Η Κατίνα Τέντα - Λατίφη |
Δημοσιεύουμε σε δύο μέρη κείμενο που μας έστειλε η Κατίνα Τέντα - Λατίφη, συγγραφέας, αντιστασιακή, μαχήτρια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, όπου εξιστορεί γλαφυρά την «ιστορία» έκδοσης ενός φύλλου του «Ριζοσπάστη» στις συνθήκες παρανομίας τη δεκαετία του 1950.
Η Κατίνα Τέντα - Λατίφη γεννήθηκε στον Αλμυρό πριν από 94 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια στον Εφεδρικό ΕΛΑΣ. Μετά τη Βάρκιζα, όπως και άλλοι αγωνιστές διώχθηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε. Δραπέτευσε και εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.
Μετά την υποχώρηση πέρασε στην πολιτική προσφυγιά. Τη διετία 1952 - 1954 κατέβηκε και έδρασε παράνομα στην Αθήνα μαζί με την ομάδα του Ν. Μπελογιάννη. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974. Εχει πλούσια συγγραφική δραστηριότητα. Στο βιβλίο της «Τα Απόπαιδα» αναφέρεται αναλυτικά στις μνήμες της σε όλη την περίοδο συμμετοχής της στους λαϊκούς αγώνες.
Παράνομο φύλλο του «Ριζοσπάστη» τον Απρίλη του 1952, λίγες μέρες μετά την εκτέλεση του Ν. Μπελογιάννη και των συντρόφων του |
* * *
Ηταν αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, περίοδος κατά την οποία το ΚΚΕ προσπαθούσε να περάσει απ' την πολεμική σύγκρουση και την ήττα του ΔΣΕ στην ειρηνική ανασυγκρότηση των Κομματικών Οργανώσεων που είχαν διασωθεί από τις απανωτές συλλήψεις και τις εκτελέσεις. Με χίλιες δυο προφυλάξεις ήθελαν να διατηρήσουν μια κάποια παρουσίαση, ότι υπήρχαν, ότι δεν είχαν τα πάντα εξαρθρωθεί.
Ο καλύτερος τρόπος γι' αυτό ήταν οι διάφορες και πολύμορφες εκδόσεις, αλλά κατά κύριο λόγο η έκδοση και διανομή του «Ριζοσπάστη», της κεντρικής εφημερίδας του ΚΚΕ, που είχε σταματήσει να εκδίδεται νομίμως, όταν στο τέλος του 1947 τέθηκαν εκτός νόμου το ΚΚΕ και όλες οι ΕΑΜικές οργανώσεις.
Η παράνομη έκδοσή του συνεχίστηκε και παρ' όλες τις συλλήψεις που έγιναν στον μηχανισμό που τον εξέδιδε, όμως το τυπογραφείο επί της οδού Μύλων 88 εξακολουθούσε να δουλεύει. Εκεί τυπώνονταν ο «Ριζοσπάστης» και η «Αδούλωτη Αθήνα». Τους είχε οργανώσει και ήταν υπεύθυνος ένας παλαίμαχος κομμουνιστής, ο Γεώργιος Γεωργίου. Το 1953, μήνα Σεπτέμβρη, πιάστηκαν ο Γεωργίου και όλος ο εκδοτικός μηχανισμός. Σταμάτησαν τότε και ο «Ριζοσπάστης» και τα άλλα έντυπα.
Το Κόμμα έψαχνε να βρει τρόπο να τον ξαναεκδώσει. Το να κάνεις όμως ένα καινούργιο εκδοτικό παράνομο στέκι ήταν εξαιρετικά δύσκολο.
Εγώ ανήκα στην πρώτη ομάδα του Μπελογιάννη και μετά από τη σύλληψη και την εκτέλεσή του, όταν κατέβηκα το 1952 στην Αθήνα με εντολή του Πολιτικού Γραφείου, ύστερα από αναγκαστικές αλλαγές, συνδέθηκα με δύο μέλη της ΚΕ που μόλις είχαν κατέβει, τον Βασίλη Ζάχο και τον Λεωνίδα Τζεφρώνη.
Με τον Ζάχο συνδέθηκα κατ' ανάγκη, γιατί προοριζόμουν να συνδεθώ με τις επαφές που θα δημιουργούσε ο Γκένας, ο οποίος δεν γνώριζε την Αθήνα και το ραντεβού μας στην οδό Μάρνης δεν έγινε. Αρχισε να βραδιάζει και έμεινα στον δρόμο χωρίς καμία σύνδεση, χωρίς χώρο να μείνω. Αναγκάστηκα να ξαναγυρίσω στο κατάστημα επί της Πατησίων, όπου είχα δώσει ένα σημείωμα κωδικοποιημένο που προοριζόταν για τον Τζεφρώνη.
Τον προειδοποιούσε το Πολιτικό Γραφείο να εγκαταλείψει ένα σπίτι όπου κρυβόταν, γιατί θεωρούσαν ότι ανήκε στον μηχανισμό του Πλουμπίδη. Κρύφτηκα στο πατάρι με πολλά ποντίκια επί μια βδομάδα. Ανήκε σε ξάδερφο του Ζάχου και όταν με πήραν από εκεί με πήγαν στο σπίτι αυτού του ξαδέρφου.
Εγώ είχα ξέχωρη αποστολή, να ψάξω και να βρω ειδικό κατάλυμα για στελέχη της ΚΕ, τον Γούσια, τον Φλωράκη και μετά τον Κολιγιάννη. Εδώ κάνω μια παρένθεση: Το 1954 ο Κολιγιάννης κρύφτηκε στο σπίτι της Χαρούλας Τσαβαλιά - Οικονόμου, στου Γκύζη, το οποίο είχα νοικιάσει εγώ με λεφτά του Κόμματος, και την είχα φέρει οικογενειακώς από τον Βόλο - ήταν μοδίστρα. Οταν εγώ γύρισα στη Ρουμανία, ο Κολιγιάννης, που έμενε σ' αυτό το σπίτι, μετά έστειλε εκεί δυο παιδιά απ' την Ηπειρο. Τους έπιασαν όλους - εκτός του Κολιγιάννη, που νομίζω είχε φύγει - πέρασαν στρατοδικείο στα Γιάννενα και αν δεν απατώμαι, ο ένας εκτελέστηκε. Η δε Χαρίκλεια κλείστηκε στη φυλακή για ένα διάστημα μαζί με την έγκυο αδερφή της. Το παιδί που γεννήθηκε είναι ο Στάθης Συκάς, ο καθηγητής του Πολυτεχνείου.
Ο Γούσιας δεν ήρθε στο δικό μου ραντεβού γιατί άργησε και θεωρήθηκε ότι το παρακολουθούσε η Ασφάλεια.
* * *
Στο σπίτι του εξάδελφου του Ζάχου έμεινα για αρκετό καιρό, ήταν επί της Κοδριγκτώνος, κοντά γωνία με την Πατησίων. Το ζευγάρι, ο Μήτσος και η Μαρία είχαν μια 7χρονη κορούλα, την Βάσω, πανέξυπνο πλάσμα, και έναν γιο, τον Γιαννάκη, δυόμισι χρονών. Η Μαρία είχε μια αδελφή που ζούσε στον Πολύδροσο, μαζί με τον άντρα της τον Αλέκο και τον μικρό Γιαννάκη. Την έλεγαν Κασσιανή. Για μένα δεν γνώριζαν τίποτε, με είχαν συστήσει σαν φίλη του απ' την επαρχία που έχει τον αδελφό της άρρωστο σε νοσοκομείο.
Οταν η Κασσιανή επισκεπτόταν την Μαρία, τα δύο μικρά έπαιζαν με τα αυτοκινητάκια που τους είχαν δωρίσει και κάπου έκαναν δήθεν στάση. Κι έλεγαν «Στάση! Πολύδροσος, οδός Ρόδων». Το έλεγαν συχνά αυτό και είχε καρφωθεί στο μυαλό μου ότι εκεί θα έπρεπε να κατοικούσε η Κασσιανή. Αυτός ο Γιαννάκης που το φώναζε ήταν διάβολος, ο άλλος της Μαρίας ήταν εντελώς αθώος.
Το σπίτι της Μαρίας είχε τρία σκαλοπάτια πιο κάτω και δίπλα ήταν ένα παράθυρο με πρεβάζι, όπου τον άφηναν όταν πήγαινε η Μαρία για ψώνια. «Αν περάσει η θεία σου και με ζητήσει να πεις ότι δεν είμαι εδώ». Και μια μέρα που πέρασε η θεία του και τον ρώτησε, της είπε: «Η μαμά μου δεν είναι εδώ, κανένας δεν είναι, ούτε στην αποθήκη κρύβεται κανένας». Ηταν πολύ επικίνδυνος και δεν τον ξαναφήσαμε (τώρα είναι συνταξιούχος γεωπόνος).
Κάθισα εκεί με το ψευδώνυμο «Βάσω», ήταν το όνομα της κορούλας τους. Πάντα έπαιρνα ονόματα του σπιτιού που έμενα, για να μην προδοθώ. Κάποια Κυριακή που οι νοικοκυραίοι είχαν πάει στην εκκλησία, ήρθε ένας ανιψιός τους που φοιτούσε στη Σχολή Ευελπίδων. Ηθελε να με πάρει να τον συνοδεύσω σε μια γιορτή της Σχολής Ευελπίδων όπου φοιτούσε κι ένας πατριώτης μου πολύ αντιδραστικός, που δεν με συμπαθούσε καθόλου.
Τότε τρόμαξα και με τρόπο έφυγα απ' το σπίτι, αλλά δεν είχα πού να πάω. Τότε θυμήθηκα το «Πολύδροσος, στάση Ρόδων». Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει όταν εμφανίστηκα στην πόρτα τους. Οι άνθρωποι μόνο που δεν λιποθύμησαν.
- Πού είναι η Μαρία; με ρώτησαν. Γιατί δεν μας τηλεφώνησε ότι θα ερχόσουν; Τι σημαίνουν αυτά;
Τότε υποψιάστηκαν ότι είμαι παράνομη, αλλά δεν ήξεραν τι είδους παράνομη, δεν γνώριζαν ότι με είχαν τυλίξει στην κατηγορία περί κατασκοπείας που σ' έριχνε κατευθείαν στον θάνατο.
- Η Μαρία, τους είπα, δεν ξέρει τίποτε και ούτε πρέπει να μάθει ότι ήρθα εδώ.
* * *
Ετρεμαν και ύστερα από συζήτηση μεταξύ τους, αποφάσισαν να μείνω εκείνο το βράδυ εκεί γιατί είχε νυχτώσει αλλά την επομένη το πρωί να φύγω. Πού να πήγαινα; Δεν είχα κανέναν. Απ' τα δυο τρία σπίτια που ήξερα ότι ήταν στην Αθήνα, αυτά όλα ήταν στο κυνηγητό απ' την Ασφάλεια. Αναγκαστικά έμεινα και την επομένη και τη μεθεπόμενη.
Το σπίτι τους - που υπάρχει όπως ήταν, ατόφιο - είχε δυο δωμάτια κι ένα μικρό «αντρέ» που χρησιμοποιούνταν και σαν σαλονάκι, είχε κι ένα μικρό κρεβάτι όπου κοιμήθηκα εγώ. Κολλητά με το δικό τους ήταν ένα άλλο παρόμοιο σπίτι, των οποίων ο τοίχος που χώριζε τους λαχανόκηπους ήταν τόσο χαμηλός, δίπλα σ' ένα παράθυρο, απ' όπου πηδούσαν η μία στο σπίτι της άλλης για να μην κάνουν ολόκληρο κύκλο.
Σ' αυτό το σπίτι κατοικούσαν δυο αδέλφια που ανήκαν σε φασιστική οργάνωση και κυκλοφορούσαν με πιστόλια και ειδικές φορεσιές. Είχαν και μια αδελφή - πολύ συμπαθητική κοπέλα, που την έλεγαν Πίτσα. Πήρα αμέσως το όνομά της ότι λέγομαι κι εγώ Πίτσα, αυτή μπαινόβγαινε απ' το παράθυρο και οι νοικοκυραίοι έτρεμαν. Εβλεπαν όμως ότι όλο ήταν ήσυχα, εγώ βοηθούσα στο σπίτι και τους έπλενα διάφορα πουλόβερ κ.λπ.
Οταν όμως έπρεπε να βγω για κομματική δουλειά, τότε γινόταν χαμός κι εγώ προσπαθούσα να τους καθησυχάσω πως τίποτε δεν θα συμβεί. Τους εξηγούσα ότι εγώ βρίσκομαι σ' αυτόν τον κίνδυνο όχι για να καθίσω σπίτι, αλλά για να παλέψω για το καλό της κοινωνίας. Θυμούμαι που με ρώτησαν: «Αν κερδίσει ο κομμουνισμός θα μας πάρετε το σπιτάκι μας;». Οι άνθρωποι δεν ήταν αριστεροί, δεν είχαν ιδέα απ' τα κομματικά.
Τον μόνο όρο που μου έβαλε ο Αλέκος για να μείνω εκεί, ήταν να του πω την αλήθεια ότι δεν κατάγομαι από την Πελοπόννησο, «αν είσαι από εκεί με συγχωρείς, αλλά θα φύγεις αμέσως». Δεν τους χώνευε, όλοι οι φορατζήδες, όλοι οι χωροφυλάκοι από εκεί είναι. «Μας έχουν ψοφήσει στα πρόστιμα».
Ο ίδιος είχε έναν στάβλο με αγελάδες και πωλούσε το γάλα τους. Ηταν σε ένα δικό του οικόπεδο, αρκετά μακριά απ' το σπίτι τους. Φυλαγόμασταν κι απ' τον μικρό, που δεν με χώνευε καθόλου. Στην αρχή είχαμε αγάπες, αλλά επειδή έπινε νερό απ' το κατσαρόλι του σκύλου και ο πατέρας του τον έδερνε, του είπα εγώ: «Μην τον δέρνεις, δώσ' του τα παιχνίδια του και βάλτον στο δωμάτιό του μερικές ώρες τιμωρία».
Τι ήταν να το πω; «Ζεν σέλω τιμωρία, σέλω ξύλο». Ούρλιαζε, φώναζε, ποιος ξέρει πώς αντιλήφθηκε τη λέξη «τιμωρία» και του έγινα το πιο μισητό άτομο. Το 'λεγε στα παιδάκια της γειτονιάς «η Πίτσα είναι πολύ κακιά, να την παραχώσουμε!». Το όνομα με έσωζε. Είχε έρθει ένας θείος του απ' τα Τρίκαλα. «Φύγε από εκεί» έλεγε στον θείο του, «αυτού κοιμάται η Πίτσα».
- Ποια Πίτσα, ρε χαζό; Η Πίτσα κοιμάται στο σπίτι της.
- Οχι αυτή! Η άλλη, η δική μας Πίτσα!
( Η συνέχεια αύριο )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου