Κυκλοφορεί,
25/9/1974, το πρώτο νόμιμο φύλλο του
Ριζοσπάστη.
Σημαία της εργατικής τάξης - Απελευθερωτικό λάβαρο του λαού
|
«Αλίμονό σου
την πρώτη μέρα σαν περάσεις το σιδερένιο κιγκλίδωμα και μπεις στην αχτίνα. Σε
τριγυρνάνε όλοι οι σύντροφοι, σου προσφέρουν σκαμνί και εσύ αρχίζεις να κάνεις
το "Ριζοσπάστη". Ξέρετε πώς κάνουν το "Ρίζο"; Να, αρχίζεις
και λες από τη μέρα που θα σου ορίσουν - απ' τη μέρα που ήρθεν άλλος πριν από
σένα - όλα τα τρέχοντα ζητήματα, τη θέση του "Ρίζου", το ενιαίο
μέτωπο κτλ. Κι όσο μιλάει ο καινούργιος, εκατό άνθρωποι
κοντανασαίνουν, ησυχία
βασιλεύει και βελόνι σαν πέσει θα τ' ακούσεις. Είμαστε κομμάτι της εργατικής
τάξης - δεσμώτες όμως - οι αγώνες της είναι κι αγώνες μας, οι νίκες της νίκες
μας. Δεν μας επιτρέπουν το "Ρίζο" στη φυλακή»1.
Το απόσπασμα
αυτό περιγράφει τον τρόπο που γινόταν η ενημέρωση των φυλακισμένων στις φυλακές
της Αίγινας τη δεκαετία του '30. Στην πραγματικότητα όμως φανερώνει πολύ
περισσότερα πράγματα και, κυρίως, τη σύνδεση του «Ριζοσπάστη» με τον εργαζόμενο
λαό και τους ταξικούς του αγώνες, την αξία του για την ταξική διαπαιδαγώγηση
της εργατικής τάξης και των αγωνιστών της.
Χωρίς
αμφιβολία, μέσα στην ιστορία έχουν καταγραφεί πολλές λαϊκές εφημερίδες,
εργατικές, ακόμη και επαναστατικές. Ομως, καμία δεν κατάφερε να κρατηθεί
ζωντανή για τόσα πολλά χρόνια, να προηγείται αλλά και ταυτόχρονα να ταυτίζεται
και να συγχωνεύεται με το λαϊκό στοιχείο. Υπάρχει άραγε κάποιο μυστικό; Το
μυστικό - που δεν είναι μυστικό αλλά ό,τι πιο φανερό υπάρχει στην ιστορία της
εφημερίδας - είναι ότι ο «Ριζοσπάστης» εξέφραζε και συνεχίζει να εκφράζει τις
ανάγκες, τα προβλήματα και την προοπτική των εργαζομένων. Δεν είναι εφημερίδα
προσώπων ή ενός ομίλου, αλλά ως εφημερίδα του κόμματος της εργατικής τάξης
είναι ταυτόχρονα και η εφημερίδα ενός ολόκληρου κινήματος που σφραγίζει την
εποχή που ζούμε.
Αυτές τις
μέρες ο «Ριζοσπάστης» συμπληρώνει τα δέκα χιλιάδες φύλλα της μεταπολιτευτικής
του νόμιμης έκδοσης. Ομως, δεν είναι αυτή η μόνη επέτειός του. Φέτος
συμπληρώνονται 100 χρόνια από το Φλεβάρη του 1908 οπότε ο Γ. Φιλάρετος
κυκλοφόρησε το «Ριζοσπάστη», μια εφημερίδα που ναι μεν δεν είχε καμία
ιδεολογικοπολιτική σχέση με τη σημερινή αλλά είναι αυτή η εφημερίδα που
ιστορικά μετεξελίχθηκε στο «Ριζοσπάστη» τον οποίο γνωρίζουμε. Το 2008 είναι
επίσης η χρονιά που συμπληρώνονται 91 χρόνια από την επανέκδοση του
«Ριζοσπάστη» στην Αθήνα με προοδευτικό προσανατολισμό, 90 χρόνια από τη στιγμή
που αρχίζει να προσεγγίζει φανερά το εργατικό κίνημα, 89 χρόνια από τότε που
έβαλε κάτω από τον τίτλο του τον υπότιτλο «Σοσιαλιστική Εφημερίς», 88 χρόνια
από τη μέρα που πέρασε στον έλεγχο του ΣΕΚΕ και 87 από τότε που έγινε επίσημο
όργανο του Κόμματος. Ολα αυτά επομένως είναι μια καλή ευκαιρία να κάνουμε μια αναδρομή
στην ιστορία του «Ριζοσπάστη», υπογραμμίζοντας τους βασικότερους σταθμούς της
πορείας του στο χρόνο.
Από το
δημοκρατικό μεταρρυθμισμό στο εργατικό κίνημα
Ο
«Ριζοσπάστης» πρωτοκυκλοφόρησε στην Αθήνα, στις 9 του Φλεβάρη του 1908 από τον
Γεώργιο Φιλάρετο. Νωρίτερα είχαν κυκλοφορήσει δύο άλλες εφημερίδες με τον ίδιο
τίτλο. Σύμφωνα με τον Κώστα Μάγερ2, η μία με τον τίτλο
«Ριζοσπάστης» κυκλοφόρησε στην Κέρκυρα από τις 4 του Απρίλη έως τις 16 του Μάη
του 1850. Η άλλη με τον τίτλο «Αληθής Ριζοσπάστης» κυκλοφόρησε στην Κεφαλονιά
από τις 14 του Σεπτέμβρη του 1862 έως τις 23 του Αυγούστου του 1863.
Ο
«Ριζοσπάστης» του Φιλάρετου ήταν εβδομαδιαίος. Κυκλοφορούσε κάθε Σάββατο και
κάτω από τον τίτλο έφερε τον υπότιτλο «Εφημερίς εθνική, πολιτική και
κοινωνική». Στο έντυπο εγγραφής συνδρομητών, που εκδόθηκε λίγες μέρες μετά την
κυκλοφορία του πρώτου φύλλου, αναφερόταν αναλυτικότερα:
«"Ριζοσπάστης", εφημερίς εβδομαδιαία, εθνική, πολιτική και κοινωνική,
δημοσιεύουσα, εν εκάστω φύλλω τακτικώς, δύο ενυπόγραφα άρθρα του κ. Γ.
Φιλαρέτου, άμα δε επιθεώρησιν νομικήν, νομολογιακήν και δικαστηριακήν μετά
ποικίλης εν γένει ύλης. Συντάκται και συνεργάται πολλοί ομοιοφρονούντες
ριζοσπαστικοί». Στη συνέχεια δινόταν το πολιτικό στίγμα της εφημερίδας ως εξής:
«Η έκδοσις του "Ριζοσπάστου" αποκλειστικόν έχει σκοπόν την συζήτησιν
μέτρων όσον οιόν τε ριζικών προς κανονικήν λειτουργίαν του εν ισχύι
πολιτεύματος, επιζητηθησομένην εν ανάγκη και εν καιρώ τω δέοντι δι'
εθνοσυνελεύσεως»3.
Περισσότερες
πληροφορίες για το «Ριζοσπάστη» του Φιλάρετου δίνει ο Κ. Μάγερ, ο οποίος γράφει4:
«Η εφημερίς εκείνη ήτο σχήματος 4ου..., ετυπώνετο σε πολυτελές χαρτί και
εξεδίδετο τετρασέλιδος, εξασέλιδος ή οκτασέλιδος. Τα άρθρα εγράφοντο από τον
Φιλάρετον και απετέλουν ένα συνεχές κατηγορητήριον εναντίον του βασιλικού
θεσμού. Προς ενίσχυσιν των ιδεών του εχρησιμοποίει κείμενα αρχαίων Ελλήνων
συγγραφέων καθώς και τοιαύτα του Βίκτωρος Ουγκώ που εστρέφοντο εναντίον του
αυτοκράτορος των Γάλλων Ναπολέοντος Γ΄. Με την επανάστασιν του 1909 ο Φιλάρετος
ήλπισεν ότι θα καθιερούτο η δημοκρατία εις την χώρα μας. Η πολιτική του
Βενιζέλου όμως, ο οποίος δεν επωφελήθη της αναθεωρήσεως του Συντάγματος διά να
καταργήση την βασιλείαν, απεγοήτευσε τον Φιλάρετον και τον κατέστησεν
αμείλικτον πολέμιον τότε του αρχηγού των Φιλελευθέρων».
Στους
αριστερούς - δημοκρατικούς κύκλους της εποχής, τουλάχιστον αρχικά, ο
«Ριζοσπάστης» του Φιλάρετου δεν έκανε καθόλου καλή εντύπωση. Ιδιαίτερα σκληρός
απέναντί του ήταν ο «Νουμάς» που συσπείρωνε στις τάξεις του δημοτικιστές,
σοσιαλιστές και δημοκρατικούς αστούς. Να πώς υποδέχτηκε το πρώτο φύλλο του
«Ριζοσπάστη»: «Ο γνωστός αερολόγος κ. Γ. Φιλάρετος, άλλοτε βουλευτής και
δημοκράτης και κατόπιν υπουργός της Δικαιοσύνης και συντηρητικότατος, τώρα τώρα
μάλιστα και φυτοφάγος τρικούβερτος, ξαναγύρισε φαίνεται στις παλιές του αγάπες
και μας ξεφούρνισε το "Ριζοσπάστη"». Στη συνέχεια αφού ασκείται
χλευαστική κριτική στον Φιλάρετο για τον καθαρευουσιανισμό του, ο «Νουμάς»
καταλήγει: «Ο κ. Φιλάρετος μας έχει συνηθίσει από τέτοιες ανούσιες φλυαρίες και
γι' αυτό καθόλου δεν ξαφνιαζόμαστε, όπως κι αν μας τις παρουσιάσει, είτε με
ριζοσπαστικό σκούφο, είτε με μοναρχικό τρικαντό»5. Την
κριτική του στον καθαρευουσιανισμό του Φιλάρετου ο «Νουμάς» τη συνεχίζει και
στο επόμενο φύλλο του, όπου, μεταξύ άλλων, γράφει: «Ο κ. Φλυάρετος (σ.σ.
παρωδία του Φιλάρετος) θάτανε λεύτερος να γράφει όλες αυτές τις ανοησίες αν τη
φημερίδα την έλεγε "Δημοκόπο" και όχι "Ριζοσπάστη" -
ντροπιάζοντας έτσι και το καημένο το επίθετο που δεν τούφταιξε σε τίποτα για να
το κολλήσει σαν ετικέτα πάνου στο σαρακοφαγωμένο πολιτικοφιλολογικό του
σεντούκι. Μα με τον κ. Φλυάρετο έχουμε πολλά να πούμε - σώνει μονάχα ο
μεγαλοδύναμος να του χαρίσει ζωή»6.
Δε διαλέξαμε
τυχαία να παραθέσουμε αυτή την κριτική. Το γλωσσικό υπήρξε τότε βαθύτατα ταξικό
ζήτημα. Πάντοτε είναι, αλλά για την εποχή που μιλάμε ήταν ζήτημα ζωτικής
σημασίας για το λαό να μιλάει, να διαβάζει και να μορφώνεται στη γλώσσα του,
ενώ για την κυρίαρχη τάξη ήταν η γραμμή που τη χώριζε από τον όχλο κι ένα
ουσιαστικό εργαλείο υποδούλωσης των μαζών και καταδίκης τους στη διαρκή
πνευματική καθυστέρηση. Τη διαχωριστική αυτή γραμμή ανάμεσα στις τάξεις ο
Φιλάρετος δεν την υπερπήδησε ποτέ του και ποτέ του δεν κατάφερε να περάσει με
τη γλώσσα του λαού. Αυτό θα το δούμε πιο ανάγλυφα στη συνέχεια.
Ο
«Ριζοσπάστης» του Φιλάρετου έπαψε να εκδίδεται το Μάρτη του 1911. Αλλά με το
κίνημα του Βενιζέλου άρχισε να ξαναεκδίδεται στη Θεσσαλονίκη με τον υπότιτλο
«Πολιτική Εφημερίς», κάθε Τετάρτη και Κυριακή, από τον Γ. Πετσόπουλο. Το πρώτο
φύλλο βγήκε στις 12 του Ιούνη του 1916. Ο «Ριζοσπάστης» του Πετσόπουλου ήταν
ένα καθαρά φιλελεύθερο έντυπο, βενιζελικό, ΑΝΤΑΝΤόφιλο, αντιμοναρχικό και με
μπόλικο αστικό πατριωτισμό.
Στην Αθήνα,
με εκδότη και διευθυντή τον Πετσόπουλο ο «Ριζοσπάστης» άρχισε να εκδίδεται στις
23 του Ιούλη του 1917. Για να γίνει κατορθωτή η έκδοση στην πρωτεύουσα ο
Πετσόπουλος είχε ζητήσει από τον Φιλάρετο, που ήταν ιδιοκτήτης του τίτλου, να
του παραχωρήσει την ιδιοκτησία και να εκδίδουν μαζί την εφημερίδα. Η απάντηση
του Φιλάρετου δημοσιεύτηκε στο πρώτο - εν Αθήναις επανεκδοθέν - φύλλο και ήταν
με δυο λόγια η εξής: Δινόταν το δικαίωμα της έκδοσης της εφημερίδας με τον
τίτλο «Ριζοσπάστης» αλλά ο Φιλάρετος δεν επιθυμούσε να μην έχει καμία ευθύνη ή
συμμετοχή στην έκδοση. Εξέφραζε όμως την ευχή και την επιθυμία, σε αντάλλαγμα της
συναίνεσής του, η γλώσσα της εφημερίδας να είναι η καθαρεύουσα. Η απάντηση του
Πετσόπουλου, κάτω από την επιστολή του Φιλάρετου, δόθηκε στο ίδιο φύλλο:
«Ερωτώμεν τον σεβαστόν φίλον και πατέρα της εν Ελλάδι δημοκρατικής κινήσεως:
Δεν είνε επίσης δημοκρατικόν, άμα αγωνίζεται κανείς διά τον λαόν να ζητή και
την επικράτησιν της δημοτικής γλώσσης;»7.
Ο
επανεκδοθείς, στην Αθήνα, «Ριζοσπάστης» ήταν πρωινή ημερήσια εφημερίδα και
αυτοπροσδιοριζόταν ως «Εφημερίς Δημοκρατικών Αρχών». Διευθυντής και ιδιοκτήτης
της ήταν ο Γ. Πετσόπουλος και αρχισυντάκτης της ο δεξιός σοσιαλιστής Ν.
Γιαννιός. Την πρώτη περίοδο (1917- 1918) από τις σελίδες της προβαλλόταν ένα
κράμα φιλελεύθερων δημοκρατικών, προοδευτικών - μεταρρυθμιστικών και
σοσιαλιστικών ιδεών. Ομως, επρόκειτο για μια περίοδο έντονων
ιδεολογικοπολιτικών ζυμώσεων σε παγκόσμιο επίπεδο κάτω από την επίδραση της
Οχτωβριανής Ρωσικής Επανάστασης και της ωρίμασης που είχε επέλθει στους κόλπους
της ελληνικής εργατικής τάξης. Στις 23 του Σεπτέμβρη του 1918 ο Γιαννιός
εγκατέλειψε την αρχισυνταξία, σε συνθήκες που ο Πετσόπουλος στρεφόταν αριστερά
προσεγγίζοντας το επαναστατικό κίνημα. Ετσι, η εφημερίδα - και υπό την επίδραση
της ίδρυσης του ΣΕΚΕ το Νοέμβρη του 1918 - άρχισε να πραγματοποιεί αριστερή-
επαναστατική στροφή και σιγά σιγά να κατακτά τα χαρακτηριστικά ενός εργατικού εντύπου8.
Η αποφασιστική στροφή στο «Ριζοσπάστη» γίνεται στις 15 του Σεπτέμβρη του 1919,
όταν κάτω από τον τίτλο μπαίνει ο υπότιτλος «Εφημερίς Σοσιαλιστική». Νωρίτερα,
το Μάη του '19, το Α΄ Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ αποφάσισε να δεχτεί την ένταξη
του Γ. Πετσόπουλου στο Κόμμα9. Ενα χρόνο αργότερα το Β΄
Συνέδριο του Κόμματος (5 - 12/4/1920) αποφάσισε: «1. Ο "Ριζοσπάστης"
να τεθή υπό τον έλεγχον της ΚΕ εξασκούμενον τακτικώς εις την πολιτικήν του
φύλλου. 2. Εν τω μεταξύ η ΚΕ εντέλλεται να φροντίση οπωσδήποτε διά την
εξασφάλισιν ιδιοκτήτου καθημερινού κεντρικού οργάνου του Κόμματος, μη
αποκλειομένης της περιπτώσεως να είναι τούτο ο "Ριζοσπάστης"».
Αντιπρόσωπος του Κόμματος στο «Ριζοσπάστη» ορίστηκε ο Γ. Κορδάτος, μέλος, τότε,
της ΚΕ του10. Επίσης, από τις 2 του Ιούνη 1920, αριστερά και
δεξιά του υπότιτλου «Εφημερίς Σοσιαλιστική» εκτεινόταν η φράση «Υπό τον
Πολιτικόν Ελεγχον της ΚΕ του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος». Ο κύκλος αυτός θα
κλείσει οριστικά τον Ιούλη του 1921, όταν ο Γ. Πετσόπουλος θα παραδώσει άνευ
όρων την ιδιοκτησία του «Ριζοσπάστη» στο ΣΕΚΕ. Από την 1η του Αυγούστου 1921 ο
«Ριζοσπάστης» θα εκδίδεται ως «Επίσημον Οργανον του Σοσιαλιστικού Εργατικού
(Κομμουνιστικού) Κόμματος και της Γενικής Συνομοσπονδίας των Εργατών της
Ελλάδος». Ως «Οργανον του Κομμουνιστικού Κόμματος και της Γενικής
Συνομοσπονδίας των Εργατών της Ελλάδος», ο «Ριζοσπάστης» βγήκε στις 12 του
Δεκέμβρη του 1924, μετά δηλαδή το 3ο Εκτακτο Συνέδριο του Κόμματος (26/11 -
3/12/1924) που μετονόμασε το ΣΕΚΕ σε ΚΚΕ11. Με τον υπότιτλο
«Οργανο της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος» κυκλοφόρησε στις 24 του Αυγούστου
του 1926, μετά την πτώση της παγκαλικής δικτατορίας.
Καθοδηγητής
του προλεταριάτου
Για να
περιγράψει κανείς την πορεία του «Ριζοσπάστη» ως εφημερίδας του κόμματος της
εργατικής τάξης - ιδιαίτερα την περίοδο του μεσοπολέμου - χρειάζεται τόμους
ολόκληρους. Οχι γιατί, για τις άλλες περιόδους τα πράγματα είναι λιγότερο
δύσκολα, αλλά κυρίως γιατί στο μεσοπόλεμο το επαναστατικό κίνημα περνάει όλες
τις δυσκολίες της νεανικότητάς του, ορθώνεται, ωριμάζει, ανδρώνεται και
εδραιώνεται στην ελληνική κοινωνία, ριζώνει μέσα στον εργαζόμενο λαό κι έτσι
καταφέρνει να γράψει μοναδικές σελίδες στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Δεν
υπάρχει αγώνας μικρός ή μεγάλος, δεν υπάρχει μάχη και νίκη, ήττα ή κατάκτηση
των εργαζομένων που να μη φέρει τη σφραγίδα των κομμουνιστών και το μελάνι του
«Ριζοσπάστη». Γι' αυτό και όσες πληγές, όσα χτυπήματα δέχτηκε στο σώμα της η
εργατική τάξη, τα ίδια κι ακόμη σκληρότερα δέχτηκε το ΚΚΕ και η εφημερίδα του.
Ας δούμε μερικά από εκείνα τα γεγονότα.
Τον Ιούλη
1920 απ' αφορμή τη δολοφονική απόπειρα στη Λυών κατά του Ε. Βενιζέλου ο
«Ριζοσπάστης» δέχτηκε μία από τις πιο βάρβαρες επιθέσεις στα γραφεία του από
τους βενιζελικούς.
Η κυκλοφορία του διακόπηκε για 7 μέρες. Λίγο αργότερα, στις
αρχές του 1921, στην απεργία των εργατών της Ομοσπονδίας Ηλεκτρισμού παραλίγο ο
«Ρ» να κλείσει. Πολλοί συντάκτες του πιάστηκαν και κρατήθηκαν στα μπουντρούμια
της «Αναπληρωματικής Διοίκησης».
Στα χρόνια
της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η εφημερίδα αναπτύσσει αντιπολεμική εκστρατεία.
Κατόπιν, η περίοδος του Πλαστήρα με τη λογοκρισία και τις συνεχείς παρεμβάσεις
δεν του άφηναν καθόλου ύλη. Στήλες, αλλά και ολόκληρες σελίδες σβήνονταν.
Η Παγκαλική
δικτατορία έκλεισε τον «Ρ», ο οποίος ξαναβγήκε μετά την πτώση της, τον Αύγουστο
1926.
Το 1931,
γνώρισε νέες διώξεις. Η κυβέρνηση για ν' ανακόψει την άνοδο του απεργιακού και
επαναστατικού κινήματος ψήφισε το Ιδιώνυμο. Πληθαίνουν οι συλλήψεις, οι
φυλακίσεις, οι εξορίες των αγωνιστών. Η τρομοκρατία μεγαλώνει. Στις 31
Αυγούστου του 1931 ο «Ριζοσπάστης» παύτηκε με δικαστική απόφαση και με το
πρόσχημα της παραβίασης του νόμου περί Τύπου, που στην πραγματικότητα σήμαινε
την υπεράσπιση των δικαίων του λαού διά του Τύπου. Ετσι ως τις 10 Μάρτη του
1934 αναγκάζεται να βγαίνει με τον τίτλο «Νέος Ριζοσπάστης».
Σε όλο το
πρώτο μισό της δεκαετίας του '30, ο «Ριζοσπάστης» πρωτοστατεί στη μάχη κατά του
φασισμού που τότε όρθωνε το ανάστημά του στην Ευρώπη για να απειλήσει στη
συνέχεια ολόκληρο τον κόσμο. Διαφωτίζει και καθοδηγεί τους εργάτες,
προσανατολίζει το λαό, φανερώνει τον κίνδυνο που ελλοχεύει για τη χώρα από τον
ντόπιο φασισμό. Αποκαλύπτει τα ταξικά του χαρακτηριστικά.
Σ' ένα
κείμενό του, γραμμένο το 1934, ο μεγάλος αγωνιστής και δημοσιογράφος του «Ρ»
Τάκης Φίτσος έγραφε12: «Μέσα στα τόσα χρόνια που πέρασαν και
κύλησαν τόσο πλούσια σε γεγονότα, χρόνια που στάθηκαν φωτεινοί φάροι του
απελευθερωτικού κινήματος των μαζών, ο Ριζοσπάστης - ο Ρίζος, όπως χαϊδευτικά
τον ονόμασαν οι εργάτες - στάθηκε πάντα οργανωτής και καθοδηγητής και μαχητής
ακούραστος της ταξικής πάλης. Δεν κινδυνεύει κανείς να κάνει λάθος όταν θα
ειπεί πως η ιστορία του Ριζοσπάστη είναι σχεδόν η ιστορία του Κόμματός μας,
είναι η ιστορία του απελευθερωτικού κινήματος των Ελλήνων εργαζομένων της πόλης
και του χωριού. Γι' αυτό κι ο Ριζοσπάστης δέχτηκε και δέχεται όλο το μίσος της
άρχουσας τάξης των εκμεταλλευτών, τη λύσσα, τους διωγμούς, τις απαγορεύσεις,
τις διώξεις, τους βανδαλισμούς. Αλήθεια! Πόσες διώξεις, πόσοι κατατρεγμοί,
πόσες θυσίες...». Ετσι ήταν κι έτσι συνεχίστηκε να είναι.
Ο «Ρ» είναι
παρών στα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης το Μάη του '36, ξεσκεπάζει τα
σχέδια των Μεταξά - Γλύξμπουργκ για δικτατορία, προειδοποιεί και προετοιμάζει
για τον κίνδυνο, καλεί σε αντίσταση, αναλύει και εκλαϊκεύει την πολιτική του
Κόμματος. Λίγο αργότερα, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου θα επιβληθεί και ο
«Ριζοσπάστης» θα ξαναπάρει το δρόμο της παρανομίας. Στις 7 Αυγούστου, τέσσερις
μόλις μέρες μετά τη δικτατορία, κυκλοφορεί παράνομα με κύριο άρθρο «η
δικτατορία χωρίς μάσκα», για να συνεχίσει την παράνομη έκδοσή του σ' όλη την
τετραετία του μεταξικού καθεστώτος. Κι ήταν τέτοια η ενόχληση του καθεστώτος
από τη δράση του Κόμματος και την επίδραση του «Ριζοσπάστη», που η δικτατορία
προς το τέλος της ζωής της και λίγο πριν τον ελληνοϊταλικό πόλεμο σκαρφίστηκε
και δημιούργησε χαφιέδικη καθοδήγηση του ΚΚΕ η οποία εξέδιδε και χαφιέδικο
«Ριζοσπάστη».
Εμπνευστής
της εθνικοαπελευθερωτικής - ταξικής πάλης
Ξεχωριστό
και αξεπέραστο κεφάλαιο στην ιστορία του «Ριζοσπάστη» είναι η έκδοσή του στα
χρόνια της τριπλής φασιστικής κατοχής, αλλά και γενικότερα η έκδοσή του καθ'
όλη τη δεκαετία του '40, με τον Δεκέμβρη του '44, την τρίχρονη νόμιμη έκδοση
και την παράνομη έκδοσή του την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.
Σ' ένα
σημείωμά του προς το ιστορικό τμήμα του της ΚΕ του ΚΚΕ, γραμμένο μάλλον τη
δεκαετία του '60, με πληροφορίες γύρω από την ιστορία του «Ριζοσπάστη», ο Λ.
Στρίγκος έγραφε μεταξύ άλλων: «Ο "Ριζοσπάστης" κατά την κατοχή
έβγαινε στην αρχή μια φορά την εβδομάδα στην Αθήνα.
Αργότερα - από τα μέσα του
Μάη 1944 - έβγαινε και στην Ελεύθερη Ελλάδα και στην Αθήνα με τον ίδιο τίτλο:
"Ριζοσπάστης" σαν όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ. Η έκδοση της Αθήνας είχε
αριστερά του τίτλου τη διευκρίνιση: Εκδοση Αθήνας. Είχε άλλο αριθμό φύλλου και
διέφερε στην ύλη. Αρχισυντάκτης του "Ριζοσπάστη" - Εκδοση Αθήνας ήταν
η Διδώ Σωτηρίου. Τους τελευταίους μήνες της κατοχής ο "Ριζοσπάστης" -
Εκδοση Αθήνας έβγαινε κάθε μέρα σε 50.000 - 60.000 αντίτυπα. Για το
"Ριζοσπάστη" και τα άλλα αντιστασιακά έντυπα η Κομματική Οργάνωση
Αθήνας διέθετε 24 παράνομα τυπογραφεία».
Οι
πληροφορίες αυτές αν και κρίνονται πολύ σημαντικές δεν είναι ακριβείς ως προς
το σημείο που αφορούν την περιοδικότητα με την οποία εκδίδονταν τα φύλλα του
«Ριζοσπάστη» στην κατοχή είτε επρόκειτο για την κανονική έκδοση είτε για την
έκδοση της Αθήνας. Ο «Ρ» της Κατοχής (κανονική έκδοση) έβγαινε ανά 10 με 15
ημέρες (στις αρχές το διάστημα αυτό ήταν μάλλον μεγαλύτερο) εκτός από τις
περιπτώσεις εκείνες όπου μεσολαβούσε έκτακτη έκδοση φύλλου οπότε τα χρονικά
διαστήματα μεταξύ δύο φύλλων ήταν πολύ πιο μικρά. Ανά πέντε ημέρες εκδιδόταν,
στην αρχική περίοδο της έκδοσής του, ο «Ριζοσπάστης της Κατοχής - Εκδοση
Αθήνας» αλλά το διάστημα αυτό προς τα τέλη Σεπτέμβρη του 1944 μειώθηκε στις
τέσσερις και στη συνέχεια στις τρεις ημέρες και από τις 9/10/1944 υπήρξε καθημερινή
έκδοση φύλλου.
Το πρώτο
φύλλο του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ της ΚΑΤΟΧΗΣ» εκδόθηκε πολυγραφημένο, με ημερομηνία 1
Αυγούστου 1941, από την ΚΕ του ΚΚΕ, που σχημάτισαν τα στελέχη του Κόμματος τα
οποία είχαν αποδράσει από τις φυλακές και τις εξορίες και είχαν αναλάβει την
ανασυγκρότηση των κομματικών δυνάμεων. «Ριζοσπάστης» έβγαινε και πριν την
1/8/1941 από τη λεγόμενη «παλιά ΚΕ» που, πέραν των λαθών της στην πολιτική
γραμμή, δεν είχε την εμπιστοσύνη των κομματικών δυνάμεων και των κομματικών
στελεχών είτε επρόκειτο για φυλακισμένους είτε για ελεύθερους - παρανόμους. Για
ένα διάστημα, μάλιστα, «Ριζοσπάστη» έβγαζε και η χαφιέδικη «Προσωρινή Διοίκηση
του ΚΚΕ» που είχε συστήσει το καθεστώς της μεταξικής δικτατορίας. Ετσι, η νέα
ΚΕ που σχημάτισαν τα κομματικά στελέχη που είχαν έρθει από τις φυλακές και τις
εξορίες ξεκίνησε από την αρχή την έκδοση του «Ρ», σηματοδοτώντας μ' αυτόν τον
τρόπο ένα νέο ξεκίνημα όχι μόνο για την εφημερίδα, αλλά και για ολόκληρο το
Κόμμα.
Η «Εκδοση
της Αθήνας» του «Ριζοσπάστη της Κατοχής» έβγαλε συνολικά 30 αριθμημένα φύλλα
(το τελευταίο, με ημερομηνία 12/10/1944, σε δύο εκδόσεις). Από τις 13/10/1944,
πρώτη ημέρα της απελευθέρωσης, η έκδοση του «Ριζοσπάστη» άρχισε να αριθμείται
και πάλι από την αρχή σηματοδοτώντας έτσι, δικαιολογημένα, μια νέα περίοδο στην
ιστορία του.
Ως απαρχή
των Δεκεμβριανών θεωρείται η Ματωμένη Κυριακή 3/12/1944, ημέρα όπου
ματοκυλίστηκε η ειρηνική διαδήλωση του λαού της Αθήνας από τα όργανα της
ντόπιας ολιγαρχίας με τη βοήθεια και την καθοδήγηση των Εγγλέζων. Ως αυτή τη
μέρα ο «Ριζοσπάστης» κυκλοφορούσε κανονικά δισέλιδος. Με την έναρξη όμως των
πολεμικών συγκρούσεων η έκδοσή του αποκτά κι αυτή πολεμικό χαρακτήρα. Το σχήμα
του μικραίνει, η ύλη του περιορίζεται στα πλέον απαραίτητα για τον αγώνα και
από δισέλιδος γίνεται μονοσέλιδος προφανώς για να τοιχοκολλείται.
Η αντίσταση
του λαού της Αθήνας και του Πειραιά κράτησε ως τη νύχτα 4 προς 5 Γενάρη του
1945. Με τη σύμπτυξη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ έξω από την Αθήνα ο «Ριζοσπάστης»
συνέχισε την έκδοσή του στα Τρίκαλα, όπου μεταφέρθηκε η έδρα της ηγεσίας του
ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Ξαναεκδόθηκε στην Αθήνα παράνομα το διάστημα που διεξάγονταν
οι διαπραγματεύσεις στη Βάρκιζα και νόμιμα μετά την υπογραφή της ομώνυμης
συμφωνίας.
Από τις 15
Φεβρουαρίου 1945, όταν έχει υπογραφεί, πλέον, η συμφωνία της Βάρκιζας αρχίζει
να τυπώνεται και πάλι στην Αθήνα μέσα σε συνθήκες τρομερά δύσκολες. Τώρα που
δεν υπάρχει το ένοπλο τμήμα του λαϊκού κινήματος, ο ΕΛΑΣ, η μοναρχοφασιστική
τρομοκρατία είναι χωρίς προηγούμενο και μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο
αχαλίνωτη αφού ενισχύεται από το επίσημο κράτος και τις βρετανικές λόγχες.
Ενοπλες συμμορίες Χιτών, ταγματασφαλιτών και κάθε λογής δωσιλόγων, που απειλούν
και τρομοκρατούν καθημερινά τον αθηναϊκό λαό, δε διστάζουν, συχνά - πυκνά να
κάνουν επιδρομές στα γραφεία του «Ρ», να προβαίνουν σε βανδαλισμούς, να
απειλούν, να τρομοκρατούν, να κακοποιούν ακόμη και να δολοφονούν το προσωπικό
της εφημερίδας αλλά και τους απλούς αναγνώστες της που πληρώνουν ακριβό τίμημα
επειδή τη διαβάζουν. Το αποτέλεσμα είναι η κυκλοφορία του «Ριζοσπάστη» να γίνει
προβληματική όχι μόνο στην επαρχία, στις πόλεις και στις κωμοπόλεις, όχι μόνο
στα χωριά της υπαίθρου αλλά ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας. Δίπλα μάλιστα σ'
όλα αυτά είχαν καταντήσει πραγματική ρουτίνα οι δικαστικές διώξεις, οι δίκες
και οι καταδίκες των υπευθύνων της εφημερίδας. Για όλη αυτή την κατάσταση που
περνούσε ο «Ριζοσπάστης» την περίοδο της αγγλικής κατοχής, γράφει, στο
τελευταίο νόμιμο τεύχος της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης» ο τότε διευθυντής του
Κ. Καραγιώργης: «Ποτέ έπειτα από την "απελευθέρωση" ο "Ριζοσπάστης"
δεν μπόρεσε να κυκλοφορήσει στα χωριά και σχεδόν σε όλες τις κωμοπόλεις.
Κατόπιν τον απέκλεισαν λίγο - λίγο από πολλές πόλεις και αργότερα από ολόκληρες
περιοχές, πρώτα στη Θεσσαλία κι έπειτα στη Μακεδονία - Θράκη, την Πελοπόννησο.
Δεν έμεινε παρά η "βιτρίνα" της πρωτεύουσας όπου ωστόσο σκοτώθηκε
άνθρωπος από Χίτικη περίπολο μόνο γιατί βρέθηκε ο "Ριζοσπάστης" στην
τσέπη του. Και στο τέλος, το γνωστό ψήφισμα του Σοφούλη τον έκλεισε μαζί με την
"Ελεύθερη Ελλάδα", για τέταρτη φορά στην ιστορία του.
Ο «Ριζοσπάστης» τη μέρα της απελευθέρωσης, αρ. 30,
12-10-1944
|
Αλλά και οι
άλλες διώξεις που είχε υποστεί πριν τον κλείσουν δεν ήταν μικρές. Τουλάχιστον
τριακόσιες δίκες αντιμετώπισαν οι υπεύθυνοί του. Ο πρώτος απ' αυτούς έχει
δικαστεί ερήμην σε 56 μήνες φυλακή και πολλά εκατομμύρια δραχμές πρόστιμο,
χώρια οι πάρα πολλοί μήνες φυλακή που έχουν εξαγοραστεί. Ο δεύτερος βρίσκεται
στις φυλακές με άλλη τόση περίπου φυλάκιση και είχαν οι μοναρχοφασίστες τη
μικρότητα να του "καταργήσουν" το παράσημο που είχε πάρει στην πρώτη
γραμμή του πυρός στο αλβανικό μέτωπο. Ο τρίτος υπεύθυνος βρίσκεται πάλι στη
φυλακή, ενώ ο τέταρτος είναι δικασμένος ερήμην σε ενάμιση χρόνο για εξύβριση
του προτέκτορα Γκρίσγουολντ. Το κύμα της "συνωμοσίας" του Ζέρβα
στοίχισε στο "Ριζοσπάστη" τον πρώτο και κατόπιν τον δεύτερο
αρχισυντάκτη του, τον αρχισυντάκτη του "Ρίζου της Δευτέρας" και περίπου
20 από τους πιο πεπειραμένους συντάκτες και μέλη του προσωπικού του. Την
περασμένη χρονιά στον κάμπο της Θεσσαλίας, είχε χαθεί με μαρτυρικό θάνατο από
το μαχαίρι του Αγγλου Τζορτζ Μίλερ, της συμμορίας του Σούρλα, ο πολιτικός του
συντάκτης Κώστας Βιδάλης, συνεχίζοντας μέσα στις συνθήκες της αγγλοσαξονικής
κατοχής τον κατάλογο των ηρώων του "Ριζοσπάστη", του Μαρουκάκη, του
Κορνάρου, του Χατζήμαλη, του Σουργιαδάκη.
Αλλά και
πολλές άλλες δυσκολίες έβαλε στο "Ριζοσπάστη" η αγγλοσαξονική
ελευθεροτυπία. Τον εμπόδισαν στις διαφημίσεις του. Αρνήθηκαν διαβατήριο για το
εξωτερικό σε πολλούς συντάκτες του. Του απαγόρευσαν τις μετακινήσεις των
απεσταλμένων του στην επαρχία. Του είχαν σπάσει τα γραφεία του στα 1945. Επί
Ζέρβα του έσπασαν βανδαλικά τη φωτεινή του ταμπέλα και επί Σοφούλη κλείνοντάς τον
του κατέσχεσαν τα έπιπλα, τα λεπτά από το ταμείο του και έσπασαν βανδαλικά με
τσεκούρια την ταμπέλα του, κάτω από χειροκροτήματα και ουρλιαχτά μιας χούφτας
συγκεντρωμένων φασιστών, ενώ το πλήθος του κόσμου που είχε μαζευτεί
παρακολουθούσε με σιωπηλή αγανάκτηση το φασιστικό όργιο.
Οσο υπήρχε η
μεγάλη δυσκολία του χαρτιού οι κρατικές αρχές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να
πνίξουν τα δικαιώματα του "Ριζοσπάστη", ενώ έδιναν άφθονο χαρτί για
εξασέλιδα και οκτασέλιδα στα δικά τους όργανα ακόμη και σε λαθρόβια.
Οι
εξαιρετικές αυτές δυσκολίες διπλασίασαν την αυτοθυσία, την ενεργητικότητα και
την αφοσίωση στη δουλειά των συντρόφων του "Ριζοσπάστη". Ηρθαν
περιστάσεις (με τις συλλήψεις του Ζέρβα) που χρειάστηκε να δεκαπλασιάσουν την
προσπάθειά τους για να αναπληρώσουν τους συντρόφους που πιάστηκαν και να
κρατήσουν το φύλλο στο ίδιο, αν όχι ανώτερο, μαχητικό και ποιοτικό επίπεδο...»13.
Οπως θα
διαπιστώσει και ο αναγνώστης, στο παραπάνω κείμενό του ο Κ. Καραγιώργης
αναφέρεται συχνά στις διώξεις σε βάρος του «Ρ» επί Ν. Ζέρβα. Πρόκειται για το
μεγάλο πογκρόμ που εξαπολύθηκε εναντίον του ΕΑΜικού, κομμουνιστικού και
ευρύτερα προοδευτικού κινήματος της χώρας τον Ιούλη του 1947, όταν υπουργός
Δημοσίας Τάξεως ήταν ο Ν. Ζέρβας. Τότε, μέσα σε πέντε ημέρες, από τις 9 έως τις
14 Ιούλη σε Αθήνα - Πειραιά συνελήφθησαν 7.000 άτομα και στις επαρχιακές πόλεις
άλλες 8.000 για να ανέλθει έτσι ο συνολικός αριθμός των συλληφθέντων στις
15.000. Ανάμεσα τους, ολόκληρη σειρά συντακτών κι εργαζομένων του «Ριζοσπάστη».
Ετσι, μετά
τις καλοκαιρινές διώξεις του 1947 η οριστική παύση της κυκλοφορίας του «Ρ» ήταν
ζήτημα χρόνου. Το αμερικανόδουλο καθεστώς των Αθηνών, η κεντροδεξιά δηλαδή
κυβέρνηση του κεντρώου πρωθυπουργού Θ. Σοφούλη και η οικονομική ολιγαρχία του
τόπου, με την καθοδήγηση των ξένων αφεντικών τους, δεν άργησαν να αφαιρέσουν
από πάνω τους κάθε προσωπείο δημοκρατισμού. Το τελικό - τυπικό χτύπημα στην
εφημερίδα του ΚΚΕ δόθηκε στις 18 Οκτώβρη του 1947, όταν η Ασφάλεια με ισχυρές
δυνάμεις κατέλαβε τα γραφεία της και κατέσχεσε την περιουσία της υλοποιώντας
υπ' αριθμόν 3219 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών περί οριστικής παύσης της
κυκλοφορίας της.
Ενα,
περίπου, μήνα αργότερα, στις 12 Νοέμβρη 1947, κυκλοφόρησε το πρώτο παράνομο
φύλλο του «Ρ», όπου σε σχετικό άρθρο, στην πρώτη σελίδα, διαβάζουμε: «Ο
Ριζοσπάστης για μια ακόμα φορά στην τριαντάχρονη ηρωική ιστορία του,
αναγκάζεται να βγει παράνομος. Τρία χρόνια ύστερα από την απελευθέρωση της
χώρας από τη χιτλερική κατοχή η Κυβέρνηση Σοφούλη - Τσαλδάρη δεν μπορούσε να
ανεχθεί τον αμείλιχτο δημόσιο έλεγχο από τις στήλες των αριστερών εφημερίδων.
Το εγκληματικό αντεθνικό καθεστώς της δεν αντέχει σε τέτοιου είδους πολυτέλειες
κι ακολουθώντας τα χνάρια της δικτατορίας και τις γκεστάπο τις απαγορεύει.
Γελιέται αν νομίζει πως θα βρει την ησυχία της. Ο Ριζοσπάστης συνεχίζοντας τις
ηρωικότερες παραδόσεις του, μα ιδιαίτερα τις παραδόσεις της πρώτης, χιτλερικής,
κατοχής συνεχίζει την έκδοσή του παράνομα μέσα στο καθεστώς της
αμερικανοκρατίας, πιστός στις υποχρεώσεις του να φωτίζει και να καθοδηγεί το
μεγάλο αγώνα του λαού μας για την επιβίωση και την ανεξαρτησία του».
Ο
«Ριζοσπάστης» συνέχισε να εκδίδεται περιοδικά καθ' όλη τη διάρκεια του εμφυλίου
αλλά και μετά απ' αυτόν, ενώ ξαναγνώρισε τη νομιμότητα 27 χρόνια μετά την
απαγόρευση της κυκλοφορίας του.
Από τον
Εμφύλιο στη μεταπολίτευση
Η λήξη του
εμφυλίου πολέμου άνοιγε μια νέα περίοδο σκληρών ταξικών αγώνων - ίσως των
σκληρότερων που διεξήγαγαν σ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα - για το ΚΚΕ, το
εργατικό και το ευρύτερο προοδευτικό - λαϊκό κίνημα. Δεν ήταν μόνο η ήττα του
Δημοκρατικού Στρατού που υπογράμμιζε τη σοβαρότητα της κατάστασης, αλλά και η
βαθιά παρανομία, ο σκοταδισμός της κυρίαρχης τάξης, τα πογκρόμ εναντίον των
λαϊκών αγωνιστών και των προοδευτικών ανθρώπων, ο εξαναγκασμός στη διέξοδο της
πολιτικής προσφυγιάς ενός μεγάλου μέρους μελών και στελεχών του ΚΚΕ, καθώς και
του μεγαλύτερου μέρους της ηγεσίας του, οι φυλακίσεις, οι εξορισμοί, τα
βασανιστήρια, οι εκτελέσεις, οι δολοφονίες. Ηταν επίσης η αμερικάνικη
επικυριαρχία και ο λακεδισμός των ντόπιων προς τους ξένους, ο εξοστρακισμός από
το ελληνικό λεξιλόγιο των εννοιών της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας, της
ειρήνης. Σε γενικές γραμμές - που όμως είναι αδύνατο έστω και ελάχιστα να
απεικονίσουν την πραγματικότητα - η χώρα μετά τον εμφύλιο βίωσε την πιο στυγνή,
την πιο ανελέητη, την πιο αδίστακτη ταξική δικτατορία, μια δικτατορία που η
επιβολή της ερμηνεύεται μόνο αν υπολογίσει κανείς ότι ο καπιταλισμός στην
Ελλάδα δεν μπορούσε αλλιώς να σταθεροποιηθεί και να επιβληθεί, ύστερα από το
έπος της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και το νέο τύπο εξουσίας που αυτή
δημιούργησε.
Σε τέτοιες
συνθήκες δρούσαν οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες μετά τον εμφύλιο. Σ'
αυτές λοιπόν τις συνθήκες κατάφερναν, ανάμεσα στ' άλλα, να βγάζουν και το «Ρ».
Τη
μετεμφυλιακή περίοδο ο «Ρ» έβγαινε σε αραιά διαστήματα και συνήθως ακανόνιστα.
Ακόμη αραιότερη έγινε η έκδοση και κυκλοφορία του όταν το εργατικό κίνημα και
το κόμμα κατάφεραν να πετύχουν κάποιες σημαντικές δυνατότητες νόμιμης έκφρασης
μέσω της ΕΔΑ και του Τύπου της.
Η παράνομη
έκδοση του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» έγινε πυκνή - και σε κανονικά, σχεδόν, χρονικά
διαστήματα - στα χρόνια της Χούντας. Το πρώτο αντιδικτατορικό φύλλο του «Ρ»
βγήκε το Μάρτη του 1968 κι από κει και ύστερα, κατά κανόνα, κυκλοφορούσε κάθε
μήνα, στην αρχή πολυγραφημένος και στη συνέχεια τυπωμένος σε τυπογραφείο,
πολλές φορές δισέλιδος, και σε μικρό σχήμα. Παρ' όλες όμως τις δυσκολίες
έκδοσής του κατάφερε να γίνει αναντικατάστατο όπλο αντιδικτατορικής πάλης στα
χέρια των κομμουνιστών και των λαϊκών αγωνιστών που τον διάβαζαν: Ξεσκέπαζε το
ξενόδουλο στρατιωτικοφασιστικό καθεστώς, κατάγγελνε τα τρομοκρατικά μέτρα της
χούντας, αποκάλυπτε τη δημαγωγία της, δίδασκε τρόπους αντίστασης και αγώνα,
ενημέρωνε για την αντιστασιακή δράση στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, εμψύχωνε το
λαό και τους αγωνιστές, καλούσε σε πλατιά αντιδικτατορική συσπείρωση.
Μέσα στη
δικτατορία βγήκαν αριθμημένα συνολικά 67 φύλλα και δύο έκτακτες εκδόσεις χωρίς
προσθετική στα υπόλοιπα αρίθμηση.
Νόμιμα η
εφημερίδα του ΚΚΕ επανακυκλοφόρησε στις 25 Σεπτέμβρη 1974. Στα 34 χρόνια
κυκλοφορίας της από τότε έχει γράψει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο ιστορίας. Αν και
είναι στη μακροβιότερη περίοδο νομιμότητας, αυτό ποτέ δε σήμαινε ότι η έκδοσή
της ήταν χωρίς εμπόδια και δυσκολίες από το αστικό καθεστώς. Κι αν οι συνθήκες
άλλαξαν ώστε να μη χρειάστηκε η αστυνομική ή η στρατιωτική πυγμή για να κλείσει
η φωνή της, αυτό δε σημαίνει πως αυτή η φωνή δεν εμποδίστηκε. Οι παλιότεροι
θυμούνται τη δεκαετία του '70 όταν οι διακινητές του «Ρ» οδηγούνταν στα
κρατητήρια για να εμποδιστεί η κυκλοφορία της εφημερίδας σε πλατύτερα στρώματα.
Θυμούνται ακόμη και τα εξοντωτικά πρόστιμα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ επειδή ο
«Ρ» έσπαγε την κυβερνητική εισοδηματική πολιτική. Δεν ξεχνούν επίσης την κρίση
του '89-'91 όταν στελέχη του Κόμματος που στη συνέχεια πήγαν στο Συνασπισμό -
σε συγχορδία με το καθεστώς - επιχείρησαν να αλώσουν το ΚΚΕ και μαζί τον
«Ριζοσπάστη», να αλλάξουν το χαρακτήρα του, να κόψουν τον ομφάλιο λώρο που τον
συνέδεε με το Κόμμα και τις μάζες, να τον καταστήσουν μια πλατιά - πλαδαρή
αριστερή εφημερίδα. Αν σ' όλα αυτά προστεθεί και η ιδεολογικοπολιτική πλύση
εγκεφάλου από τον αντίπαλο για το τέλος της ιστορίας, την παντοδυναμία του
καπιταλισμού, το αδιέξοδο της επαναστατικής πάλης, αν προστεθούν οι θεωρίες
περί γραφικών κομμουνιστών και απολιθωμάτων του παρελθόντος, τότε γίνεται
κατανοητό ότι η μεταπολιτευτική έκδοση του «Ρίζου» δεν ήταν μία εύκολη υπόθεση.
Δε θα είναι ποτέ εύκολη υπόθεση. Αλλά γι' αυτό το λόγο ο «Ριζοσπάστης» ήταν,
είναι και θα παραμείνει η σημαία της εργατικής τάξης, το απελευθερωτικό λάβαρο
του λαού.
1. Θ. Νόβις:
«Η Κολεχτίβα της Αίγινας», δημοσιευμένο στο «Κόκκινο ημερολόγιο του 1935»,
έκδοση του «Ριζοσπάστη», σελ. 174.
2. Κώστα
Μάγερ: «Ιστορία του Ελληνικού Τύπου», εκδόσεις Α. Δημόπουλος, Αθήναι 1957,
τόμος Α΄, σελ. 102. Ο Στ. Ζορμπαλάς που μάλλον τον Μάγερ έχει συμβουλευτεί -
γιατί δε δίνει άλλη πηγή - από λάθος εμφανίζει και τις δύο αυτές εφημερίδες να
έχουν κυκλοφορήσει στην Κεφαλονιά (Στ. Ζορμπαλά: «Ριζοσπάστης - Σημαία του
Λαού», εκδόσεις ΣΕ σελ. 50).
3. Το
σχετικό έγγραφο υπάρχει σε αντίγραφο στο αρχείο του γράφοντος.
4. Κώστα
Μάγερ, στο ίδιο, τόμος β΄ σελ. 141.
5. ΝΟΥΜΑΣ,
τεύχος 283 - 17/2/1908, σελ. 11.
6. ΝΟΥΜΑΣ,
τεύχος 284 - 24/2/1908, σελ. 7.
7.
«Ριζοσπάστης» 23 Ιουλίου 1917.
8. Βλέπε το
Λεύκωμα: «60 χρόνια Ριζοσπάστης - 1918-1978» σελ. 17 και Στ. Ζορμπαλά:
«Ριζοσπάστης - Σημαία του Λαού», εκδόσεις ΣΕ σελ. 50-51.
9. «Το ΚΚΕ -
Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α΄, σελ. 36.
10. «Το ΚΚΕ
- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α΄, σελ. 66 και «Ριζοσπάστης» 24 Μάη
1920.
11. «Το ΚΚΕ
- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α΄, σελ. 499.
12. «Κόκκινο
ημερολόγιο του 1935» έκδοση του «Ριζοσπάστη», σελ. 63.
13. Κ.
Καραγιώργη: «Τα δημοσιογραφικά μας στελέχη», ΚΟΜΕΠ 11/1947, σελ. 514.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου