Επιλογή γλώσσας

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

«Βρες τις διαφορές» για δυνατούς λύτες...

 

ΝΔ ΚΑΙ ΣΥΡΙΖΑ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΣΕΒ

 «Ευρεία συναντίληψη» στους έξι άξονες που παρουσίασε, διαπίστωσε ο πρόεδρος του ΣΕΒ

Καλά διαβασμένοι στα «θέλω» του κεφαλαίου εμφανίστηκαν τη περασμένη Τρίτη ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας, στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, όπου μίλησαν και συμμετείχαν σε συζητήσεις με τον πρόεδρο του ΣΕΒ Δημήτρη Παπαλεξόπουλο.

Ο πρωθυπουργός και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασαν τη στρατηγική των κομμάτων τους για ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, δίνοντας ο καθένας διαβεβαιώσεις πως το κόμμα του έχει ενσωματώσει όλες τις αναγκαίες προσαρμογές στην αστική διαχείριση, στο σύνθετο περιβάλλον της νέας διεθνούς πραγματικότητας.

Στις δημόσιες συζητήσεις που είχαν χωριστά με τον πρόεδρο του ΣΕΒ, Μητσοτάκης και Τσίπρας τοποθετήθηκαν πάνω στους 6 άξονες που εισηγείται ο ΣΕΒ για τη θεμελίωση του «νέου παραγωγικού μοντέλου». Η «ευρεία συναντίληψη» που εντόπισε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, συνοψίζοντας τις θέσεις των δύο κομμάτων, κάνουν τον εντοπισμό των μεταξύ τους διαφορών μια «άσκηση για δυνατούς λύτες»...

Οι έξι άξονες του ΣΕΒ

Οι 6 άξονες - στόχοι του ΣΕΒ αφορούν την αναβάθμιση της ικανότητας της χώρας στην καινοτομία και των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, με τη επισήμανση πως «υπάρχει συναντίληψη ότι η χώρα μας δεν παράγει ούτε σε ποιότητα ούτε σε ποσότητα το πλήρες φάσμα των δεξιοτήτων που χρειάζεται».

Τρίτος άξονας είναι η «πράσινη ανάπτυξη», τονίζοντας ότι και εκεί εντοπίζεται συμφωνία, ζητώντας ωστόσο να μην ανέβει το ενεργειακό κόστος για τις ελληνικές βιομηχανίες. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η Ελλάδα «έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα», αλλά θα πρέπει οι κυβερνήσεις να προσέξουν κατά τη διάρκεια της «πράσινης μετάβασης» «να μην ξεφύγει το οριακό κόστος και χαθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων» σε σχέση με τις αντίστοιχες εκτός της ΕΕ.

Οσον αφορά τον τέταρτο πυλώνα, την «ψηφιακή μετάβαση», ο πρόεδρος του ΣΕΒ εξήρε το έργο των κυβερνήσεων ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, χαρακτηρίζοντας εντυπωσιακά τα βήματα που έγιναν στην οικονομία και στο κράτος. Η «αναβάθμιση της βιομηχανίας» ήταν ο 5ος πυλώνας που αναφέρθηκε, με τον πρόεδρο του ΣΕΒ να σημειώνει πως στόχος των βιομηχάνων είναι μια «ανταγωνιστική, εξωστρεφής βιομηχανία» που θα φτάσει από το 10% του ΑΕΠ σήμερα, στο 15%.

Τέλος, σημείωσε την ανάγκη της «προσέγγισης των επιχειρήσεων με την κοινωνία», καθώς όπως τόνισε, ο ΣΕΒ έχει εντοπίσει ότι «πράγματι, σε γενικές γραμμές η ελληνική κοινωνία δεν αγκαλιάζει την επιχειρηματικότητα», παρά τη συντονισμένη προσπάθεια εξωραϊσμού από κράτος και επιχειρήσεις, με την «εταιρική κοινωνική ευθύνη», την προβολή της επιχειρηματικότητας ακόμα και στο πλαίσιο του σχολικού προγράμματος, την προσπάθεια να εμπεδώνεται η πραγματικότητα με το κεφάλι κάτω, ότι «χωρίς επιχειρηματίες δεν υπάρχουν εργαζόμενοι» και άλλα παρόμοια.

«Αυθεντική» ή «ορθολογική» επεκτατική πολιτική;

Ως προς τους άξονες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τις «πράσινες» και ψηφιακές επενδύσεις, όπου τα επόμενα χρόνια θα διοχετευθεί η μερίδα του λέοντος από το Ταμείο Ανάκαμψης, τις κρατικές επιδοτήσεις, τα άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα και τον τραπεζικό δανεισμό, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν βρήκαν τίποτα που να τους χωρίζει. Συμφωνώντας λοιπόν στο «τι», ξεδίπλωσαν ο καθένας το σχέδιό του για το «πώς».

Αρχικά, τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασαν τα κόμματά τους ως τους καλύτερους εκφραστές της νεοκεϊνσιανής διαχείρισης, που συγχρονίζεται με την ΕΕ και τις ΗΠΑ στην υιοθέτηση εκτεταμένων μέτρων κρατικής παρέμβασης, επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και νομισματικής χαλάρωσης, για να στηριχτεί η καπιταλιστική οικονομία στις συνθήκες της νέας κρίσης και της πανδημίας.

Σε γλώσσα που θα ζήλευε και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διεκδικεί τον τίτλο του «αυθεντικού» εκφραστή της κεϊνσιανής συνταγής, ο Κυρ. Μητσοτάκης τόνισε πως η κυβέρνησή του εξελέγη με σκοπό την «αλλαγή της μακροοικονομικής πολιτικής προς μια πολιτική με χαμηλότερους φόρους, η οποία δεν θα διακινδύνευε την δημοσιονομική ισορροπία».

Η πανδημία όμως «άλλαξε όλο τον χάρτη των δημοσιονομικών πολιτικών» και ανέδειξε την ανάγκη του κράτους να ξοδέψει σημαντικότατα ποσά στη στήριξη της «πραγματικής οικονομίας», απελευθερωμένης από τον «βραχνά των πρωτογενών πλεονασμάτων όπως αυτά τα είχε διαπραγματευθεί η προηγούμενη κυβέρνηση».

Ο πρωθυπουργός υπερασπίστηκε μπροστά στον ΣΕΒ την «ορθολογική» εκδοχή της επεκτατικής πολιτικής, σε αντιπαράθεση με το «περισσότερα και γρηγορότερα» του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο κατηγόρησε μάλιστα ότι κληροδότησε στη ΝΔ τις πολιτικές αυστηρής λιτότητας, με τα υψηλά μεταμνημονιακά πρωτογενή πλεονάσματα που συμφώνησε με τους «εταίρους» και δανειστές.

Είναι κι αυτό μια τρανταχτή απόδειξη ότι «επεκτατικές» και «περιοριστικές» συνταγές διαχείρισης δεν χωρίζονται με «σινικά τείχη». Οτι αποτελούν όψεις της ίδιας αστικής πολιτικής, που η αναλογία τους προσδιορίζεται από τις κάθε φορά ανάγκες του κεφαλαίου. Ο μόνος που βγαίνει πάντα χαμένος είναι ο λαός, που πληρώνει το μάρμαρο με ένταση της εκμετάλλευσης αλλά και με αύξηση της φορολογίας, για να πληρώνονται τα σπασμένα από τις απαλλαγές και τα άλλα μέτρα στήριξης του κεφαλαίου.

Στο επίκεντρο η χειραγώγηση του λαού

Στην ομιλία του ο Αλ. Τσίπρας αξιοποίησε την «κοινωνική συνοχή», που περιλαμβάνει ο 6ος άξονας του ΣΕΒ, ως «συγκριτικό πλεονέκτημα» στην αντιπαράθεση με τη ΝΔ. Υπερασπίστηκε την ικανότητα του κόμματός του να εξασφαλίσει καλύτερους όρους «κοινωνικής ειρήνης», εντάσσοντας την «άμβλυνση των ανισοτήτων» στις «αναπτυξιακές πολιτικές» που συμπληρώνουν τα άλλα μέτρα στήριξης του κεφαλαίου.

Αφού διαπίστωσε ότι «η ελληνική κοινή γνώμη δεν αισθάνεται ταύτιση με τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, αντίστοιχη με αυτή που παρατηρείται σε άλλες χώρες», προειδοποίησε πως αυτό μπορεί να οδηγήσει σε «μια κατάσταση ακραίας κοινωνικής πόλωσης και έντασης»που θα βάζει εμπόδια στην ανάκαμψη της οικονομίας.

Υποστήριξε πως αυτό συμβαίνει επειδή «στην ελληνική κοινωνία δεν είναι ευδιάκριτο το κοινωνικό αποτύπωμα της μεγάλης επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα», υποδεικνύοντας στους βιομηχάνους ότι αν θέλουν πραγματικά να αλλάξουν αυτήν την αίσθηση «θα πρέπει να αρχίσετε να συζητάτε την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων».

Παρουσίασε δηλαδή την πολιτική του ως την καταλληλότερη στις σημερινές συνθήκες ώστε να εγγυηθεί την ανάκαμψη για το κεφάλαιο, ενσωματώνοντας σ' αυτόν τον στόχο ευρύτερα εργατικά - λαϊκά στρώματα.

Σ' αυτήν την κατεύθυνση, πρόσθεσε πως «οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση του μισθολογικού κόστους είναι άκαιρη, άτοπη και βαθιά υπονομευτική της αναπτυξιακής προσπάθειας», για τον επιπλέον λόγο ότι θα επιδράσει αρνητικά στην κατανάλωση, δηλώνοντας ωστόσο «ανοιχτός στη συζήτηση για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους», δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών, που από άλλο δρόμο θα φορτωθούν ξανά στις πλάτες του λαού.

Και σ' αυτό το πεδίο, όμως, ο Κυρ. Μητσοτάκης δεν άφησε τον ΣΥΡΙΖΑ να «παίξει» μόνος σε «άδειο γήπεδο». Σημείωσε κι αυτός ότι η «αναπτυξιακή δυναμική» θα πρέπει να «περιορίζει τις ανισότητες», αφομοιώνοντας τα διδάγματα από την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ για το ζήτημα των εισοδημάτων τόνισε πως αυτά θα βελτιώνονται «αυτόματα» από την ανάπτυξη της οικονομίας.

Στο διά ταύτα, δεσμεύτηκε για μόνιμη μείωση στο 22% του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις, ως μια άμεση «ανάσα» στην ανταγωνιστικότητα και στα κέρδη τους.

Πρόσθεσε μάλιστα πως η μείωση δεν θα αφορά αποκλειστικά τη φορολόγηση των κερδών, αλλά και τη φορολόγηση της εργασίας, των εργοδοτικών εισφορών και τη μόνιμη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, μέτρα που όπως είπε «καθιστούν συνολικά και τη βιομηχανία μας πιο ανταγωνιστική, και βέβαια σε αυτό συμπεριλαμβάνονται και ειδικά φορολογικά κίνητρα που ενθαρρύνουν τις επενδύσεις που έχουν ξεχωριστή σημασία σε κλάδους εντάσεως επενδύσεων, όπως είναι η βιομηχανία».

Το πρόβλημα του «επενδυτικού κενού»

Η τόνωση των επενδύσεων με κρατική στήριξη αποτέλεσε κομβικό σημείο στο οποίο στάθηκαν ο πρωθυπουργός και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, επιβεβαιώνοντας το βάθος της στρατηγικής τους σύμπλευσης στον στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης.

Ο Κυρ. Μητσοτάκης σημείωσε ότι η κυβέρνηση θα αξιοποιήσει χρηματοδοτικά εργαλεία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να «θεραπεύσει» τον «μεγάλο ασθενή της ελληνικής οικονομίας», δηλαδή το λεγόμενο «επενδυτικό κενό», το οποίο σε δηλώσεις του ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών είχε υπολογίσει σωρευτικά την περίοδο 2010 - 2019 στα 162 δισ. ευρώ.

Πρόσθεσε πως αυτό δεν θα καλυφθεί μόνο από τις «πεπερασμένες» δημόσιες επενδύσεις, αλλά πρωτίστως μέσα από ιδιωτικές επενδύσεις, καλώντας τους βιομήχανους να «ανταποκριθούν στην πρόκληση των καιρών», εκμεταλλευόμενοι το θετικό επενδυτικό περιβάλλον που διαμορφώνει η κυβέρνηση ΝΔ με τους δεκάδες αντιλαϊκούς - αντεργατικούς νόμους που ψήφισε και συνεχίζει να ψηφίζει.

Τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης, είπε ο Κυρ. Μητσοτάκης, θα κατευθυνθούν κυρίως στους τομείς της ψηφιακής και της «πράσινης» μετάβασης, ενώ πόροι θα διοχετευτούν και στην «ευθυγράμμιση της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά εργασίας», με την ανάπτυξη δεξιοτήτων που είναι άμεσα αναγκαίες στην ευμετάβλητη καπιταλιστική αγορά.

Από την πλευρά του ο Αλ. Τσίπρας, επικαλούμενος και το παράδειγμα της κυβέρνησης Μπάιντεν στις ΗΠΑ, υποστήριξε ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελούν «ευκαιρία» για την στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων αλλά «δεν αρκούν από μόνοι τους για την επανεκκίνηση της οικονομίας», προβάλλοντας την «κοινωνική διάσταση» της ανάπτυξης.

Προσπάθησε με αυτόν τον τρόπο να κρύψει ότι προτεραιότητα και της δικής του πολιτικής είναι η «άνευ όρων» στήριξη του κεφαλαίου με κρατικό και ευρωπαϊκό χρήμα, προνόμια και διευκολύνσεις, όπως επιβεβαιώνεται άλλωστε και από τους εκατοντάδες νόμους που ψήφισε ως κυβέρνηση, ή από τα «αναπτυξιακά» μέτρα που στηρίζει σήμερα στη Βουλή.


Δ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου