ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΟΟΣΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ
Αποκαλυπτικές επισημάνσεις για το τι πραγματικά σημαίνει τζογάρισμα των εισφορών των ασφαλισμένων
Υπενθυμίζεται ότι η «μεταρρύθμιση» που προωθεί η κυβέρνηση ΝΔ, αξιοποιώντας το αντιασφαλιστικό έδαφος που έχουν διαμορφώσει οι προκάτοχοί της, επιδιώκει την περαιτέρω έως και ολοκληρωτική απαλλαγή του κεφαλαίου και του κράτους του από το «κόστος» της Ασφάλισης και την ιδιωτικοποίηση των συντάξεων, ξεκινώντας από τις επικουρικές. Αποβάλλοντας και τα τελευταία χαρακτηριστικά κοινωνικού δικαιώματος, η Ασφάλιση μετατρέπεται σε «ατομική υπόθεση» και «επένδυση». Οι νέοι εργαζόμενοι θα υποχρεώνονται να καταβάλλουν τις εισφορές τους σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα, που θα τις «τζογάρει» στις χρηματιστηριακές αγορές, χωρίς καμία εγγύηση για τις συντάξεις και τις παροχές. Ανάλογα με το «επενδυτικό ρίσκο» και τις «αποδόσεις» θα διαμορφώνεται το τι θα πιστώνεται στο τέλος στον περιβόητο «ατομικό κουμπαρά» κάθε ασφαλισμένου. Δηλαδή, αν η «επένδυση» δεν πάει καλά, μπορεί και να χαθούν εντελώς τα χρήματα των εισφορών, όπως έχει συμβεί πολλές φορές, σε μια σειρά από χώρες, όπως έγινε και στην Ελλάδα με το τζογάρισμα των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων στο χρηματιστήριο. Την ίδια ώρα, οι συσσωρευμένες εισφορές των ασφαλισμένων θα αποτελέσουν δωρεάν «πόρους» δισεκατομμυρίων ευρώ για να αυγατίσουν τα κέρδη τους οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι.
Τα έξι από τα επτά κεφάλαια της Εκθεσης του ΟΟΣΑ ασχολούνται με τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα και λόγω πανδημίας.
Η Εκθεση σημειώνει μεταξύ άλλων για τα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα:
«Το COVID-19, το λοκντάουν και η σχετική οικονομική ύφεση έχουν πολλές επιπτώσεις στις αποταμιεύσεις συνταξιοδότησης, τα συστήματα αποταμίευσης συνταξιοδότησης, τους παρόχους, τις ρυθμιστικές αρχές και τους επόπτες. Αυτές οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε χαμηλότερα εισοδήματα κατά τη συνταξιοδότηση και σημαντικές δυσλειτουργίες στην αγορά».
Αποτυπώνοντας το τι σημαίνει τζογάρισμα των εισφορών των ασφαλισμένων στον χρηματοπιστωτικό τζόγο, η Εκθεση, μεταξύ των κύριων επιπτώσεων, επισημαίνει τη «μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των αποταμιευτικών λογαριασμών λόγω πτώσης των χρηματοπιστωτικών αγορών». Και σε άλλο σημείο αναφέρει: «Η έναρξη του COVID-19 οδήγησε σε μεγάλη πτώση της αξίας των μετοχών το πρώτο τρίμηνο του 2020. (...) Ως αποτέλεσμα, η αγοραία αξία των λογαριασμών αποταμίευσης λόγω συνταξιοδότησης υπέστη μεγάλη μείωση το πρώτο τρίμηνο του 2020. Οι απώλειες στις χρηματοπιστωτικές αγορές μειώνουν το ποσό των περιουσιακών στοιχείων στα συνταξιοδοτικά προγράμματα».
Οι ίδιες οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ μιλάνε για μείωση των συνταξιοδοτικών περιουσιακών στοιχείων «κατά 10% το πρώτο τρίμηνο του 2020 στην περιοχή του ΟΟΣΑ, από 49,2 τρισεκατομμύρια δολάρια στα τέλη Δεκεμβρίου 2019 σε 44,3 τρισεκατομμύρια δολάρια στα τέλη Μαρτίου 2020».
Ενα άλλο πρόβλημα που επισημαίνει ο ΟΟΣΑ είναι ότι ασφαλισμένοι, βλέποντας τη συνεχή πτώση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και προκειμένου να χάσουν όσα λιγότερα γίνεται, σπεύδουν να ρευστοποιήσουν το αποθεματικό που είχαν δημιουργήσει, στο πλαίσιο συνταξιοδοτικών προγραμμάτων. Γεγονός που δημιουργεί προβλήματα ρευστότητας στις ασφαλιστικές ή άλλες εταιρείες που έχουν αναλάβει το τζογάρισμα των αποθεματικών. Οπως αναφέρει η Εκθεση, «η πρόωρη πρόσβαση σε αποταμιεύσεις συνταξιοδότησης και διακοπές εισφορών θα μπορούσε» να δημιουργήσει προβλήματα «ρευστότητας για τους συνταξιοδοτικούς παρόχους. (...) Οι μακροπρόθεσμες στρατηγικές ενδέχεται επίσης να τεθούν σε κίνδυνο».
Αλλα ζητήματα που επίσης προβληματίζουν τους «παρόχους συντάξεων» είναι: Οι αυξημένες υποχρεώσεις τους που προκύπτουν λόγω των χαμηλών αποδόσεων από το τζογάρισμα των εισφορών, ενώ έχουν δεσμευτεί να παρέχουν συγκεκριμένο ποσό σαν σύνταξη, που απαιτεί υψηλότερες αποδόσεις. Η μείωση των εισφορών που δίνουν οι ασφαλισμένοι στα συστήματα αυτά, λόγω μείωσης των μισθών τους. Οι δυσλειτουργίες λόγω της εξ αποστάσεως εργασίας, οι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, οι απάτες σε βάρος ατόμων, ρυθμιστικών αρχών, εποπτών και παρόχων συνταξιοδοτικών συστημάτων (π.χ. συνταξιοδοτικά ταμεία) και η κλήση των παρόχων συντάξεων από τις κυβερνήσεις να επενδύουν, την περίοδο αυτή, «σε τοπικές επιχειρήσεις ή έργα υποδομής» που αυξάνουν «ενδεχομένως το προφίλ κινδύνου των χαρτοφυλακίων αποταμιεύσεων συνταξιοδότησης».
Ο ΟΟΣΑ ως «λύσεις» προκρίνει μεταξύ άλλων τα εξής: Οι «πάροχοι συντάξεων» να... ενημερώνουν για τους κινδύνους του τζογαρίσματος, παρουσιάζοντας «επενδυτικές στρατηγικές» στη βάση μεθόδου «που αντικατοπτρίζει την αβεβαιότητα στα αποτελέσματα, τον υπολογισμό δεικτών που αντικατοπτρίζουν την πιθανή επικινδυνότητα και την απόδοσή τους (...)».
Η «λύση» δηλαδή δεν αφορά την προστασία του μόχθου και των συντάξεων των ασφαλισμένων - κάτι τέτοιο δεν νοείται έτσι κι αλλιώς στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα - αλλά την... προετοιμασία τους και τον συμβιβασμό τους με τον ορατό κίνδυνο να δουν τις εισφορές τους να γίνονται αέρας κοπανιστός...
Ακόμα, ο ΟΟΣΑ προτείνει μέτρα μεγαλύτερου περιορισμού της «επενδυτικής ελευθερίας» των ασφαλισμένων. Καλεί χαρακτηριστικά τις κυβερνήσεις να πάρουν μέτρα ώστε να αποτρέπουν τη δυνατότητα πρώιμης χρήσης των αποταμιεύσεων συνταξιοδότησης από τους ασφαλισμένους. «Η πρώιμη πρόσβαση στις αποταμιεύσεις συνταξιοδότησης θα πρέπει να αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης βάσει ατομικών εξαιρετικών περιστάσεων», τονίζει.
Στο μεταξύ, την ώρα που η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων είναι στα ιερά και τα όσια του συστήματος, η Εκθεση καλεί υποτίθεται τις κυβερνήσεις να περιορίσουν τη «δυνατότητα των συνταξιοδοτικών ταμείων να αλλάζουν και να μεταφέρουν κεφάλαια από τη μια επένδυση στην άλλη (...) για την αποφυγή επιβλαβών αλλαγών και τη διατήρηση της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών». Τέλος προτείνει οι κυβερνήσεις να διασφαλίζουν τα συμφέροντα των «παρόχων συντάξεων» όταν τους καλούν να κάνουν επενδύσεις σε συγκεκριμένους τομείς.
Σε ό,τι αφορά τα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα, στα οποία αφιερώνεται ένα τμήμα του πρώτου κεφαλαίου της Εκθεσης, ο ΟΟΣΑ ξεχωρίζει ωστόσο ως βασικό επιβαρυντικό παράγοντα την ανεργία, με τη διευκρίνιση ότι ο τρόπος λειτουργίας τους «μετριάζει τον αντίκτυπο» των περιόδων ανεργίας.
Η Εκθεση επισημαίνει ότι στις χώρες - μέλη του ΟΟΣΑ κατά μέσο όρο «το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 5,3% τον Ιανουάριο 2020 σε 8,8% τον Απρίλιο. Ενώ μειώθηκε κάπως στο 7,3% το Σεπτέμβριο, αυξήθηκε ξανά το τέταρτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους καθώς οι πολιτικές στήριξης έκτακτης ανάγκης ορισμένων χωρών έχουν λήξει και το δεύτερο κύμα πανδημίας οδήγησε σε περαιτέρω απολύσεις και οικονομικές δυσκολίες στις επιχειρήσεις. Σε γενικές γραμμές, οι οικονομίες αναμένεται να ανακάμψουν με την πάροδο του χρόνου, αλλά τα ποσοστά ανεργίας αναμένεται να παραμείνουν αυξημένα σε περίπου 7% τόσο το 2021 όσο και το 2022. Οι εργαζόμενοι χαμηλού εισοδήματος, οι γυναίκες και οι εργαζόμενοι σε μη τυπικές θέσεις εργασίας έχουν επηρεαστεί ιδιαίτερα».
Σε άλλο σημείο, εκτιμά ότι «οι εργαζόμενοι μέσου μισθού που καταγράφουν πενταετή περίοδο ανεργίας θα έχουν 6% χαμηλότερη σύνταξη από υποχρεωτικά συστήματα», από ό,τι οι εργαζόμενοι με πλήρη εργάσιμο βίο. Εχοντας ως δεδομένο τη διατήρηση των υψηλών ποσοστών ανεργίας «για αρκετά χρόνια σε πολλές χώρες», επισημαίνει πως «πολλοί εργαζόμενοι είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην πρόσβαση στην ασφάλιση ανεργίας» και ότι «εάν η ανεργία παραμείνει υψηλή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων θα αυξηθεί. Οι μακροχρόνια άνεργοι έχουν πολύ περιορισμένη πρόσβαση σε παροχές ανεργίας και συχνά δεν συγκεντρώνουν συνταξιοδοτικά δικαιώματα».
Η ανεργία βέβαια είναι στο DNA του καπιταλιστικού συστήματος, όπως και η «απογείωσή» της στις περιόδους οικονομικής κρίσης... Κι όταν αυτές είναι οι επιπτώσεις για τους ανέργους στα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα, γίνεται ακόμα πιο φανερό πόσο πιο ξεκρέμαστοι θα μένουν στα κεφαλαιοποιητικά συστήματα οι νέοι εργαζόμενοι, τι θα μπαίνει στον... «ατομικό κουμπαρά» τους με τα παρατεταμένα διαστήματα ανεργίας, υποαπασχόλησης και κακοπληρωμένης δουλειάς...
Διαβάζοντας την Εκθεση του ΟΟΣΑ, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητος ο κυνικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει σαν ένα ακόμα στοιχείο σε λογιστικό βιβλίο τις επιπτώσεις από τις διακυμάνσεις της θνησιμότητας στις συνταξιοδοτικές δαπάνες.
Στο θέμα με τίτλο «Περιορισμένη αναμενόμενη επίπτωση της υπερβολικής θνησιμότητας στις συνταξιοδοτικές δαπάνες», ο ΟΟΣΑ σημειώνει: «Η υπερβολική θνησιμότητα λόγω του COVID-19 που παρατηρήθηκε μέχρι στιγμής, έχει μειώσει ελαφρά τις αναμενόμενες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις και επομένως θα μειώσει ελάχιστα τις συνταξιοδοτικές δαπάνες, μακροπρόθεσμα».
Αμέσως μετά, ο ΟΟΣΑ βγάζει την αριθμομηχανή και αρχίζει τους υπολογισμούς (!):«Μια 6% υψηλότερη θνησιμότητα, για παράδειγμα, θα είχε ως αποτέλεσμα περίπου 0,2% χαμηλότερο αριθμό ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στο τέλος του 2020 και θα είχε παρόμοιο αντίκτυπο στις συνταξιοδοτικές δαπάνες το 2020. Υποθέτοντας ότι οι δημόσιες δαπάνες για συντάξεις ισούται με το 8% του ΑΕΠ (ο μέσος όρος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ), μια μείωση των δαπανών κατά 0,2% ισούται με το 0,016% του ΑΕΠ (...). Επιπλέον, αυτή η επίδραση στις συνταξιοδοτικές δαπάνες μπορεί να εξαφανιστεί αρκετά γρήγορα στις περισσότερες χώρες, γιατί οι υπερβολικοί θάνατοι το 2020» αφορούν κυρίως ηλικιωμένους «και όσοι πεθαίνουν λόγω του COVID-19 είναι πιθανό να είχαν, πριν από την κρίση του COVID-19, χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής από άτομα της ίδιας ηλικίας ή γενιάς (...). Ωστόσο, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία μεταξύ όσων έχουν αναρρώσει μπορεί να μειώσουν το προσδόκιμο ζωής τους, καθώς ορισμένοι ασθενείς εμφανίζουν παρατεταμένα συμπτώματα και ορισμένα όργανα όπως η καρδιά, οι πνεύμονες ή ο εγκέφαλος μπορεί να βλάψουν τον ιό, ενώ η μελλοντική ανάπτυξη της πανδημίας υπόκειται σε μεγάλη αβεβαιότητα!».
Το πώς θα ενισχυθούν τα συστήματα Υγείας που έχουν καταρρεύσει είναι βέβαια «εκτός κάδρου». Αυτό που απασχολεί κυνικά τους εκπροσώπους του κεφαλαίου είναι η «μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου