Ο Μποστ (Χρύσανθος, ή Μέντης Μποσταντζόγλου), γεννήθηκε το 1918, πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου του 1995.
Ο Μποστ, «ζει και βασιλεύει», γιατί με τις πολιτικές γελοιογραφίες, τα σκίτσα, τους στίχους και τα θεατρικά έργα του καταφέρνει να χαμογελάσει λίγο το χειλάκι του εργαζόμενου λαού που δεινοπαθεί ξανά σήμερα από την καπιταλιστική κρίση και τους κυβερνητικούς και
μη πολιτικούς παραπλανητές και τους εκμεταλλευτές του.
Η δεινότητα των πολιτικών γελοιογραφιών του αλησμόνητου Μποστ δεν «ιστορεί» μονάχα τα παρελθόντα πάθη των λαϊκών μαζών, αλλά «μιλά» και για τα σημερινά τους.
Τα
σκίτσα του Μποστ συνθέτουν ένα «χρονικό» της μεταπολεμικής Ιστορίας της
Ελλάδας. Τα πρόσωπα που γελοιογραφούσε αποπνέουν θεατρικότητα και τα
μεγάλα πολιτικά συμβάντα, όπως τα σχεδίαζε, θυμίζουν θεατρικά δρώμενα.
Κεντρικό ρόλο στο μποστικό «κόσμο» διαδραματίζουν τα «θρυλικά» σκίτσα «η
Μαμά Ελλάς», «ο Πειναλέων» και «η Ανεργίτσα». Τα «πρόσωπα» αυτά, που τα
εμφανίζει το 1959 και τυποποιεί τις φιγούρες τους, αντλώντας στοιχεία
από την λαϊκή τέχνη και ιδιαίτερα τον Καραγκιόζη, πολύ γρήγορα έγιναν
λαοφιλή, αλλά και «καρφί» στο μάτι της αστικής τάξης, των πολιτικών
εκφραστών και κυβερνήσεών της, γιατί η «οικογένεια» της «Μαμάς Ελλάς»
αναπαριστούσε τα πολιτικά δράματα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Οπως ο
Καραγκιόζης, οι χαρακτήρες του Μποστ καυτηρίαζαν τους τότε κρατούντες
και την εξουσία τους, όχι μόνο ως σκιτσαρισμένα πρόσωπα αλλά και με το
λόγο του Μποστ. Λόγος με μια πληθωρικά πνευματώδη, σπαρταριστής
κωμικότητας γλώσσα που σκόπιμα ανακάτευε την καθαρεύουσα με στοιχεία
δημοτικής, με ασυνταξίες και ηθελημένες ανορθογραφίες για να σαρκάσει το
γλωσσικό συντηρητισμό της αστικής τάξης και του κράτους της, αλλά και
την αμορφωσιά των λαϊκών ανθρώπων που μιμούνταν τους καθαρευουσιάνους.
Στην έκθεση, τα σκίτσα του Μποστ της περιόδου 1959 - 1966 παρουσιάζονται σε ψηφιακή αναπαραγωγή, καθώς τα πρωτότυπα σκίτσα της πιο γόνιμης περιόδου του έχουν χαθεί. Το κενό αυτό μαρτυρά το πόσο πολιτικά ευθύβολη ήταν η σάτιρα του Μποστ. Τις πρώτες μέρες της Απριλιανής δικτατορίας, η Ασφάλεια εισέβαλε στο σπίτι του και κατάσχεσε το σύνολο του έργου του, το οποίο δεν του επεστράφη ποτέ.
Εύστοχος σαρκαστής των πάντων - και του εαυτού του - αποτελεί μοναδικό φαινόμενο αυτοδίδακτου - έντεχνου λαϊκού καλλιτέχνη. Και τι δεν ήταν και τι δεν διέπραξε στα 50 και πλέον χρόνια της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας, ειδικότερα στο χώρο της έντυπης δημοσιογραφίας (δεν έγινε δεκτός ως μέλος της ΕΣΗΕΑ). Ευθυμογράφος, γελοιογράφος, σατιρικός ζωγράφος, εικονογράφος βιβλίων και περιοδικών, πορτρετίστας, θεατρικός συγγραφέας, επιθεωρησιογράφος, στιχουργός - σε όλα τα κείμενά του εσκεμμένα ανορθόγραφος και «μυξοκαθαρευουσιάνος» σαν την άρχουσα τάξη και τους ημιμαθείς μιμητές της - ο Μέντης - όπως τον αποκαλούσαν οι οικείοι, οι συναγωνιστές του στην ΕΑΜική Αντίσταση, οι φίλοι και ομότεχνοί του - γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (1918). Από το 1920 έως το 1922 έζησε στη Ρουμανία, μαζί με την οικογένειά και στη συνέχεια στην Αθήνα.
Η καριέρα του ως σκιτσογράφου ξεκίνησε με εικονογραφήσεις περιοδικών και παιδικών βιβλίων. Το πρώτο προσωπικό του βιβλίο (δική του έκδοση, το 1945) είχε τίτλο «Ο Αγιος Φανούριος. Βοήθημα διά την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών... Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι». Το 1952 έπιασε δουλειά στην εφημερίδα «Καθημερινή», ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Το 1955 αρχίζει να εργάζεται στο περιοδικό «Εικόνες» ως εικονογράφος και χαρτογράφος. Ακολουθεί συνεργασία του ως σκιτσογράφου στο περιοδικό «Ταχυδρόμος».
Το 1959 παρουσίασε στη στήλη του, με τίτλο «Το μποστάνι του Μποστ», τους τρεις πλέον γνωστούς ήρωές του: Μαμά - Ελλάς, Πειναλέων και Ανεργίτσα. Τέλος στη συνεργασία του με την «Καθημερινή» δόθηκε λόγω του κειμένου «Το επάγγελμα της μητρός μου» (1961), με την κατηγορία ότι είχε ξεφύγει από τα όρια της ευπρέπειας. Από το 1960 έως το 1963 είχε τακτικό εβδομαδιαίο σκίτσο στην εφημερίδα «Ελευθερία». Από το 1963 έως το 1966 καθημερινό πολιτικό χρονογράφημα και κυριακάτικο σκίτσο στην εφημερίδα «Αυγή». Το 1966 άνοιξε το δικό του κατάστημα δώρων με την επωνυμία «Λαϊκαί Εικόναι». Διακόσμησε πάνω από 27.000 είδη δώρων, με σκίτσα και ζωγραφιές, καθώς και ανορθόγραφες επιγραφές, στιχάκια και αφιερώσεις. Το 1973 δημοσίευσε αντιδικτατορικά σκίτσα και κείμενα στα περιοδικά «Αντί» και «Ταχυδρόμος», με τα οποία συνεργάστηκε και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Προδικτατορικά συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες και με τα περιοδικά «Δρόμοι της Ειρήνης» και «Θεατής». Λόγω των πολιτικών γελοιογραφιών του υπέστη διώξεις και πολλές μηνύσεις.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, αφιερώθηκε στη ζωγραφική και το θέατρο. Τα σατιρικά θεατρικά του έργα είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο, ενώ κατά διαστήματα, μετά τη μεταπολίτευση, ασχολήθηκε και πάλι με το σκίτσο και την πολιτική γελοιογραφία, σε περιοδικά και εφημερίδες, μεταξύ των οποίων και ο «Ριζοσπάστης».
Πραγματοποίησε επίσης 16 προσωπικές εκθέσεις και υπήρξε υποψήφιος βουλευτής της ΕΔΑ (1964) και του ΚΚΕ (1981 και 1985).
Ο Μποστ, «ζει και βασιλεύει», γιατί με τις πολιτικές γελοιογραφίες, τα σκίτσα, τους στίχους και τα θεατρικά έργα του καταφέρνει να χαμογελάσει λίγο το χειλάκι του εργαζόμενου λαού που δεινοπαθεί ξανά σήμερα από την καπιταλιστική κρίση και τους κυβερνητικούς και
μη πολιτικούς παραπλανητές και τους εκμεταλλευτές του.
Η δεινότητα των πολιτικών γελοιογραφιών του αλησμόνητου Μποστ δεν «ιστορεί» μονάχα τα παρελθόντα πάθη των λαϊκών μαζών, αλλά «μιλά» και για τα σημερινά τους.
Στην έκθεση, τα σκίτσα του Μποστ της περιόδου 1959 - 1966 παρουσιάζονται σε ψηφιακή αναπαραγωγή, καθώς τα πρωτότυπα σκίτσα της πιο γόνιμης περιόδου του έχουν χαθεί. Το κενό αυτό μαρτυρά το πόσο πολιτικά ευθύβολη ήταν η σάτιρα του Μποστ. Τις πρώτες μέρες της Απριλιανής δικτατορίας, η Ασφάλεια εισέβαλε στο σπίτι του και κατάσχεσε το σύνολο του έργου του, το οποίο δεν του επεστράφη ποτέ.
Εύστοχος σαρκαστής των πάντων - και του εαυτού του - αποτελεί μοναδικό φαινόμενο αυτοδίδακτου - έντεχνου λαϊκού καλλιτέχνη. Και τι δεν ήταν και τι δεν διέπραξε στα 50 και πλέον χρόνια της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας, ειδικότερα στο χώρο της έντυπης δημοσιογραφίας (δεν έγινε δεκτός ως μέλος της ΕΣΗΕΑ). Ευθυμογράφος, γελοιογράφος, σατιρικός ζωγράφος, εικονογράφος βιβλίων και περιοδικών, πορτρετίστας, θεατρικός συγγραφέας, επιθεωρησιογράφος, στιχουργός - σε όλα τα κείμενά του εσκεμμένα ανορθόγραφος και «μυξοκαθαρευουσιάνος» σαν την άρχουσα τάξη και τους ημιμαθείς μιμητές της - ο Μέντης - όπως τον αποκαλούσαν οι οικείοι, οι συναγωνιστές του στην ΕΑΜική Αντίσταση, οι φίλοι και ομότεχνοί του - γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (1918). Από το 1920 έως το 1922 έζησε στη Ρουμανία, μαζί με την οικογένειά και στη συνέχεια στην Αθήνα.
Η καριέρα του ως σκιτσογράφου ξεκίνησε με εικονογραφήσεις περιοδικών και παιδικών βιβλίων. Το πρώτο προσωπικό του βιβλίο (δική του έκδοση, το 1945) είχε τίτλο «Ο Αγιος Φανούριος. Βοήθημα διά την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών... Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι». Το 1952 έπιασε δουλειά στην εφημερίδα «Καθημερινή», ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Το 1955 αρχίζει να εργάζεται στο περιοδικό «Εικόνες» ως εικονογράφος και χαρτογράφος. Ακολουθεί συνεργασία του ως σκιτσογράφου στο περιοδικό «Ταχυδρόμος».
Το 1959 παρουσίασε στη στήλη του, με τίτλο «Το μποστάνι του Μποστ», τους τρεις πλέον γνωστούς ήρωές του: Μαμά - Ελλάς, Πειναλέων και Ανεργίτσα. Τέλος στη συνεργασία του με την «Καθημερινή» δόθηκε λόγω του κειμένου «Το επάγγελμα της μητρός μου» (1961), με την κατηγορία ότι είχε ξεφύγει από τα όρια της ευπρέπειας. Από το 1960 έως το 1963 είχε τακτικό εβδομαδιαίο σκίτσο στην εφημερίδα «Ελευθερία». Από το 1963 έως το 1966 καθημερινό πολιτικό χρονογράφημα και κυριακάτικο σκίτσο στην εφημερίδα «Αυγή». Το 1966 άνοιξε το δικό του κατάστημα δώρων με την επωνυμία «Λαϊκαί Εικόναι». Διακόσμησε πάνω από 27.000 είδη δώρων, με σκίτσα και ζωγραφιές, καθώς και ανορθόγραφες επιγραφές, στιχάκια και αφιερώσεις. Το 1973 δημοσίευσε αντιδικτατορικά σκίτσα και κείμενα στα περιοδικά «Αντί» και «Ταχυδρόμος», με τα οποία συνεργάστηκε και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Προδικτατορικά συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες και με τα περιοδικά «Δρόμοι της Ειρήνης» και «Θεατής». Λόγω των πολιτικών γελοιογραφιών του υπέστη διώξεις και πολλές μηνύσεις.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, αφιερώθηκε στη ζωγραφική και το θέατρο. Τα σατιρικά θεατρικά του έργα είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο, ενώ κατά διαστήματα, μετά τη μεταπολίτευση, ασχολήθηκε και πάλι με το σκίτσο και την πολιτική γελοιογραφία, σε περιοδικά και εφημερίδες, μεταξύ των οποίων και ο «Ριζοσπάστης».
Πραγματοποίησε επίσης 16 προσωπικές εκθέσεις και υπήρξε υποψήφιος βουλευτής της ΕΔΑ (1964) και του ΚΚΕ (1981 και 1985).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου