Μια ματιά στην τρέχουσα ειδησεογραφία αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι πολλά ζητήματα που αποτελούν κατ' εξοχήν αντικείμενα των κοινωνικών επιστημών απασχολούν τον προβληματισμό για τα μέτρα για τον περιορισμό και τη διαχείριση της εξάπλωσης της επιδημίας, τις πολιτικές που υλοποιούνται στο όνομά της και τα επακόλουθά τους.
Τέτοια ζητήματα είναι, μεταξύ άλλων, το κοινωνικό αποτύπωμα της επιτάχυνσης του «ψηφιακού μετασχηματισμού» της οικονομίας, της επέκτασης της τηλεργασίας και της τηλεκπαίδευσης, η ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού, η διάρθρωση των οικογενειών και η σύνθεση των νοικοκυριών, οι διαφοροποιημένες θρησκευτικές, ηθικές και πολιτισμικές αντιλήψεις και πρακτικές, οι διάφορες εξαρτήσεις, η ενδοοικογενειακή βία, τα ειδικά ζητήματα που αφορούν υποσύνολα του γενικού πληθυσμού όπως οι Ρομά, οι άστεγοι, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες κ.ο.κ.
Την ίδια στιγμή, σοβαρά ζητήματα που ενδιαφέρουν τις κοινωνικές επιστήμες υποτιμούνται από τα αστικά επιτελεία που χαράσσουν τις πολιτικές για την επιδημία, όπως π.χ. οι επιπτώσεις της παρατεταμένης κοινωνικής απομόνωσης/φυσικής αποστασιοποίησης στον ατομικό και κοινωνικό ψυχισμό, της επιβολής συγκεκριμένων προτύπων κοινωνικής συμπεριφοράς, της κατασταλτικής προδιάθεσης επιτήρησης του κοινωνικού σώματος κ.ο.κ.
Αν κανείς αναλογιστεί επιπρόσθετα όλα εκείνα τα αντικείμενα των κοινωνικών επιστημών που δεν άπτονται άμεσα της συγκυρίας, θα διαπιστώσει ότι είναι πάμπολλοι οι τομείς όπου οι νέοι κοινωνικοί επιστήμονες θα μπορούσαν να εργαστούν και να συμβάλουν στην αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων.
Κι όμως, η συντριπτική πλειοψηφία όσων αποφοιτούν από τις σχολές κοινωνικών επιστημών είναι απίθανο να βρουν δουλειά στο αντικείμενο σπουδών, πόσο μάλλον με καλούς όρους. Τι πάει στραβά;
Ανυπαρξία κατάλληλων δομών και απόσταση του περιεχομένου σπουδών από τις λαϊκές ανάγκες
Η ρίζα του προβλήματος είναι η εξουσία του κεφαλαίου, που δεν λογαριάζει τις λαϊκές ανάγκες.Η κατάσταση που επικρατεί σε ό,τι αφορά κοινωνική πολιτική, πρόνοια, μέριμνα και ψυχοκοινωνική υποστήριξη στη χώρα μας προσφέρεται για να απαντηθεί το ερώτημα.
Ο κανόνας είναι η ανυπαρξία, σε πολλές περιπτώσεις, κατάλληλων δομών και υπηρεσιών, η υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση όσων υπάρχουν, η εναπόθεση της υλοποίησης δράσεων σε βραχυχρόνια προγράμματα με απαράδεκτους όρους για τους εργαζόμενους. Οι αστικές κυβερνήσεις μεταφέρουν στην Τοπική Διοίκηση όλο και περισσότερες από τις σχετικές αρμοδιότητες, χωρίς να διαθέτουν τους απαιτούμενους πόρους. Σημαντικές λειτουργίες εκχωρούνται σε ΜΚΟ, που δρουν ανεξέλεγκτα, επιβάλλοντας τη δική τους ατζέντα. Η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων δουλεύουν με εργασιακές σχέσεις - λάστιχο, η διάθεση για εθελοντική προσφορά αξιοποιείται ως πηγή απλήρωτης εργασίας, όπως και η πρακτική άσκηση. Μέσα από τέτοιους δρόμους, το αστικό κράτος αποφεύγει να διασφαλίζει μόνιμο επιστημονικά ειδικευμένο προσωπικό για τις σχετικές υπηρεσίες.
Η εικόνα συμπληρώνεται από την απόσταση ανάμεσα στον προσανατολισμό των αστικών πανεπιστημίων και στις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, γεγονός που επιδρά και στο περιεχόμενο των σπουδών, στην επιστημονική έρευνα, στην οικονομική τους λειτουργία. Παραμένοντας στα θέματα της επικαιρότητας, είναι χαρακτηριστικό ότι στις σχολές κοινωνικών επιστημών στη χώρα μας δεν υπάρχουν ερευνητικά εργαστήρια ή ινστιτούτα που να επικεντρώνουν στην επίδραση κοινωνικοοικονομικών παραγόντων στην προαγωγή της υγείας και την εμφάνιση και αντιμετώπιση ασθενειών κ.λπ. Ως αποτέλεσμα της χρόνιας υποχρηματοδότησης και των τεράστιων κενών σε μόνιμο διδακτικό προσωπικό, μαθήματα ξεφυτρώνουν και χάνονται κάθε χρόνο από τα προγράμματα, ανάλογα με το αν υπάρχει ή όχι η απαιτούμενη χρηματοδότηση για την πρόσληψη συμβασιούχων ώστε να τα διδάξουν. Τέτοιο παράδειγμα είναι και το μάθημα «Ανθρωπολογία της Υγείας» στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου, μαζί με πολλά άλλα σε όλες τις σχολές. Καθώς το περιεχόμενο των σπουδών διαθλάται από τον παραμορφωτικό φακό της αστικής οπτικής, στις σχολές κοινωνικών επιστημών κυριαρχούν ερμηνευτικά σχήματα και ρεύματα σκέψης που απάδουν προς τη διαλεκτικοϋλιστική κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων και εχθρεύονται το μαρξισμό.
Τα πάντα μετριούνται με βάση το κέρδος και όχι τις κοινωνικές ανάγκες
Η ρίζα του προβλήματος είναι το καπιταλιστικό σύστημα και οι πολιτικές που το υπηρετούν, όπου τα πάντα μετριούνται με βάση το κέρδος που αποφέρουν για το κεφάλαιο και όχι τις κοινωνικές ανάγκες που ικανοποιούν, κάτι που στις συνθήκες της επιδημίας φωτίζεται με μεγεθυντικό φακό. Είναι η ίδια αιτία που καθιστά τους αποφοίτους, τις γνώσεις και τις υπηρεσίες που μπορούν να προσφέρουν, εμπορεύματα που υπόκεινται στους νόμους της αγοράς.Αυτή η πολιτική, στις ποικίλες εκφάνσεις της, δεν έρχεται από τον ουρανό. Υλοποιείται από τις αστικές κυβερνήσεις, την ΕΕ και τους άλλους διακρατικούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, σε φάσεις «κανονικότητας», κρίσης ή πανδημίας, έστω και με διαφορετικές κατά περίπτωση μορφές.
Σε τελική ανάλυση, ο λόγος που δεν υπάρχει επάρκεια σε ΜΕΘ, υγειονομικούς, κατάλληλο εξοπλισμό και υποδομές κ.ο.κ., είναι ίδιος με το λόγο που οι απόφοιτοι των κοινωνικών επιστημών δεν μπορούν εύκολα να βρουν καλή δουλειά στο αντικείμενο των σπουδών τους. Κι ο λόγος αυτός είναι ότι κριτήριο της οικονομικής ανάπτυξης είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους και όχι της κοινωνικής προόδου, η ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.
Να ξεμπερδεύουμε με την επιδημία του κεφαλαίου, για να βγουν οι ανάγκες μας από την καραντίνα
Η πείρα από τα πρώτα κιόλας χρόνια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ό αιώνα είναι διδακτική για την καταλυτική συμβολή που μπορεί να έχουν οι κοινωνικές επιστήμες στην ανάπτυξη ενός συστήματος Υγείας και Πρόνοιας με επίκεντρο τις ανάγκες του λαού και έμφαση όχι μόνο στη θεραπεία, αλλά και στην πρόληψη.Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι μελέτες για την αλληλεπίδραση κοινωνικών και βιολογικών παραγόντων και τον αντίκτυπό τους στην υγεία του λαού, τομέα στον οποίο η Σοβιετική Ενωση πρωτοπορούσε διεθνώς. Το σύστημα Semashko, που αποτέλεσε τον πυλώνα της ανάπτυξης του σοβιετικού συστήματος Υγείας, ανοίγοντας διεθνώς νέους δρόμους στο πεδίο της κοινωνικής ιατρικής, έδινε ιδιαίτερη προσοχή στα ζητήματα της κοινωνικής ζωής και στις συνθήκες δουλειάς και διαβίωσης. Είναι προφανές, βέβαια, ότι οι τομείς αυτοί αφορούν άμεσα τις κοινωνικές επιστήμες.
Εξάλλου, ο μαρξισμός από νωρίς είχε στρέψει την προσοχή του στην επίδραση των συνθηκών δουλειάς και ζωής στην υγεία της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Ο Φρ. Ενγκελς, στο έργο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», που εξακολουθεί να αποτελεί ορόσημο ως προς τον προσανατολισμό και τη μεθοδολογία για τις κοινωνικές επιστήμες, καταπιάνεται ακριβώς με αυτά τα ζητήματα και καταγγέλλει την «κοινωνική δολοφονία» που διαπράττει η αστική τάξη θέτοντας «εκατοντάδες προλετάριους σε τέτοια θέση που αναπόφευκτα θα είχαν έναν πολύ πρόωρο ή αφύσικο θάνατο». Αλλού, ο Ενγκελς υπογραμμίζει ότι οι εργατικές συνοικίες στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης αποκαλύφθηκαν ως «εστίες λοιμωδών νόσων, οι πιο φριχτές σπηλιές και τρύπες όπου ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής κλείνει κάθε νύχτα τους εργάτες μας», όπως αντίστοιχα ισχύει και για τους χώρους δουλειάς. Οι επισημάνσεις αυτές αποδεικνύονται επίκαιρες, όπως εξάλλου και η διαπίστωση του Μαρξ ότι «το κεφάλαιο είναι ανελέητο απέναντι στην υγεία και στη διάρκεια ζωής του εργάτη, παντού όπου δεν το υποχρεώνει η κοινωνία να τις υπολογίζει».
Οσο κι αν η αστική προπαγάνδα επιχειρεί να πείσει για το αντίθετο, απέναντι στην επιδημία δεν είμαστε όλοι ίσοι. Κοινωνικές μελέτες αναδεικνύουν ότι οι δυνατότητες πρόληψης και θεραπείας έχουν ταξικό πρόσημο, όπως και η πρόσβαση στους απαιτούμενους πόρους και συνθήκες υγιεινής κ.ο.κ. Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα θρηνούν πολύ περισσότερα θύματα - σε απόλυτους αριθμούς, αλλά και αναλογικά - από την αστική τάξη και πληρώνουν για άλλη μια φορά το μάρμαρο από τα μέτρα και τις πολιτικές που υλοποιούν και αυτή την περίοδο οι αστικές κυβερνήσεις για τη στήριξη της καπιταλιστικής οικονομίας.
Ο ρόλος των κοινωνικών επιστημόνων στη σοσιαλιστική κοινωνία θα είναι καθοριστικός
Οι κοινωνικοί επιστήμονες μπορούν και πρέπει να τροφοδοτήσουν με τις γνώσεις και τη δράση τους το ταξικά προσανατολισμένο εργατικό - λαϊκό κίνημα, για την οργανωμένη, αγωνιστική, συλλογική διεκδίκηση της ικανοποίησης των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Να συμβάλουν στον ρεαλιστικό στόχο της κοινωνικής ανατροπής, της ανάγκης των καιρών που πρέπει να πραγματωθεί, ώστε ο λαός να βγει στο ξέφωτο της σοσιαλιστικής προοπτικής.Σε μια κοινωνία με τη συνεχή διεύρυνση της κοινωνικής ευημερίας για όλους στο επίκεντρο, οι κοινωνικοί επιστήμονες όχι μόνο δεν θα είναι καταδικασμένοι στην εργασιακή ανασφάλεια, όπως σήμερα, αλλά οι δυνατότητες του κεντρικού σχεδιασμού και του εργατικού ελέγχου στην κοινωνικοποιημένη παραγωγική βάση της οικονομίας θα εξασφαλίζουν σε όλους δουλειά στο αντικείμενο σπουδών αμέσως μετά την αποφοίτησή τους, ώστε να ικανοποιούνται οι διευρυνόμενες κοινωνικές ανάγκες.
Ο ρόλος των κοινωνικών επιστημόνων στην επιστημονική καθοδήγηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας θα είναι καθοριστικός. Με τη δουλειά τους στις διάφορες υπηρεσίες και στις παραγωγικές μονάδες του εργατικού κράτους, ανάλογα με την ειδίκευσή τους, θα παρακολουθούν την ανάπτυξη των κομμουνιστικών κοινωνικών σχέσεων, θα σχεδιάζουν παρεμβάσεις της εργατικής εξουσίας στις νέες κοινωνικές διεργασίες και θα συμβάλλουν στην πλήρη αξιοποίηση των νέων δυνατοτήτων, στο ξεπέρασμα των δυσκολιών και των καθυστερήσεων που θα κληροδοτήσει ο καπιταλισμός. Σε κάθε φάση της κοινωνικής επανάστασης, θα συνδέουν τα κοινωνικά προτάγματα με τη συνεχή επαναστατικοποίηση της βάσης της σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Για να ανοίξει ο δρόμος, χρειάζεται σήμερα κιόλας να ενισχυθεί με νέες δυνάμεις η στρατιά που παλεύει μέσα από τις γραμμές και στο πλευρό του ΚΚΕ και της ΚΝΕ για την υπεράσπιση της ζωής, της υγείας και των δικαιωμάτων του λαού, για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών του.
Του Δημήτρη Κοιλάκου
Ο Δημήτρης Κοιλάκος είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου