ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ
Με αφορμή στοιχεία από την Εκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη
Υπάλληλος κατήγγειλε ότι ο γενικός διευθυντής της εταιρείας που εργαζόταν την παρενοχλούσε σεξουαλικά, λεκτικά και σωματικά. Λίγες μέρες αργότερα απολύθηκε.
Εργαζόμενες σε υποκατάστημα αλυσίδας σούπερ μάρκετ κατήγγειλαν ότι υπέστησαν σεξουαλική παρενόχληση από τον προϊστάμενό τους. Μετά την υποβολή της καταγγελίας, η εταιρεία απέλυσε καταχρηστικά όλες τις καταγγέλλουσες, μαζί με τον καταγγελλόμενο.
Σερβιτόρα κατήγγειλε ότι υπέστη σεξουαλική παρενόχληση από έναν εκ των ιδιοκτητών του εστιατορίου. Ο καταγγελλόμενος αρνήθηκε τα λεγόμενά της και προχώρησε σε μήνυση σε βάρος της.
Φοιτήτρια κατήγγειλε ότι δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση κατά την πρακτική της άσκηση, ωστόσο ο καταγγελλόμενος δεν κλήθηκε σε εξέταση, ούτε υπέστη καμία συνέπεια.
Οι παραπάνω είναι τέσσερις ενδεικτικές υποθέσεις παρενόχλησης που έχει καταγράψει μετά από καταγγελία ο Συνήγορος του Πολίτη, όπως αναφέρονται περιληπτικά στην Ειδική Εκθεση που έχει εκπονήσει η Ανεξάρτητη Αρχή («Η παρενόχληση και η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία»).
Αν και σε επίσημη καταγγελία φτάνει ένα μικρό μόνο ποσοστό όσων δέχονται παρενόχληση στη δουλειά τους, τα στατιστικά στοιχεία, οι διαπιστώσεις και οι επισημάνσεις που καταγράφει η Εκθεση, δίνουν μια σχετική εικόνα για το είδος και τις μορφές της παρενόχλησης που υφίστανται κατά κύριο λόγο εργαζόμενες γυναίκες, συνήθως από εργοδότες και προϊσταμένους.
Αλλά και για τη σύνδεση της παρενόχλησης με το σύνολο της εργοδοτικής επιθετικότητας και τις μεγάλες δυσκολίες που πρέπει οι εργαζόμενες να ξεπεράσουν για να καταγγείλουν τέτοιες συμπεριφορές που εκδηλώνονται σε βάρος τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το διάστημα 2011 - 2022 ο Συνήγορος δέχτηκε 270 αναφορές για παρενόχληση στην εργασία. Από τις 253 υποθέσεις που τελικά διερευνήθηκαν (17 αρχειοθετήθηκαν για τυπικούς λόγους), οι 196 αφορούν καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση (56 για λεκτική σεξουαλική παρενόχληση, γραπτή ή/και προφορική και 134 για σωματική επαφή, αγγίγματα, χειρονομίες).
Στις υπόλοιπες 57 περιπτώσεις καταγγέλλεται παρενόχληση λόγω φύλου που αφορά συμπεριφορά συνδεόμενη με σεξιστικά κίνητρα (15 υποθέσεις εξύβρισης, 11 υποθέσεις ηθικής παρενόχλησης, 5 περιπτώσεις βίαιης συμπεριφοράς - ξυλοδαρμού, 26 περιπτώσεις προσβλητικής και υποτιμητικής συμπεριφοράς λόγω φύλου). Στο 57% των περιπτώσεων η διαχείριση της καταγγελίας κατέληξε σε συστάσεις και στο 43% επιβλήθηκαν διοικητικές κυρώσεις.
Το 95% των καταγγελιών έγιναν από γυναίκες. Οι καταγγελλόμενοι για παρενόχληση ήταν σε ποσοστό 98% άνδρες και στην πλειονότητα των αναφορών (198 περιπτώσεις) ιεραρχικά ανώτεροι (86% στον ιδιωτικό τομέα και 53% στον δημόσιο).
«Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το πρόσωπο που προβαίνει σε πράξεις σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας ασκεί εργοδοτικές εξουσίες», διαπιστώνει η Εκθεση. Σχεδόν πάντα «υπάρχει κάποια ιεραρχική σχέση τυπική ή άτυπη», ενώ ακόμα και όταν ο παρενοχλών δεν είναι τυπικά ιεραρχικά ανώτερος «συχνά είναι πρόσωπο που ανήκει στο στενό περιβάλλον του εργοδότη ή πρόσωπο που περιβάλλεται με ιδιαίτερη εμπιστοσύνη από τον εργοδότη».
Σε πολλές περιπτώσεις από αυτές που χειρίστηκε ο Συνήγορος, η παρενόχληση συνδεόταν αμφίδρομα και με άλλες παραβιάσεις της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας από μέρους του εργοδότη (οφειλή δεδουλευμένων, Δώρων, ρεπό, απλήρωτες υπερωρίες, ανασφάλιστη εργασία, καταχρηστική απόλυση κ.τ.λ.).
Στο φόντο αυτό, η Εκθεση συμπεραίνει πως η παρενόχληση είναι στοιχείο που «συνδέεται και με άλλες παραμέτρους εκμετάλλευσης» της εργασίας των γυναικών και η αντιμετώπισή της «συνδέεται με το ευρύτερο πρόβλημα της παραβίασης των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας».
Η στενή σύνδεση παρενόχλησης και παραβίασης των εργασιακών δικαιωμάτων αποτυπώνεται ανάγλυφα και στην εργοδοτική επιθετικότητα που κλιμακώνεται μετά την καταγγελία. «Η συνήθης απόληξη της αντίδρασης του εργαζόμενου στην παρενοχλητική συμπεριφορά του εργοδότη, στον ιδιωτικό τομέα, είναι η απώλεια της θέσης εργασίας», είναι η σαφής διαπίστωση του Συνηγόρου.
Μάλιστα, αυτό δεν αφορά μόνο τις μικρές επιχειρήσεις, αλλά και μεγάλους ομίλους, που κατά τα άλλα διαφημίζουν τους «κανόνες» και τα «πλαίσια» που έχουν για την πρόληψη και την αντιμετώπιση τέτοιων συμπεριφορών. Η εμπειρία από σχετικές υποθέσεις δείχνει πως σε μια σειρά περιπτώσεις «η αντιμετώπιση της υπόθεσης από μέρους της μεγάλης επιχείρησης ήταν προς τελείως λάθος κατεύθυνση», όπως στην περίπτωση εταιρείας που απέλυσε τόσο την καταγγέλλουσα, όσο και τον καταγγελλόμενο «χωρίς να εξετάσει καν την καταγγελία».
Αντίστοιχα, στον δημόσιο τομέα «είναι συχνή η αλλαγή θέσης εργασίας του καταγγέλλοντος προσώπου, ενίοτε δε και η τοποθέτηση σε υποδεέστερη θέση», με τον Συνήγορο να κάνει λόγο για «ενέργειες που συχνά ενέχουν τιμωρητικό χαρακτήρα».
Στο έδαφος που διαμορφώνουν οι εργοδοτικοί εκβιασμοί και απειλές, η έκβαση των καταγγελιών μοιάζει εύλογα αβέβαιη και η δικαίωση των εργαζομένων που έχουν υποστεί παρενοχλητικές συμπεριφορές εξαιρετικά δύσκολη.
Ενα από τα προβλήματα που επισημαίνεται στην Εκθεση, είναι οι σοβαρές και ενίοτε ανυπέρβλητες δυσκολίες των εργαζομένων να συγκεντρώσουν αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξουν την καταγγελία τους (π.χ. μηνύματα σε κινητό τηλέφωνο, επιστολές, μαρτυρικές καταθέσεις τρίτων προσώπων). Η έλλειψη στοιχείων «δεν αποκλείει ότι υπήρξε παρενόχληση, αλλά επιβεβαιώνει τη μεγάλη αποδεικτική δυσχέρεια που υπάρχει», σχολιάζει η Εκθεση.
Από την άλλη, ο εργοδότης βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση ακόμα και ως καταγγελλόμενος: Μπορεί εύκολα να προσκομίσει μαρτυρικές καταθέσεις άλλων εργαζομένων στην επιχείρησή του, οι οποίοι δέχονται να καταθέσουν για την υπεράσπισή του, ενώ επιστρατεύει ενάντια στα θύματά του μηνύσεις με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμησης.
«Ειδικά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία είχε απολυθεί, η πλευρά της επιχείρησης συχνότατα προσκόμιζε καταθέσεις από εργαζόμενους που είχαν παραμείνει στην επιχείρηση και ενίσχυαν τις θέσεις της εργοδοτικής πλευράς. Αντίθετα, υπήρξε μεγάλος δισταγμός, συχνά υπαναχώρηση και τελικά άρνηση να καταθέσουν, υπέρ του καταγγέλλοντος προσώπου, άλλοι εργαζόμενοι, κι ας είχαν συμφωνήσει αρχικά (π.χ. να προσέλθουν για μαρτυρική κατάθεση), επειδή τελικά υπερίσχυσε ο φόβος ότι θα απωλέσουν τη θέση εργασίας τους, όπως οι ίδιοι εξήγησαν», αναφέρει η Εκθεση.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, παρατηρείται και το φαινόμενο του αυξημένου ποσοστού ανακλήσεων των καταγγελιών, το οποίο ανέρχεται στο 26% επί του συνόλου των αναφορών. Συγκεκριμένα, σε 66 περιπτώσεις η καταγγελία για παρενόχληση ανακλήθηκε πριν ολοκληρωθεί η διερεύνηση και στις 49 από αυτές η ανάκληση δεν αιτιολογήθηκε, με αποτέλεσμα ο Συνήγορος να μην γνωρίζει τους ακριβείς λόγους για τους οποίους ζητήθηκε.
Ο συνηθέστερος λόγος για την ανάκληση είναι η υποβολή μήνυσης για συκοφαντική δυσφήμηση και ο φόβος των εργαζομένων ότι θα εγκλωβιστούν «σε έναν κυκεώνα εγκλήσεων και αντεγκλήσεων με τον καταγγελλόμενο, κατάσταση που συνεπάγεται και οικονομική επιβάρυνση, εκτός από την ψυχική». Ετσι, σχετικά συχνά οι εργαζόμενες που υποβάλλουν καταγγελία, ξεπερνώντας τις δυσκολίες, στη συνέχεια την ανακαλούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου