Ξεσπά ο πόλεμος των Έξι Ημερών, 5/6/1967, ανάμεσα στο Ισραήλ και τις γειτονικές αραβικές χώρες Αίγυπτο, Συρία και Ιορδανία,
ο οποίος ξεκίνησε με προληπτικού χαρακτήρα επιθέσεις από ξηράς και αέρα
του πρώτου.
Ο πόλεμος έληξε με νίκη του Ισραήλ, το οποίο κατέλαβε τη Λωρίδα της Γάζας και τη Χερσόνησο του Σινά από την Αίγυπτο, τη Δυτική Όχθη από την Ιορδανία και τα υψίπεδα του Γκολάν από τη Συρία.
Με το πρώτο φως της ημέρας, ισραηλινά αεροσκάφη βομβαρδίζουν τα αιγυπτιακά μαχητικά μέσα στις βάσεις τους. Ισραηλινά τεθωρακισμένα οδεύουν προς τη Συρία και την Αίγυπτο. Δε χρειάστηκε περισσότερο από μισή ώρα, μέχρις ότου ο ισραηλινός στρατός εξουδετερώσει τους δύο βασικούς του αντιπάλους.
Στις 5 Ιούνη του 1967, άρχιζε ο γνωστός ως «πόλεμος των 6 ημερών».
Μέχρι τις 10 Ιούνη, μετά και από το βομβαρδισμό από ιορδανικά αεροσκάφη της Ιερουσαλήμ και των περιχώρων του Τελ Αβίβ, ο ισραηλινός στρατός είχε καταλάβει την ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Δυτική Οχθη, από την Ιορδανία, τη Λωρίδα της Γάζας και τη χερσόνησο του Σινά, από την Αίγυπτο, τα υψώματα του Γκολάν, από τη Συρία.
Η απόπειρα των τριών αραβικών χωρών να εξαπολύσουν μαζική επίθεση κατά του Ισραήλ είχε αποτύχει παταγωδώς. Στις 10 Ιούνη 1967, ο πόλεμος «των έξι ημερών» τυπικώς λάμβανε τέλος με την ισραηλινή πλευρά να βυθίζεται σε πελάγη ευφορίας για τη στρατιωτική της παντοδυναμία. Η ανάκτηση μέρους των υψωμάτων του Γκολάν από τη Συρία, το 1973, στον «πόλεμο του Γιομ Κιπούρ», δε μείωσε ιδιαιτέρως αυτή την αίσθηση στρατιωτικής υπεροχής.
Σήμερα, 40 χρόνια μετά, οι εικόνες, σε ένα πρώτο επίπεδο, δε διαφέρουν και τόσο. Και επί της ουσίας, δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα στις σχέσεις του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο.
Μπορεί η Αίγυπτος να ανέκτησε τη χερσόνησο του Σινά με τη συμφωνία ειρήνης που υπέγραψε με το Ισραήλ, κάτι που έπραξε και η Ιορδανία, οι σχέσεις τους, όμως, με τις ισραηλινές κυβερνήσεις είναι μάλλον ψυχρές. Γεγονός, όμως, είναι ότι, σήμερα, αυτός που φαίνεται ως ο μεγάλος «χαμένος» του πολέμου «των έξι ημερών», είναι ο παλαιστινιακός λαός.
Οι Παλαιστίνιοι βρέθηκαν να ζουν στη γη τους υπό την ασφυκτική πιεστική καθημερινότητα μιας σκληρής κατοχής με ποικίλα πρόσωπα: είτε της στρατιωτικής καταστολής, είτε του τάχιστου εποικισμού, είτε των ηλεκτρικών φρακτών και των διαχωριστικών τειχών, είτε του οικονομικού και εμπορικού αποκλεισμού. Και όσο περνούν οι μήνες και τα χρόνια, η κατάσταση γίνεται ολοένα και χειρότερη, εξαιτίας των ανατροπών στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης και στις γενικότερες συνθήκες και σχεδιασμούς που βρίσκονται σε εξέλιξη στην ευρύτερη περιοχή.
Σήμερα, Ιούνης του 2007, ισραηλινά αεροσκάφη πλήττουν καθημερινά στόχους στη Λωρίδα της Γάζας, από τις 16 Μάη. Η περιοχή βρίσκεται σχεδόν σε διαρκή αποκλεισμό από τα τέλη του περασμένου Ιούνη, όταν συνελήφθη, εντός παλαιστινιακού εδάφους, ο Ισραηλινός στρατιώτης Γκιλάντ Σαλίτ, από 3 παλαιστινιακές οργανώσεις. Οι συνθήκες διαβίωσης στη Λωρίδα της Γάζας χαρακτηρίζονται ως «απόλυτα απάνθρωπες και δραματικές» από όλες τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, καθώς ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του παλαιστινιακού πληθυσμού εξαρτά πλήρως την επιβίωσή του από τη διεθνή βοήθεια, που συχνά δεν μπορεί καν να προσεγγίσει την περιοχή.
Σε οικονομικό αποκλεισμό βρίσκεται το σύνολο των παλαιστινιακών εδαφών από τον Γενάρη του 2006, οπότε, υπό απόλυτα δημοκρατικές συνθήκες, εκλέχτηκε ως κυβέρνηση η ισλαμιστική «Χαμάς». Στη Δυτική Οχθη ολοκληρώνεται με γοργούς ρυθμούς το τερατώδες διαχωριστικό τείχος, εντός παλαιστινιακού εδάφους, ενώ ο ισραηλινός στρατός συνεχίζει τις επιδρομές του είτε σκοτώνοντας «καταζητούμενους», είτε συλλαμβάνοντας ακόμη και εκλεγμένους Παλαιστινίους αξιωματούχους. Κανένας Παλαιστίνιος δεν μπορεί να μετακινηθεί ελεύθερα, συχνά, ούτε μέσα στην ίδια την πόλη του ενώ παράλληλα οι εποικισμοί διογκώνονται και πολλαπλασιάζονται.
Oι ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές έχουν σκοτώσει και τραυματίσει δεκάδες, Παλαιστίνιους, έχουν ισοπεδώσει σπίτια και έχουν επιδεινώσει στο μη περαιτέρω την, ούτως ή άλλως, ανύπαρκτη υποδομή που είχε καταστραφεί και στους βομβαρδισμούς του καλοκαιριού. Εντούτοις, κανείς, στο επίπεδο της λεγόμενης «διεθνούς κοινότητας», δε φαίνεται να αντιδρά ή να βρίσκει τουλάχιστον εξοργιστική τη στάση της ισραηλινής κυβέρνησης.
Μιας κυβέρνησης που, όπως και οι προηγούμενες, επιμένει στην εκτόξευση απειλών κατά ηγετών των παλαιστινιακών οργανώσεων. Που αποκλείει κάθε ενδεχόμενο διαλόγου, που περιγελά με τον πλέον προκλητικό τρόπο αποφάσεις του ΟΗΕ, το διεθνές δίκαιο και, με δύο λόγια, κάθε έννοια κοινής λογικής, επικαλούμενη το δικαίωμα «αυτοάμυνας» απέναντι σε αυτοσχέδιες ρουκέτες τη στιγμή που ο στρατός της είναι δύναμη κατοχής όπως και οι έποικοί της.
Εκτός ορισμένων γενικόλογων ευχολογίων, ουδείς από όλους εκείνους που, σε άλλες περιοχές του πλανήτη, κόπτονται για «τα ανθρώπινα δικαιώματα» προκειμένου με τις οικονομικές και στρατιωτικές τους εισβολές να τα ποδοπατήσουν περισσότερο, έχει αντιδράσει στο ότι ο αποκλεισμός των παλαιστινιακών εδαφών εδώ και ένα χρόνο, οδηγεί σε λιμοκτονία τον παλαιστινιακό λαό και κατ' επέκταση λειτουργεί ως μοχλός πίεσης για την υποδούλωσή του.
Αντίθετα, άπαντες υιοθετούν την ισραηλινή επιχειρηματολογία, ισοσκελίζουν θύτη και θύμα, κάνουν τα «στραβά μάτια» στις εμφανείς, εδώ και δεκαετίες, προσπάθειες της ισραηλινής πλευράς να διχάσει τον παλαιστινιακό λαό, να προκαλέσει εμφύλια ένταση έτσι ώστε να τον μετατρέψει σε ακόμη ευκολότερο θύμα.
Δεν μπορεί κανείς να μην λάβει υπόψη του τις ισραηλινές υπαναχωρήσεις, ολιγωρίες και παραβιάσεις των συμπεφωνημένων με την ΟΑΠ και τον Γιάσερ Αραφάτ ως παράγοντα ενίσχυσης της παλαιστινιακής λαϊκής οργής. Δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί ότι η μεθοδική προσπάθεια αποδιοργάνωσης, εξευτελισμού και υπόσκαψης της αξιοπιστίας της Παλαιστινιακής Αρχής στόχευε και στην καλλιέργεια και ισχυροποίηση πιο ακραίων φανατικών φωνών.
Δεν μπορεί κανείς να μην υποψιαστεί ότι η «προτίμηση» των ισραηλινών ηγεσιών προς ορισμένες οργανώσεις και πρόσωπα της παλαιστινιακής πολιτικής σκηνής, ήταν γνωστό και προσχεδιασμένο, ότι αυτομάτως θα αύξανε τη δημοτικότητα των αντιπάλων τους. Κάτι που έγινε και στις εκλογές, όταν το Τελ Αβίβ ανοιχτά υποστήριξε, χωρίς να του ζητηθεί φυσικά, τον Πρόεδρο Αμπάς και τη «Φατάχ». Κάτι που γίνεται και τώρα, όταν επιδεικτικά η ισραηλινή αεροπορία πλήττει στόχους μόνο της «Χαμάς» και η ισραηλινή ηγεσία δηλώνει ευθαρσώς ότι «αν χρειαστεί θα στηρίξει τον Πρόεδρο και τις δυνάμεις του απέναντι στους τρομοκράτες»!
Υπό αυτή την έννοια, προφανώς πλησιάζουν αρκετά στην αλήθεια, εκτιμήσεις αναλυτών που υποστηρίζουν ότι ο «πόλεμος των έξι ημερών» ουδέποτε τελείωσε. Σήμερα, 40 χρόνια μετά, μπορεί να έχει αρχίσει να γίνεται περισσότερο προσιτή η άποψη της ίδρυσης δύο κρατών και να ακούγεται, έστω και υποκριτικά, η αναγνώριση του δικαιώματος του παλαιστινιακού λαού σε μια ανεξάρτητη κυρίαρχη πατρίδα, όμως, όλα αυτά είναι αποτέλεσμα του ίδιου του αγώνα του και του αίματος των παιδιών του. Σήμερα, 40 χρόνια μετά, ο παλαιστινιακός λαός καλείται, πιθανώς επιτακτικότερα από ποτέ, να συνεχίσει ενωμένος αυτόν τον αγώνα ως μονόδρομο της ύπαρξής του.
Ο πόλεμος έληξε με νίκη του Ισραήλ, το οποίο κατέλαβε τη Λωρίδα της Γάζας και τη Χερσόνησο του Σινά από την Αίγυπτο, τη Δυτική Όχθη από την Ιορδανία και τα υψίπεδα του Γκολάν από τη Συρία.
Ο «πόλεμος των έξι ημερών» συνεχίζεται 40 χρόνια μετά
Ο παλαιστινιακός λαός ακόμα διεκδικεί το δικαίωμά του για
ελεύθερη πατρίδα
Με το πρώτο φως της ημέρας, ισραηλινά αεροσκάφη βομβαρδίζουν τα αιγυπτιακά μαχητικά μέσα στις βάσεις τους. Ισραηλινά τεθωρακισμένα οδεύουν προς τη Συρία και την Αίγυπτο. Δε χρειάστηκε περισσότερο από μισή ώρα, μέχρις ότου ο ισραηλινός στρατός εξουδετερώσει τους δύο βασικούς του αντιπάλους.
Στις 5 Ιούνη του 1967, άρχιζε ο γνωστός ως «πόλεμος των 6 ημερών».
Μέχρι τις 10 Ιούνη, μετά και από το βομβαρδισμό από ιορδανικά αεροσκάφη της Ιερουσαλήμ και των περιχώρων του Τελ Αβίβ, ο ισραηλινός στρατός είχε καταλάβει την ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Δυτική Οχθη, από την Ιορδανία, τη Λωρίδα της Γάζας και τη χερσόνησο του Σινά, από την Αίγυπτο, τα υψώματα του Γκολάν, από τη Συρία.
Η απόπειρα των τριών αραβικών χωρών να εξαπολύσουν μαζική επίθεση κατά του Ισραήλ είχε αποτύχει παταγωδώς. Στις 10 Ιούνη 1967, ο πόλεμος «των έξι ημερών» τυπικώς λάμβανε τέλος με την ισραηλινή πλευρά να βυθίζεται σε πελάγη ευφορίας για τη στρατιωτική της παντοδυναμία. Η ανάκτηση μέρους των υψωμάτων του Γκολάν από τη Συρία, το 1973, στον «πόλεμο του Γιομ Κιπούρ», δε μείωσε ιδιαιτέρως αυτή την αίσθηση στρατιωτικής υπεροχής.
Σήμερα, 40 χρόνια μετά, οι εικόνες, σε ένα πρώτο επίπεδο, δε διαφέρουν και τόσο. Και επί της ουσίας, δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα στις σχέσεις του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο.
Μπορεί η Αίγυπτος να ανέκτησε τη χερσόνησο του Σινά με τη συμφωνία ειρήνης που υπέγραψε με το Ισραήλ, κάτι που έπραξε και η Ιορδανία, οι σχέσεις τους, όμως, με τις ισραηλινές κυβερνήσεις είναι μάλλον ψυχρές. Γεγονός, όμως, είναι ότι, σήμερα, αυτός που φαίνεται ως ο μεγάλος «χαμένος» του πολέμου «των έξι ημερών», είναι ο παλαιστινιακός λαός.
Κάθε χρόνο και χειρότερα
Οι Παλαιστίνιοι βρέθηκαν να ζουν στη γη τους υπό την ασφυκτική πιεστική καθημερινότητα μιας σκληρής κατοχής με ποικίλα πρόσωπα: είτε της στρατιωτικής καταστολής, είτε του τάχιστου εποικισμού, είτε των ηλεκτρικών φρακτών και των διαχωριστικών τειχών, είτε του οικονομικού και εμπορικού αποκλεισμού. Και όσο περνούν οι μήνες και τα χρόνια, η κατάσταση γίνεται ολοένα και χειρότερη, εξαιτίας των ανατροπών στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης και στις γενικότερες συνθήκες και σχεδιασμούς που βρίσκονται σε εξέλιξη στην ευρύτερη περιοχή.
Σήμερα, Ιούνης του 2007, ισραηλινά αεροσκάφη πλήττουν καθημερινά στόχους στη Λωρίδα της Γάζας, από τις 16 Μάη. Η περιοχή βρίσκεται σχεδόν σε διαρκή αποκλεισμό από τα τέλη του περασμένου Ιούνη, όταν συνελήφθη, εντός παλαιστινιακού εδάφους, ο Ισραηλινός στρατιώτης Γκιλάντ Σαλίτ, από 3 παλαιστινιακές οργανώσεις. Οι συνθήκες διαβίωσης στη Λωρίδα της Γάζας χαρακτηρίζονται ως «απόλυτα απάνθρωπες και δραματικές» από όλες τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, καθώς ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του παλαιστινιακού πληθυσμού εξαρτά πλήρως την επιβίωσή του από τη διεθνή βοήθεια, που συχνά δεν μπορεί καν να προσεγγίσει την περιοχή.
Σε οικονομικό αποκλεισμό βρίσκεται το σύνολο των παλαιστινιακών εδαφών από τον Γενάρη του 2006, οπότε, υπό απόλυτα δημοκρατικές συνθήκες, εκλέχτηκε ως κυβέρνηση η ισλαμιστική «Χαμάς». Στη Δυτική Οχθη ολοκληρώνεται με γοργούς ρυθμούς το τερατώδες διαχωριστικό τείχος, εντός παλαιστινιακού εδάφους, ενώ ο ισραηλινός στρατός συνεχίζει τις επιδρομές του είτε σκοτώνοντας «καταζητούμενους», είτε συλλαμβάνοντας ακόμη και εκλεγμένους Παλαιστινίους αξιωματούχους. Κανένας Παλαιστίνιος δεν μπορεί να μετακινηθεί ελεύθερα, συχνά, ούτε μέσα στην ίδια την πόλη του ενώ παράλληλα οι εποικισμοί διογκώνονται και πολλαπλασιάζονται.
«Διεθνής» συνένοχη σιωπή
Oι ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές έχουν σκοτώσει και τραυματίσει δεκάδες, Παλαιστίνιους, έχουν ισοπεδώσει σπίτια και έχουν επιδεινώσει στο μη περαιτέρω την, ούτως ή άλλως, ανύπαρκτη υποδομή που είχε καταστραφεί και στους βομβαρδισμούς του καλοκαιριού. Εντούτοις, κανείς, στο επίπεδο της λεγόμενης «διεθνούς κοινότητας», δε φαίνεται να αντιδρά ή να βρίσκει τουλάχιστον εξοργιστική τη στάση της ισραηλινής κυβέρνησης.
Μιας κυβέρνησης που, όπως και οι προηγούμενες, επιμένει στην εκτόξευση απειλών κατά ηγετών των παλαιστινιακών οργανώσεων. Που αποκλείει κάθε ενδεχόμενο διαλόγου, που περιγελά με τον πλέον προκλητικό τρόπο αποφάσεις του ΟΗΕ, το διεθνές δίκαιο και, με δύο λόγια, κάθε έννοια κοινής λογικής, επικαλούμενη το δικαίωμα «αυτοάμυνας» απέναντι σε αυτοσχέδιες ρουκέτες τη στιγμή που ο στρατός της είναι δύναμη κατοχής όπως και οι έποικοί της.
Εκτός ορισμένων γενικόλογων ευχολογίων, ουδείς από όλους εκείνους που, σε άλλες περιοχές του πλανήτη, κόπτονται για «τα ανθρώπινα δικαιώματα» προκειμένου με τις οικονομικές και στρατιωτικές τους εισβολές να τα ποδοπατήσουν περισσότερο, έχει αντιδράσει στο ότι ο αποκλεισμός των παλαιστινιακών εδαφών εδώ και ένα χρόνο, οδηγεί σε λιμοκτονία τον παλαιστινιακό λαό και κατ' επέκταση λειτουργεί ως μοχλός πίεσης για την υποδούλωσή του.
Αντίθετα, άπαντες υιοθετούν την ισραηλινή επιχειρηματολογία, ισοσκελίζουν θύτη και θύμα, κάνουν τα «στραβά μάτια» στις εμφανείς, εδώ και δεκαετίες, προσπάθειες της ισραηλινής πλευράς να διχάσει τον παλαιστινιακό λαό, να προκαλέσει εμφύλια ένταση έτσι ώστε να τον μετατρέψει σε ακόμη ευκολότερο θύμα.
Δεν μπορεί κανείς να μην λάβει υπόψη του τις ισραηλινές υπαναχωρήσεις, ολιγωρίες και παραβιάσεις των συμπεφωνημένων με την ΟΑΠ και τον Γιάσερ Αραφάτ ως παράγοντα ενίσχυσης της παλαιστινιακής λαϊκής οργής. Δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί ότι η μεθοδική προσπάθεια αποδιοργάνωσης, εξευτελισμού και υπόσκαψης της αξιοπιστίας της Παλαιστινιακής Αρχής στόχευε και στην καλλιέργεια και ισχυροποίηση πιο ακραίων φανατικών φωνών.
Δεν μπορεί κανείς να μην υποψιαστεί ότι η «προτίμηση» των ισραηλινών ηγεσιών προς ορισμένες οργανώσεις και πρόσωπα της παλαιστινιακής πολιτικής σκηνής, ήταν γνωστό και προσχεδιασμένο, ότι αυτομάτως θα αύξανε τη δημοτικότητα των αντιπάλων τους. Κάτι που έγινε και στις εκλογές, όταν το Τελ Αβίβ ανοιχτά υποστήριξε, χωρίς να του ζητηθεί φυσικά, τον Πρόεδρο Αμπάς και τη «Φατάχ». Κάτι που γίνεται και τώρα, όταν επιδεικτικά η ισραηλινή αεροπορία πλήττει στόχους μόνο της «Χαμάς» και η ισραηλινή ηγεσία δηλώνει ευθαρσώς ότι «αν χρειαστεί θα στηρίξει τον Πρόεδρο και τις δυνάμεις του απέναντι στους τρομοκράτες»!
Υπό αυτή την έννοια, προφανώς πλησιάζουν αρκετά στην αλήθεια, εκτιμήσεις αναλυτών που υποστηρίζουν ότι ο «πόλεμος των έξι ημερών» ουδέποτε τελείωσε. Σήμερα, 40 χρόνια μετά, μπορεί να έχει αρχίσει να γίνεται περισσότερο προσιτή η άποψη της ίδρυσης δύο κρατών και να ακούγεται, έστω και υποκριτικά, η αναγνώριση του δικαιώματος του παλαιστινιακού λαού σε μια ανεξάρτητη κυρίαρχη πατρίδα, όμως, όλα αυτά είναι αποτέλεσμα του ίδιου του αγώνα του και του αίματος των παιδιών του. Σήμερα, 40 χρόνια μετά, ο παλαιστινιακός λαός καλείται, πιθανώς επιτακτικότερα από ποτέ, να συνεχίσει ενωμένος αυτόν τον αγώνα ως μονόδρομο της ύπαρξής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου