Χαράς Ευαγγέλια για τους αγύρτες και θεομπαίχτες πολιτικούς, από τους οπαδούς της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών», μέχρι και τους γιαλαντζί αριστερούς. Μέσα σε λίγες μέρες θα τους δοθεί η ευκαιρία να επιδοθούν σ’ αυτό το άθλιο παιχνίδι ψηφοθηρίας εκμεταλλευόμενοι το θρησκευτικό συναίσθημα ενός λαού που δεκατρία χρόνια τώρα βασανίζεται απ’ αυτούς τους ίδιους και τις πολιτικές τους.
Σε λίγα εικοσιτετράωρα, το Μεγάλο Σάββατο θα στηθεί πάλι , όπως γίνεται κάθε χρόνο με την «έλευση του Αγίου Φωτός», αυτή η άθλια παράσταση με ταρατατζούμ, φανφάρες και ευσταλείς ευζώνους με υπουργούς, πολιτευτάδες δίπλα σε χρυσοστολισμένους δεσποτάδες με το ένα χέρι να σταυροκοπιούνται και με το άλλο να σπρώχνουν για να τους πιάσει ο τηλεοπτικός φακός και να δουν οι πιστοί και ψηφοφόροι πόσο ευλαβείς είναι. Ένα κακοπαιγμένο θέατρο απόδοσης τιμών αρχηγού κράτους σε ένα… καντήλι!
Τριάντα τρεις μέρες μετά, στις 3 Μαΐου ένα άλλο θέατρο, με περισσότερους κομπάρσους και κόσμο αυτή τη φορά, θα παιχτεί στο κέντρο της Αθήνας, στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα. Εκεί θα γίνει η υποδοχή με τιμές αρχηγού κράτους της «Ιεράς Θαυματουργού Εικόνος» Άξιον Εστί που φυλάσσεται στο ναό του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους. Η εικόνα θα παραμείνει στην πρωτεύουσα έως τις 15 Μαίου, μια βδομάδα δηλαδή πριν από τις εκλογές. Και έως τότε χαρές και πανηγύρια για τους πονηρούς πολιτευτάκηδες μιας κατά τα άλλα ουδετερόθρησκης Πολιτείας.
Το έχουμε ξαναγράψει με αφορμή την «έλευση του Αγίου Φωτός», θα το ξαναπούμε και τώρα με αφορμή και την παρουσία της εικόνας Άξιον Εστί μέσα σε προεκλογική περίοδο, χωρίς την ελπίδα πως θα ιδρώσει το αυτί αυτών που κυβέρνησαν και αυτών που κυβερνούν σήμερα, και να σταματήσει αυτό το θέατρο:
Είναι δικαίωμα κάθε κληρικού πατριάρχη , δεσπότη, παπά, διάκου αλλά και κάθε πιστού να πιστεύει πως το «Άγιον Φως», που μας έρχεται κάθε χρόνο από τα Ιεροσόλυμα, ανάβει «θαυματουργικώ τω τρόπω» και το παίρνει ο ελληνορθόδοξος πατριάρχης, ο οποίος έχει μπει μόνος του στο κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου.
Είναι δικαίωμα κάθε κληρικού και πιστού να πιστεύει και να το διακηρύσσει πως το «Άγιον Φως» δεν καίει και μπορεί ο καθένας να περάσει τα χέρια του από αυτό, να το ακουμπήσει στα γένια του ή τα μαλλιά του και να μην καεί.
Το ίδιο είναι δικαίωμα κάθε κληρικού και πιστού να πιστεύει πως η εικόνα Άξιον Εστί είναι θαυματουργή. Το δικαίωμα στη λατρεία του μεταφυσικού, στον σκοταδισμό, στην οπισθοδρόμηση δεν μπορεί να το στερήσει κανείς από κανένα. Όμως όταν όλα αυτά τα θεατρικά γίνονται υπόθεση ενός σύγχρονου (τρομάρα του) κράτους με υποτίθεται «σαφώς διακριτούς ρόλους» με την Εκκλησία, και μάλιστα προεκλογικά, τότε μας ενδιαφέρει και μάλιστα πολύ και εμάς τους απέξω, που αρνούμαστε την προσβολή στη νοημοσύνη μας και στο λογικό μας.
Ως προς την εικόνα ας μείνουμε, προς το παρόν σ’ αυτά. Έχουμε καιρό άλλωστε να τα ξαναπούμε.
Όμως ως προς το «Άγιον Φως» αξίζει να θυμίσουμε μερικά πράγματα. Όλη αυτή την ιστορία την ξεκίνησαν λατίνοι καλόγεροι που συνόδευαν τις ορδές των τυχοδιωκτών και αλητών από όλη την Ευρώπη, σ’ αυτό που έμεινε στην ιστορία σαν Σταυροφορίες. Μετά, όταν οι Άραβες κατέλαβαν πάλι την Ιερουσαλήμ και έδωσαν κυρίαρχη θέση στους ορθοδόξους, αυτοί, σαν καλοί διαχειριστές, κατάλαβαν πόσο επικερδής είναι αυτή η ιστορία και την συνέχισαν. Έτσι απλά. Πώς λέμε business as usual; Ακριβώς!
Αδ. Κοραής: «Όνειδος και αίσχος»
Το έχει γράψει και ο Κοραής ήδη από το 1825:
«Μην πιστεύετε όσα λέγουν περί του αγίου φωτός. Το άγιον φως είναι πλάσμα ασεβές και αναίσχυντον […] πλάσμα λατίνων μοναχών και φραγκοπατερικών γέννημα […] Μηχανουργήματα λαοπλάνων ιερέων το εξ ουρανού ψευδοκαταίβατα φώτα […] όνειδος και αίσχος, στρατηγούμενον από θρασυτάτους θαυματοπλάστας […] Μοναχοί, θρασύτατοι γόητες, επενόησαν το θαύμα του αγίου φωτός, δια να ενισχύσουν τον ηλίθιον ζήλον των προσκυνητών […] Ξεκίνησε τον ένατο αιώνα […] στα χέρια Δυτικών μοναχών… πέρασε στα χέρια των Ανατολικών την δωδεκάτην εκατονταετηρίδα […] και έπραξαν βέβαια (πάλιν το λέγω) κακά υιοθετώντας το θαύμα των Δυτικών […] διότι έπραξαν ό,τι θα έπραττε και κάθε άλλος κοσμικός, όστις κληρονομών πλούσιον εργαστήριον, δεν το κλείει αλλά απεναντίας φροντίζει και τις πραμάτειες ν’ αυξήσει και τους αγοραστές να πολλαπλασιάσει. […] Το ψευδόθαυμα αυτό το πιστεύουν ολίγοι, ίσως τινές δια μωρίαν και άλλοι δι’ αισχροκέρδειαν […] Ουδέ ο Χρυσόστομος το επίστευεν ή μάλλον ουδέ το εγνώριζε, διότι, αν εις τον καιρόν του εθαυματουργείτο το άγιον φως, πώς ήτο δυνατόν να λέγη ότι δέν εγίνοντο πλέον θαύματα;» (Άτακτα: Περί του Ιεροσολύμοις Αγίου Φωτός, Τόμ. 3, 1825).
Ν. Καζαντζάκης: «Τα απομεινάρια της φοβερής οπτασίας…»
Κλείνουμε θυμίζοντας ένα απόσπασμα της μαρτυρίας του Νίκου Καζαντζάκη που βρέθηκε στα Ιεροσόλυμα στα χρόνια του μεσοπολέμου:
« Στέκομαι στην είσοδο του Άγιου Τάφου με ολανοιγμένα αχόρταγα μάτια: Μεγάλο Σάββατο. Ο ναός της Ανάστασης σα μια τεράστια κυψέλη βουίζει , οι πλάκες κάτω είναι γιομάτες αραβόφωνους χριστιανούς, με τα φέσια, με τις βρωμερές πολύχρωμες τζελεμπίες, με τα φλεγόμενα τσιμπλισμένα μάτια. Κάτω από τις αψίδες του ναού, ξαπλωμένοι σε ψάθες, σε κουρέλια ή σε χαλιά, άντρες και γυναίκες που έχουν κοιμηθεί εδώ τη νύχτα προσμένοντας τη στιγμή τούτη τη φοβερή που θα σφεντονιστεί το άγιο φως από το κουβούκλι του Παναγίου Τάφου.
Γκρίζα λαγήνια με νερό, με πορτοκαλιά ράπικα ξόμπλια , γκαζόζες, σερμπέτια, λεμόνια, κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι μέσα στο κατασκηνωμένο στην εκκλησία ανθρωπομάζωμα.
Τα μπρίκια του καφέ βράζουν σε καμινέτα, κάτω από τα μεγάλα κονίσματα, οι μάνες ανοίγουν τα στήθια τους μπροστά στον κόσμο και βυζαίνουν τα μωρά τους (…) Γέλια, κλάματα, στριγγλιές. Άλλοι ψέλνουν, άλλοι κάτω από τις λοήσιμες πατανίες παίζουν στις σκοτεινές γωνιές του ναού με τις γυναίκες τους. Κι ακούς ξάφνου, ως περνάς μέσα στο βαριόχνοτο σκοτάδι, γέλια από κοπέλες που γαργαλίζονται …».
Κι αφού περιγράφει την είσοδο του Πατριάρχη στο κουβούκλιο, ο Καζαντζάκης καταλήγει:
«… Ο ναός άδειασε. Σαν όνειρο
ξωτικό, απίθανο μου φάνταξε όλη τούτη η φοβερή βουή, το μανιασμένο
πλήθος και τα λοήσιμα κουρέλια. Μα σκύβοντας χάμω, έτσι που γύριζα
ολομόναχος μέσα στην εκκλησία, ένιωσα πως όλο τούτο το ανατολίτικο όραμα
ήταν αλήθεια, γιατί κάτω στις πλάκες είδα τα απομεινάρια της φοβερής
οπτασίας: πασατέμπος, πορτοκαλόφλουδες, λιοκούκουτσα και σπασμένες
μποτίλιες γκαζόζα»… («Ταξιδεύοντας: Ιταλία- Αίγυπτος- Σινά- Ιερουσαλήμ- Κύπρος- Ο Μοριάς», σελ 152- 156).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου