Στο προσφυγοχώρι της Κάτω Παναγιάς στην Ηλεία, που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες στέγασης των ξεριζωμένων της Μικρασιατικής Καταστροφής 100 χρόνια πριν και πήρε το όνομά του από το ομώνυμο χωριό στην Ερυθραία της Μικράς Ασίας, μίλησε το βράδυ της Παρασκευής η Ελένη Μπέλλου, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, με αφορμή και την έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» «1922 - Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή» που επιμελήθηκε το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ. Ακολουθούν εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία της.
Ο χαρακτήρας του πολέμου καθορίζεται από τα πραγματικά συμφέροντα για τα οποία διεξάγεται
Τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Εκστρατεία δεν μπορούμε να τα δούμε χωρίς να έχουμε στο νου μας π.χ. το γεγονός ότι σήμερα στο έδαφος της Ουκρανίας διεξάγεται ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος, δηλαδή ένας πόλεμος επιθετικός και άδικος και απ' τις δύο μεριές μ' ευθύνη των κρατικών ηγεσιών, σε βάρος όχι μόνο των εθνοτήτων στο χώρο της Ουκρανίας, αλλά και σε βάρος των λαών των κρατών που εμπλέκονται σ' αυτόν τον πόλεμο, δηλαδή τόσο σε βάρος του ρωσικού λαού, όσο και σε βάρος των λαών των κρατών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Μπορεί να σας φανεί υπερβολικό, και μάλιστα μέσα στη χαλαρότητα του καλοκαιριού, αλλά δεν είναι. Ηδη γνωρίζετε τις επιπτώσεις αυτού του πολέμου στη λεγόμενη «ενεργειακή κρίση», στην αύξηση του κόστους παραγωγής π.χ. σε αγροτικά προϊόντα, γιατί η παραγωγή ή η εισαγωγή λιπασμάτων, καθώς και η άρδευση σχετίζονται με την Ενέργεια.
Μιλώντας για έναν πόλεμο, το πιο δύσκολο είναι ο ακριβής χαρακτηρισμός του, δηλαδή η αποκάλυψη των πραγματικών συμφερόντων για τα οποία διεξάγεται, κι επομένως η χάραξη στάσης και δράσης απέναντι σ' αυτόν.
Αυτοί που ηγούνται του πολέμου, από τη μια ή άλλη πλευρά του, κι ανεξάρτητα από το ποιος στιγμιαία φαίνεται ως ο επιτιθέμενος, ηγούνται σε κοινωνίες, σε κράτη ταξικά εκμεταλλευτικά δομημένα. Προσπαθούν όμως να παρουσιάσουν τα συμφέροντα της εκμεταλλεύτριας ηγέτιδας τάξης ως γενικά εθνικά - πατριωτικά συμφέροντα, ως συμφέροντα που αφορούν τις λαϊκές δυνάμεις, αυτές που υφίστανται την καταπίεση κι εκμετάλλευση.
Δεν είναι, λοιπόν, τόσο εύκολη υπόθεση η συνειδητοποίηση του πραγματικού χαρακτήρα ενός πολέμου με βάση τα πραγματικά λαϊκά κι όχι τα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα.
Κι αυτή η δυσκολία παρουσιάστηκε και σήμερα στον πόλεμο στο έδαφος της Ουκρανίας. Αυτή η δυσκολία αφορούσε και εν μέρει συνεχίζει να αφορά και τον χαρακτηρισμό του πολέμου 1919-1922 στη Μικρά Ασία, γνωστό ως Μικρασιατική Εκστρατεία.
Και δεν είναι μόνο δυσκολία που προέρχεται από την προπαγάνδα των κυρίαρχων αστικών τάξεων, από την άμεση επιρροή που ασκούν στις εργατικές - λαϊκές (αγροτικές κυρίως) συνειδήσεις. Είναι δυσκολία που προκύπτει και από την επίδραση, στον έναν ή άλλο βαθμό, με τον έναν ή άλλο τρόπο, που ασκείται σε προοδευτική διανόηση - ιστορικούς, κοινωνιολόγους, πολιτικούς - που μιλούν για λογαριασμό λαϊκών συμφερόντων, που μπορεί να διαθέτουν και μαρξιστική μόρφωση, κομμουνιστική στράτευση.
Ακόμα και συλλογικά ένα ΚΚ μπορεί να μπερδευτεί στον σωστό χαρακτηρισμό ενός πολέμου και το είδαμε και στον σημερινό πόλεμο στην Ουκρανία, ΚΚ να θεωρούν την αρχική επίθεση εκ μέρους της Ρωσίας ως πόλεμο απελευθερωτικό για τους λαούς του Ντονμπάς κι εδαφικών περιφερειών με ρωσόφωνους κατοίκους.
Το είδαμε εκ μέρους αριστερών ιστορικών για τη Μικρασιατική Εκστρατεία, θεωρώντας την πόλεμο απελευθερωτικό για εκείνα τουλάχιστον τα εδάφη, τις πόλεις και τα περίχωρά τους, όπου πλειοψηφούσαν ελληνόφωνοι ή ελληνογενείς πληθυσμοί ή χριστιανοί. Και σήμερα βρίσκουμε ένα μεγαλύτερο φάσμα καταδίκης της Μικρασιατικής Εκστρατείας από την κοσμοπολίτικη σκοπιά του κεφαλαίου ή ως αποικιοκρατικού σε βάρος ξένων λαοτήτων.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν πόλεμος ιμπεριαλιστικός και όχι προοδευτικός
Το πρώτο συμπέρασμα - εκτίμηση που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία από την αρχή μέχρι το τέλος της ήταν πόλεμος ιμπεριαλιστικός και όχι προοδευτικός εθνοαπελευθερωτικός από την τουρκική καταπίεση. Εξυπηρετούσε την αστική «Μεγάλη Ιδέα» και όχι ένα πατριωτικό - απελευθερωτικό λαϊκό όνειρο.
Κάποιοι, στην προσπάθειά τους να τον προβάλουν ως προοδευτικό - απελευθερωτικό πόλεμο φέρνουν ως επιχείρημα την ιστορία της Κρήτης και τελικά την ένωσή της με το ελληνικό κράτος, παράδειγμα που δεν ευσταθεί, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία είναι συνέχεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, που ήταν πόλεμος ιμπεριαλιστικός, δηλαδή πόλεμος για νέα μοιρασιά εδαφών και κυρίως τον έλεγχο αγορών για προνομιακή εκμετάλλευση.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν άδικος και από τις δύο μεριές, κι απ' τα δύο στρατόπεδα, απ' τη μια μεριά αυτό της Γερμανίας - Αυστρίας - Βουλγαρίας κι άλλων συμμάχων τους όπως η Τουρκία και από την άλλη μεριά της Αντάντ, συμμαχία στην οποία έστω και με καθυστέρηση προσχώρησε η Ελλάδα.
Γι' αυτό και η νίκη από τη μια μεριά δεν έφερε «ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις», όπως ήθελε ο Λένιν κι εφάρμοσε η επαναστατική εργατική εξουσία στη Ρωσία, με την επικράτηση της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Αντίθετα, η νίκη της Αντάντ ακολουθήθηκε από σειρά ενεργειών κατοχής επί των ηττημένων, μαζί με τις διαπραγματεύσεις, όχι μόνο μεταξύ νικητών και ηττημένων, αλλά και μεταξύ της συμμαχίας των νικητών, προκειμένου να βρεθεί η «χρυσή τομή» στη μοιρασιά, ανάλογα βέβαια και με την οικονομική - πολιτική - στρατιωτική δύναμη του κάθε συμμάχου, του κάθε διαπραγματευόμενου.
Η επιβεβαίωση αυτού του συμπεράσματος είναι όλη η Ιστορία των διαπραγματεύσεων και των Συμφωνιών στο διάστημα 1918-1923, από τη Συμφωνία Ανακωχής του Μούδρου, τις διαπραγματεύσεις στο Παρίσι του λεγόμενου Συμβουλίου Ειρήνης και τη Συνθήκη των Σεβρών έως τη Συνθήκη της Λοζάνης, αρχικά με την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη συνέχεια με την αστική τουρκική κυβέρνηση των Νεότουρκων.
Οι «ζώνες κατοχής» στη Μικρά Ασία, γαλλική, αγγλική, ελληνική, ιταλική, οι δήθεν «δυνάμεις επιβολής της τάξης και της προστασίας των μειονοτικών πληθυσμών» στο κουφάρι της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έναν πραγματικό στόχο είχαν: τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών της Μέσης Ανατολής, τον έλεγχο της θαλάσσιας οδού από τον Εύξεινο Πόντο στο Αιγαίο, τον έλεγχο της Ευρασίας. Είναι ένας γεωστρατηγικής σημασίας χώρος γύρω από τον οποίο η διαμάχη έχει τη ρίζα της πολύ βαθιά στο παρελθόν που αφορά και τα δουλοκτητικά και φεουδαρχικά κράτη της περιοχής, έχει αποτυπωθεί όχι μόνο από ιστορικούς αλλά και από μυθοπλαστικές αφηγήσεις.
Διανύουμε την εποχή σήψης του καπιταλισμού
Και σήμερα ο πόλεμος στην Ουκρανία διεξάγεται για τις ενεργειακές ύλες και τις οδούς μεταφοράς τους, όχι ακριβώς με την ίδια διάταξη δυνάμεων ανταγωνιστών, αλλά με παρόντες τους κυριότερους.
Γιατί και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σήμερα ίδια είναι η ιστορική εποχή του καπιταλισμού ως συστήματος: είναι η εποχή της αντιδραστικότητάς του, της σήψης του, των φοβερών καταστροφών του, χωρίς αυτό να σημαίνει ούτε πλήρη ακινησία ούτε «πάγωμα» της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ας δούμε την Τουρκία: Το γεγονός ότι η διαμόρφωση πιο τυπικά καπιταλιστικού κράτους άργησε σε σχέση με τα κράτη της Ευρώπης, άφησε το αποτύπωμά του στη διατήρηση προκαπιταλιστικών αναχρονισμών, όπως είναι η βαθιά εμπλοκή της μουσουλμανικής θρησκείας ως Ισλαμικού Δικαίου στην καθημερινότητα των κατοίκων της, στην υποδεέστερη θέση της γυναίκας κ.ά.
Το γεγονός ότι στην Τουρκία και σήμερα, παρά την καπιταλιστική της ανάπτυξη, δεν καθιερώθηκαν κάποια αστικά δικαιώματα κι ελευθερίες όπως τα συναντήσαμε στα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης, είναι απόρροια αυτής της ιστορικής καθυστέρησης στη συγκρότησή της ως αστικού κράτους.
Βέβαια, μη φανταστούμε την Οθωμανική Αυτοκρατορία του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ως μια φεουδαρχική κοινωνία, παρ' όλο που διατηρούσε σημαντικά τέτοια κατάλοιπα στην οικονομία της, αλλά κυρίως στο εποικοδόμημά της, όπως και η Τσαρική Αυτοκρατορία του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Αυτές οι ιδιαιτερότητες στην καπιταλιστική ανάπτυξη της Τουρκίας δεν δικαιώνουν κάποιες σύγχρονες αστικές προσεγγίσεις που επιχειρούν μια αταξική διαχωριστική γραμμή μεταξύ Δύσης και Ανατολής, παρά τις υπαρκτές ιδιαιτερότητες στην πολιτιστική εξέλιξη λαοτήτων.
Παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της ταξικής διάρθρωσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Το δεύτερο συμπέρασμα - εκτίμηση αφορά στην ανάγκη πλήρους ιδεολογικού - πολιτικού - οργανωτικού (και στον ένοπλο αγώνα) διαχωρισμού του εργατικού - λαϊκού κινήματος από το όποιο κίνημα και τις επιδιώξεις της αστικής τάξης. Αυτό αφορά και τον μικρασιατικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και τον ελλαδικό ή τον βαλκανικό.
Ο χαρακτήρας της εποχής του καπιταλισμού έχει τη σημασία του για το εργατικό κίνημα στο βαθμό που είναι συγκροτημένο σε επαναστατικό πολιτικό κόμμα, όπως ήταν στη Ρωσία ήδη πριν από το ξεκίνημα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Το πολιτικό εργατικό κόμμα, το Κομμουνιστικό, εκφράζοντας και τις ανάγκες των αγροτικών στρωμάτων, όσο κι αν έχει συμφέρον από την πλήρη σάρωση των φεουδαρχικών υστερήσεων, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνεται ουραγός της αστικής επαναστατικής πρωτοβουλίας, όπως δεν έγινε στη Ρωσία κι έβαλε πλώρη για τη δική του επαναστατική εργατική εξουσία, διαχωρίζοντας πλήρως τη θέση του από την αστική κυβέρνηση που ανέτρεψε την Τσαρική.
Ομως η κατάσταση του εργατικού κινήματος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ακόμα και στα πιο αναπτυγμένα εμπορικά βιομηχανικά κέντρα της, όπως στη Μικρά Ασία, δεν ήταν ανάλογη.
Οι παράγοντες της καθυστέρησης είναι ένα ιδιαίτερο ζήτημα, όπως αντίστοιχα και η ανάλογη καθυστέρηση στην Ελλάδα, που μόλις με τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου συγκροτήθηκε το Κόμμα μας ως ΣΕΚΕ.
Σίγουρα όμως σημαντικός παράγοντας της καθυστέρησης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν η πολυεθνοτική διάσπαση της εργατικής τάξης, γενικότερα η πολυεθνοτική και πολυφυλετική διαφοροποίηση του πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που αφορούσε και τη συγκρότηση της αστικής τάξης και με την εξής ιδιαιτερότητα:
Ελληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι να κυριαρχούν στις αστικές δυνάμεις (έμποροι, βιομήχανοι, τραπεζίτες) και ως γαιοκτήμονες συνδεδεμένοι με το εμπόριο, Τούρκοι, βεβαίως και Κούρδοι και άλλοι, κυρίως μουσουλμάνοι, ανεξάρτητα από φυλετική προέλευση και γλώσσα, να αποτελούν κυρίως εργατικό, υπηρετικό, αγροτικό πληθυσμό αυτών των περιοχών, που το κέρδισε με το μέρος της η τουρκική αστική επανάσταση υπό τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, διεκδικώντας τη μερίδα του λέοντος στην καπιταλιστική οικονομία.
Από την άλλη μεριά, το ελληνογενές και ελληνόγλωσσο αστικό στοιχείο των αστικών κέντρων της Μικράς Ασίας, και πρώτ' απ' όλα της Σμύρνης όπου πλειοψηφούσε, αν και όχι απόλυτα, δεν ήταν ενιαίο σε μια εξέγερση με στόχο την αυτονομία και στη συνέχεια την ένωση με την Ελλάδα, δεν είχε ούτε την ανάλογη πολιτική συγκρότηση. Κι εδώ οπωσδήποτε βρίσκεται μια σημαντική διαφορά με τις διεργασίες που συντελέστηκαν στην Κρήτη στο τέλος του 19ου αιώνα, δηλαδή πριν από μια 20ετία.
Εικοσαετία που ήταν καθοριστικής σημασίας στη ριζική πλέον αλλαγή του γενικού χαρακτήρα της καπιταλιστικής κίνησης που πέρασε στην αντιδραστική εποχή της, ενώ ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν οριακά στο μεταίχμιο των δύο εποχών, αυτής της συγκρότησης των αστικών εθνών - κρατών και αυτής των ιμπεριαλιστικών πολέμων.
Κρίσιμο ζήτημα να μην τίθεται το εθνικό στοιχείο υπεράνω του ταξικού
Την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας είμαστε πλέον στην εποχή που η εθνική συγκρότηση δεν συμβαδίζει με την επαναστατική προοδευτική ορμή της αστικής τάξης, έτσι ώστε αυτή να έχει τη δύναμη να συγχωνεύσει εθνογενετικές, φυλογενετικές διαφορές, να συγκροτήσει εθνική, πατριωτική συνείδηση, όπως έγινε στη Γαλλία με την κυριαρχία των Φράγκων, ή να επιβληθεί «με φωτιά και τσεκούρι» σε αλλοεθνείς και αλλόφυλους, όπως έγινε στις ΗΠΑ σε βάρος Ινδιάνων, Αφρικανών, που είχαν μεταφερθεί ως δούλοι.
Βέβαια, και το τουρκικό αστικό κίνημα, με την άμεση ή έμμεση συμβολή και των πρώην αντιπάλων της Αντάντ, αλλά και της συμμάχου του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανίας, κατέσφαξαν τους Αρμένιους, δημιούργησε de facto δεδομένα για τη μη συγκρότηση αρμενικού αστικού κράτους.
Το εθνοτικό ζήτημα είναι πολύ μεγάλο και ανοικτό ακόμα προς ιστορική - θεωρητική μελέτη. Το θίγουμε όμως γιατί είναι κρίσιμο ζήτημα για το εργατικό - λαϊκό κίνημα, για την πολιτική του οργάνωση και τη στρατηγική του στόχευση. Είναι κρίσιμο να μην τίθεται το εθνικό στοιχείο υπεράνω του ταξικού, αλλά να υπερισχύει η ταξική ενότητα της πολυεθνοτικής ή πολυφυλετικής διάσπασης της εργατικής τάξης.
Ας πάρουμε το παράδειγμα των Κούρδων σήμερα κι αν για τον εργατικό - λαϊκό κουρδικό πληθυσμό το ζήτημα είναι η συγκρότηση ξεχωριστού καπιταλιστικού κράτους ή αν για την εργατική τάξη της Τουρκίας το ζήτημα είναι η ενότητα Τούρκων - Κούρδων και άλλων στον αγώνα τους ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, που πρέπει να περιλαμβάνει και την κατάργηση οποιασδήποτε ανισοτιμίας και ανισονομίας σε βάρος εθνοτικών μειονοτήτων, που συνήθως οι καπιταλιστικές εξουσίες τις διατηρούν γιατί γίνονται πηγή πρόσθετου κέρδους.
Ομως η καθυστέρηση στην εμφάνιση του πολιτικού εργατικού κινήματος ή η ανωριμότητά του το 1920-'21-'22 τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Μικρά Ασία, δεν κάνει προοδευτική τη Μικρασιατική Εκστρατεία εκ μέρους της Ελλάδας, αλλά ούτε και προσδίδει ατόφιο προοδευτικό χαρακτήρα στην κύρια τουρκική ένοπλη άμυνα που διεξήχθη κυρίως από το αστικό Κίνημα των Νεότουρκων.
Εδώ προκύπτει ένα αρκετά σύνθετο ζήτημα που χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση: Το Κίνημα των Νεότουρκων ήταν προοδευτικό ως προς το στόχο κατάργησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ως τέτοιο στηρίχθηκε για κάποιο διάστημα και από την επαναστατική Ρωσία. Στηρίχτηκε όμως κυρίως, γιατί συγκυριακά η επαναστατημένη Ρωσία είχε τους ίδιους εχθρούς, ΗΠΑ - Αγγλία - Γαλλία και Ελλάδα που διεξήγαγαν πόλεμο αντεπαναστατικό εναντίον της στην Ουκρανία.
Αυτή η συγκυριακή συμμαχία δεν εμπόδισε τους μπολσεβίκους να καταδικάσουν τον εσωτερικό αντικομμουνισμό του Κεμάλ που εκδηλώθηκε από τα πρώτα βήματα της αστικής τουρκικής κρατικής συγκρότησης.
Στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ζημιές και κέρδη έχουν έντονο ταξικό στίγμα
Φυσικά σ' έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο όπως της Μικρασιατικής Εκστρατείας τα θύματα δεν αφορούν μόνο την εργατιά - αγροτιά, αλλά και την αστική τάξη, στο βαθμό μάλιστα που συγκρούονται αστικές τάξεις διαφορετικής εθνικής συγκρότησης. Ομως ζημιές και κέρδη έχουν έντονο το ταξικό στίγμα. Ο διαχωρισμός των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων από τ' αστικά συμφέροντα δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αντιθέσεις και διαφοροποιήσεις στ' αστικά συμφέροντα κι απ' αυτό προκύπτει και διαφοροποιημένη στάση μεταξύ των αστικών δυνάμεων σ' έναν πόλεμο.
Στη Μικρά Ασία και κυρίως στα δυτικά παράλιά της, όπου ήταν ισχυρή η παρουσία του ελληνογενούς στοιχείου, η αστική του τάξη είχε κι αυτή τη διάστρωμάτωσή της, ανάλογα και με τον βαθμό ενσωμάτωσής της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Και μιλώντας για την προγονική σας Κάτω Παναγιά, βεβαίως υπήρχαν οι μεγαλέμποροι και μεγαλοκαπεταναίοι, αλλά υπήρχαν και οι γεωργοί και οι ψαράδες που οπωσδήποτε βρέθηκαν σε πιο δυσμενή θέση.
Απ' αυτό πρόκυψε και η στάση της απέναντι στην ένωση με την Ελλάδα, της οποίας ηγούνταν εκπρόσωποι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με υπερίσχυση του θρησκευτικού διαχωρισμού από το μουσουλμανικό. Χριστιανοί βέβαια ήταν και οι Αρμένιοι με ισχυρή παρουσία και αστική συγκρότηση σε κέντρα του Πόντου και με σημαντική παρουσία στην πόλη της Σμύρνης. Ολες αυτές οι διαφοροποιήσεις δεν πρέπει να μπερδεύουν το επαναστατικό εργατικό κίνημα, να το παρασύρουν σε στρατηγικές συμπλεύσεις με αστικά κινήματα. Είναι άλλο ζήτημα η συνειδητή - σχεδιασμένη αξιοποίηση ρηγμάτων του ταξικού αντιπάλου κι απ' τις δύο μεριές των εμπόλεμων.
Το πρόσχημα του «αλυτρωτισμού» ήταν συνειδητή αστική επεκτατική πολιτική
Το πολυεθνοτικό - πολυφυλετικό μωσαϊκό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που απλωνόταν στη Μέση Ανατολή έγινε αφορμή για τα στρατεύματα της Ανταντικής Συμμαχίας, που πάλευαν να συμφωνήσουν για τη μοιρασιά από τον διαμελισμό της.
Στο κυνήγι των εδαφών συμμετείχε και η Ελλάδα, έχοντας αντίπαλο τη σύμμαχο Ιταλία, προκειμένου για τη βορειοδυτική παράλια ζώνη της Μικράς Ασίας. Βέβαια, η αγγλο-γαλλική πλευρά και κυρίως η Αγγλία δεν ήθελε την ισχυροποίηση της ιταλικής παρουσίας στη Μικρά Ασία, προτιμούσε την ελληνική ως λιγότερο επικίνδυνη, πιο αδύναμο ανταγωνιστή.
Η συμμετοχή λοιπόν της Ελλάδας υπό το πρόσχημα του «αλυτρωτισμού» ήταν συνειδητή αστική επεκτατική πολιτική με στόχο τη διεύρυνση του ελλαδικού κράτους, την ισχυροποίηση της θέσης του στη Ν/Α Μεσόγειο, «κράτος σε δύο ηπείρους και πέντε θάλασσες», όπως συνθηματικά προβλήθηκε.
Ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου, η Ελλάδα, ο Βενιζέλος δεν παρασύρθηκε από την Αγγλία για να «βγάλει το φίδι από την τρύπα» για ξένα συμφέροντα, όπως ισχυρίστηκε για χρόνια μια πλευρά της ιστορικής και πολιτικής προσέγγισης. Ούτε δικαιώνει την άλλη αστική μερίδα της Ελλάδας, που επανήλθε στη διακυβέρνηση με τις εκλογές του 1920, συσπειρωμένη με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, που είχε επιλέξει νωρίτερα άλλους συμμάχους, κυρίως τη Γερμανία.
Σε καμιά περίπτωση όμως δεν εξέφραζε φιλειρηνική, μη επεκτατική εξωτερική πολιτική, άλλωστε, γι' αυτό και δεν σταμάτησε τον πόλεμο. Ούτε, βέβαια, ορισμένος ρεαλισμός για τον συσχετισμό δυνάμεων, όπως τον εξέφρασε ο Ι. Μεταξάς και με την άρνησή του ν' αναλάβει την αρχηστρατηγία στη Μικρά Ασία, υποδήλωνε μη ιμπεριαλιστική πολιτική.
Βέβαια, για την έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας υπήρχαν και ελληνικές επιτελικές επιχειρησιακές ευθύνες, όπως κατέγραψε στην έκθεσή του ο Ελληνας στρατιωτικός Μαζαράκης, απεσταλμένος του Βενιζέλου, μιλώντας για βιαιότητες οφειλόμενες σε «σφαλερά σύλληψη κι εκτέλεση σχεδίου απόβασης, το οποίο είχε σχεδιαστεί με προχειρότητα».
Σίγουρα το ρόλο τους έπαιξαν και οι αντιθέσεις των ελληνικών αρχών για το πώς αντιλαμβάνονταν το μέλλον της περιφέρειας της Σμύρνης κατά την περίοδο που βρισκόταν σε καθεστώς ελληνικής αρμοστείας (Στεργιάδη). Ο Βενιζέλος εξέφραζε την πολιτική επέκταση της Ελλάδας μέσω ενεργειών συγχώνευσης των αλλοεθνών και αλλόθρησκων, εκφράζοντας μια κοσμοπολίτικη προσέγγιση που ερχόταν σ' αντίθεση με ένα πιο σκληρό ορθόδοξο ελληνογενές στοιχείο.
Βέβαια, η βενιζελική πολιτική προσέγγιση προσέκρουσε σε σειρά παραγόντων, όπως:
-- Την πιο μαχητική, αποφασιστική, οργανωμένη δράση των Νεότουρκων.
-- Τη μη ενιαία στάση των ομογενών της Σμύρνης.
-- Την εμφανή σύγκρουση του μητροπολίτη Χρυσόστομου και γενικότερα της Εκκλησίας με τον ύπατο αρμοστή Στεργιάδη.
-- Τη συμμαχική τροχοπέδη στις κινήσεις του ελληνικού στρατεύματος που διευκόλυνε το τουρκικό ένοπλο κίνημα, εκφράζοντας μια συνισταμένη ανάμεσα στα συμφέροντα Αγγλίας, Ιταλίας, Γαλλίας και του νέου αστικού τουρκικού κράτους.
Είναι άλλο ζήτημα το αν και πώς Αγγλία, Γαλλία και ΗΠΑ κοίταζαν τα συμφέροντά τους σε σχέση και με τις εξελίξεις στην ίδια την Τουρκία, άφησαν στην τύχη του τον ελληνικό στρατό που η ήττα του είχε ολέθριες συνέπειες για τον ελληνογενή πληθυσμό της Μικράς Ασίας, ιδιαίτερα στη Σμύρνη, σε κοινότητες όπως της Κάτω Παναγιάς, που καταστράφηκαν ολοκληρωτικά.
Ομως κι εδώ περίτρανα καταδεικνύεται η ταξικότητα, αφού σημαντικό μέρος των αστών έγκαιρα εξασφάλισε τη ρευστοποίηση και μεταφορά περιουσιακών στοιχείων και την ασφαλή έγκαιρη αποχώρησή του.
Ο όλεθρος σφαγών, πνιγμών, πυρκαγιάς οφείλεται και στη στάση Ελλήνων και άλλων εφοπλιστών, ναυτικών μονάδων των Συμμάχων. Οι καταστροφές, η απώλεια ζωής αφορούσαν και τους Ελληνες στρατιώτες και αξιωματικούς.
Ωστόσο, ως ένα βαθμό κι απ' αυτήν την αρνητική έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας ωφελημένη βγήκε η καπιταλιστική συγκρότηση της Ελλάδας. Τονώθηκε από ένα τμήμα του ελληνογενούς μικρασιατικού κεφαλαίου που εισέρρευσε. Ενισχύθηκε από νέο εργατικό δυναμικό σε μεγάλο βαθμό με καλύτερο μορφωτικό επίπεδο, εργασιακή εμπειρία και ικανότητα, τροφοδοτήθηκε από τη μαζική προλεταριοποίηση του εισαγόμενου ελληνογενούς μικροαστικού δυναμικού. Καπνεργοστάσια, υφαντουργεία, μηχανουργεία, γνώρισαν άνθιση.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ιστορία της Κάτω Παναγιάς της Ερυθραίας, όπου διέθετε Παρθεναγωγείο ήδη από το 1863, ενώ το Δημοτικό Σχολείο είχε και προκαταρκτική τάξη για παιδιά προσχολικής ηλικίας.
Στην έκδοση 400 σελίδων που επιμελήθηκε το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ με τίτλο «1922, Ιμπεριαλιστική εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή», ένα από τα επτά κεφάλαια αναφέρεται στις συνθήκες ζωής κι εργασίας των προσφύγων κατά τη λεγόμενη αποκατάσταση, στα πρώτα τους βήματα στους ταξικούς αγώνες, ενώ άλλο ένα κεφάλαιο αναφέρεται πιο εξειδικευμένα στις γυναίκες εργάτριες της προσφυγιάς.
Το νεοσύστατο ΣΕΚΕ δεν μπόρεσε να υπερβεί την αναζήτηση μιας αστικής συμφωνίας ειρήνης
Στην έκδοση, ένα κεφάλαιο εξετάζει τη στάση του νεοσύστατου ΣΕΚΕ απέναντι στην ιμπεριαλιστική εκστρατεία, την οποία σωστά χαρακτηρίζει. Είναι αξιοσημείωτες οι προκηρύξεις που απευθύνονται στους στρατευμένους. Οι δυσκολίες του ΣΕΚΕ σχετίζονται με το πώς βλέπει την έξοδο από τον πόλεμο, χωρίς να μπορεί να υπερβεί την αναζήτηση μιας αστικής συμφωνίας ειρήνης.
Είναι σημαντικό το κεφάλαιο της έκδοσης που θέτει δεδομένα και προβληματισμούς για τις διαθέσεις των στρατευμένων, ακόμα και αξιωματικών, για φαινόμενα άρνησης στράτευσης ή και λιποταξίας, για τις επιπτώσεις της δεκαετούς εμπλοκής της Ελλάδας σε πολέμους, από τον Α΄ Βαλκανικό έως τη Μικρασιατική Εκστρατεία, τις επιπτώσεις στις συνθήκες ζωής των οικογενειών των στρατευμένων.
Διαμορφώνονται ορισμένες συνθήκες λαϊκής αγανάκτησης στον ελλαδικό χώρο, οι οποίες ανησυχούν τα εγχώρια και ξένα αστικά επιτελεία, κυρίως υπό το βάρος της εξαθλίωσης του ηττημένου ελληνικού στρατεύματος και της εξαθλίωσης των εισερχόμενων προσφύγων. Υπάρχουν και χυδαίες μαρτυρίες ξένων επιτελείων που προτιμούσαν την καταστροφή των προσφύγων.
Φοβόντουσαν, έχοντας πολύ νωπή την μπολσεβίκικη επανάσταση στη Ρωσία, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι στην Ελλάδα διαμορφώθηκε επαναστατική κατάσταση, γενική πολιτική κρίση. Ωστόσο, υπάρχουν ψήγματα που ως τέτοια συγκεντρώνουν την προσοχή των αστικών επιτελείων.
Αν και δεν είναι περίοδος στην οποία θα μπορούσε το Κόμμα να βάλει επαναστατική εξέγερση στην ημερήσια διάταξη, σίγουρα η έλλειψη ενός πιο σαφούς ανάλογου στρατηγικού προσανατολισμού δεν συμβάλλει σε μια ανάλογη προετοιμασία, σε μια δυναμική που θα οδηγούσε σε πιο στέρεη παρακαταθήκη για την επόμενη περίοδο.
Βέβαια και στ' άλλα βαλκανικά κράτη το επαναστατικό εργατικό κίνημα ήταν στα σπάργανα. Αλλά και οι επικεφαλής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος δεν είχαν προσδοκίες για εργατικές - λαϊκές εξεγέρσεις (επαναστάσεις) σ' αυτήν την περιοχή, με την εξαίρεση ίσως της Βουλγαρίας. Οι προσδοκίες τους στρέφονταν στη Δύση - κυρίως στη Γερμανία - αν και ο χώρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε ορισμένα κοινά αντικειμενικά δεδομένα με τον χώρο της Τσαρικής Αυτοκρατορίας.
Οι σημερινές εξελίξεις μπορούν να γίνουν αφετηρία διαμόρφωσης ταξικού πολιτικού κριτηρίου, συσπείρωσης με το ΚΚΕ
Στις μέρες μας ζούμε τους ανταγωνισμούς μεταξύ του τουρκικού και του ελληνικού αστικού κράτους, που βέβαια εκ μέρους του τουρκικού εκδηλώνεται και με αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων του ελληνικού, κι ας ανήκουν στην ίδια στρατιωτική - πολιτική συμμαχία του ΝΑΤΟ.
Οι αντιφάσεις που απορρέουν δημιουργούν και ρήγματα όχι μόνο μεταξύ διαφορετικών αστικών κομμάτων αλλά και μέσα στους κόλπους του ίδιου κόμματος, όπως του κυβερνητικού.
Το κύριο είναι το Κόμμα ν' αξιοποιεί, ν' αναλύει ταξικά και ν' αποκαλύπτει τις αιτίες των αστικών αντιθέσεων και αντιφάσεων με στόχο την ανάπτυξη ταξικής πολιτικής συνείδησης σε όλο και πιο διευρυμένα πρωτοπόρα τμήματα της εργατική τάξης και λαϊκών δυνάμεων.
Ακόμα και οι πρόσφατες αποκαλύψεις και αντιθέσεις στο ζήτημα των τηλεφωνικών υποκλοπών δείχνουν αυτήν την ανάγκη, όχι της συμπόρευσης με τη μια ή άλλη αστική πλευρά, αλλά την ανάγκη βαθύτερης κατανόησης όλου του σάπιου και κατασταλτικού χαρακτήρα της καπιταλιστικής εξουσίας που δεν μπορεί με το εθνικό αστικό και ευρωενωσιακό δίκαιο παρά ν' αγγίζει ακόμα και μέρος των ίδιων των αστικών δυνάμεων.
Και οι σημερινές εξελίξεις μπορούν να γίνουν αφετηρία διαμόρφωσης ταξικού πολιτικού κριτηρίου, να εκφραστεί με συσπείρωση με το ΚΚΕ σε όλα τα πεδία της πάλης, στους εργατικούς - λαϊκούς αγώνες για το εισόδημα, για την υγεία, την εκπαίδευση, τη λαϊκή στέγη, για την ισχυροποίηση του ΚΚΕ σε κάθε μάχη, και στις επικείμενες εκλογές όποτε κι αν γίνουν, ως στοιχείο συγκρότησης ενός ισχυρού εργατικού - λαϊκού κινήματος αντεπίθεσης στην πάλη για το σοσιαλισμό.
Εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία της Ελένης Μπέλλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, σε εκδήλωση της ΤΕ Ηλείας του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου