«Οπως στη μουσική ο μαέστρος φροντίζει να ενώνει όλα τα όργανα μιας ορχήστρας, έτσι και οι διπλωμάτες εκμεταλλεύονται ομοίως όλα τα εργαλεία της αμερικανικής στρατηγικής - από την "ήπια ισχύ" των ιδεών, του πολιτισμού και της δημόσιας διπλωματίας, μέχρι και τη συλλογή πληροφοριών και τη μυστική δράση», γράφει στο βιβλίο του για την εξωτερική πολιτική ο Αμερικάνος διπλωμάτης Ουίλιαμ Μπερνς, αναδεικνύοντας τη στενή σχέση μυστικής και φανερής διπλωματίας, οι οποίες «συνυπάρχουν» στις διεθνείς σχέσεις.
Ο Μπερνς είναι αυτός τον οποίο επέλεξε ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος των ΗΠΑ για νέο διευθυντή της CIA, και έχει χαρακτηριστεί ως το «μυστικό διπλωματικό όπλο» των ΗΠΑ. Αποσύρθηκε το 2014 από το διπλωματικό σώμα, έχοντας στην «πλάτη» του καριέρα 33 ετών, φτάνοντας μέχρι τη θέση του αναπληρωτή ΥΠΕΞ επί κυβέρνησης Ομπάμα και έχοντας υπηρετήσει μεταξύ άλλων ως πρέσβης των ΗΠΑ στη Ρωσία το διάστημα 2005 - 2008.
Μετά τη συνταξιοδότησή του, έγινε πρόεδρος της αμερικανικής «δεξαμενής σκέψης» εξωτερικής πολιτικής «Carnegie Endowment for International Peace» (CEIP), η οποία ειδικά το τελευταίο διάστημα έχει ασχοληθεί ενδελεχώς με το θέμα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στην Ανατ. Μεσόγειο και τη στάση των ΗΠΑ απέναντι σ' αυτήν, σκιαγραφώντας την εξωτερική πολιτική της νέας κυβέρνησης Μπάιντεν.
Απ' αυτήν τη σκοπιά, αξίζει να σημειωθούν ορισμένες πλευρές των αναλύσεων του CEIP για τα Ελληνοτουρκικά, ειδικά για το πλαίσιο στο οποίο τοποθετούν τις προωθούμενες διευθετήσεις μεταξύ των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας, από τη σκοπιά των αμερικανικών συμφερόντων. Οπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, καμία «τομή» δεν φέρνει στις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας η κυβερνητική εναλλαγή στις ΗΠΑ. Αντίθετα, οι προσδοκίες που καλλιεργούν η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα για τον Μπάιντεν συνιστούν τουλάχιστον επικίνδυνο εφησυχασμό μπροστά στις εξελίξεις που κυοφορούνται στην περιοχή.
Οι αναλυτές του CEIP διαπιστώνουν ότι «η προθυμία της Τουρκίας να αποστασιοποιείται από τη Δύση όταν διακυβεύονται τα εθνικά της συμφέροντα» και οι επιλεκτικές της δεσμεύσεις στη Βορειοατλαντική Συμμαχία και στην ΕΕ «δημιουργούν στρατηγικό κίνδυνο για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις», αλλά τα «ευρωπαϊκά εργαλεία» δεν έχουν παράξει αποτέλεσμα μέχρι τώρα.
Επομένως, η «αντιμετώπιση των εντάσεων της Ανατολικής Μεσογείου» δίνει την ευκαιρία «να αναζωογονηθεί το ΝΑΤΟ και παράλληλα να εξασφαλίσουν οι ΗΠΑ την ηγεσία του. Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί να μην είναι σε θέση να εμποδίσει τις τουρκικές διεκδικήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, η μεταφορά της Αγκυρας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δεν απέχει πολύ από τις δυνατότητες των ΗΠΑ».
Με άλλα λόγια, τα Ελληνοτουρκικά αντιμετωπίζονται ως μέρος μιας ευρύτερης διευθέτησης στην περιοχή, που θα κατοχυρώνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ΝΑΤΟ και θα ενισχύει την «προβολή ισχύος» των ΗΠΑ. Αυτό είναι το πλαίσιο του διαλόγου που στήνεται ανάμεσα στις αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας, όπως τώρα, με τη συνέχιση των «διερευνητικών επαφών», κάτω από την ομπρέλα των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ.
Η συγκεκριμένη «δεξαμενή σκέψης» προσεγγίζει τις διαφορές ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία ως ένα από τα μεγαλύτερα «εσωτερικά ζητήματα» που αντιμετωπίζει η ευρωατλαντική συμμαχία και χαρακτηρίζει την κατάσταση που διαμορφώνεται σε Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειο ως διαμάχη που «έχει πλέον μετατραπεί σε μάχη μαξιμαλιστικών αφηγήσεων». Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η Ελλάδα πιστεύει ότι πρέπει να της παραχωρηθεί μια εκτεταμένη οικονομική ζώνη (και) η Τουρκία υποστηρίζει ότι η ηπειρωτική χώρα της Ανατολίας είναι μια υφαλοκρηπίδα από μόνη της και έτσι περιορίζει το εύρος της ζώνης των ελληνικών νησιών».
Ειδικά για το Αιγαίο σημειώνει ότι οι θέσεις της ελληνικής πλευράς για τις θαλάσσιες ζώνες οδηγούν σε «ένα εκτεταμένο θαλάσσιο όριο εις βάρος της Τουρκίας, της χώρας με τη μεγαλύτερη ακτογραμμή σε ολόκληρη τη Μεσόγειο», στην οποία αναγνωρίζει μια «δικαιότερη αποκλειστική οικονομική ζώνη» λόγω της χερσαίας έκτασής της, «αν και όχι αυτό που βρίσκει κανείς στους χάρτες που παράγονται στην Αγκυρα ή σε αυτούς που προκύπτουν από την παράξενη συμφωνία Τουρκίας - Λιβύης του Νοεμβρίου 2019».
Η επιθετικότητα και οι αμφισβητήσεις της τουρκικής κυβέρνησης εξαφανίζονται από το κάδρο και το επιχείρημα των «μαξιμαλιστικών διεκδικήσεων» μετατρέπεται σε «γέφυρα» για επώδυνους συμβιβασμούς σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Πίσω από τέτοιες αναλύσεις ο λαός πρέπει να βλέπει πρωτίστως τις ευθύνες της κυβέρνησης και όλων των αστικών κομμάτων, που παρουσιάζουν τους συμμάχους της αστικής τάξης ως εγγυητές τάχα της ειρήνης για τους λαούς και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, κοροϊδεύοντας μάλιστα το λαό ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα παίξει πιο αποτελεσματικά έναν τέτοιο ρόλο σε σχέση με την απερχόμενη του Τραμπ!
Στο τέλος, όλα καταλήγουν στο ευρωατλαντικό τραπέζι του διαλόγου, με αυξημένο ρόλο των ΗΠΑ, αφού όπως σημειώνει η ανάλυση, «λόγω της έλλειψης αμερικανικής ηγεσίας (μέχρι στιγμής), αυτό το ζήτημα έχει μετατοπιστεί από το ΝΑΤΟ και περιορίζεται στη δικαιοδοσία της ΕΕ. Ομως η ΕΕ είναι χωρισμένη και οι δύο βασικοί παράγοντες (Γερμανία και Γαλλία) δεν μπόρεσαν να δράσουν με ενιαίο τρόπο».
Στο διά ταύτα και με αφορμή την απόσυρση του τουρκικού σεισμογραφικού «Ορούτς Ρέις» από «τις αμφισβητούμενες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου», άρθρο αναλυτή του CEIP που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Σεπτέμβρη στην εφημερίδα «Washington Post» αναφέρει ότι «ο νέος γύρος συνομιλιών θα πρέπει να ξεκινήσει αμέσως και να καλύπτει επίσης την Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία και η Ελλάδα (και ίσως αργότερα οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελληνοκύπριοι) θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να διερευνήσουν τη δυνατότητα κοινοπραξιών για την εξερεύνηση υποθαλάσσιων πόρων στις αμφισβητούμενες θαλάσσιες περιοχές. Εναλλακτικά, οι συνομιλίες θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν σε συμφωνία για ένα κοινό πλαίσιο προς μία απόφαση διεθνούς δικαστηρίου».
Ο στόχος της συνεκμετάλλευσης δεν μπαίνει «από το παράθυρο», αλλά από την «μπροστινή πόρτα», με τον CEIP να περιγράφει μια συμφωνία διαμοιρασμού του πλούτου που υπάρχει σε Ανατ. Μεσόγειο και Αιγαίο, ενώ προκρίνει και μια διευθέτηση - πακέτο Ελληνοτουρκικών και Κυπριακού. Προκειμένου δε να μη μείνει καμία αμφιβολία για το τι πραγματικά προτείνεται, ο αρθρογράφος κλείνει ως εξής: «Σε έναν κόσμο τόσο διασυνδεδεμένο, δεν μπορούν να υπάρξουν σαφείς νικητές σε μια αντιπαράθεση στην Ανατολική Μεσόγειο. Καλύτερα να κάτσουν να συζητήσουν - και να μοιραστούν»...
Δ. Μ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου