Ούτε μια μέρα δεν άντεξαν τα παχιά λόγια της κυβέρνησης για την «ψηφιακή κάρτα εργασίας» και την ώρα που ο πρωθυπουργός διαφήμιζε χτες σε ένα στημένο σκηνικό τη λειτουργία της, η εργοδοσία έκανε σαφές με όλους τους τρόπους ότι είναι κι αυτή ενταγμένη στην αντεργατική φαρέτρα της.
Οπως από την πρώτη στιγμή κατήγγειλαν τα συνδικάτα και το ΠΑΜΕ, η «ψηφιακή κάρτα» έρχεται να περιφρουρήσει και όχι να καταργήσει τη ζούγκλα που έχουν διαμορφώσει στους χώρους δουλειάς οι αντεργατικοί νόμοι όλων διαχρονικά των κυβερνήσεων: Με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η οποία ξεκίνησε από τους νοσοκομειακούς γιατρούς επί ΣΥΡΙΖΑ. Με τη νομιμοποίηση των απλήρωτων υπερωριών και τα σπαστά ωράρια. Με τις αλλαγές στο πρόγραμμα εργασίας, που ανακοινώνονται στους εργαζόμενους την τελευταία στιγμή, κάνοντας σμπαράλια τη ζωή τους. Με τα 4ωρα, που ξεχειλώνουν κατά το δοκούν, ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης.
Με την εφαρμογή του νέου μέτρου θα μπορεί να εφαρμόζεται πιο εύκολα η διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου, θα γίνεται «στο φτερό» η αλλαγή του ωραρίου, θα μπορεί πιο γρήγορα να «τρέξει» το τερατούργημα της ΕΕ για τη διάκριση μεταξύ «ενεργού» και «ανενεργού» χρόνου εργασίας.
Για παράδειγμα, η διασυνδεδεμένη «ψηφιακή κάρτα» μπορεί να κάνει ευκολότερο το να πληρώνεται ο διανομέας μόνο για τον χρόνο που κάνει μια παράδοση και όχι για όση ώρα περιμένει να «πέσει» η παραγγελία. `Η η ταμίας σε ένα σούπερ μάρκετ να πληρώνεται ανάλογα με το αν «χτυπάει» ή όχι προϊόντα στη μηχανή κ.ο.κ.
Ολα αυτά καμιά σχέση δεν έχουν με τον μύθο που καλλιεργούσαν η κυβέρνηση και η ηγεσία της ΓΣΕΕ, όπως επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ, που στήριξαν την «ψηφιακή κάρτα», ότι πρόκειται για μια «φιλεργατική καινοτομία», που θα διασφαλίζει τάχα την τήρηση των ωραρίων, ενώ στην πραγματικότητα λειτουργεί ως άλλοθι για το κράτος και την εργοδοσία να επιταχύνουν τη διάλυση του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας.
Το γεγονός εξάλλου ότι η αντεργατική νομοθεσία ανοίγει την όρεξη στην εργοδοσία για τα επόμενα βήματα φαίνεται κι από τις καταγγελίες εργαζομένων στη χτεσινή «πρεμιέρα» της «ψηφιακής κάρτας» ότι τίποτα δεν άλλαξε προς το καλύτερο στη ζούγκλα των χώρων δουλειάς και ότι σε πολλές περιπτώσεις η εργοδοσία παρέκαμψε με εκβιασμούς ακόμα και τους ελάχιστους τυπικούς περιορισμούς που θέτει η εφαρμογή της στη διαμόρφωση του χρόνου εργασίας.
Οσο για τις «διαβεβαιώσεις» της κυβέρνησης ότι «θα γίνονται έλεγχοι», εδώ γελάει και ο κάθε πικραμένος. Αλήθεια, αφού πλέον είναι νόμιμη η απλήρωτη υπερωρία, τι σόι έλεγχος μπορεί να προστατέψει τους εργαζόμενους; Οσο για τις πιο ακραίες περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις έχουν φροντίσει ώστε οι επιχειρήσεις να πέφτουν «στα μαλακά».
Για παράδειγμα, οι Επιθεωρήσεις Εργασίας είναι «ξεδοντιασμένες» από προσωπικό, σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν ούτε όχημα για να φτάσουν στους χώρους δουλειάς, ενώ με τη μετατροπή τους σε «Ανεξάρτητη Αρχή», παύει πλέον και η όποια κυβερνητική - πολιτική ευθύνη για το περιεχόμενο των ελέγχων.
Τελικά, αυτό που έλειπε από τους εργαζόμενους δεν ήταν ο «ψηφιακός μετρητής» της εξοντωτικής εκμετάλλευσής τους ούτε βρίσκονται αντιμέτωποι με μερικές τάχα εξαιρέσεις «ασυδοσίας» σε ένα κατά τ' άλλα φιλεργατικό περιβάλλον. Απέναντί τους έχουν μια βαριά αντεργατική «εργαλειοθήκη», εμπλουτισμένη από όλες τις κυβερνήσεις, από την οποία η εργοδοσία «ψωνίζει» όποιο εργαλείο τη βολεύει κάθε φορά.
Τα εργαλεία που έχουν στα χέρια τους οι ίδιοι οι εργαζόμενοι είναι στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Είναι στην ανυποχώρητη πάλη για την κατοχύρωση στην πράξη σύγχρονων δικαιωμάτων, όπως γίνεται σε μια σειρά κλάδων, με τον αγώνα για την υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων.
Είναι στη συσπείρωση στα σωματεία σε κάθε χώρο δουλειάς, για να θωρακίζεται η συλλογική διεκδίκηση και να επιβάλλονται ανθρώπινα ωράρια, αυξήσεις στους μισθούς κ.ο.κ. Ακόμα περισσότερο, είναι στην πάλη για να μπορεί να απολαμβάνει ο εργαζόμενος όσα με τον ιδρώτα του παράγει, όμως του τα στερεί ένα σύστημα στηριγμένο στο κυνήγι του καπιταλιστικού κέρδους.
Στο σημείο αυτό να πούμε, πως ανάμεσα στα 55 συμπαθητικούλια άρθρα που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ από τον νόμο Χατζηδάκη, ήταν και η ψηφιακή κάρτα εργασίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜάγδα Φωτεινού