Επιλογή γλώσσας

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Οι άρχουσες τάξεις και τα εθνικά ζητήματα

Τα βαλκανικά κράτη πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
ΈΤΣΙ ΕΛΥΝΑΝ k ΛΥΝΟΥΝ ΟΙ ΑΡΧΟΥΣΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΤΑ «ΕΘΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ» !!

Βάλθηκε λέει ο @atsipras να κάμει τη Θεσσαλονίκη πάλι ... «πρωτεύουσα των Βαλκανίων». 

Η τελευταία φορά που έγινε κάτι τέτοιο ήταν πριν έναν αιώνα, οταν στη Θεσσαλονίκη πάτησαν καμμιά δεκαριά ξένοι στρατοί https://t.co/fAoZIMAVgnhttps://t.co/CPJTXbRPWJ pic.twitter.com/Im5MK94RRI
— antivaro (@antivaroef) 2 Ιανουαρίου 2019



ΒΑΛΚΑΝΙΑ

Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ*
Στη δίνη των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων
Ηταν πρωί της 17ης (30ής με το νέο ημερολόγιο) Σεπτέμβρη του 1915 όταν ο διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Μοσχόπουλος, ειδοποιήθηκε από το διοικητή του Φρουρίου Θεσσαλονίκης, συνταγματάρχη Ευλ. Μεσαλά ότι στο λιμάνι της πόλης εισέπλεαν μονάδες του στόλου της ΑΝΤΑΝΤ. 
Γύρω στις 9 το πρωί, ενώπιον του στρατηγού παρουσιάστηκε αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τρεις αξιωματικούς του στόλου της εν λόγω συμμαχίας με επικεφαλής το Γάλλο πλοίαρχο Ντιμενίλ. Την αντιπροσωπεία συνόδευε ο Γάλλος υποπρόξενος στη Θεσσαλονίκη Λεόν. Ο Γάλλος πλοίαρχος χωρίς περιστροφές δήλωσε ότι εκτελούσε διαταγές του Αγγλου αρχιναυάρχου Ντε Ρόμπεκ και του διοικητή των συμμαχικών στρατιωτικών δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ στρατηγού Σαράιγ κι ότι ήταν εντεταλμένος να ανακοινώσει πως φτάνουν μεταγωγικά πλοία γεμάτα από συμμαχικά στρατεύματα τα οποία, ύστερα από συνεννοήσεις που είχαν γίνει ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και το Γάλλο πρέσβη στην Αθήνα, επρόκειτο να αποβιβασθούν στη Θεσσαλονίκη. Ο Ντιμενίλ πρόσθεσε επίσης ότι σε συνεργασία με τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές τα συμμαχικά στρατεύματα θα οργάνωναν την άμυνα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης προς εξασφάλιση από πιθανή εχθρική επίθεση1.
Εκπληκτος ο στρατηγός Μοσχόπουλος και αγνοώντας οτιδήποτε σχετικό με τις αναφερόμενες από το συνομιλητή του συνεννοήσεις ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και το Γάλλο πρέσβη, παρακάλεσε να διακοπεί οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση επί του θέματος έως ότου συνεννοηθεί με την κυβέρνηση της χώρας. Γύρω στο μεσημέρι, στην Αθήνα, στο γραφείο του υπουργού επί των Στρατιωτικών, στρατηγού Π. Δαγκλή, έφτανε το παρακάτω τηλεγράφημα2:
«Θεσσαλονίκη, αριθμός 334, επείγον. Ταύτην την στιγμή παρουσιάσθησαν ενώπιόν μου ο πρόξενος της Γαλλίας, ο κυβερνήτης του προς τούτο ελθόντος ενταύθα πολεμικού και δύο αξιωματικοί του Επιτελείου Δαρδανελίων, οίτινες μου εδήλωσαν ότι, κατόπιν συνεννοήσεως του αυτόθι πρεσβευτού της Γαλλίας μετά προέδρου της ελληνικής κυβερνήσεως, προτίθενται να εκτελέσουν αναγνώρισιν γαλλικού στρατού ή λάβουν μέτρα δι' άμυναν λιμένος από προσβολής εχθρικής ή υποβρυχίων.
Μοσχόπουλος».

Η κατάσταση χωρίς αμφιβολία ήταν άκρως σοβαρή και το μέλλον φάνταζε να παίρνει δραματικές διαστάσεις. Πριν όμως εξετάσουμε τα γεγονότα που ακολούθησαν ας δούμε πώς φτάσαμε ως αυτό το σημείο.
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με στολή Γερμανού Στρατάρχη πίσω από τον Κάιζερ
Η Ευρώπη και τα Βαλκάνια στη δίνη του μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου
Οταν ο στόλος της ΑΝΤΑΝΤ έκανε την απειλητική εμφάνισή του στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης η Ευρώπη συγκλονιζόταν από το Μεγάλο Πόλεμο που είχε ξεσπάσει ένα χρόνο πριν και την είχε αγκαλιάσει απ' άκρη σ' άκρη. Επρόκειτο για τον πρώτο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο που άρχισε στις 19 Ιούλη/1 Αυγούστου του 1914 ως αποτέλεσμα των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων που συσσωρεύονταν για δεκαετίες. 
Στον πόλεμο αυτό συγκρούστηκαν δύο στρατιωτικοπολιτικοί συνασπισμοί καπιταλιστικών χωρών, που μέχρι να ανάψει η φωτιά διαμορφώνονταν ασταμάτητα ως δήθεν συμμαχίες για τη διασφάλιση της ειρήνης. 
Στην πραγματικότητα, βέβαια, έγινε αυτό που ο Λένιν περιέγραφε με αξιοθαύμαστο τρόπο όταν σημείωνε πως «*οι ειρηνικές συμμαχίες προετοιμάζουν τους πολέμους και με τη σειρά τους ξεπηδούν από τους πολέμους, καθορίζοντας η μια την άλλη, γεννώντας τη διαδοχή των μορφών της ειρηνικής και της μη ειρηνικής πάλης πάνω στο ίδιο ακριβώς έδαφος των ιμπεριαλιστικών σχέσεων και των αμοιβαίων σχέσεων της παγκόσμιας οικονομίας και της παγκόσμιας πολιτικής»3.
Οι δύο αντιμαχόμενοι στρατιωτικοπολιτικοί συνασπισμοί ήταν η Τριπλή Συνεννόηση (Τριπλή Αντάντ) και η Τριπλή Συμμαχία. 
Γαλλικό πυροβόλο εγκαταστημένο στο Στρυμόνα

Η Τριπλή Συνεννόηση ήταν ο στρατιωτικοπολιτικός συνασπισμός της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Στην ολοκληρωμένη αυτή μορφή του συγκροτήθηκε στα 1907 όταν η Ρωσία και η Αγγλία ήρθαν σε συμφωνία που, στην ουσία, συμπλήρωνε την αγγλογαλλική συμφωνία του 1904, η οποία έμεινε στην ιστορία με την ονομασία «Εγκάρδια Συνεννόηση» (Entente Cordiale) ή αγγλογαλλική Αντάντ. 
Η Τριπλή Συμμαχία ήταν η στρατιωτικοπολιτική συμμαχία Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας, που η συγκρότησή της ξεκίνησε με τη γερμανοαυστριακή στρατιωτική συμμαχία του 1878 και ολοκληρώθηκε με την προσχώρηση σ' αυτήν το 1883 της Ιταλίας.
Οι συνασπισμοί αυτοί στην πορεία του πολέμου άλλαξαν αισθητά. 
Η Ιταλία, για παράδειγμα, στην αρχή της αναμέτρησης δήλωσε ουδετερότητα γιατί έτσι νόμιζε πως εξυπηρετούσε τα ιμπεριαλιστικά της σχέδια. Στη συνέχεια, όμως, επιχείρησε να συμπαραταχτεί με κάποιον από τους δύο συνασπισμούς, που θα της έδινε τα ανταλλάγματα που ζητούσε, και τελικά το Μάη του 1915 πέρασε με το μέρος της Αντάντ. 
Το κενό στην Τριπλή Συμμαχία κάλυψε η Βουλγαρία, που επίσης στην αρχή του πολέμου δήλωσε αυστηρή ουδετερότητα, αλλά στη συνέχεια πέρασε στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων, της Αυστροουγγαρίας, δηλαδή, και της Γερμανίας. Το ίδιο έκανε και η Τουρκία, με αποτέλεσμα η Τριπλή Συμμαχία να γίνει τετραπλή (Γερμανο-αυστρο-βουλγαρο-τουρκική).
Η έναρξη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την βαλκανική χερσόνησο σε μια περίπλοκη στρατιωτικοπολιτική κατάσταση. 
Η βαλκανική ενότητα που είχε επιτευχθεί στον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε συντριβεί στις λόγχες του δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου. 
Θεσσαλονίκη 1915. Διακρίνονται στο βάθος τζαμιά και μιναρέδες
*Μειονοτικά προβλήματα, εθνικιστικοί ανταγωνισμοί και αλυτρωτισμοί, διαμόρφωναν το πεδίο σύγκρουσης και αποτελούσαν την «εθνική» σημαία των κυρίαρχων αστικών τάξεων που αναζητούσαν διεύρυνση των «εθνικών» τους αγορών με νέα εδάφη και εργατικό δυναμικό. Ηταν φανερό πως ακόμη και στο πλαίσιο ευρύτερων ιμπεριαλιστικών συνασπισμών οι βαλκανικές χώρες ήταν αδύνατο να συνυπάρξουν κάτω από κοινή ομπρέλα.
Η πρώτη και η μόνη βαλκανική χώρα που βρέθηκε στη δίνη του μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου από την στιγμή της έναρξής του ήταν η Σερβία που από τις 28 Ιούλη του 1914 είχε δεχτεί στρατιωτική επίθεση από την Αυστροουγγαρία. 
Η τελευταία νόμισε ότι βρήκε μια καλή ευκαιρία να προωθηθεί στα Βαλκάνια εκμεταλλευόμενη τη δολοφονία, από Σέρβους εθνικιστές στο Σαράγιεβο του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας Χότεκ, ένα μήνα πριν.
Η Βουλγαρία και η Τουρκία μέχρι της στιγμής που εισήλθαν στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, ακολουθούσαν μια προσεκτική πολιτική παζαριών και με τους δύο ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς για να σταθμίσουν τον πιθανό νικητή αλλά και να αποκομίσουν τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη.
Ο πρωταγωνιστής της επέμβασης της ΑΝΤΑΝΤ στην Ελλάδα Ελ. Βενιζέλος
Ανάμεσα στα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα βρέθηκε και η Ελλάδα, σε τέτοιο σημείο μάλιστα που η κυρίαρχη τάξη της χωρίστηκε στα δύο, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το λαό και τον τόπο.
 Ομως, από την έναρξη του πολέμου ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πρωθυπουργός, όντας ανταντόφιλος, επιχείρησε να προλάβει τις εξελίξεις και να δημιουργήσει τετελεσμένα, να προσανατολίσει δηλαδή τη χώρα στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ. 
Ετσι από την 1/14 Αυγούστου του 1914 έθεσε στην Αγγλία, στη Ρωσία και τη Γαλλία - μέσω των πρεσβευτών τους στην Αθήνα - το εξής ερώτημα4: «Εάν η Βουλγαρία μόνη ή ομού μετά της Τουρκίας επιτεθή κατά της Σερβίας ,η Ελλάς θα βοηθήση την τελευταίαν. Εν την περιπτώσει ταύτη θα ήσαν διατεθημέναι οι Δυνάμεις της Τριπλής Συνεννοήσεως να θεωρήσουν την Ελλάδα ως σύμμαχον και να της παράσχουν την επικουρίαν των υπό την ιδιότητα της συμμάχου;»*
Στο ερώτημα αυτό οι ιθύνοντες της ΑΝΤΑΝΤ αρχικά απέφυγαν να απαντήσουν αλλά υπήρξε νέο διάβημα Βενιζέλου ποιο προωθημένο από το πρώτο. Συγκεκριμένα, στις 5/18 Αυγούστου του 1914 ο Ελ. Βενιζέλος πρόσφερε συμμαχία άνευ όρων στην ΑΝΤΑΝΤ. 
Στην αναφορά - προς τη βρετανική κυβέρνηση - της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα η προσφορά συμμαχίας του Βενιζέλου προς την ΑΝΤΑΝΤ περιγράφεται ως εξής5
«Ο κ. Βενιζέλος, τη πλήρει συγκαταθέσει του βασιλέως και της κυβερνήσεως, έθεσεν επισήμως εις την διάθεσιν των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ πάσας τας στρατιωτικάς και ναυτικάς δυνάμεις της Ελλάδος, δι' οιανδήποτε στιγμήν ζητηθούν. Προσέθεσεν ότι η προσφορά αυτή εγένετο ειδικώς εις την αγγλικήν κυβέρνησιν, με τα συμφέροντα της οποίας είναι αδιαχωρίστως συνδεδεμένα τα συμφέροντα της Ελλάδος, και ότι, καίτοι αι δυνάμεις της Ελλάδος ήσαν μικραί, ηδύνατο να διαθέση διακοσίας χιλιάδας στρατού, ενώ το ναυτικόν της και οι λιμένες της ηδύναντο να είναι χρήσιμοι εις τους συμμάχους. Υπηνίσσετο ότι εν ανάγκη πενήντα χιλιάδες ελληνικού στρατού ηδύναντο να σταλούν εις Αίγυπτον προς διατήρησιν της τάξεως. Η προσφορά θα παραμείνη ανοικτή, και μέχρις ότου γίνη αποδεκτή εννοείται ότι θα παραμείνη εντελώς μυστική»*.
Η απόβαση των γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη
Εν τω μεταξύ η Αγγλία απάντησε στο πρώτο διάβημα Βενιζέλου συνιστώντας στην Ελλάδα να παραμείνει ουδέτερη στην περίπτωση που ουδέτερη παρέμενε και η Τουρκία. «Αν η Τουρκία - έλεγε η αγγλική απάντηση - παρεβίαζε την ουδετερότητα, η Αγγλία θα ήτο έτοιμη να δεχθή την Ελλάδα ως σύμμαχο». 
Στο ίδιο πνεύμα κινούνταν και η γαλλική απάντηση, όπου αναφερόταν: 
«Προς το παρόν φρονούμεν, ότι άπασαι αι προσπάθειαι της Ελλάδος οφείλουν να αποβλέπουν εις το να τηρήση η Τουρκία την υποσχεθείσαν ουδετερότητά της και να αποφευχθή παν το οποίον θα ηδύνατο να φέρη την τουρκικήν κυβέρνησιν να εξέλεθη αυτής». Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και η ρωσική απάντηση6.
Είναι φανερό πως στην αρχική φάση του πολέμου η ΑΝΤΑΝΤ ευνοούσε την ελληνική ουδετερότητα και το ίδιο έκαναν και οι κεντρικές δυνάμεις μπρος στο ενδεχόμενο να έχουν μια Ελλάδα στο εχθρικό προς αυτούς στρατόπεδο. 
Εχει πάντως σημασία να προσέξουμε ότι οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ, ενώ ευνοούσαν την ελληνική ουδετερότητα ως αντιστάθμισμα στην ουδετερότητα της Τουρκίας, απέφευγαν επιμελώς την οποιαδήποτε αναφορά στον παράγοντα Βουλγαρία, παρόλο που η αναφορά του Βενιζέλου στην εν λόγω χώρα ήταν σαφής. 
Η αποσιώπηση αυτή δεν είναι τυχαία, δεδομένου ότι η ΑΝΤΑΝΤ επιδίωκε να προσεταιριστεί τη Βουλγαρία και μάλιστα με εδαφικά ανταλλάγματα, τόσο εις βάρος της Ελλάδας όσο και εις βάρος της Σερβίας και της Ρουμανίας. 
*Αλλά το χειρότερο βρισκόταν αλλού. Βρισκόταν στο γεγονός ότι ο Βενιζέλος ήταν απολύτως έτοιμος να μπει στο παιχνίδι του μοιράσματος εδαφών και δεν άργησε να αποδεχτεί το παζάρι που του πρότεινε η Αγγλία.
 Ετσι με τα υπομνήματά του, που έστειλε στο βασιλιά Κωνσταντίνο, το Γενάρη του 1915, καθ' υπόδειξη του Φόρεϊν Οφις, πρότεινε να παραχωρηθεί στη Βουλγαρία η περιοχή Καβάλας - Δράμας - Σαρισαμπάν υπό τις εξής προϋποθέσεις: Η Βουλγαρία να κηρύξει αμέσως τον πόλεμο εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων μαζί με τους Ελληνες και τους Σέρβους. Ο πόλεμος να είναι νικηφόρος για να γίνουν οι παραχωρήσεις και η Ελλάδα σε αντάλλαγμα των παραχωρήσεων που θα έκανε, να έπαιρνε τη Δυτική Μικρά Ασία7.
Πάντως ούτε η Βουλγαρία πήγε με την ΑΝΤΑΝΤ, ούτε η Τουρκία έμεινε ουδέτερη. 
Από τις 4/17 Ιούλη του 1915 είχε υπογραφεί μυστική συμφωνία ανάμεσα στη Βουλγαρία, στη Γερμανία, στην Αυστρία και την Τουρκία και η τριπλή συμμαχία των κεντρικών δυνάμεων έγινε τετραπλή. 
Από το φθινόπωρο του 1915 η Βουλγαρία πέρασε ανοιχτά με τον μέρος των κεντρικών δυνάμεων, ενώ η Τουρκία είχε στραφεί κατά της ΑΝΤΑΝΤ ένα χρόνο νωρίτερα, όταν το φθινόπωρο του 1914 κατήργησε τις διομολογήσεις και βομβάρδισε τέσσερα ρωσικά λιμάνια στον Εύξεινο Πόντο8.
Ο Στρατηγός Σαράιγ με τον Αγγλο συνάδελφό του Μαόν στη Θεσσαλονίκη
Η προετοιμασία της εισβολής της ΑΝΤΑΝΤ στην Ελλάδα
Στις αρχές του 1915 η πολεμική κατάσταση χαρακτηριζόταν από μια ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στους δύο συνασπισμούς. 
Στο δυτικό μέτωπο διεξαγόταν πόλεμος χαρακωμάτων και στο ανατολικό επικρατούσε στασιμότητα, λόγω εξαντλήσεως των αντιπάλων. Η κατάσταση αυτή από τη μία μεριά έσπρωχνε όλο και περισσότερο προς την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας και από την άλλη απαιτούσε την είσοδο στον πόλεμο νέων χωρών, δηλαδή περισσότερων ανθρώπινων ζωών, ούτως ώστε να διαταραχθεί η ισορροπία δυνάμεων προς όφελος της μίας ή της άλλης πλευράς. 
Πού όμως έπρεπε να αναζητηθεί το στρατηγικό πλεονέκτημα; «Μεταξύ των ιθυνόντων των Συμμάχων - γράφει ο Σπ. Σκόνδρας9-, τόσον εν Λονδίνω (Λόιντ Τζορτζ και Ου. Τσόρτσιλ) όσον και εν Παρισίοις (Μπριάν) επεκράτει η άποψις ότι "η αποφασιστική επιτυχία" έπρεπε να αναζητηθή στη Βαλκανική».
Ο πόλεμος πέρασε τις πύλες των Βαλκανίων με την εκστρατεία της ΑΝΤΑΝΤ στα Δαρδανέλια, που κράτησε από τις 6/2 ως τις 18/3 του 1915. 
Η κατάργηση των διομολογήσεων (δηλαδή των αποικιοκρατικών δικαιωμάτων στο έδαφός της), το κλείσιμο των στενών για τα εμπορικά και πολεμικά πλοία και οι ναυτικές τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στα ρωσικά λιμάνια του Εύξεινου Πόντου ήταν οι κύριες αφορμές για να προκληθεί η επιχείρηση, που όμως δεν είχε επιτυχή κατάληξη, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις της Συμμαχίας να αλλάξουν τακτική και μετά τις 18/3/1915 να στραφούν σε αποβατικές επιχειρήσεις στη χερσόνησο της Καλλίπολης.
Ευθύς μόλις εκδηλώθηκε η εκστρατεία των Δαρδανελίων ο Βενιζέλος, με υπόμνημά του προς το βασιλιά, τάχθηκε υπέρ της συμμετοχής της Ελλάδας στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ, ενώ την αντίθετη ακριβώς γνώμη εξέφρασε με δικό του υπόμνημα ο τότε αρχηγός της Επιτελικής Υπηρεσίας του Στρατού, συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς10
Η διχογνωμία που δημιουργήθηκε, η οποία δεν περιοριζόταν ανάμεσα στον Βενιζέλο και τον Μεταξά αλλά απλωνόταν σε μεγάλο βάθος μέσα στον αστικό πολιτικό κόσμο και στην κυρίαρχη τάξη, οδήγησε σε πολιτική κρίση, στην παραίτηση της κυβέρνησης Βενιζέλου και στο σχηματισμό νέας υπό τον αρχηγό της αντιπολίτευσης Δημ. Γούναρη, που ορκίστηκε στις 10/3/1915.
Η κυβέρνηση Γούναρη δεν έμεινε για πολύ στα πράγματα. Στις 31 Μάη/13 Ιούνη του 1915 οι εκλογές έδωσαν 184 έδρες στο κόμμα των Φιλελευθέρων (επί συνόλου 310) και ο Βενιζέλος επέστρεψε θριαμβευτής, έχοντας την εντύπωση ότι τα χέρια του ήταν πλέον λυμένα για να προσδέσει τη χώρα στο άρμα της ΑΝΤΑΝΤ.

Οπως έχουμε ήδη αναφέρει, η Σερβία ήταν η μόνη χώρα της Βαλκανικής χερσονήσου που είχε εμπλακεί στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο από την έναρξή του. Η Σερβία συνδεόταν επίσης με την Ελλάδα, από τις 19 Μάη (1 Ιούνη) του 1913, με Συνθήκη Ειρήνης, Φιλίας και Στρατιωτικής Συνδρομής11 και είχε επιδιώξει να ενεργοποιήσει από την αρχή του πολέμου αυτό το συμφωνητικό, χωρίς αποτέλεσμα.
 Τα άρθρα 1 και 4 της εν λόγω συμφωνίας υποχρέωναν την Ελλάδα να βοηθήσει στρατιωτικά τη Σερβία στον πόλεμο που της είχε κηρύξει η Αυστροουγγαρία, αλλά το άρθρο 2 της συμβάσεως υποχρέωνε τη Σερβία από την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων να διαθέσει στην κοιλάδα του Αξιού 150.000 άνδρες, κάτι που η τελευταία ήταν αδύνατο να πράξει. 
Η συμφωνία μπορούσε να ενεργοποιηθεί μόνο σε περίπτωση πολέμου με τη Βουλγαρία ή και με την Τουρκία, αλλά ήταν αδύνατο να τεθεί σε εφαρμογή τώρα που εχθρός της Σερβίας ήταν η Αυστροουγγαρία. Εντούτοις ο  Βενιζέλος, απ' αφορμή τη βουλγαρική επιστράτευση στις 8/21 Σεπτέμβρη του 1915 επιχείρησε να ενεργοποιήσει τη συμφωνία και να βάλει την Ελλάδα στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ αντικαθιστώντας τους 150.000 σέρβους στην κοιλάδα του Αξιού με στρατεύματα της συμμαχίας. 
Οπως ο ίδιος ο Βενιζέλος αφηγήθηκε στη Βουλή, στη συνεδρίαση της 13ης Αυγούστου του 1917, κατά το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη 1915 (με το νέο ημερολόγιο) ζήτησε και πήρε εξουσιοδότηση από το βασιλιά Κωνσταντίνο, ώστε να βολιδοσκοπήσει τους Αγγλογάλλους αν μπορούσαν εκείνοι να στείλουν στην κοιλάδα του Αξιού τα στρατεύματα που η Σερβία ήταν υποχρεωμένη να παρέχει, ούτως ώστε η Ελλάδα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, όπως αυτές απέρρεαν από την ελληνοσερβική συνθήκη. 
Πράγματι οι επαφές έγιναν και οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας έσπευσαν να αποδεχτούν την ελληνική πρόταση, χωρίς βεβαίως να δεσμεύονται ρητώς για άμεση αποστολή τόσο μεγάλου αριθμού στρατευμάτων12
Από εκεί και ύστερα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Η επέμβαση της ΑΝΤΑΝΤ στην Ελλάδα ήταν πλέον ζήτημα χρόνου. 
«Εδώ - γράφει ο Κ. Ζαβιτζιάνος13 - αρχίζει μία άγρια καμπάνια κατά του Βενιζέλου, ο οποίος, ως έλεγον, έφερε ξένα στρατεύματα εις την χώραν, χωρίς να έχη, ως έλεγον, σύμφωνον την γνώμην του Στέμματος. Και η καμπάνια αυτή εγένετο επί έτη ολόκληρα, όχι μόνον δηλαδή καθ' όλην την διάρκειαν του μεγάλου εκείνου πολέμου, αλλά και μετά τούτον, οσάκις δηλαδή εγένετο λόγος».
Είναι αλήθεια ότι ο Βενιζέλος έχει επικριθεί - και όχι άδικα - δριμύτατα για τον τρόπο που χειρίστηκε την επέμβαση της ΑΝΤΑΝΤ στην Ελλάδα, παρόλο που δίπλα στις επικρίσεις αναπτύχθηκε ένα πέπλο προστασίας, με στόχο να αποκρύψει ή να δικαιολογήσει τις ευθύνες του. Ας επιστρέψουμε όμως από εκεί που αρχίσαμε, δηλαδή από την επέμβαση των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ στη Θεσσαλονίκη.
Η επέμβαση της ΑΝΤΑΝΤ
Οταν ο Βενιζέλος ενημερώθηκε για το τηλεγράφημα που αναφέραμε στην αρχή, του στρατηγού Μοσχόπουλου, σχετικά με την επικείμενη απόβαση δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ στη Θεσσαλονίκη, επιχείρησε, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, να επικοινωνήσει μαζί του. Στη σειρά των άρθρων του για το λεγόμενο εθνικό διχασμό και συγκεκριμένα στο 19ο κατά σειρά άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 4/11/1934 γράφει σχετικά14: «Μετέβην εις το τηλεγραφείον του υπουργείου των Στρατιωτικών, όπου εκάλεσα τον στρατηγόν Μοσχόπουλον και συνωμίλησα μετ' αυτού από μηχανής. Εδήλωσα προς αυτόν ότι εφ' όσον πρόκειται περί προκαταρκτικών μέτρων δι' επικείμενην απόβασιν δύναται να επιτρέψη αυτά, αλλά πρέπει να δηλωθή ότι έναρξις της αποβάσεως δε θα επιτραπή εφ' όσον δε λάβη σύμφωνον διαταγήν της κυβερνήσεως. Ο στρατηγός Μοσχόπουλος με ηρώτησε τι θα πράξη, εάν οι Γάλλοι παρά την προειδοποίησιν αυτήν επιμείνουν ν' αρχίσουν την απόβασιν. Του απήντησα ότι οφείλει να λάβει εγκαίρως όλα τα στρατιωτικά μέτρα, τα οποία θα του επιτρέψουν να αντισταθή εν ανάγκη εις την απόβασιν και θα καταστήσουν εξ άλλου εμφανή την περί τούτου απόφασίν του. Ο στρατηγός Μοσχόπουλος επέμεινε "τι θα πράξω, εάν παρά ταύτα οι Γάλλοι αρχίσουν αποβιβαζόμενοι;". 
Απήντησα: "Θα τους κτυπήσετε..." Ο στρατηγός Μοσχόπουλος, δ' επιστολής του προς το "Ελεύθερον Βήμα" κατά τη δημοσίευση της ιστορικής μελέτης του κ. Γ. Βεντήρη βεβαιώνει ότι δεν έλαβε παρ' εμού διαταγήν να αντισταθή. Είναι ευκολώτερον να ελησμόνησε ο κ. Μοσχόπουλος τη δοθείσαν από μηχανής διαταγήν παρά να έπαθα εγώ την ψευδαίσθησιν ότι την έδωσα».
Πράγματι, όταν ο Γ. Βεντήρης δημοσίευσε σε συνέχειες στο «Ελεύθερον Βήμα», στις αρχές της δεκαετίας του '30 την εργασία του - που αργότερα κυκλοφόρησε σε βιβλίο υπό τον τίτλο «Η Ελλάς του 1910 - 1920» - ανέφερε και τα περί διαταγής αντιστάσεως στην ΑΝΤΑΝΤ από τον Βενιζέλο προς το στρατηγό Μοσχόπουλο, για να εισπράξει την κατηγορηματική διάψευση του τελευταίου15
Προφανώς, ο Μοσχόπουλος έχει δίκιο στον ισχυρισμό του ότι ουδέποτε έλαβε τέτοια διαταγή αντιστάσεως.* 
Αλλωστε, είναι παιδαριώδες και το επιχείρημα του Βενιζέλου ότι «είναι ευκολώτερον να ελησμόνησε ο κ. Μοσχόπουλος την δοθείσαν από μηχανής διαταγήν παρά να έπαθα εγώ την ψευδαίσθησιν ότι την έδωσα». Αν είχε την παραμικρή βάση ένας τέτοιος ισχυρισμός τότε οφείλουμε να συμπεράνουμε ότι ο Μοσχόπουλος λησμόνησε τη διαταγή την ίδια στιγμή που την έλαβε, αφού ουδέποτε την εφάρμοσε. Μόνο που ένα τέτοιο γεγονός θα επέσυρε εναντίον του κάποιες, έστω και τυπικές, κυρώσεις οι οποίες ουδέποτε επιβλήθηκαν και για τις οποίες ο Βενιζέλος δεν κάνει την παραμικρή νύξη. Αλήθεια τόσο εύκολα παράκουαν τόσο σημαντικές διαταγές οι στρατιωτικοί εκείνης της περιόδου;
Εν πάση περιπτώσει, η ιστορική αλήθεια, την οποία ουδείς πλέον μπορεί να αμφισβητήσει, λέει ότι η κυβέρνηση Βενιζέλου έδωσε πλήρη συγκατάθεση για την απόβαση των συμμαχικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη και αρκέστηκε να προβεί μόνο σε τυπική διαμαρτυρία προς τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ για παραβίαση της ουδετερότητάς της16
Το σχετικό κείμενο της διαμαρτυρίας που επιδόθηκε στις 2 Οκτώβρη του 1915 αναφέρει: «Επειδή η Ελλάς είναι ουδετέρα έναντι του Ευρωπαϊκού πολέμου η βασιλική κυβέρνησις δεν δύναται να παράσχη την έγκρισιν αυτής εις τας προτιθέμενας υμετέρας ενεργείας καθ' όσον θίγουσιν την ουδετερότητα της Ελλάδος, τοσούτο μάλλον καθ' όσον προέρχονται εκ μέρους δύο εμπολέμων δυνάμεων. Κατόπιν τούτου η Βασιλική Κυβέρνησις έχει καθήκον να διαμαρτυρηθή εναντίον της διαμέσου του ελληνικού εδάφους διόδου ξένων στρατευμάτων». Για να θολώσει μάλιστα ακόμη περισσότερο τα νερά η κυβέρνηση Βενιζέλου ενημέρωσε και τις Κεντρικές Δυνάμεις για τη ...διαμαρτυρία της προς τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ17.

Κατά τ' άλλα, η απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων εξελίχθηκε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και από την 1η Οκτώβρη που άρχισε, η Θεσσαλονίκη άρχισε να μετατρέπεται σε κατεχόμενη πόλη. 
Την αλήθεια αυτής της εκτίμησης βεβαιώνει σε επιστολή του στο στρατηγό Δαγκλή ο συνταγματάρχης Πάτροκλος Κοντογιάννης, διοικητής της XV Μεραρχίας. 
Η επιστολή φέρει ημερομηνία 26 Σεπτέμβρη/ 9 Οκτώβρη 1915, δηλαδή λίγες μέρες μετά την απόβαση και σ' αυτή ο Συνταγματάρχης Κοντογιάννης γράφει μεταξύ άλλων18: «Στρατηγέ μου, σας γράφω σήμερον, ίνα σας είπω πόσον λυπούμαι διά την τόσον ανέλπιστον έκβασιν της κυβερνητικής κρίσεως, ης συνέπεια ήτο η πτώσις της κυβερνήσεως, ης μετείχετε. Το πράγμα είναι ακόμη λυπηρότερον, διότι η δημιουργηθείσα κατάστασις είναι λίαν ακροσφαλής και σχεδόν χαώδης. Οι Γάλλοι και οι Αγγλοι εγείρουν εδώ νέας αξιώσεις. Θέλουν να μην πληρώνουν φόρους, θέλουν μόνιμον εγκατάστασιν ύδατος εν τω στρατοπέδω των επίταξιν του τηλεγράφου Eastern, θέλουν να καταλάβουν μέρος του τελωνείου κτλ., κτλ.». 
Περαιτέρω σχόλια ασφαλώς περιττεύουν.
Αντί επιλόγου
Οπως ήταν αναμενόμενο, η απόβαση των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε πολιτική κρίση στη χώρα. Το λαϊκό αίσθημα ήταν αντίθετο σε μια τέτοια εξέλιξη κι ασφαλώς δεν μπορούσε παρά να δυσφορεί. Από την άλλη η άρχουσα τάξη, όπως έχουμε αναφέρει, ήταν διχασμένη ανάμεσα στα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα από την αρχή του πολέμου. 
Σε πολιτικό επίπεδο η μία πτέρυγά της με ηγέτη τον βασιλιά Κωνσταντίνο έκλινε προς το μέρος των κεντρικών δυνάμεων. Η άλλη με ηγέτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο τασσόταν ανεπιφύλακτα με το μέρος της ΑΝΤΑΝΤ. 
Η γερμανόφιλη πτέρυγα εμφανιζόταν με το σύνθημα της ουδετερότητας, όχι όμως από αντιπολεμική διάθεση αλλά από ψυχρό υπολογισμό. «Στο βάθος της καιροσκοπικής πολιτικής του αντιβενιζελισμού - γράφει ο Σεραφείμ Μάξιμος19- υπήρχε πάντοτε το αντιπολεμικό αίσθημα. 
Ο εργατικός κόσμος και γενικά οι μικροαστικές μάζες δε θέλανε τον πόλεμο, γιατί δεν είχαν κανένα συμφέρον. Αυτό το κατάλαβε καλύτερα απ' όλους η δυναστεία. 
Γι' αυτό και όταν είδε πως ήταν αδύνατο να ωθήση τη χώρα σε πόλεμο υπέρ της Γερμανίας, έντυσε στα άσπρα το γερμανικό της αετό, άλλαξε τη στραταρχική ράβδο του Κάιζερ με ''κλάδο ελαίας'' και παρουσιάσθηκε ουδετερόφιλη και ειρηνόφιλη, ευχαριστημένη, γιατί με τα αντιπολεμικά της συνθήματα αντιδρούσε και στην ΑΝΤΑΝΤ και στη φιλελεύθερη μπουρζουαζία, ενώ σφυρηλατούσε δεσμούς αίματος με τη μεγάλη λαϊκή μάζα».
Τη νύχτα της 4ης προς 5η Οκτώβρη του 1915 επήλθε οριστική ρήξη μεταξύ Βενιζέλου και Βασιλιά.
 Την επομένη, 6 Οκτώβρη, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, αλλά η κρίση στη χώρα και ειδικότερα στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης δε σταμάτησε αλλά βάθυνε ακόμη περισσότερο. Κι όσο βάθαινε η κρίση τόσο περισσότερο εξάπλωνε η ΑΝΤΑΝΤ την κυριαρχία της πάνω στην ελληνική επικράτεια. 
Μέσα στο 1916 η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη τελούσαν υπό γαλλικό στρατιωτικό νόμο, τα ελληνικά παράλια ελέγχονταν πλήρως από το στόλο της «συμμαχίας» και ο Πειραιάς καταλήφθηκε από «συμμαχικά» στρατεύματα. Προς τα τέλη του Νοέμβρη του ιδίου έτους επιχειρήθηκε η κατάληψη της Αθήνας με αιματηρά αποτελέσματα, αφού ελληνικά τμήματα ατάκτων αντιστάθηκαν, ενώ οβίδες από τα «συμμαχικά» πλοία έπλητταν το Ζάππειο και τα ανάκτορα20
Την ίδια χρονιά και συγκεκριμένα στις 16/29 Αυγούστου του 1916 ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη βενιζελικό κίνημα, το οποίο βεβαίως κατάφερε να επικρατήσει με τις γαλλικές λόγχες. Λίγο αργότερα, στη συμπρωτεύουσα έφτασε ο ίδιος ο Βενιζέλος και τον Οκτώβρη του ιδίου έτους σχημάτισε κυβέρνηση. 
Η χώρα χωρίστηκε στα δύο, ενώ έναν περίπου χρόνο αργότερα οι Αγγλογάλλοι εκπαραθύρωναν τον Βασιλιά Κωνσταντίνο κι έδιναν πανελλαδική εμβέλεια στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Λίγο αργότερα, θα ακολουθούσε νέος κύκλος τραγωδιών, με κυριότερη αυτή της Μικρασιατικής Καταστροφής. Για μια ακόμη φορά, δίπλα στην τραγωδία του τόπου, τα λόγια του λόρδου Μπάιρον αποκτούσαν διπλή τραγικότητα: «Μην καρτερείτε από τους Φράγκους λευτεριά γιατί αγοράζει ο βασιλιάς των και πωλεί, στις Ντόπιες φάλαγγες, στα ντόπια τα σπαθιά η ελπίδα της ανδρείας στέκει μοναχή».


1. Σπ. Α. Σκόντρα: «Ιστορία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου 1914 - 1918», εκδόσεις «ΚΕΚΡΟΨ», Αθήναι 1969, τόμος Β', σελ. 360.
2. Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμος Β', σελ. 38.
3. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 117.
4. Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου: «Αι Αναμνήσεις του εκ της Ιστορικής Διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου όπως την έζησε (1914 - 1922)», Αθήναι 1946 - 47, τόμος Α', σελ. 17.
5. Σπ. Β. Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, τόμος 3ος, σελ. 281.
6. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, στο ίδιο, σελ. 281 - 282.
7. Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 20ός Αιώνας, τόμος XIII, σελ. 419 - 420. Τα υπομνήματα του Βενιζέλου στο, Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμος Α', σελ. 371 - 379.
8. Βλάσης Μ. Βλαγκόπουλος: «Συνθήκες Σταθμοί της Ιστορίας - Οδοιπορικό 146 χρόνων 1821 - 1967», Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 138 - 142.
9. Σπ. Α. Σκόντρα, στο ίδιο, σελ. 353
10. Αλέξανδρου Μαζαράκη - Αινιάνος: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις «Ικαρος» 1948, σελ. 160 - 169, Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Β' σελ. 407 - 413, Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμος Α', σελ. 379 - 388 και αλλού.
11. Κωνσταντίνου Σβολόπουλου: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900 - 1945», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 91.
12. Επ. Μαλαίνου: «Ιστορία των ξενικών επεμβάσεων», Αθήνα 1960, τόμος Γ', σελ. 175 - 177.
13. Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου: «Αι Αναμνήσεις του εκ της Ιστορικής Διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου όπως την έζησε (1914 - 1922)», Αθήναι 1946 - 47, τόμος Α', σελ. 89.
14. «Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού κατά την αρθρογραφία του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιωάννου Μεταξά», Εκδόσεις ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, σελ. 161.
15. «Ελεύθερον Βήμα», 9 Μαρτίου 1931.
16. Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου, στο ίδιο, σελ. 91, Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμος β', σελ. 39 και Marc Ferro: «Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος 1914 - 1918», εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 153.
17. Επ. Μαλαίνου, στο ίδιο, σελ. 183.
18. «Αρχείο Στρατηγού Π. Γ. Δαγκλή», εκδόσεις Βιβλιοπωλείον Ε. Γ. Βαγιονάκη, τόμος Β' σελ. 145 - 146.
19. Σεραφείμ Μάξιμου: «Κοινοβούλιο ή δικτατορία;», εκδόσεις «Στοχαστής», σελ. 10.
20. Τάσος Βουρνάς: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας - 1909 - 1940», εκδόσεις ΤΟΛΙΔΗ, σελ. 176 - 190.


  
Αποσιωπημένες πτυχές της Ιστορίας
1915: Οταν η ελληνική αστική τάξη θα αντάλλασσε τμήμα της Μακεδονίας με την υπόσχεση της Μικράς Ασίας*
Τον Αύγουστο του 1914 ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Επιδιώκοντας την είσοδο της Ελλάδας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας στον πόλεμο με το μέρος της, η Τριπλή Συνεννόηση (Αντάντ) απέδωσε στις αντίστοιχες κυβερνήσεις διακοίνωση, «συμβουλεύοντάς» τις να διευθετήσουν ειρηνικά τις μεταξύ τους διαφορές, ενώ ειδικότερα στη Βουλγαρία υποσχέθηκε εδαφικά ανταλλάγματα επί των Μακεδονίας και Θράκης. 
Η άρχουσα τάξη της τελευταίας ωστόσο προσανατολιζόταν προς τις Κεντρικές Δυνάμεις, τον έτερο ιμπεριαλιστικό συνασπισμό, ενώ παράλληλα η Σερβία βρισκόταν σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση υπό το βάρος της επίθεσης των αυστροουγγρικών δυνάμεων.
Ενόψει της επικείμενης επίθεσης στα Δαρδανέλια, το ζήτημα της συμμετοχής της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στις πολεμικές επιχειρήσεις τέθηκε ακόμα πιο επιτακτικά. 
Α' Παγκόσμιος πόλεμος: Απόβαση των γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη
Ετσι, «οι Σύμμαχοι προσεκάλεσαν ημιεπισήμως την Ελλάδα όπως τους βοηθήσει εν Δαρδανελλίοις. Αντί της βοηθείας ταύτης της προσέφερον το βιλαέτιον της Σμύρνης».1
Ο Δ. Α. Κόκκινος αναφέρει σχετικά στο έργο του «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος»: 
«Αι προτάσεις των συμμάχων προς την Ελλάδα ως προς Βουλγαρίαν ήσαν σαφείς. Θα εντάσσοντο συγχρόνως παρά το πλευρόν των συμμάχων και η μεν Βουλγαρία θα ελάμβανε προσφερόμενα εκ μέρους της Ελλάδος το Σαρισαμπάν, την Δράμαν και την Καβάλαν, η δε Ελλάς δεκαπλάσιαν έκτασιν εις την Μικράν Ασίαν, όταν θα εγίνετο εκεί επιτυχής εκστρατεία. Δηλαδή η Ελλάς θα έδιδε τμήματα της χώρας και θα ελάμβανε ως αντιστάθμισμα εδάφη τα οποία δεν είχον εις τας χείρας των εκείνοι οι οποίοι τα υπέσχοντο».2 
Ακόμα και τμήμα του Τύπου της εποχής αντιμετώπισε την πρόταση με ειρωνεία: «Ελάτε να κερδοσκοπήσωμεν. Ελάτε να διακινδυνεύσωμεν την Μακεδονίαν διά τον νομόν Αϊδινίου. Ελάτε να εκστρατεύσωμεν εις τα τυφλά με την ιδέαν ότι χαράττομεν πολιτικήν μεγαλεπήβολον».3 
Ομως το δέλεαρ ήταν πολύ ελκυστικό για την ελληνική αστική τάξη ώστε να το αγνοήσει.
Ετσι, σε υπόμνημά του στις 11 Γενάρη 1915, ο Βενιζέλος πρότεινε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο «να παραχωρηθή προς τους Βούλγαρους το τμήμα Καβάλας, Δράμας, Σαρισαμπάν, υπό τας εξής ρητάς προϋποθέσεις: 
1) Η Βουλγαρία θα ελάμβανεν αμέσως μέρος εις τον πόλεμον μετά της Ελλάδος, Ρουμανίας, Σερβίας υπέρ της Συνεννοήσεως. 
2) Ο πόλεμος θα ήτο νικηφόρος. 
3) Η Ελλάς θα ελάμβανε την Δυτικήν Μικρασίαν, χώραν ίσης περίπου επιφανείας με ολόκληρον την τότε ελευθέραν Ελλάδα και κατοικούμενην από 800.000 Ελληνας αντί των 30.000 του τμήματος Καβάλας. 
4) Η Ελλάς θα ελάμβανε την περιφέρειαν της Γευγελής. 
5) Αι προς την Βουλγαρίαν παραχωρήσεις θα επραγματοποιούντο κατά την υπογραφήν της ειρήνης και όταν η Ελλάς ανέκτα τα ιδικά της μικρασιατικά εδάφη».4
Το σχετικό κείμενο δημοσιεύτηκε από φιλελεύθερες (φιλοβενιζελικές) εφημερίδες της Αθήνας στις 20 Μάρτη 1915. 
Βρετανικά κρατικά έγγραφα όμως δείχνουν πως οι σχεδιασμοί της Αντάντ για πραγματοποίηση «ικανοποιητικών εδαφικών παραχωρήσεων της Μακεδονίας» προς την Βουλγαρία, δεν περιελάμβαναν αρχικά παρά μια αόριστη νύξη που συνοψίζονταν στο ότι «δεσμευόμαστε να βρούμε αλλού αποζημίωση για την Ελλάδα». 
Οι παραχωρήσεις αυτές θεωρούνταν ως «μια θυσία που προσφέρεται στον κοινό σκοπό».5
«Δεν θα εδίσταζα», τόνιζε μεταξύ άλλων ο Βενιζέλος, «όσο οδυνηρά και αν είναι η εγχείρησις, να συμβουλεύσω την θυσίαν της Καβάλας, όπως διασωθεί ο εν Τουρκία ελληνισμός και ασφαλισθή η δημιουργία αληθούς μεγάλης Ελλάδος...». 
Η ουσία βέβαια βρισκόταν στο δεύτερο: στη «δημιουργία αληθούς μεγάλης Ελλάδος».6 
Η αναφορά στους δοκιμαζόμενους ελληνικούς πληθυσμούς δεν αποτελούσε παρά το πρόσχημα, ένα περισσότερο «ευγενές» περιτύλιγμα, ή στην καλύτερη περίπτωση ένα δευτερεύοντα παράγοντα, στη στοιχειοθέτηση της εν λόγω επιχείρησης.
Εχει ενδιαφέρον το γεγονός πως δύο χρόνια περίπου πριν, ο Βενιζέλος είχε αντικρούσει το ενδεχόμενο οποιασδήποτε παραχώρησης προς τη Βουλγαρία με το εξής σκεπτικό: 
«η Ελλάς ουδέν δύναται να παραχωρήση εκ του εδάφους της εις την Βουλγαρίαν... Η Ελλάς εάν επρόκειτο να παραχωρήση τι θα έπρεπε να παραχωρήση ελληνικότατους πληθυσμούς περιλαμβάνοντας και την πόλιν της Καβάλας, είτε να εκθέση την ασφάλειαν των συνόρων της προς την Θεσσαλονίκην...».7
Στο Β' Υπόμνημά του προς τον Βασιλιά στις 17 Γενάρη 1915 πρόσθετε πως «αι παραχωρήσεις εν Μ. Ασία, ων εισήγησίς μοι εγένετο δύνανται να λάβουν έκτασιν τοιαύτην, ώστε εις την εκ των νικηφόρων προελθούσαν διπλήν Ελλάδα να προστεθή άλλη μία εξ ίσου μεγάλη και όχι βέβαια ολιγότερον πλούσια Ελλάς».
 Το επιχείρημα του ασύγκριτου - σε σχέση με άλλες διεκδικούμενες περιοχές - πλούτου της Μικράς Ασίας επαναλαμβάνεται και πάλι στη συνέχεια του Υπομνήματος, προτού γίνει καν λόγος για τους ελληνικούς πληθυσμούς.8
«Ως προς τον τρόπον της παραχωρήσεως», έγραφε η εφημερίδα «Εμπρός» στις 21 Μάρτη 1915, «ο κ. Βενιζέλος εξέφρασε την σκέψιν ότι διά της παρεμβάσεως των Δυνάμεων θα εξησφάλιζε την υπό της Βουλγαρίας εξαγοράν της περιουσίας των κατοίκων, οι οποίοι θα μετηνάστευον εις την Ελλάδα και ότι θα αντηλλάσσοντο οι Ελληνικοί και Βουλγαρικοί πληθυσμοί εκατέρωθεν, ήτοι οι εν Μακεδονία Βουλγαρικοί και οι εις το παραχωρηθησόμενον τη Βουλγαρία τμήμα Ελληνικοί». Οπως διαπιστώνουμε, το απάνθρωπο μέτρο της ανταλλαγής των πληθυσμών είχε προκύψει για τους ελληνικούς και βουλγαρικούς πληθυσμούς του υπό διαπραγμάτευση τμήματος της Μακεδονίας πολύ πριν το 1923 (μετά την Μικρασιατική Καταστροφή). 
Αξίζει να σημειωθεί πως στην ίδια περιοχή είχαν καταφύγει ήδη δεκάδες χιλιάδες Ελληνες πρόσφυγες από τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης που είχε προσαρτήσει η Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913).
Οι προτάσεις Βενιζέλου δεν έγιναν αποδεκτές από το Επιτελείο Στρατού (Ι. Μεταξάς), που αιτιολόγησε τη στάση του υπογραμμίζοντας πως «η επέκτασις εις την Μικρασίαν ήτο και στρατιωτικώς ασύμφορος και πολιτικώς επικίνδυνος διά την Ελλάδα».9 
Οι Σύμμαχοι από την άλλη καθιστούσαν σαφές πως οι όποιες μελλοντικές παραχωρήσεις στη Μικρά Ασία συνδέονταν άμεσα με την εγκατάλειψη της Καβάλας και των περιχώρων της από τους Ελληνες.10
Τελικά, καμιά διπλωματική ενέργεια δεν έλαβε χώρα σχετικά, αφού σύντομα η Βουλγαρία τάχθηκε με το πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων.
Το μοναρχικό - αντιβενιζελικό μπλοκ έσπευσε να εκμεταλλευτεί πολιτικά τις εξελίξεις ασκώντας δριμεία κριτική στις επιδιώξεις του Βενιζέλου. 
Στις εκλογές της 31ης Μάη 1915 το κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δ. Γούναρη κέρδισε 66 έδρες στη Μακεδονία, έναντι μόλις 5 του κόμματος των Φιλελευθέρων (συν μία ενός ανεξάρτητου βενιζελικού). Οι σοσιαλιστές της Φεντερασιόν εξέλεξαν επίσης 2 βουλευτές στη Θεσσαλονίκη. 
Χάρη στη συντριπτική πλειοψηφία των εδρών που κέρδισε στη λεγόμενη «Παλαιά Ελλάδα» ο Βενιζέλος επανεκλέχθηκε πρωθυπουργός.
Αναφορικά με τις πραγματικές προθέσεις του Παλατιού γύρω από το ζήτημα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνομιλίες μεταξύ του Κωνσταντίνου και του πρέσβη της Βουλγαρίας Πασάρωφ, στον οποίο και δήλωσε εμπιστευτικά στις 18 Αυγούστου 1915:
 «Ο Βενιζέλος... φοβείται ότι, καταλαμβάνοντες την Μακεδονίαν, θα γίνετε κατά 1,5 εκατομμύριον ισχυρότεροι και επικίνδυνοι δι' ημάς. Εγώ δε συμμερίζομαι την πολιτικήν αυτήν διότι δεν μπορώ να εμποδίσω την πρόοδον του (βουλγαρικού έθνους)... Και αφού οι δύο λαοί είμεθα με την Γερμανίαν, το δυσκολώτερον των ζητημάτων μας, το της Καβάλας, θα το λύσωμεν ικανοποιητικώς διά τας δύο χώρας, διότι το ζήτημα τούτο είναι διά σας μάλλον πολιτικόν και οικονομικόν, παρά εθνικόν».11
Ολα τα παραπάνω σπάνια αναδεικνύονται και ακόμα πιο σπάνια αποτελούν αντικείμενο συζήτησης. 
Οι αναθεωρητές και πλαστογράφοι της Ιστορίας παραγνωρίζουν συνειδητά διαχρονικά στοιχεία της πολιτικής της αστικής τάξης. 
Πόλεμοι, σφαγές, βίαιες και αναγκαστικές εκτοπίσεις ολόκληρων πληθυσμών από τις εστίες τους (όπως η Ανταλλαγή των Πληθυσμών)... 
Ετσι λύνουν οι άρχουσες τάξεις το «Εθνικό Ζήτημα» την εποχή του ιμπεριαλισμού, όπου οι εθνικές μειονότητες δεν αποτελούν παρά ένα ακόμα διαπραγματευτικό χαρτί στο μοίρασμα και ξαναμοίρασμα του κόσμου.
--------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. «Αι δύο ανταποκρίσεις του Εσπερινού Ταχυδρόμου», όπως αναδημοσιεύονται στο «Εμπρός» 3/3/1915.
2. Κόκκινος Δ. Α. (1971) «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος», τόμος 3 (Αθήνα, «Μέλισσα») σελ. 1.134.
3. «Αι δύο ανταποκρίσεις του Εσπερινού Ταχυδρόμου», όπως πριν.
4. Βεντήρης Γ. (1931) «Η Ελλάς του 1910-1920» (Αθήνα, «Ικαρος») σελ. 270.
5. Εγγραφα του Foreign Office, 23 και 26 Γενάρη 1915, Φάκελος 173/11, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
6. Α' Υπόμνημα του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο, 11 Γενάρη 1915.
7. Απάντηση Βενιζέλου σε τηλεγράφημα του Ιωνέσκου (τέλη 1912), Φάκελος 173/265, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
8. Οπως παρατίθεται στην εφημερίδα «Εμπρός» 22/3/1915.
9. Βεντήρης Γ., όπως πριν, σελ. 269-273.
10. Τηλεγράφημα Δ. Σισιλιανού προς το υπουργείο των Εξωτερικών, 8/8/1915, Φάκελος 173/10, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
11. Οπως παρατίθεται στο Βουρνάς Τ. (2001) «Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας», τόμος Β' (Αθήνα, «Πατάκης») σελ. 167.


Του
*Ο Αναστάσης Γκίκας είναι δρ Πολιτικών Επιστημών, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου