Τον ΕΛΑΣίτη Βασίλη
Μήτρου «τον έμαθαν σε λίγο τα χωριά της Εύβοιας, τον έμαθαν οι ταγματασφαλίτες,
τον έμαθαν οι Γερμανοί. "Ερχεται ο Γύφτος" έλεγαν οι τσολιάδες και
έτρεχαν να κρυφτούν. "Πέρασε ο Γύφτος" έλεγαν στις γειτονιές και
έτρεχαν να τον γνωρίσουν. Απέραντη αγάπη από τους σκλαβωμένους, άσβεστο μίσος
από τους Γερμανούς και τους προδότες»
Της Βασιλικής Λάζου - Ιστορικού, Hothistory
Λίγα είναι γνωστά για τους Ελληνες τσιγγάνους στην Κατοχή. Σποραδικές είναι οι αναφορές σε στοιχεία και περιορισμένες οι μαρτυρίες.
Οπως εκτιμά ο Δημήτριος Τσακίρης σε μια από τις ελάχιστες σχετικές εργασίες με θέμα «Η συμπεριφορά των κατοχικών δυνάμεων απέναντι στους Ελληνες Τσιγγάνους και πώς επέζησε αυτή η μειονότητα» (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2004), η συμμετοχή των Τσιγγάνων στην Αντίσταση ήταν σχετικά περιορισμένη.
Ως μη εγγεγραμμένοι στα μητρώα αρρένων και του δημοτολογίου, οι Τσιγγάνοι στερούνταν την ιδιότητα του Ελληνα πολίτη με αποτέλεσμα να μην κληθούν να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία, σε αντίθεση με τους μόνιμα εγκατεστημένους, τους επονομαζόμενους «γύφτους», που υπηρέτησαν και πολέμησαν στο αλβανικό μέτωπο.
Η θεώρηση των πλανόδιων από το κράτος ως «αλλοδαπών» λειτουργούσε αρνητικά και για τις αντιστασιακές οργανώσεις. Αυτό επιτεινόταν από το γεγονός ότι πολλοί Τσιγγάνοι δεν γνώριζαν επαρκώς τα ελληνικά έχοντας έλθει από την Τουρκία με την ανταλλαγή του ’22 ούτε ήταν εξοικειωμένοι με τη χρήση όπλων και τον αντάρτικο τρόπο ζωής.
Σύμφωνα με τον ερευνητή: «Η μη ένταξη των Τσιγγάνων στην κοινωνία εμπόδιζε τη γνωριμία και επικοινωνία τους με τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας, έτσι ώστε να μη γίνει δυνατό να αναπτυχθεί εκείνο το αίσθημα εμπιστοσύνης που απαιτείται στις δύσκολες συνθήκες για τον αντιστασιακό αγώνα σε μια κατεχόμενη χώρα».
Μεταπολεμικά οι δυσκολίες της επιβίωσης, ο αναλφαβητισμός, η συνεχιζόμενη περιθωριοποίηση της κοινότητας δεν επέτρεψαν τη ανασυγκρότηση της μνήμης των Ρομά για την Εθνική Αντίσταση.
Ο Βασίλης Μήτρου προτού σκοτωθεί στη μάχη της Λαμπούσας είχε ανατινάξει ύστερα από καταδίωξη ένα γερμανικό αντιτορπιλικό στο λιμάνι της Κύμης. Σε αυτό το περιστατικό, όπως και στη συμβολή του Βασίλη Μήτρου στο Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό (ΕΛΑΝ), το ναυτικό της Αντίστασης, αναφέρεται η μαρτυρία που κατέθεσε με επιστολή του στο «Ιστορικά» της «Ελευθεροτυπίας» (21 Ιουνίου 2001) ο πλοιοκτήτης Δημήτρης Μεσαδάκος, γιος του διοικητή του ΕΛΑΝ Εύβοιας (Κοπετόν Φουρτούνα).
«Μεταξύ των καθηκόντων του ΕΛΑΝ Εύβοιας ήταν: α) Η υποδοχή των φορτίων που έστελναν οι σύμμαχοι στους Τσακαίους από τη Σμύρνη (όπλα, φάρμακα, αξιωματικούς της Αποστολής)
β). Η προώθηση με τα ίδια καΐκια ανθρώπων προ τη Σμύρνη (κυρίως διωγμένους Εβραίους)
γ). Κυρίως όμως η μετακίνηση ανταρτών για το άνοιγμα νέων μετώπων πολέμου με τους Γερμανούς και η αποφυγή εγκλωβισμού των ανταρτών όταν οι Γερμανοί χτένιζαν το νησί.
Θανάσιμος εχθρός των καϊκιών του ΕΛΑΝ ήταν η «Καταδίωξη», σκάφος μεγάλο, μεταλλικό, ταχύπλοο, με κανόνι που λιμενιζότανε στην άκρη του κυματοθραύστη της Κύμης. Αυτό το σκάφος των κατακτητών ο Βασίλης Μήτρου μαζί με έναν άλλο αντάρτη από τα μέρη της Κύμης το ανατίναξαν, αφού του τοποθέτησαν μαγνητικές νάρκες και απάλλαξαν το αντάρτικο από έναν κίνδυνο - διώκτη του. Στην ιστορία όμως ο Βασίλης Μήτρου θα μείνει γιατί στη σύντομη ζωή του κατάφερε να γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Γερμανών και Γερμανοντυμένων. Ηταν ταλέντο στις μεταμφιέσεις, σβέλτος σαν αερικό, ψύχραιμος με σταθερό χέρι εκδίκησης, ειδικός στις ριψοκίνδυνες αποστολές ξεκαθαρίσματος καθαρμάτων που είχαν κάνει φόνους, βασανισμούς κ.λπ.
Είχε καταστεί τέτοια ψύχωση-φόβος στους Γερμανούς που και στο ξύπνιο τους έβλεπαν μπροστά τους τον Gypsen. Ηταν η περηφάνια μας και η συνείδησή μας. Θυμάμαι το δάσκαλό μας Βαγγέλη Καραμιχάλη (Βύρων) και τον πατέρα μου να τον έχουν στριμώξει να τον δείρουν, γιατί παρά τις υποσχέσεις του, στις μάχες πολέμαγε όρθιος.
Εμένα ο Βασίλης ήταν φίλος μου (εγώ 8 χρονών, αυτός 16), του έδινα τσιγάρα που έκλεβα από τους μεγάλους και αυτός σ’ αντάλλαγμα με άφηνε και έριχνα καμιά ριπή με το αυτόματό του. Ημουν περήφανος που είχα τέτοιο παλικάρι φιλαράκι και σε αυτόν ήθελα να μοιάσω μεγαλώνοντας. Επεσε στη μάχη της Λαμπούσας έξω από το Αλιβέρι (τους γονείς του -από τα μέρη της Λαμίας ήταν- τους σκοτώσαν οι Γερμανοί, ο αδελφός του έπεσε στη μάχη της Βάθειας). Σαν ελάχιστο φόρο τιμής έχω δώσει το όνομά του σ’ ένα μεγάλο ρυμουλκό της εταιρείας».
Ενα εντυπωσιακό μνημείο και μια προτομή του Βασίλη Μήτρου έχουν στηθεί σήμερα δίπλα από τον κεντρικό δρόμο στη Λαμπούσα για να τιμήσουν και να μνημονεύσουν το γεγονός.
Αναφέρονται και άλλες περιπτώσεις Ρομά που συμμετείχαν στην Αντίσταση και έπεσαν θύματα της ναζιστικής βαρβαρότητας. Ρομά οπλίτες κατατάχθηκαν στον ΕΔΕΣ του Ζέρβα στην Ηπειρο. Αλλοι έλαβαν μέρος ως στρατιώτες στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και αργότερα οργανώθηκαν στο ΕΑΜ - ΕΛΑΣ.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, πολλοί Τσιγγάνοι από τα χωριά των Σερρών συμμετείχαν οργανωμένα στην Αντίσταση, κύρια μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ: «Πολλοί πήγαμε στο ΕΑΜ. Δημιουργήθηκαν πυρήνες (για διαφώτιση κ.λπ.). Πολεμήσαμε με τους Ελληνες, λογιστήκαμε ως Κομμουνιστές, περάσαμε στρατοδικεία. Κατέβαιναν αντάρτες και μας έπαιρναν. Μέσα στους βάλτους κρυβόμασταν. Το χωριό δεν ήξερε τι ήταν το ΚΚ. Μας έκαναν “κόκκινους”.
Εμείς αγωνιστήκαμε για την Απελευθέρωση. Καμιά 50ριά άτομα πήγαν στο ΕΑΜ... Στο χωριό δεν είχαμε Ταγματασφαλίτες, αλλά είχαμε την ΠΑΟ. Αυτοί ήταν επιστρατευμένοι, μας έπαιρναν να καλλιεργήσουμε τα χωράφια τους: να σπέρνουμε, να θερίζουμε και να παίρνουν τη σοδειά αυτοί, ως αγγαρεία, στον εμφύλιο...» (Δημήτρης Ντούσας, «Ρομ και φυλετικές διακρίσεις», Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1997).
Της Βασιλικής Λάζου - Ιστορικού, Hothistory
Λίγα είναι γνωστά για τους Ελληνες τσιγγάνους στην Κατοχή. Σποραδικές είναι οι αναφορές σε στοιχεία και περιορισμένες οι μαρτυρίες.
Οπως εκτιμά ο Δημήτριος Τσακίρης σε μια από τις ελάχιστες σχετικές εργασίες με θέμα «Η συμπεριφορά των κατοχικών δυνάμεων απέναντι στους Ελληνες Τσιγγάνους και πώς επέζησε αυτή η μειονότητα» (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2004), η συμμετοχή των Τσιγγάνων στην Αντίσταση ήταν σχετικά περιορισμένη.
Ως μη εγγεγραμμένοι στα μητρώα αρρένων και του δημοτολογίου, οι Τσιγγάνοι στερούνταν την ιδιότητα του Ελληνα πολίτη με αποτέλεσμα να μην κληθούν να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία, σε αντίθεση με τους μόνιμα εγκατεστημένους, τους επονομαζόμενους «γύφτους», που υπηρέτησαν και πολέμησαν στο αλβανικό μέτωπο.
Η θεώρηση των πλανόδιων από το κράτος ως «αλλοδαπών» λειτουργούσε αρνητικά και για τις αντιστασιακές οργανώσεις. Αυτό επιτεινόταν από το γεγονός ότι πολλοί Τσιγγάνοι δεν γνώριζαν επαρκώς τα ελληνικά έχοντας έλθει από την Τουρκία με την ανταλλαγή του ’22 ούτε ήταν εξοικειωμένοι με τη χρήση όπλων και τον αντάρτικο τρόπο ζωής.
Σύμφωνα με τον ερευνητή: «Η μη ένταξη των Τσιγγάνων στην κοινωνία εμπόδιζε τη γνωριμία και επικοινωνία τους με τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας, έτσι ώστε να μη γίνει δυνατό να αναπτυχθεί εκείνο το αίσθημα εμπιστοσύνης που απαιτείται στις δύσκολες συνθήκες για τον αντιστασιακό αγώνα σε μια κατεχόμενη χώρα».
Μεταπολεμικά οι δυσκολίες της επιβίωσης, ο αναλφαβητισμός, η συνεχιζόμενη περιθωριοποίηση της κοινότητας δεν επέτρεψαν τη ανασυγκρότηση της μνήμης των Ρομά για την Εθνική Αντίσταση.
Οι έντεκα της οδού Χαμοστέρνας. Με υπόδειξη των
κουκουλοφόρων
Αντιστασιακή δραστηριότητα των
Τσιγγάνων αποτυπώνεται ωστόσο σε ηρώα-μνημεία της Αντίστασης καθώς Τσιγγάνοι
αγωνιστές της λευτεριάς έδωσαν τη ζωή τους στα δύσκολα χρόνια του πολέμου και
της Κατοχής.
Ηταν ξημερώματα της 4ης Αυγούστου 1944 όταν στην οδό Χαμοστέρνας οι ναζί κατακτητές εκτέλεσαν έντεκα πατριώτες που είχαν συλλάβει στο μπλόκο της συνοικίας της Αγίας Σοφίας στον Ταύρο την προηγούμενη ημέρα.
Πριν από την εκτέλεση είχε ακολουθηθεί η συνήθης διαδικασία: Γερμανοί και ταγματασφαλίτες συγκέντρωσαν περί τους 300 κατοίκους στην πλατεία της γειτονιάς. Εκεί καθ' υπόδειξη κουκουλοφόρων έγινε η διαλογή.
Οι ναζί ξεχώρισαν δεκατρείς για εκτέλεση.
Από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος έπεσαν έντεκα αγωνιστές, ενώ δύο κατόρθωσαν να γλιτώσουν. Ηταν όλοι τους Τσιγγάνοι, γεγονός που πιστοποιεί τον πάνδημο χαρακτήρα της Εθνικής Αντίστασης.
Ενα μνημείο με μια πλάκα με τα ονόματα των εκτελεσθέντων σε ένα κοντινό παρκάκι θυμίζει σήμερα τη θυσία των πατριωτών. Ιορδάνης Βασιλείου, Βαγγέλης Γεωργίου, Βασίλειος Γεωργίου, Απόστολος Ευαγγελίδης, Ιωάννης Βασαλούκος, Γεώργιος Σαράφογλου, Αριστείδης Σαρρής, Νίκος Σιακούρης, Λάζαρος Τσατσάνης, Γεώργιος Γεροντάκης, Παντελής Χρήστου.
Ηταν ξημερώματα της 4ης Αυγούστου 1944 όταν στην οδό Χαμοστέρνας οι ναζί κατακτητές εκτέλεσαν έντεκα πατριώτες που είχαν συλλάβει στο μπλόκο της συνοικίας της Αγίας Σοφίας στον Ταύρο την προηγούμενη ημέρα.
Πριν από την εκτέλεση είχε ακολουθηθεί η συνήθης διαδικασία: Γερμανοί και ταγματασφαλίτες συγκέντρωσαν περί τους 300 κατοίκους στην πλατεία της γειτονιάς. Εκεί καθ' υπόδειξη κουκουλοφόρων έγινε η διαλογή.
Οι ναζί ξεχώρισαν δεκατρείς για εκτέλεση.
Από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος έπεσαν έντεκα αγωνιστές, ενώ δύο κατόρθωσαν να γλιτώσουν. Ηταν όλοι τους Τσιγγάνοι, γεγονός που πιστοποιεί τον πάνδημο χαρακτήρα της Εθνικής Αντίστασης.
Ενα μνημείο με μια πλάκα με τα ονόματα των εκτελεσθέντων σε ένα κοντινό παρκάκι θυμίζει σήμερα τη θυσία των πατριωτών. Ιορδάνης Βασιλείου, Βαγγέλης Γεωργίου, Βασίλειος Γεωργίου, Απόστολος Ευαγγελίδης, Ιωάννης Βασαλούκος, Γεώργιος Σαράφογλου, Αριστείδης Σαρρής, Νίκος Σιακούρης, Λάζαρος Τσατσάνης, Γεώργιος Γεροντάκης, Παντελής Χρήστου.
Η μάχη της Λαμπούσας και ο θάνατος του «καπετάν
Γύφτου»
Εναν μήνα αργότερα, στις 3
Σεπτεμβρίου 1944 στην τοποθεσία Λαμπούσα κοντά στην Κύμη στην Εύβοια οι μαχητές
του 3ου Τάγματος του 7ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ με διοικητή τον Προκοπή Τζάνο ή Λόγγο έδωσαν ένα καθοριστικό
κτύπημα στους Γερμανούς κατακτητές απαντώντας στη θηριωδία που προηγήθηκε τον
Μάιο του 1944 στο Κακολύρι-Ταξιάρχες (πυρπόληση χωριού και εκτέλεση 30
κατοίκων).
Η μάχη ήταν σκληρή και πολύνεκρη. Το καλά οργανωμένο σχέδιο και ο ηρωισμός των ανταρτών και των εφεδροελασιτών αλλά και η αποφασιστική συμπαράσταση του λαού των γειτονικών χωριών συντέλεσαν στην τελική νίκη.
Οι Γερμανοί άφησαν στο πεδίο της μάχης δεκάδες νεκρούς, 57 τραυματίες και αιχμαλώτους. Οπως μετέδωσε στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στο δελτίο ειδήσεων ο ραδιοφωνικός σταθμός του Λονδίνου, «εις την Εύβοιαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ εσημείωσαν αξιόλογον επιτυχίαν εξοντώσαντες ολοκληρωτικά γερμανικήν φάλαγγα, κινουμένην εκ Κύμης, εις την θέσιν Λαμπούσα. Η εξ 150 περίπου ανδρών γερμανική δύναμις εξοντώθη. Λάφυρα περιήλθον εις χείρας του ΕΛΑΣ, 10 αυτοκίνητα εκάησαν».
Από τους αντάρτες τραυματίστηκε σοβαρά και υπέκυψε αργότερα στα τραύματά του ο Τσιγγάνος καπετάνιος του ΕΛΑΣ Βασίλης Μήτρου με το ψευδώνυμο «Γύφτος».
Οπως αναφέρει στο βιβλίο του «Η νότια Εύβοια στην Κατοχή» ο καθοδηγητής του ΕΑΜ της νότιας Εύβοιας Θανάσης Τζάνος, «άξιος και φιλότιμος καθώς ήταν ο Βασίλης πήρε την πρώτη θέση στη δουλειά της οργάνωσης και έτρεχε στις πιο επικίνδυνες αποστολές που τον έστελναν. Μα ο Βασίλης ήταν ανήσυχος. Η δουλειά της πολιτικής οργάνωσης δεν τον ικανοποιούσε, ήθελε να ανέβει στο βουνό να γίνει αντάρτης, να πολεμήσει τους Γερμανούς με το όπλο στο χέρι... Στη μεγάλη του όμως επιμονή αναγκάστηκαν να τον αφήσουν και ο Βασίλης έτρεξε όσο μπορούσε γρήγορα για να βρεθεί εκεί που τον έσπρωχνε η καρδιά του, στον ΕΑΑΣ. Και εκεί δεν άργησαν να τον γνωρίσουν, γι’ αυτό πολύ γρήγορα τον αγάπησαν και τον εκτίμησαν. Τον έμαθαν σε λίγο τα χωριά, τον έμαθαν οι ταγματασφαλίτες, τον έμαθαν οι Γερμανοί. Έρχεται ο Γύφτος” έλεγαν οι τσολιάδες και έτρεχαν να κρυφτούν. “Πέρασε ο Γύφτος" έλεγαν στις γειτονιές και έτρεχαν να τον γνωρίσουν. Απέραντη αγάπη από τους σκλαβωμένους και τους φίλους, άσβεστο μίσος από τους Γερμανούς και τους προδότες».
Η μάχη ήταν σκληρή και πολύνεκρη. Το καλά οργανωμένο σχέδιο και ο ηρωισμός των ανταρτών και των εφεδροελασιτών αλλά και η αποφασιστική συμπαράσταση του λαού των γειτονικών χωριών συντέλεσαν στην τελική νίκη.
Οι Γερμανοί άφησαν στο πεδίο της μάχης δεκάδες νεκρούς, 57 τραυματίες και αιχμαλώτους. Οπως μετέδωσε στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στο δελτίο ειδήσεων ο ραδιοφωνικός σταθμός του Λονδίνου, «εις την Εύβοιαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ εσημείωσαν αξιόλογον επιτυχίαν εξοντώσαντες ολοκληρωτικά γερμανικήν φάλαγγα, κινουμένην εκ Κύμης, εις την θέσιν Λαμπούσα. Η εξ 150 περίπου ανδρών γερμανική δύναμις εξοντώθη. Λάφυρα περιήλθον εις χείρας του ΕΛΑΣ, 10 αυτοκίνητα εκάησαν».
Από τους αντάρτες τραυματίστηκε σοβαρά και υπέκυψε αργότερα στα τραύματά του ο Τσιγγάνος καπετάνιος του ΕΛΑΣ Βασίλης Μήτρου με το ψευδώνυμο «Γύφτος».
Οπως αναφέρει στο βιβλίο του «Η νότια Εύβοια στην Κατοχή» ο καθοδηγητής του ΕΑΜ της νότιας Εύβοιας Θανάσης Τζάνος, «άξιος και φιλότιμος καθώς ήταν ο Βασίλης πήρε την πρώτη θέση στη δουλειά της οργάνωσης και έτρεχε στις πιο επικίνδυνες αποστολές που τον έστελναν. Μα ο Βασίλης ήταν ανήσυχος. Η δουλειά της πολιτικής οργάνωσης δεν τον ικανοποιούσε, ήθελε να ανέβει στο βουνό να γίνει αντάρτης, να πολεμήσει τους Γερμανούς με το όπλο στο χέρι... Στη μεγάλη του όμως επιμονή αναγκάστηκαν να τον αφήσουν και ο Βασίλης έτρεξε όσο μπορούσε γρήγορα για να βρεθεί εκεί που τον έσπρωχνε η καρδιά του, στον ΕΑΑΣ. Και εκεί δεν άργησαν να τον γνωρίσουν, γι’ αυτό πολύ γρήγορα τον αγάπησαν και τον εκτίμησαν. Τον έμαθαν σε λίγο τα χωριά, τον έμαθαν οι ταγματασφαλίτες, τον έμαθαν οι Γερμανοί. Έρχεται ο Γύφτος” έλεγαν οι τσολιάδες και έτρεχαν να κρυφτούν. “Πέρασε ο Γύφτος" έλεγαν στις γειτονιές και έτρεχαν να τον γνωρίσουν. Απέραντη αγάπη από τους σκλαβωμένους και τους φίλους, άσβεστο μίσος από τους Γερμανούς και τους προδότες».
Οι άντρες του 3ου Τάγματος του 7ου
Συντάγματος του ΕΛΑΣ του Τζάνου που πήρε μέρος στη μάχη της Λαμπούσας.
Ο Βασίλης Μήτρου προτού σκοτωθεί στη μάχη της Λαμπούσας είχε ανατινάξει ύστερα από καταδίωξη ένα γερμανικό αντιτορπιλικό στο λιμάνι της Κύμης. Σε αυτό το περιστατικό, όπως και στη συμβολή του Βασίλη Μήτρου στο Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό (ΕΛΑΝ), το ναυτικό της Αντίστασης, αναφέρεται η μαρτυρία που κατέθεσε με επιστολή του στο «Ιστορικά» της «Ελευθεροτυπίας» (21 Ιουνίου 2001) ο πλοιοκτήτης Δημήτρης Μεσαδάκος, γιος του διοικητή του ΕΛΑΝ Εύβοιας (Κοπετόν Φουρτούνα).
«Μεταξύ των καθηκόντων του ΕΛΑΝ Εύβοιας ήταν: α) Η υποδοχή των φορτίων που έστελναν οι σύμμαχοι στους Τσακαίους από τη Σμύρνη (όπλα, φάρμακα, αξιωματικούς της Αποστολής)
β). Η προώθηση με τα ίδια καΐκια ανθρώπων προ τη Σμύρνη (κυρίως διωγμένους Εβραίους)
γ). Κυρίως όμως η μετακίνηση ανταρτών για το άνοιγμα νέων μετώπων πολέμου με τους Γερμανούς και η αποφυγή εγκλωβισμού των ανταρτών όταν οι Γερμανοί χτένιζαν το νησί.
Θανάσιμος εχθρός των καϊκιών του ΕΛΑΝ ήταν η «Καταδίωξη», σκάφος μεγάλο, μεταλλικό, ταχύπλοο, με κανόνι που λιμενιζότανε στην άκρη του κυματοθραύστη της Κύμης. Αυτό το σκάφος των κατακτητών ο Βασίλης Μήτρου μαζί με έναν άλλο αντάρτη από τα μέρη της Κύμης το ανατίναξαν, αφού του τοποθέτησαν μαγνητικές νάρκες και απάλλαξαν το αντάρτικο από έναν κίνδυνο - διώκτη του. Στην ιστορία όμως ο Βασίλης Μήτρου θα μείνει γιατί στη σύντομη ζωή του κατάφερε να γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Γερμανών και Γερμανοντυμένων. Ηταν ταλέντο στις μεταμφιέσεις, σβέλτος σαν αερικό, ψύχραιμος με σταθερό χέρι εκδίκησης, ειδικός στις ριψοκίνδυνες αποστολές ξεκαθαρίσματος καθαρμάτων που είχαν κάνει φόνους, βασανισμούς κ.λπ.
Είχε καταστεί τέτοια ψύχωση-φόβος στους Γερμανούς που και στο ξύπνιο τους έβλεπαν μπροστά τους τον Gypsen. Ηταν η περηφάνια μας και η συνείδησή μας. Θυμάμαι το δάσκαλό μας Βαγγέλη Καραμιχάλη (Βύρων) και τον πατέρα μου να τον έχουν στριμώξει να τον δείρουν, γιατί παρά τις υποσχέσεις του, στις μάχες πολέμαγε όρθιος.
Εμένα ο Βασίλης ήταν φίλος μου (εγώ 8 χρονών, αυτός 16), του έδινα τσιγάρα που έκλεβα από τους μεγάλους και αυτός σ’ αντάλλαγμα με άφηνε και έριχνα καμιά ριπή με το αυτόματό του. Ημουν περήφανος που είχα τέτοιο παλικάρι φιλαράκι και σε αυτόν ήθελα να μοιάσω μεγαλώνοντας. Επεσε στη μάχη της Λαμπούσας έξω από το Αλιβέρι (τους γονείς του -από τα μέρη της Λαμίας ήταν- τους σκοτώσαν οι Γερμανοί, ο αδελφός του έπεσε στη μάχη της Βάθειας). Σαν ελάχιστο φόρο τιμής έχω δώσει το όνομά του σ’ ένα μεγάλο ρυμουλκό της εταιρείας».
Ενα εντυπωσιακό μνημείο και μια προτομή του Βασίλη Μήτρου έχουν στηθεί σήμερα δίπλα από τον κεντρικό δρόμο στη Λαμπούσα για να τιμήσουν και να μνημονεύσουν το γεγονός.
«Λογιστήκαμε ως Κομμουνιστές, περάσαμε στρατοδικεία»
Αναφέρονται και άλλες περιπτώσεις Ρομά που συμμετείχαν στην Αντίσταση και έπεσαν θύματα της ναζιστικής βαρβαρότητας. Ρομά οπλίτες κατατάχθηκαν στον ΕΔΕΣ του Ζέρβα στην Ηπειρο. Αλλοι έλαβαν μέρος ως στρατιώτες στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και αργότερα οργανώθηκαν στο ΕΑΜ - ΕΛΑΣ.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, πολλοί Τσιγγάνοι από τα χωριά των Σερρών συμμετείχαν οργανωμένα στην Αντίσταση, κύρια μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ: «Πολλοί πήγαμε στο ΕΑΜ. Δημιουργήθηκαν πυρήνες (για διαφώτιση κ.λπ.). Πολεμήσαμε με τους Ελληνες, λογιστήκαμε ως Κομμουνιστές, περάσαμε στρατοδικεία. Κατέβαιναν αντάρτες και μας έπαιρναν. Μέσα στους βάλτους κρυβόμασταν. Το χωριό δεν ήξερε τι ήταν το ΚΚ. Μας έκαναν “κόκκινους”.
Εμείς αγωνιστήκαμε για την Απελευθέρωση. Καμιά 50ριά άτομα πήγαν στο ΕΑΜ... Στο χωριό δεν είχαμε Ταγματασφαλίτες, αλλά είχαμε την ΠΑΟ. Αυτοί ήταν επιστρατευμένοι, μας έπαιρναν να καλλιεργήσουμε τα χωράφια τους: να σπέρνουμε, να θερίζουμε και να παίρνουν τη σοδειά αυτοί, ως αγγαρεία, στον εμφύλιο...» (Δημήτρης Ντούσας, «Ρομ και φυλετικές διακρίσεις», Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1997).
«Οι Ες Ες μας έτριβαν τα πρόσωπα με τούβλα για να μας
ασπρίσουν»
Η οικογένεια Βρυσάκη από τη Λιβαδειά στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης με
την υπόνοια της κατασκοπείας.
Ο 15άχρονος τότε Γιάννης Βρυσάκης σε μια από τις ελάχιστες καταγραμμένες εμπειρίες για τη δράση των Τσιγγάνων στην Κατοχή θυμάται: «Κάθε πρωί μάς έβγαζαν έξω και μάς έξυναν τα πρόσωπα. Οι Γερμανοί Ες Ες μας έτριβαν τα πρόσωπα με τούβλα για να μας ασπρίσουν. Είχαν κλομπ και χτυπούσαν όποιον δεν καθόταν. Αυτή η αθλιότητα κράτησε δέκα μέρες [...] Οι Γερμανοί ήθελαν να μας αφήσουν, αλλά παρενέβη ένας γερμανοτσολιάς.
“Αυτοί γυρνάνε συνεχώς, είναι κατάσκοποι” είπε στους Γερμανούς και μας κράτησαν». «Οι Γερμανοί» λέει ο Βρυσάκης «θα μας μετέφεραν σε στρατόπεδα. Αλλά παρενέβη ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και μας άφησαν» (Ιωάννης Βρυσάκης, Προσωπική μαρτυρία στον Ian Hancock, μετάφραση Β. Μαρσέλος).
Αλλοι Ρομά κάλυπταν σιωπηλά ή υποστήριζαν ενεργητικά τους αντάρτες.
Οι Ελληνες Τσιγγάνοι δεν κυνηγήθηκαν ξεχωριστά, με την έννοια που αυτό έγινε σε άλλες βαλκανικές χώρες και πολύ περισσότερο στη ναζιστική Γερμανία, όπου εκατοντάδες χιλιάδες Τσιγγάνοι εξοντώθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η αναστολή οποιοσδήποτε πιθανού στοιχείου εξόντωσης των Ελλήνων Ρομά εκτιμάται ότι σχετίζεται με την έλλειψη απογραφής των Ρομά. Αυτό δυσχέρανε τόσο τον εντοπισμό όσο και την κατασκευή μιας διακριτής διοικητικής κατηγορίας «Ρομά». (Γ. Γεωργίου, Μ. Δημητρίου, Ε. Πολίτου, συνεργάτες εκπαιδευτικού προγράμματος για τη σχολική και κοινωνική ένταξη των τσιγγανόπαιδων, ΥΠΕΠΘ - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, «Ρομά: Κατοχή και Αντίσταση», «Ε-Ιστορικά» της «Ελευθεροτυπίας», 21 Ιουνίου 2001).
Στη Σίνδο δίπλα στον Γαλλικό ποταμό το 1943-44 υπήρχε στρατόπεδο συγκέντρωσης με μετακινούμενες οικογένειες Τσιγγάνων. Εκεί κοντά χτίστηκε μετά τον πόλεμο οικισμός των Τσιγγάνων ο οποίος στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη σημερινή του τοποθεσία και ονομάστηκε Αγία Σοφία.
Τσιγγάνοι καταγράφηκαν ανάμεσα στους άμαχους, θύματα αντιποίνων στον Παρακάλαμο Ιωαννίνων, στη Βοιωτία, τη Σκόδρα Πέλλας και σε χωριά της Θεσσαλονίκης.
Αρκετά ονόματα Τσιγγάνων είναι καταγραμμένα στο μνημείο που υπάρχει στο Γ' νεκροταφείο για τους εκτελεσθέντες στα μπλόκα.
Ο 15άχρονος τότε Γιάννης Βρυσάκης σε μια από τις ελάχιστες καταγραμμένες εμπειρίες για τη δράση των Τσιγγάνων στην Κατοχή θυμάται: «Κάθε πρωί μάς έβγαζαν έξω και μάς έξυναν τα πρόσωπα. Οι Γερμανοί Ες Ες μας έτριβαν τα πρόσωπα με τούβλα για να μας ασπρίσουν. Είχαν κλομπ και χτυπούσαν όποιον δεν καθόταν. Αυτή η αθλιότητα κράτησε δέκα μέρες [...] Οι Γερμανοί ήθελαν να μας αφήσουν, αλλά παρενέβη ένας γερμανοτσολιάς.
“Αυτοί γυρνάνε συνεχώς, είναι κατάσκοποι” είπε στους Γερμανούς και μας κράτησαν». «Οι Γερμανοί» λέει ο Βρυσάκης «θα μας μετέφεραν σε στρατόπεδα. Αλλά παρενέβη ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και μας άφησαν» (Ιωάννης Βρυσάκης, Προσωπική μαρτυρία στον Ian Hancock, μετάφραση Β. Μαρσέλος).
Αλλοι Ρομά κάλυπταν σιωπηλά ή υποστήριζαν ενεργητικά τους αντάρτες.
Οι Ελληνες Τσιγγάνοι δεν κυνηγήθηκαν ξεχωριστά, με την έννοια που αυτό έγινε σε άλλες βαλκανικές χώρες και πολύ περισσότερο στη ναζιστική Γερμανία, όπου εκατοντάδες χιλιάδες Τσιγγάνοι εξοντώθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η αναστολή οποιοσδήποτε πιθανού στοιχείου εξόντωσης των Ελλήνων Ρομά εκτιμάται ότι σχετίζεται με την έλλειψη απογραφής των Ρομά. Αυτό δυσχέρανε τόσο τον εντοπισμό όσο και την κατασκευή μιας διακριτής διοικητικής κατηγορίας «Ρομά». (Γ. Γεωργίου, Μ. Δημητρίου, Ε. Πολίτου, συνεργάτες εκπαιδευτικού προγράμματος για τη σχολική και κοινωνική ένταξη των τσιγγανόπαιδων, ΥΠΕΠΘ - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, «Ρομά: Κατοχή και Αντίσταση», «Ε-Ιστορικά» της «Ελευθεροτυπίας», 21 Ιουνίου 2001).
Στη Σίνδο δίπλα στον Γαλλικό ποταμό το 1943-44 υπήρχε στρατόπεδο συγκέντρωσης με μετακινούμενες οικογένειες Τσιγγάνων. Εκεί κοντά χτίστηκε μετά τον πόλεμο οικισμός των Τσιγγάνων ο οποίος στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη σημερινή του τοποθεσία και ονομάστηκε Αγία Σοφία.
Τσιγγάνοι καταγράφηκαν ανάμεσα στους άμαχους, θύματα αντιποίνων στον Παρακάλαμο Ιωαννίνων, στη Βοιωτία, τη Σκόδρα Πέλλας και σε χωριά της Θεσσαλονίκης.
Αρκετά ονόματα Τσιγγάνων είναι καταγραμμένα στο μνημείο που υπάρχει στο Γ' νεκροταφείο για τους εκτελεσθέντες στα μπλόκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου