Λίγο μποτιλιάρισμα στην Εθνική και μετά ανοίγει ο δρόμος προς Λαμία. Εργοστάσια στη σειρά, διόδια, ανεμογεννήτριες και λίγο πιο κάτω η έξοδος «ΛΑΡΥΜΝΑ - ΜΑΡΤΙΝΟ». Κάνουμε δεξιά. Μέρος ωραίο, πρασινάδα και λόφοι. «Κοίτα πώς θα αλλάξει το τοπίο μετά τη στροφή!», λέει ο Γιώργος και… τώρα πια δυο εικόνες συνθέτουν το νέο τοπίο: Ένα όμορφο χωριό -η Λάρυμνα- που είναι σίγουρο πως αν δεν υπήρχε η ΛΑΡΚΟ, θα ήταν ένα γραφικό ψαροχώρι του Βόρειου Ευβοϊκού και απέναντί του η ΛΑΡΚΟ.
Ακόμα και για εμάς, που δεν είχαμε ξαναβρεθεί εκεί, φάνταζε γνώριμο το σουλούπι του εργοστασίου. Έχει αποτυπωθεί στα μυαλά μας από τα εξώφυλλα του «Ρίζου», από τα ρεπορτάζ για τα εργοδοτικά εγκλήματα, τις φωτογραφίες από τους αγώνες. Το φουγάρο κυριαρχεί κι είναι το πρώτο που τραβάει την προσοχή σου και ο τόπος ολόκληρος έχει μια δύναμη να ελκύει, μια δύναμη από την ομορφιά του και την ιστορία του από τα αρχαία χρόνια του Παυσανία μέχρι και σήμερα που φτάσαμε κι εμείς. Γιατί η αλήθεια είναι ότι σε μέρη που ο άνθρωπος και η επιστήμη κάνουν «θαύματα», σε μέρη που οι άνθρωποι αγωνίζονται για την αξιοπρέπειά τους, η Ιστορία γράφει κάθε μέρα.
Σταματάμε σε μια αλάνα απέναντι από το εργοστάσιο, ψάχνουμε να βρούμε το κατάλληλο πλάνο για να πάρουμε συνέντευξη από τον πρόεδρο του Σωματείου. Ο ήλιος έχει βγει πια για τα καλά και μας δυσκολεύει γιατί «γράφει σκληρά» στις κάμερες. Κι όσο εμείς παλεύουμε για να χωρέσουμε τον όγκο του εργοστασίου, την όμορφη θάλασσα και το φουγάρο όλα σε ένα πλάνο, έχουμε τον πρώτο «επισκέπτη». «Τι κάνετε εδώ; Από ποιο κανάλι είστε;» λέει ένας φύλακας, νέο παιδί, περπατώντας προς το μέρος μας. Του απαντάμε «Από το 902» και περιμένουμε να αρχίσει το γνωστό τροπάρι για το αν έχουμε πάρει άδεια βιντεοσκόπησης κλπ.
Ανατροπή των προβλέψεων... Ο φύλακας έρχεται πιο κοντά και συνεχίζει «Α, καλώς τους, τι βλέπετε, ρε παιδιά, θα νικήσουμε;», «Τι γίνεται στην Αθήνα;», «Καλά τα έλεγε αυτός ο μουσάτος από την COSCO, τον έβλεπα που μίλαγε χθες το βράδυ» και η κουβέντα συνεχίζεται.
Έρχεται ο πρόεδρος. Δούλευε νύχτα, κοιμήθηκε 2-3 ώρες και ήρθε για τη συνέντευξη «σκαστός» από τα άλλα του καθήκοντα, έπρεπε γρήγορα να φύγει για μια γενική συνέλευση στη Χαλκίδα. Η συνέντευξη τελειώνει, ο πρόεδρος φεύγει κι εμένα ήδη έχουν κολλήσει στο μυαλό μου κάποιες κουβέντες του: «Κοιτάζαμε χθες φωτογραφίες από τις κινητοποιήσεις της ΛΑΡΚΟ το 1980 και βρήκα τη φωτογραφία του πατέρα μου να με έχει στις πλάτες του, όπως σήμερα εμείς τα παιδιά μας στους αγώνες», «Αυτό το εργοστάσιο βγάζει σιδηρονικέλιο, μπορεί να βγάλει ανοξείδωτο χάλυβα, έγιναν δοκιμές και είναι άριστης ποιότητας, είναι πολιτική επιλογή να μην αναπτυχθεί αυτό στην Ελλάδα», «Δίνουμε αγώνα για την αξιοπρέπειά μας», «Όλες οι κυβερνήσεις θέλανε την ιδιωτικοποίηση».
Μπαίνουμε στο αμάξι και συνεχίζουμε. «Τώρα πάμε στον οικισμό», λέει ο Γιώργος, «στο Σωματείο, για να βρούμε τους υπόλοιπους». Ξεκινάμε και σε δυο λεπτά είχαμε φτάσει στην αρχή του οικισμού των εργατών της ΛΑΡΚΟ, δίπλα στο εργοστάσιο. Οδηγούμε προσεκτικά ανάμεσα σε πέτρινα σπίτια και κινούμαστε ασυναίσθητα προς τη φωνή του Μπιθικώτση που τραγουδά τη «Δραπετσώνα» από τα ηχεία του Σωματείου.
Κατεβαίνουμε. Πρώτες γνωριμίες και συνεννοήσεις για τις συνεντεύξεις. Μέσα στο Σωματείο κάθονται νέοι και μεγαλύτεροι, μάστορες και τεχνίτες πολύπειροι, «εργατοεπιστήμονες».
Πρώτη συνέντευξη ένα νέο παιδί, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, τα ηχεία χαμηλώνουν και ξεκινάμε. «Στο εργοστάσιο δούλευε και ο παππούς μου και ο πατέρας μου. Σπούδασα μεταλλειολόγος για να έρθω πίσω να δουλέψω στη ΛΑΡΚΟ, εγώ και πολλά παιδιά σαν κι εμένα».
Ακούω πάλι μουσική που «ενοχλεί» τις συνεντεύξεις μας, όχι από το ηχείο αυτή τη φορά. Μπαίνω μέσα στο γραφείο του Σωματείου όπου κάθονται τρεις νέοι εργάτες της ΛΑΡΚΟ και ένας παλιός. Η μουσική τελικά ακούγεται από ένα κινητό που παίζει το «Which side are you on?» (Με ποιανού το μέρος είστε;)... Βγαίνω έξω και περιμένω να τελειώσει.
Επόμενη συνέντευξη, ο «παλιός». «Η ΛΑΡΚΟ είναι θηρίο συνεχούς καύσης, δεν έχει σταματήσει να δουλεύει ποτέ από τότε που άνοιξε, μόνο το '77 σταμάτησε, στην απεργία».
Τότε έρχονται τα παιδιά. Οι μαθητές της Α' Γυμνασίου που ήρθαν να φτιάξουν πανό για να μπουν κι αυτοί στον αγώνα, δίπλα στους γονείς και τα αδέρφια τους. Φωνάζουν «Η νέα γενιά έχει ιδανικά, μαθαίνει από τη ΛΑΡΚΟ να ζει και να νικά!» και βουρκώνουν οι «παλιοί» που ακούνε τα εγγόνια τους. Μια μικρή μας λέει: «Εδώ είναι το σπίτι μου, οι κολλητές μου, ελπίζω να νικήσουμε, γιατί θέλω να μείνω εδώ».
Συνεχίζουμε το γύρισμα μέσα, περπατώντας. Ο οικισμός είναι σαν χωριό, στημένο ρυμοτομικά σε τετράγωνα από τη θάλασσα μέχρι και την πλαγιά. Σπίτια πέτρινα, χτισμένα τη δεκαετία του ‘70 και λίγα μαγαζιά για τα απαραίτητα. Ένα «χωριό» δίπλα στο εργοστάσιο. Τόσο δίπλα που νομίζεις ότι είναι προέκταση το ένα του άλλου. Το σκηνικό θυμίζει πράγματα που διαβάζαμε στα βιβλία, στον «Βασιλιά Άνθρακα».
Το φουγάρο πάνω από τα κεφάλια μας και παντού να βλέπεις την καφέ-μαύρη σκουριά από το εργοστάσιο που σου θυμίζει ότι δεν πρέπει να πάρεις μια βαθιά ανάσα, παρότι βρίσκεσαι ανάμεσα σε καταπράσινους λόφους.
Ο μαύρος αέρας εδώ, η σκόνη, είναι το δώρο του ευεργέτη Μποδοσάκη και του αστικού κράτους αργότερα, που άφησαν τον εργατόκοσμο να ζει σε αυτό το άρρωστο κλίμα για να τους θυμίζει ότι είναι «αναλώσιμοι». Το χώμα έχει μαύρο χρώμα και το μάτι δυσκολεύεται να συνηθίσει τη σκληρή αντίθεση του μαύρου με το καταπράσινο από το χορτάρι στην άκρη του δρόμου. Εδώ καταλαβαίνουν ποιος δεν είναι ντόπιος από τα παπούτσια του και τα λάστιχα του αυτοκινήτου...
Το γύρισμα συνεχίζεται.
Στη γωνία του δρόμου μάς περιμένουν πέντε γυναίκες. Ετοιμαζόμαστε για τη νέα αναπάντεχη συνέντευξη. «Η ΛΑΡΚΟ είναι χρυσωρυχείο, την φτάσανε στον πάτο για να την πουλήσουν, οι μεγάλοι φταίνε και όχι οι εργαζόμενοι για τον πάτο». Μικρές και μεγαλύτερες, άλλες εργαζόμενες στη ΛΑΡΚΟ κι άλλες που έχουν τους συζύγους και παιδιά τους μέσα στο εργοστάσιο: «Ο άντρας μου δουλεύει μέσα από 14 χρονών, από Σχολές Μαθητείας ακόμη», «Κάθε φορά που ακούμε να σκάει ένα καμίνι, αμέσως σκεφτόμαστε "ποιος δουλεύει μέσα τώρα; Τι βάρδια έχει ο άντρας μου, ο μεγάλος μου ο γιος, ανιψιός μου;"». Και πιο δίπλα: «Λένε ψέματα για τους μισθούς, 900 έως 1.100 ευρώ είναι και αυτά τα παίρνουν αυτοί που είναι μέσα στο καμίνι, στη λάβα κάθε μέρα».
Δεν είναι συνηθισμένες στις κάμερες. Μιλάνε για τη ζωή τους και για τον τόπο τους. «Εμείς εδώ μεγαλώσαμε, μες στη σκουριά, στους λόφους της σκουριάς παίζουμε από πιτσιρίκια και αυτό τον τόπο τον αγαπάμε», «Περπατάνε τα μωρά στο σπίτι και βλέπουμε τις πατημασιές τους από τη μουτζούρα, δύο και τρία μπάνια τα κάνουμε κάθε μέρα», «Έχουμε αφήσει όλες οι γυναίκες τα κόκκαλά μας με ένα λάστιχο και ένα ξεσκονόπανο για να ζούμε αξιοπρεπώς στα σπίτια μας».
Η ώρα πέρασε και σιγά-σιγά πρέπει να φύγουμε. Κάνουμε τα τελευταία πλάνα από το εργοστάσιο και τον οικισμό. Χαιρετιόμαστε με τα παιδιά από το Σωματείο και όσο απομακρυνόμαστε σκέφτομαι όσα τους έλεγε πρόεδρος πριν λίγες μέρες στην πύλη όταν τους ανακοίνωσε την απόφαση της κυβέρνησης για τις απολύσεις: «Όπως ξεκινήσαμε, συνάδελφοι, σαν το μελίσσι, έτσι να μείνουμε ως το τέλος». Και ισχύει, φεύγοντας από τη Λάρυμνα, έβλεπες ένα χωριό, μια πόλη ενωμένη «σαν το μελίσσι», έτοιμη να αμυνθεί και να επιτεθεί «σαν το μελίσσι».
Φεύγοντας με το αυτοκίνητο, βλέπουμε τη μεσημεριανή βάρδια να πιάνει δουλειά. Σε όλους αυτούς, με τις λαδί φόρμες που έχουν κεντημένο στο σήμα της ΛΑΡΚΟ, μιλάνε οι διάφοροι «σωτήρες». Τους τάζουν κάποιες προσλήψεις στη νέα ιδιωτικοποιημένη ΛΑΡΚΟ, δηλαδή να δουλεύουν για ψίχουλα στα ορυχεία ή μέσα στη φωτιά. Στους παλιούς τάζουν «κοινωφελή εργασία». Σε ποιους; Στους εργάτες που έχουν τόσα χρόνια πείρα και γνώσεις, που είναι πολύτιμοι όσο και το ατσάλι που δημιουργούν με τα χέρια και το μυαλό τους. Άλλοι τους τάζουν ιδιωτικοποίηση χωρίς απολύσεις, λες και μιλάνε σε χθεσινούς.
Κι αυτοί που χορτάσανε τόσα χρόνια από σωτήρες, μπαίνουν για τη μεσημεριανή τους βάρδια. Γιατί ο σωτήρας τους βρίσκεται στο διπλανό πόστο και αργότερα έχουνε να πάνε μαζί στη συνέλευση του Σωματείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου