Ενενήντα χρόνια από την προβολή της προλεταριακής βουβής ταινίας «Κοινωνική σαπίλα» (1932)
Η καρδιά του σκηνοθέτη Στέλιου Τατασόπουλου (1908-13 Ιούλη 2000) σταματάει, πριν από είκοσι δύο καλοκαίρια, να χτυπάει. Τότε, οι υποψιασμένοι άνθρωποι του κινηματογράφου, οι οποίοι θεωρούν ότι η τέχνη τους πρέπει να υπηρετεί τον λαό, κοιτάζονται στα μάτια με γεμάτο αμηχανία βλέμμα.
Γιατί το
στοίχημα του καλλιτέχνη, που βάζει την υπογραφή του στην προλεταριακή βουβή
ταινία «Κοινωνική σαπίλα» (1932), δεν έχει κερδηθεί με το πέρασμα της έβδομης
τέχνης στην ομιλούσα φάση της, παρά με ελάχιστες εξαιρέσεις: Με τη δική του
«Μαύρη Γη» (1952), με τον «Δράκο» (1956) του Νίκου Κούνδουρου (1926-2017) ή με
το «Μπλόκο» (1965) του Αδωνη Κύρου (1923-1985).
Ο τότε 24χρονος ταξικά συνειδητοποιημένος κομμουνιστής κινηματογραφιστής δεν δημιουργεί σχολή - όπως το θέλουν οι νέοι καιροί μετά την εμπέδωση της Οκτωβριανής Επανάστασης - με τα υλικά του νεορεαλισμού.
Η αφίσα της ταινίας «Κοινωνική σαπίλα», στην οποία κυριαρχεί το πρόσωπο
του πρωταγωνιστή Ντίνου Βρεσθένη, που τον υποδύεται ο τότε 24χρονος
κινηματογραφιστής
* * *
Αυτή η πρωτόγνωρη κινηματογραφική ματιά, με θέμα την ίδρυση συνδικάτου από τους βασανισμένους καπνεργάτες, την οποία προτείνει στην εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή, δεν θα βρει σύμφωνο το καταπιεστικό πολιτικό σύστημα, το οποίο έχει ήδη πετάξει τους Μικρασιάτες πρόσφυγες σε ετοιμόρροπες παράγκες.
Η αναδυόμενη «βιομηχανία» του ελληνικού κινηματογράφου και όπως στην πορεία της θα εξελιχθεί, κατά κύριο λόγο θα προσπαθήσει να κοιμίσει και να αποβλακώσει το λαϊκό κινηματογραφόφιλο κοινό με κατ' όνομα ρομαντικά, μελοδραματικά, κωμικά και ηθογραφικά κατασκευάσματα.
Δεν είναι λίγες φορές που αυτά τα είδη θα γίνουν οχήματα, μέσα στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας, καθώς οι εργαζόμενοι στην κινηματογραφία χρειάζονται ένα μεροκάματο προς επιβίωση. Σ' αυτές τις περιπτώσεις τα χρησιμοποιούν οι προοδευτικοί κινηματογραφιστές, με σκοπό να περάσουν πλαγίως μηνύματα υπέρ των λαϊκών αγώνων, η τσιμπίδα, όμως, του νόμου θα τα απαγορεύσει, βάζοντας την ταφόπλακα στον κινηματογράφο με ταξικό πρόσημο.
Οι αστικές κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τη μεγάλη οθόνη ως εργαλείο, το οποίο επιμένει να παρουσιάζει την κοινωνία χωρισμένη σε καλούς και κακούς, πλούσιους και φτωχούς, έξυπνους και βλάκες, μορφωμένους και αμόρφωτους.
Ο κλειστός χώρος των πλατό ή οι ανοιχτοί χώροι του αστικού ιστού ή του υπαίθριου χώρου είναι έτσι στημένοι μπροστά στον φακό του εικονολήπτη, ώστε να λειτουργούν ως κάδρα αναπαραγωγής κυρίαρχων και καταπιεστικών κοινωνικών εικόνων, που επιβάλλει ο κατεστημένος αστικός κόσμος, χρησιμοποιώντας τον κινηματογράφο ως όργανο ταξικής καθυπόταξης.
Ετσι, οι κινηματογραφικές επιχειρήσεις θα επιλέξουν να παίξουν τον αρνητικό ρόλο τους με τη χρήση του καθρέφτη, που θα τον «λερώσουν» με μικροαστικές ελπίδες. Και σχεδιασμένα θα αρνηθούν να επενδύσουν σε καλλιτέχνες, οι οποίοι με τον μεγεθυντικό φακό τους θα σκύψουν πάνω στ' άλυτα προβλήματα των εργατών και των εργαζομένων.
Πολιτικοί κρατούμενοι στις ακόμη όρθιες Φυλακές Στρατώνας, στο Μοναστηράκι
* * *
Ο Στέλιος Τατασόπουλος θα επιλέξει την σκολιά οδό, η οποία διασχίζει τα χαμηλά πλινθόκτιστα φτωχόσπιτα με τα κουρελιασμένα παιδιά, τις παγωμένες παράγκες που στάζουν νερό τον χειμώνα, τα κακοφωτισμένα υπόγεια με τα μαυρισμένα πρόσωπα των εξαθλιωμένων, τις μισογκρεμισμένες φυλακές με τους πολιτικούς κρατούμενους.
Η ανεργία, η διαφθορά, τα ναρκωτικά που πωλούνται χέρι με χέρι ακόμη και μέσα στα νοσοκομεία (!), οι διώξεις των συνδικαλιστών, είναι μόνο ορισμένες από τις κινηματογραφικές λήψεις της μηχανής του μαχόμενου ηθολόγου, που από νωρίς εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, στο οποίο παρέμεινε έως το τέλος της δημιουργικής ζωής του.
Ο πρωταγωνιστής, ο Ντίνος Βρεσθένης, που τον υποδύεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης, περνάει από σαράντα κύματα μέχρι πλέρια να κατακτήσει το πεδίο πάνω στο οποίο θα πατήσει για να γνωρίσει τον εαυτό του και τους άλλους, που δεν είναι άλλο από την επιλογή του να πάει με το μέρος της εργατικής τάξης.
«Τότε, δεν είχαμε την ευκολία των τεχνικών μέσων. Είχαμε όμως τον ενθουσιασμό. Η ταινία κατήγγειλε την εκμετάλλευση, την εξαθλίωση των εργαζομένων, τη βία, τα σάπια ήθη. Δεν υπολόγισα ότι ο περίφημος νόμος του "Ιδιώνυμου" περί "προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος" θα μ' έπιανε. Ετσι ήταν. Οι προοδευτικοί άνθρωποι κι οι κομμουνιστές υπερασπίστηκαν τα ιδανικά τους με αίμα», έχει εξηγήσει σε συνέντευξή του στον «Ριζοσπάστη» ο Στέλιος Τατασόπουλος.
Η αστυνομία διαλύει την εκδήλωση που έχει οργανώσει το καπνεργατικό
συνδικάτο και η εργάτρια αμύνεται, δαγκώνοντας το μπράτσο του διώκτη της
- μία από τις συγκλονιστικότερες σκηνές της ταινίας
* * *
Τα γυρίσματα της «Κοινωνικής σαπίλας» έγιναν στις 6 Δεκέμβρη 1931 στο θέατρο «Εσπερος», επί της οδού Πατησίων και στις 17 Γενάρη του 1932, στις υπό κατεδάφιση φυλακές της Παλιάς Στρατώνας (Μοναστηράκι).
Η ταινία είχε προγραμματιστεί να κάνει την πρώτη της προβολή στον κινηματογράφο «Σπλέντιτ», όμως ύστερα από παρέμβαση της αστυνομίας, την πρωτοείδαν οι Κοκκινιώτες και, στις 21 και 22 Ιούνη, παίχτηκε στο «Ετουάλ» της Καλλιθέας. Το ταξίδι της συνεχίστηκε σε Θεσσαλονίκη (30 Μάη στα «Κυβέλεια»), Καλαμάτα (3 Αυγούστου στο «Δεποτικόν») και Αγρίνιο (αρχές Σεπτέμβρη στον «Θέσπι»).
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΑΙΝΙΑΣ: Σενάριο: Στέλιος Τατασόπουλος | Διευθυντής φωτογραφίας: Μιχάλης Γαζιάδης | Σκηνογράφος: Κώστας Λογαριαστάκης | Βοηθός σκηνοθέτη - Μακιγιάζ: Κίμων Σπαθόπουλος | Βοηθός διευθυντή φωτογραφίας: Εμμανουήλ Τζανέτης, Μιχάλης Δημητροκάλης, Κώστας Παπαδόπουλος | Διευθυντής παραγωγής: Κώστας Εξαρχόπουλος | Παραγωγή: Fyzio Film | Παίζουν: Στέλιος Τατασόπουλος (Ντίνος Βρεσθένης), Δανάη Γρίζου, Τάσος Κεφαλάς, Τζόλη Γαρμπή, Καίτη Oικονόμου, Γιώργος Καβουκίδης, Γιώργος Μουχτούρης, Κώστας Λογαριαστάκης, Ελένη Λαβδά, Νικόλαος Σπύρου, Γεράσιμος Αρσένης, Νίκη Παππά, Ρίκα Kαρουζάκη, Σπύρος Λαφαζάνος, Κίμων Σπαθόπουλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου