. Ακόμη και μετά το Σύμφωνο του Μονάχου, όπου παρέδωσαν στον Χίτλερ την Αυστρία, την Τσεχία. Την περίοδο του πολέμου προχώρησαν σε στρατολόγηση Γερμανών, Βουλγάρων, Τσέχων για να χρησιμοποιηθούν στην κατασκοπεία και υπονομευτική δράση ενάντια στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες, αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.

Η Γερμανία, παρά το ότι είχε ηττηθεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά την επιβολή σκληρών όρων με τη συνθήκη των Βερσαλιών από τους νικητές (Αγγλία, Γαλλία), εξακολουθούσε να είναι ιμπεριαλιστική δύναμη. Η Αγγλία και η Γαλλία γνώριζαν ότι η Γερμανία μπορούσε πάλι να προπορευτεί απ' τις άλλες καπιταλιστικές χώρες. Ετσι θα έπρεπε λογικά οι αστικές τάξεις της Αγγλίας και της Γαλλίας με όλες τους τις δυνάμεις να εμποδίσουν την οικονομική αναγέννηση και τη στρατιωτική ανάπτυξη της Γερμανίας. Αλλά έκαναν εντελώς το αντίθετο, και εδώ αποδεικνύεται, για άλλη μια φορά, ότι η ταξική αλληλεγγύη συνυπάρχει με τους ανταγωνισμούς του κεφαλαίου, πολύ δε περισσότερο που τώρα υπήρχε και ο κοινός εχθρός, ο μπολσεβικισμός. Οχι μόνο ως ιδεολογία και πολιτική, αλλά ως κρατική οντότητα και οργάνωση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στην Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.

Ετσι συνέβαλαν τα μέγιστα στην αναγέννηση της οικονομικής και πολεμικής ισχύος της Γερμανίας. Απ' το 1924 - 1925, τα καπιταλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης εφάρμοσαν μια τέτοια πολιτική. Η Γερμανία ανορθώθηκε οικονομικά με τα σχέδια Ντοζ (1924) και Γιανκ (1929), τα οποία εμπνεύστηκαν κι έθεσαν σε εφαρμογή οι κύριοι εκπρόσωποι του αμερικανικού και του αγγλογαλλικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που με την εφαρμογή αυτών των σχεδίων τα μεγαλύτερα αμερικάνικα μονοπώλια («Στάνταρντ Οϊλ», «Τζένεραλ Ελέκτρικ», «Τζένεραλ Μότορς», «Ιντερνάσιοναλ Τέλεγκραφ εντ Τέλεφον Κόμπανι», «Φορντ», «Ανακόντα» κ.λπ.) διεισδύσανε στη γερμανική βιομηχανία με τη μέθοδο των απευθείας επενδύσεων. Στην καθαρά πολεμική παραγωγή, η πρόοδος της ναζιστικής Γερμανίας, χάρη στα ξένα κεφάλαια, υπήρξε εντυπωσιακή. Στα χρόνια 1933 - '39, τα πολεμικά έξοδα της Γερμανίας αυξήθηκαν περισσότερο από 12 φορές, ενώ η γερμανική πολεμική παραγωγή αυξήθηκε 22 φορές. Οι Ενοπλες Δυνάμεις της την 1η Σεπτέμβρη του 1939 έφταναν τα 4,6 εκατομ. άνδρες και διέθεταν 26 χιλιάδες πυροβόλα και όλμους, 3,2 χιλιάδες άρματα μάχης, 4,4 χιλιάδες πολεμικά αεροπλάνα, 115 πολεμικά πλοία (από αυτά 57 υποβρύχια).

Το βασικό περιεχόμενο των διεθνών εξελίξεων καθοριζόταν βασικά από την αντίθεση ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, που εκφραζόταν ως αντίθεση ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τα καπιταλιστικά κράτη. Οι αστικές κυβερνήσεις επιδίωκαν να τσακίσουν το σοσιαλισμό. Απ' αυτό το σκοπό καθοδηγούνταν και στο γερμανικό ζήτημα οι κυβερνήσεις των νικηφόρων κρατών. Τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, μετά την αποτυχία της στρατιωτικής επέμβασής τους κατά του σοβιετικού κράτους, στα πρώτα δύο χρόνια μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, δεν εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους για την εξόντωση του σοσιαλισμού με την ένοπλη βία. ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία συνέχισαν να καταστρώνουν σχέδια για νέες αντισοβιετικές πολεμικές περιπέτειες. Και προσπαθώντας να βρουν τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις για να πραγματοποιήσουν αυτά τους τα σχέδια έστρεψαν την προσοχή τους προς τη Γερμανία.

Η Γερμανία με τη μεγάλη στρατιωτική και οικονομική της ισχύ, με την ικανότητά της να παραθέσει στο μέτωπο σημαντικό στρατό, με τη μιλιταριστική της παράδοση, ήταν ικανή να εξαπολύσει πόλεμο για την καταστροφή της ΕΣΣΔ.
ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία σχεδίαζαν την υποκίνηση ενός πολέμου Γερμανίας και Ιαπωνίας κατά της ΕΣΣΔ με σκοπό να λύσουν δύο ζητήματα: Με τις Γερμανία και Ιαπωνία να εξαφανίσουν τη Σοβιετική Ενωση, αλλά και να εξασθενήσουν Γερμανία και Ιαπωνία με έναν παρατεταμένο εξοντωτικό πόλεμο.

Ετσι διαμορφώθηκαν δύο μεγάλες και επικίνδυνες πολεμικές εστίες: Η Γερμανία στην Ευρώπη, η Ιαπωνία στην Απω Ανατολή. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, αφού δυνάμωσε αρκετά, με πρόσχημα την εξάλειψη της αδικίας, που δημιούργησαν οι αποφάσεις της Συνθήκης των Βερσαλιών (συνθήκη που θεσμοθετούσε τα αποτελέσματα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές), άρχισε να αξιώνει το ξαναμοίρασμα του κόσμου προς όφελός του. Η εγκαθίδρυση στη Γερμανία, το 1933, του ναζισμού, μιας ωμής δικτατορίας του τρόμου και των διωγμών, και ας είχε ανέβει στην κυβερνητική εξουσία με κοινοβουλευτική μορφή (τα μονοπώλια είχαν επιλέξει τον Χίτλερ για την εξουσία), μετέβαλε αυτή τη χώρα σε δύναμη κρούσης του ιμπεριαλισμού, που στρεφόταν, κατά πρώτο λόγο, ενάντια στην ΕΣΣΔ. Σ' αυτήν την κατεύθυνση έδιναν συμβουλές οι Αγγλογάλλοι και οι Αμερικάνοι, ακόμη και ως προς το σχέδιο επίθεσης. Αρχικά στην Πολωνία, μετά στην Τσεχοσλοβακία και από κει στην ΕΣΣΔ.

Αλλά τα σχέδια του γερμανικού ιμπεριαλισμού δεν περιορίζονταν μόνο στην υποδούλωση των λαών της Σοβιετικής Ενωσης. Το πρόγραμμα της παγκόσμιας κυριαρχίας τους προέβλεπε τη μετατροπή της Γερμανίας σε κέντρο μιας γιγαντιαίας αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας, που η εξουσία και η επιρροή της θα απλώνονταν σε ολόκληρη την Ευρώπη και στα πιο πλούσια μέρη της Αφρικής, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής. Και τότε τα πετρέλαια και οι δρόμοι τους αποτελούσαν ισχυρό δέλεαρ για κατακτήσεις εδαφών και πόλεμο.

Η συντριβή και η κατάκτηση της Σοβιετικής Ενωσης, με σκοπό την εξαφάνιση πρώτα απ' όλα του κέντρου του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, καθώς και η διεύρυνση του «ζωτικού χώρου» του γερμανικού ιμπεριαλισμού υπήρξαν η βασικότερη πολιτική επιδίωξη του ναζιστικού καθεστώτος και ταυτόχρονα η βασικότερη προϋπόθεση για την παραπέρα επιτυχή ανάπτυξη της επιδρομής σε παγκόσμια κλίμακα. Το ξαναμοίρασμα του κόσμου και την εγκαθίδρυση «νέας τάξης» επιδίωκαν, επίσης, και οι ιμπεριαλιστές της Ιταλίας και της Ιαπωνίας. Οι κυβερνήσεις των άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών, ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, με κίνητρο το ταξικό μίσος προς την ΕΣΣΔ, ακολουθούσαν πολιτική συνωμοσίας με τον Χίτλερ.

Ολα αυτά η αστική προπαγάνδα δεν τα αποσιωπά απλώς, αλλά τα αντιστρέφει, προκειμένου να οξύνει τον αντικομμουνιστικό πόλεμο ως ένα μοχλό υποταγής των λαών στο κεφάλαιο.
Ετσι η αντικομμουνιστική ιδεολογία έγινε επίσημη κρατική ιδεολογία της ΕΕ.
...
Μετά απ' όλ' αυτά γίνονται κατανοητά τόσο η θεωρία της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» και η στόχευσή της, όσο και το υπόβαθρο που εκκολάπτει και ενισχύει μορφώματα σαν τη «Χρυσή Αυγή». 
Στόχος, το εργατικό λαϊκό κίνημα, το χτύπημα της αντικαπιταλιστικής πάλης. Είναι υποκρισία, επικίνδυνη, η δήθεν καταδίκη των φασιστικών μορφωμάτων. Είναι δημιουργήματά τους ακριβώς ως ένας ακόμη μοχλός καταστολής, λειτουργούν ως προστάτες των καπιταλιστών και της ιδιοκτησίας τους, επομένως εχθρός τους είναι η εργατική τάξη τα φτωχά λαϊκά στρώματα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ αξιοποιούνται τόσο από το αστικό κράτος όσο και από τους μεγαλοεπιχειρηματίες ως οι αδίσταχτοι μοχλοί καταστολής του εργατικού κινήματος και των Κομμουνιστών. Με ιδεολογία το αντικομμουνιστικό μίσος.

1. Ενώ π.χ. το Γενάρη του 1923 η αξία ενός αμερικάνικου δολαρίου είχε φτάσει τα 17.792 γερμανικά μάρκα, τον Αύγουστο του ίδιου έτους ξεπερνούσε τα 4,5 εκατομμύρια! Την ίδια περίοδο, δηλαδή πέντε χρόνια μετά το τέλους του πολέμου, το πραγματικό εργατικό εισόδημα μόλις προσέγγιζε το μισό του προπολεμικού.

2. Το ίδιο έτος είχε προηγηθεί η σταθεροποίηση του γερμανικού νομίσματος.

3. Την εκλογή του στην Προεδρία στήριξε και η σοσιαλδημοκρατία, θεωρώντας τον ως «το μικρότερο κακό».

4. Στις εκλογές Νοεμβρίου 1932, έχασε περίπου 2 εκατομμύρια ψήφων.

5. Εχοντας η Σοβιετική Ενωση σαφή αντίληψη ότι τα μη φασιστικά καπιταλιστικά κράτη ενίσχυαν τη Γερμανία, με σκοπό να τη στρέψουν εναντίον της, υποχρεώθηκε να υπογράψει στις 23 Αυγούστου 1939 το «γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη επίθεσης», γνωστό ως «σύμφωνο Μολότοφ - Ρίμπεντροπ». Το «Σύμφωνο Μολότοφ - Ρίμπεντροπ» έχει δεχτεί πυρά από τους υποκριτικούς υπερασπιστές των ελευθεριών και από τους οπορτουνιστές. Αποκρύπτουν ότι το Σύμφωνο υπογράφτηκε μόνο αφού είχαν ναυαγήσει όλες οι προηγούμενες φιλειρηνικές προσπάθειες της ΕΣΣΔ, καθώς και οι προσπάθειες να συγκροτηθεί αντιχιτλερικό μέτωπο. 'Η ότι, 3 μήνες πριν, η ΕΣΣΔ είχε προσφέρει στρατιωτική βοήθεια και στην Πολωνία σε περίπτωση πολέμου, για να λάβει την κατηγορηματική άρνηση από την κυβέρνηση της τελευταίας. Τι δε λένε όλοι αυτοί επίσης: Οτι υπάρχει μια άλλη ημερομηνία που θα μπορούσε να αποτελέσει πραγματική επέτειο καταδίκης του ναζισμού και όσων τροφοδοτούν, συναλλάσσονται και ανοίγουν το δρόμο στους ολοκληρωτισμούς. Είναι η 30ή του Σεπτέμβρη. Είναι η μέρα (30 Σεπτέμβρη 1938) ένα χρόνο πριν το σύμφωνο, στο Μόναχο οι Χίτλερ και Μουσολίνι υπέγραψαν μαζί με τους αρχηγούς των κυβερνήσεων της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, το ομώνυμο «σύμφωνο του Μονάχου», με το οποίο οι «δημοκρατίες της Δύσης», στο πλαίσιο του «κατευνασμού» του φασισμού, έδιναν το πράσινο φως στο ναζισμό να εισβάλει στην Τσεχοσλοβακία, να τη διαμελίσει, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στον όλεθρο και οδηγώντας την ανθρωπότητα στην τραγωδία του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτή, βέβαια, η ημερομηνία απουσιάζει από το αντικομμουνιστικό ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου. Από την άλλη, οι Βρετανία - Γαλλία, που είχαν συνάψει συμμαχία με την Πολωνία, δεν την τήρησαν μετά τη γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας. Το Σύμφωνο «Μολότοφ - Ρίμπεντροπ» εξασφάλισε στην ΕΣΣΔ 21 πολύτιμους μήνες ειρήνης, που στη συνέχεια αποδείχθηκαν ανεκτίμητοι στην πολεμική της προετοιμασία, ενόψει της αναπόφευκτης γερμανικής επίθεσης. Το σοβιετογερμανικό «Σύμφωνο μη επίθεσης» διήρκεσε μέχρι τις 22 Ιούνη 1941, οπότε η Γερμανία το παραβίασε και επιτέθηκε κατά της ΕΣΣΔ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου