Στην τοποθέτησή του, ο πρωθυπουργός, μεταξύ όλων των άλλων θεμάτων
στη συζήτηση για το πολυνομοσχέδιο, αναφέρθηκε στην εισαγωγή των
Αγγλικών στο Νηπιαγωγείο. Υπεραμυνόμενος του μέτρου, το τεκμηρίωσε στα
επιστημονικά δεδομένα που αφορούν στη μέτρηση της πλαστικότητας του
εγκεφάλου του παιδιού, τη μεγάλη ταχύτητα με την οποία μπορεί να μάθει
δεύτερη ακόμα και τρίτη ξένη γλώσσα, τονίζοντας ότι το μέτρο θα οδηγήσει
στην άμβλυνση των ταξικών ανισοτήτων, θα στηρίξει τα φτωχά παιδιά των λαϊκών οικογενειών, αφού θα προσφέρεται, πλέον, στο δημόσιο Νηπιαγωγείο.
Δεν θα διαφωνήσουμε σε σχέση με την ικανότητα του παιδιού. Αυτή είναι ανεξάντλητη, και μέσα από το παιχνίδι, χωρίς δηλαδή την αυστηρά μαθησιακή διαδικασία, μπορεί να μιμηθεί, να παπαγαλίσει, να μάθει απέξω τραγούδια στα αγγλικά, να χαιρετήσει, να πει «Good morning» το πρωί, «Good night» το βράδυ και όλα αυτά να τα αθροίσουμε με τα υπόλοιπα «μαθησιακά» αποτελέσματα και να είμαστε ευχαριστημένοι ότι κάναμε καλά τη δουλειά μας.
Πραγματικά η μιμητική του ικανότητα είναι τεράστια, το παιδί προσχολικής ηλικίας μπορεί να στοιβάξει πολλές πληροφορίες σε μια «βαλίτσα», να την παραφορτώσει κιόλας, μόνο που δεν ξέρει πού να την πάει και τι να την κάνει.
Γι’ αυτό διαφωνούμε στο κύριο, στο κατά πόσο δηλαδή αυτή η δραστηριότητα, σε αυτή την ηλικία, με αυτό το περιεχόμενο που υποτάσσεται στενά στην εκμάθηση δεξιοτήτων, προάγει τη σκέψη του παιδιού, το βοηθάει να αφομοιώσει έννοιες αναγκαίες για να συγκροτήσει το πρώτο στοιχειώδες, βασικό οπλοστάσιό του απέναντι στην κατανόηση της πραγματικότητας, στο μέτρο του δυνατού γι’ αυτή την ηλικία.
Βέβαια, για να είμαστε ακριβείς, η ποσοτική άθροιση δεξιοτήτων, η προαγωγή τους δεν ανακαλύφτηκε σε αυτό το νομοσχέδιο, προϋπάρχει σε όλες τις νομοθετικές παρεμβάσεις, στο ισχύον αναλυτικό πρόγραμμα και αναφέρεται σε κάθε είδους εγγραμματισμό (ηλεκτρονικό, επιστημονικό, εκμάθηση αναδυόμενης γραφής κλπ.), που, ως κυρίαρχος, είναι ανάγκη να γίνει κτήμα των παιδιών. Σε αυτή την πεπατημένη, λοιπόν, γίνεται ένα βήμα παραπέρα για τον ξενόγλωσσο εγγραμματισμό.
Βεβαίως, η εκμάθηση, αφομοίωση της ξένης γλώσσας είναι πολύ σημαντική μαθησιακή κατάκτηση, καθώς όπως είχε πει ο Goethe «όποιος δεν γνωρίζει ξένες γλώσσες, δεν γνωρίζει τίποτα για τη δική του», όμως η μέθοδος, το περιεχόμενο της διδασκαλίας, ως στείρου επικοινωνιακού μέσου, την καθιστά δεξιότητα, φιλοσοφία, που διατρέχει έτσι κι αλλιώς την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ως μητρικής.
Αυτό ως συνθήκη διατρέχει όλο το αστικό σχολείο, τηρουμένων των αναλογιών και των στόχων, για κάθε ηλικιακή βαθμίδα, και το αποτέλεσμά της εκφράζεται στην ενήλικη ζωή τους, που παρότι είναι εγγράμματοι, είναι στην ουσία λειτουργικά αναλφάβητοι, αφού το τεράστιο αποθετήριο δεξιοτήτων και πληροφοριών δεν μπορεί να βρει δημιουργική εφαρμογή του στην ίδια τη ζωή. Αυτό, άλλωστε, είναι ένα τεκμήριο που εν μέρει αντανακλάται και σε διάφορες εκθέσεις των Οργανισμών που αποτιμούν τα μαθησιακά αποτελέσματα.
Άρα, το κριτήριο με το οποίο αυτές οι δυνατότητες εντάσσονται στη ζωή των δομών προσχολικής αγωγής δεν είναι μόνο τι είναι ικανά να μάθουν τα παιδιά, αλλά συνολικότερα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ψυχοσωματικές ιδιομορφίες των παιδιών της προσχολικής ηλικίας, κυρίως τα αποτελέσματα της επίδρασης της αγωγής που δεν είναι μόνο άμεσα, αλλά και πιο μακροπρόθεσμα.
Γι’ αυτόν τον λόγο τονίζουμε ότι η προσχολική αγωγή έχει διακριτή λειτουργία. Αξιοποιεί το «παιχνίδι» ως δραστηριότητα που τραβάει την ανάπτυξη μπροστά σε αυτές τις ηλικίες και μέσω αυτού υπηρετεί το σκοπό της αγωγής που είναι η γνώση, το συναίσθημα, η φυσική αγωγή, η αισθητική αγωγή κ.ά. Το παιχνίδι δεν είναι χαζολόγημα. Στο παιχνίδι το παιδί είναι ένα κεφάλι πιο ψηλά από τον εαυτό του. Και γι’ αυτό το λόγο, το παιχνίδι πρέπει να οργανώνεται με επιστημονικό τρόπο, να παρέχονται όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις γι’ αυτό.
Για να επιστρέψουμε στο Νηπιαγωγείο, στην είσοδο του εκπαιδευτικού συστήματος, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, περισσότερο αυτά που προέρχονται από τα φτωχά λαϊκά στρώματα, χρειάζονται πέρα από τα υλικά προαπαιτούμενα όπως είναι τα σύγχρονα Νηπιαγωγεία, το μόνιμο προσωπικό, τα παιδαγωγικά μέσα, τόσα άλλα με τα οποία δεν ασχολείται το νομοσχέδιο για την αναβάθμιση του σχολείου, έχουν ανάγκη ενός περιεχομένου που θα τους προσφέρει όλα τα απαραίτητα εφόδια για να συγκροτήσουν τη σκέψη τους και όχι να παπαγαλίσουν δεξιότητες.
Έχουν ανάγκη, δημιουργώντας ποικίλες καταστάσεις προβληματισμού μέσα στο Νηπιαγωγείο, στο μέτρο των γνωστικών δυνατοτήτων τους, να επιλύουν προβλήματα και να κατακτούν έννοιες που θα ξεφύγουν από την αυθόρμητη καθημερινή πρακτική, θα ενσταλάζονται ως «επιστημονικές» και θα αφομοιώνονται στο μυαλό τους. Από εκεί που βλέπουν έναν κόσμο χωρίς αιτιακή σύνδεση να βοηθηθούν ώστε να θεμελιώσουν μια πρώιμη λογική στάση απέναντι στον κόσμο, να κατανοήσουν τις πιο απλές σχέσεις που υπάρχουν στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Να προετοιμαστούν για πιο δύσκολα προβλήματα στο σχολείο, με στέρεο όμως βηματισμό και αισιοδοξία για τη δυνατότητα να τα επιλύουν. Σε αυτήν τη βασανιστική, αλλά εξόχως δημιουργική διαδικασία, η γλώσσα είναι ο καθρέπτης που θα μετρά τα βήματα της σκέψης του παιδιού. Παραπέρα, σε αυτό το εύφορο έδαφος, που η σκέψη θα προοδεύει και η γλώσσα θα γίνεται πιο πλούσια και ακριβής, θα φτάσει η ώρα, στη σχολική διαδρομή του μαθητή, που η σωστή εκμάθηση της ξένης θα τις ανεβάσει σε ανώτερο επίπεδο.
Αλήθεια, σε ποιο Νηπιαγωγείο μπορούν να γίνουν αυτά, πλέρια, αναπτυγμένα, επιστημονικά θεμελιωμένα; Σε αυτό που η κοινωνία θα του αναθέσει την ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού. Η κοινωνία που θα βλέπει στο μέλλον του το δικό της μέλλον.
Της Αγγελικής Γκούσκου, νηπιαγωγού, μέλους του Τμήματος Παιδείας και Έρευνας της ΚΕ του ΚΚΕ
στην άμβλυνση των ταξικών ανισοτήτων, θα στηρίξει τα φτωχά παιδιά των λαϊκών οικογενειών, αφού θα προσφέρεται, πλέον, στο δημόσιο Νηπιαγωγείο.
Δεν θα διαφωνήσουμε σε σχέση με την ικανότητα του παιδιού. Αυτή είναι ανεξάντλητη, και μέσα από το παιχνίδι, χωρίς δηλαδή την αυστηρά μαθησιακή διαδικασία, μπορεί να μιμηθεί, να παπαγαλίσει, να μάθει απέξω τραγούδια στα αγγλικά, να χαιρετήσει, να πει «Good morning» το πρωί, «Good night» το βράδυ και όλα αυτά να τα αθροίσουμε με τα υπόλοιπα «μαθησιακά» αποτελέσματα και να είμαστε ευχαριστημένοι ότι κάναμε καλά τη δουλειά μας.
Πραγματικά η μιμητική του ικανότητα είναι τεράστια, το παιδί προσχολικής ηλικίας μπορεί να στοιβάξει πολλές πληροφορίες σε μια «βαλίτσα», να την παραφορτώσει κιόλας, μόνο που δεν ξέρει πού να την πάει και τι να την κάνει.
Γι’ αυτό διαφωνούμε στο κύριο, στο κατά πόσο δηλαδή αυτή η δραστηριότητα, σε αυτή την ηλικία, με αυτό το περιεχόμενο που υποτάσσεται στενά στην εκμάθηση δεξιοτήτων, προάγει τη σκέψη του παιδιού, το βοηθάει να αφομοιώσει έννοιες αναγκαίες για να συγκροτήσει το πρώτο στοιχειώδες, βασικό οπλοστάσιό του απέναντι στην κατανόηση της πραγματικότητας, στο μέτρο του δυνατού γι’ αυτή την ηλικία.
Βέβαια, για να είμαστε ακριβείς, η ποσοτική άθροιση δεξιοτήτων, η προαγωγή τους δεν ανακαλύφτηκε σε αυτό το νομοσχέδιο, προϋπάρχει σε όλες τις νομοθετικές παρεμβάσεις, στο ισχύον αναλυτικό πρόγραμμα και αναφέρεται σε κάθε είδους εγγραμματισμό (ηλεκτρονικό, επιστημονικό, εκμάθηση αναδυόμενης γραφής κλπ.), που, ως κυρίαρχος, είναι ανάγκη να γίνει κτήμα των παιδιών. Σε αυτή την πεπατημένη, λοιπόν, γίνεται ένα βήμα παραπέρα για τον ξενόγλωσσο εγγραμματισμό.
Βεβαίως, η εκμάθηση, αφομοίωση της ξένης γλώσσας είναι πολύ σημαντική μαθησιακή κατάκτηση, καθώς όπως είχε πει ο Goethe «όποιος δεν γνωρίζει ξένες γλώσσες, δεν γνωρίζει τίποτα για τη δική του», όμως η μέθοδος, το περιεχόμενο της διδασκαλίας, ως στείρου επικοινωνιακού μέσου, την καθιστά δεξιότητα, φιλοσοφία, που διατρέχει έτσι κι αλλιώς την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ως μητρικής.
Αυτό ως συνθήκη διατρέχει όλο το αστικό σχολείο, τηρουμένων των αναλογιών και των στόχων, για κάθε ηλικιακή βαθμίδα, και το αποτέλεσμά της εκφράζεται στην ενήλικη ζωή τους, που παρότι είναι εγγράμματοι, είναι στην ουσία λειτουργικά αναλφάβητοι, αφού το τεράστιο αποθετήριο δεξιοτήτων και πληροφοριών δεν μπορεί να βρει δημιουργική εφαρμογή του στην ίδια τη ζωή. Αυτό, άλλωστε, είναι ένα τεκμήριο που εν μέρει αντανακλάται και σε διάφορες εκθέσεις των Οργανισμών που αποτιμούν τα μαθησιακά αποτελέσματα.
Άρα, το κριτήριο με το οποίο αυτές οι δυνατότητες εντάσσονται στη ζωή των δομών προσχολικής αγωγής δεν είναι μόνο τι είναι ικανά να μάθουν τα παιδιά, αλλά συνολικότερα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ψυχοσωματικές ιδιομορφίες των παιδιών της προσχολικής ηλικίας, κυρίως τα αποτελέσματα της επίδρασης της αγωγής που δεν είναι μόνο άμεσα, αλλά και πιο μακροπρόθεσμα.
Γι’ αυτόν τον λόγο τονίζουμε ότι η προσχολική αγωγή έχει διακριτή λειτουργία. Αξιοποιεί το «παιχνίδι» ως δραστηριότητα που τραβάει την ανάπτυξη μπροστά σε αυτές τις ηλικίες και μέσω αυτού υπηρετεί το σκοπό της αγωγής που είναι η γνώση, το συναίσθημα, η φυσική αγωγή, η αισθητική αγωγή κ.ά. Το παιχνίδι δεν είναι χαζολόγημα. Στο παιχνίδι το παιδί είναι ένα κεφάλι πιο ψηλά από τον εαυτό του. Και γι’ αυτό το λόγο, το παιχνίδι πρέπει να οργανώνεται με επιστημονικό τρόπο, να παρέχονται όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις γι’ αυτό.
Για να επιστρέψουμε στο Νηπιαγωγείο, στην είσοδο του εκπαιδευτικού συστήματος, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, περισσότερο αυτά που προέρχονται από τα φτωχά λαϊκά στρώματα, χρειάζονται πέρα από τα υλικά προαπαιτούμενα όπως είναι τα σύγχρονα Νηπιαγωγεία, το μόνιμο προσωπικό, τα παιδαγωγικά μέσα, τόσα άλλα με τα οποία δεν ασχολείται το νομοσχέδιο για την αναβάθμιση του σχολείου, έχουν ανάγκη ενός περιεχομένου που θα τους προσφέρει όλα τα απαραίτητα εφόδια για να συγκροτήσουν τη σκέψη τους και όχι να παπαγαλίσουν δεξιότητες.
Έχουν ανάγκη, δημιουργώντας ποικίλες καταστάσεις προβληματισμού μέσα στο Νηπιαγωγείο, στο μέτρο των γνωστικών δυνατοτήτων τους, να επιλύουν προβλήματα και να κατακτούν έννοιες που θα ξεφύγουν από την αυθόρμητη καθημερινή πρακτική, θα ενσταλάζονται ως «επιστημονικές» και θα αφομοιώνονται στο μυαλό τους. Από εκεί που βλέπουν έναν κόσμο χωρίς αιτιακή σύνδεση να βοηθηθούν ώστε να θεμελιώσουν μια πρώιμη λογική στάση απέναντι στον κόσμο, να κατανοήσουν τις πιο απλές σχέσεις που υπάρχουν στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Να προετοιμαστούν για πιο δύσκολα προβλήματα στο σχολείο, με στέρεο όμως βηματισμό και αισιοδοξία για τη δυνατότητα να τα επιλύουν. Σε αυτήν τη βασανιστική, αλλά εξόχως δημιουργική διαδικασία, η γλώσσα είναι ο καθρέπτης που θα μετρά τα βήματα της σκέψης του παιδιού. Παραπέρα, σε αυτό το εύφορο έδαφος, που η σκέψη θα προοδεύει και η γλώσσα θα γίνεται πιο πλούσια και ακριβής, θα φτάσει η ώρα, στη σχολική διαδρομή του μαθητή, που η σωστή εκμάθηση της ξένης θα τις ανεβάσει σε ανώτερο επίπεδο.
Αλήθεια, σε ποιο Νηπιαγωγείο μπορούν να γίνουν αυτά, πλέρια, αναπτυγμένα, επιστημονικά θεμελιωμένα; Σε αυτό που η κοινωνία θα του αναθέσει την ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού. Η κοινωνία που θα βλέπει στο μέλλον του το δικό της μέλλον.
Της Αγγελικής Γκούσκου, νηπιαγωγού, μέλους του Τμήματος Παιδείας και Έρευνας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου