12 Οκτωβρίου 1944.
Η Αθήνα έξαλλη...
Οι ποταμοί του ανθρώπινου πλήθους ακένωτοι, φουρτουνιασμένοι, ατελείωτοι σα να μην είχαν πηγή και σα να μην είχαν κοίτη, κατέβαιναν από τις ανατολικές συνοικίες, ανέβαιναν από τις δυτικές, ορμούσαν ακράτητοι στις κεντρικές πλατείες και πλημμυρώντας έστρεφαν πίσω για να γυρίσουν πάλι.
Ενώ ακόμη γερμανικά τμήματα στάθμευαν μέσα στην πόλη, οι ελληνικές σημαίες είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους και μανιασμένα πλήθη διαδηλωτών τους δρόμους κατέβαζαν και ποδοπατούσαν τις άπειρες γερμανικές επιγραφές. Οπου χώρος πλατύς, στο Σύνταγμα και στην Ομόνοια και στα Χαυτεία, χόρευαν παπάδες, γέροι, άντρες, γυναίκες, παιδιά.
Υστερα, οι συγκροτημένοι διαδηλωτές. Ανέβαιναν και κατέβαιναν με το ρυθμικό βήμα και το τραγούδι:
- Εμπρός ΕΛΑΣ.
Είτε τη ρυθμική κραυγή:
- Ε-ΑΜ! Ε-ΑΜ!
- Κάπα-κάπα-Εψιλον!
Οι πρώτες μεταπελευθερωτικές εφημερίδες, ο «Ριζοσπάστης» και ο «Απελευθερωτής», κυκλοφορούσαν σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα.
Αντάρτες συντεταγμένοι δεν μπήκαν ποτέ στην Αθήνα. Αλλά την πρώτη μέρα ήρθαν μερικοί από το στρατόπεδο του ΕΛΑΣ στην Ελευσίνα. Οι πρώτοι Ελληνες στρατιώτες στην Αθήνα! Πώς χύθηκε ο κόσμος απάνω τους και πώς τους αγκάλιαζε και τους φιλούσε και σηκωτούς στους ώμους τους τριγύριζε στους δρόμους.
Η Αθήνα δεν ελευθερώθηκε στις 12 Οκτωβρίου ακριβώς. Από μήνες, πολλές συνοικίες της ήσαν ελεύθερες με την ηρωική φρούρηση του ΕΛΑΣ. Οσο πλησιάζαμε προς τα τέλη Σεπτεμβρίου ο κύκλος των ελευθερωμένων περιοχών μεγάλωνε και στένευε απελπιστικά το κέντρο της Αθήνας, που κρατούσαν οι Γερμανοί. Ο ΕΛΑΣ στην Κυψέλη, στο Μεταξουργείο, στην Πλάκα, στο Παγκράτι, στους Αμπελόκηπους, στου Γκύζη. Ο ΕΛΑΣ παντού...
Ολο και στένευε ο κύκλος. Και στις παραμονές ο ΕΛΑΣ ήταν κιόλας εγκατεστημένος στο κέντρο της Αθήνας. (...)
Απάνω στην Καισαριανή. Ενώ τα πλήθη αλαλάζουν και οι καμπάνες ηχούνε χαρμόσυνα, μια γριά μάνα, κάποια αδερφή, ένας πατέρας γονατίζουν στο Θυσιαστήριο της Λευτεριάς. Εδώ, στον τοίχο τούτο, πριν από ένα, δυο και δέκα μήνες, πριν από ένα, δυο και τρία χρόνια το παιδί του ενός, τ' αδέρφι του άλλου, ο πατέρας του τρίτου στήθηκαν και κραυγάζοντας για τη Λευτεριά, πότισαν το χώμα με το αίμα τους.
Κόσμος πονεμένος. Κλαίει η γριά μάνα, κλαίει ο πατέρας, ο αδελφός, η γυναίκα, το παιδί. Δε ζούνε πια οι αγαπημένοι για να χαρούνε κι αυτοί με τον άλλον κόσμο τη Λευτεριά. (...)
Αλαφρωμένος ο αμέτρητος πονεμένος κόσμος θα γυρίσει πάλι στους ζωντανούς για να ζητωκραυγάσει μαζί τους με πικραμένα χείλη. (...)
Η τελευταία μάχη. Οι Γερμανοί δεν θέλουν να φύγουν αν δε συμπληρώσουν τις καταστροφές. Μανιακά προσπαθούν να ανατινάξουν το εργοστάσιο Ηλεκτρικής στον Πειραιά. Αλλά το εργοστάσιο το υπερασπίζει ο ΕΛΑΣ. Η μάχη είναι σκληρή, λυσσασμένη, αγωνιώδης.
Οι Ελασίτες πέφτουν, αλλά το εργοστάσιο σώζεται. Οι Γερμανοί έχασαν και την τελευταία μάχη.
Κανείς από τον έξαλλα χαρούμενο κόσμο της 12ης Οκτωβρίου δεν μάντευε πώς θα γιορτάσει την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη επέτειο της ιστορικής μέρας.
Ο Ελασίτης της Ηλεκτρικής δεν ήξαιρε πως θα πεταχτεί στο δρόμο. Οι νέοι που κατέβασαν την πρώτη φορά τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη δεν ήξαιραν πως θα εξορισθούν. Η μάνα κι ο πατέρας που έχυσαν το δάκρυ τους στο Θυσιαστήριο δεν ήξαιραν πως θα χάσουν και τ' άλλα τους παιδιά. Οι διαδηλωτές δεν ήξαιραν πως θάρθει ημέρα που αν κραυγάσουν ξανά ΕΑΜ θα περάσουν από στρατοδικείο και θα στηθούν στον τοίχο είτε θα τους χαρισθεί η ζωή για να εξορισθούν στην Ικαρία, στο Μακρονήσι, στη Γιούρα...
Τίποτε δεν μάντευσαν απ' αυτά. (...)
Τώρα τα ξαίρουν. Και ξαίρουν καλά πως όταν ένα λαό τον απειλεί η τυραννία, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα.
Το παραπάνω κείμενο του Γιώργου Λαμπρινού (υπεύθυνος της καλλιτεχνικής σελίδας του «Ριζοσπάστη», κατά την τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ βρέθηκε στο Βίτσι και στη Θεσσαλία, όπου το 1949 δολοφονήθηκε από τον αστικό στρατό) δημοσιεύτηκε τρία χρόνια μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τις ναζιστικές κατοχικές δυνάμεις και αποτύπωνε το μέγεθος του λαϊκού ξεσπάσματος, τη συγκίνηση για όσους έπεσαν μαχόμενοι στα χρόνια της Κατοχής αλλά και όσα τραγικά θα ακολουθούσαν σε βάρος των εργατικών - λαϊκών δυνάμεων.
Οπως πολύ σύντομα αποδείχθηκε, ο απελευθερωτικός αγώνας αντικειμενικά είχε και ταξικό περιεχόμενο. Στο τέλος της διαδρομής είτε θα συνδεόταν με τον αγώνα κατάκτησης - εδραίωσης της εργατικής εξουσίας και των συμμάχων της, οπότε θα καταργούνταν γενικά οι σχέσεις ανισοτιμίας και εξάρτησης, είτε θα οδηγούσε στην εδραίωση της αστικής εξουσίας με νέους, καλύτερους ή χειρότερους όρους όσον αφορά τη θέση της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Το ΚΚΕ και επακόλουθα οι λαϊκές δυνάμεις δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν αυτήν την κατάσταση, σε αντίθεση με την αστική τάξη της χώρας, που στηριζόμενη και στους διεθνείς συμμάχους της δεν δίστασε μπροστά σε κανένα έγκλημα προκειμένου να συνεχίσει να κάθεται στο σβέρκο του λαού.
Ωστόσο το ΚΚΕ και το εργατικό - λαϊκό κίνημα, παρά τις αδυναμίες τους, δεν υποτάχθηκαν, δεν διάλεξαν τις αλυσίδες, όπως κατέληγε και ο Γ. Λαμπρινός, και συνέχισαν τον αγώνα μέσα από τις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Βλ. περισσότερα:
Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918 - 1949, τόμ. Β1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 349-355, 370-396, 486-492.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου