Γιέ μου, είχε συναχτεί προψές το βράδι
όλ' η φτωχολογιά μας, η αργατειά μας
οι ματιές τους αστράφταν στο σκοτάδι
σαν κάρβουνα πυρά και τρομερά
κι ανάμεσα τους χτύπαγε η καρδιά μας
γιομάτη εμπιστοσύνη και χαρά.
Ετσι, καθώς με κλείναν γύρα - γύρα
μορφές που ιδρώσαν, κλάψαν και πασκίσαν,
ψημένες απ' του πέλαου την αρμύρα,
σκαμμένες απ' το κρύο κι απ' το χιονιά,
ένιωσα, τάχα, αδέρφια μου πως εισαν
κ' ήβρα στη σκιά τους ήλιο, απανεμιά.
Στη μέση της πλατείας κάποιος μιλούσε
δεν ξέρω ποιος, μα ξέρω ότι η λαλιά του
την ίδια την καρδιά μου αντιλαλούσε:
«Μας κλέβουν τον ιδρώ μα, το ψωμί,
για να φτιάξουνε σύνεργα θανάτου,
και βόλια μας πετούν για πλερωμή».
Και τότε οι γαλονάδες πέσαν, γιέ μου,
κ' είδα να δέρνουν, να τσαλαπατάνε
κ' είδα τη φρίκη ακέρια του πολέμου.
Μας λένε: «οι Τούρκοι, οι Βούλγαροι είναι οχτροί»
μα τους Ρωμιούς, Ρωμιοί να τους χτυπάνε;
Γιέ μου, έχεις δίκιο, έχτροι μας είναι Αυτοί.
* * *
Μάνα, σου γράφω βιαστικά, στο πόδι.
Σήμερα θλιβερό βγάλαμε ξόδι,
Σκοτώθηκαν πέν' έξι σ' έν' αμπρί
- όλοι είκοσι μέχρ' εικοσπέντε χρονώ,
στην ώρα πάνου που είταν για γαμπροί -
κ' έχω μες στην καρδιά μου τόσο πόνο!
Στεγνό είναι το παγούρι μου, σταγόνα
νερό δυό μέρες. Κόβουνται τα γόνα,
σαν το τσαρούχι η γλώσσα μου κολλά
και το ξερό σα φλόγα καίει λαρύγγι.
Δεν ξέρω, κάτι μέσα μου κυλά
σα χείμαρρος και τη γροθιά μου σφίγγει.
Μας ρίχνουν στη φωτιά κ' υπολογίζουν
παράσημα τη ζωή μας και γιομίζουν
με το αίμα την κοιλιά τους τη χοντρή
και σκέφτουμαι - πως να στο πω, μητέρα; -
μην είναι τούτοι, αλήθεια, οι μόνοι οχτροί
κ' η σκέψη αυτή με τρώει νύχτα - μέρα.
Μην πεις πως ετρελλάθηκα είναι κι άλλοι
πολλοί που σκέφτουνται έτσι. Τη μεγάλη
εβδομάδα, που εσείς βάφατε αυγά.
εμείς σ' αυτή την ίδια σκέψη πάνω
μιλούσαμε ως το σούρουπο σιγά.
Μητέρα, πια δεν ξέρω τι θα κάνω.
* * *
Τα παραπάνω ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στον «Ριζοσπάστη» τον Αύγουστο του 1934 (15.8.1934 και 28.8.1934 αντίστοιχα).*
Με αυτά τα ποιήματα ξεκίνησε η συνεργασία του Γιάννη Ρίτσου με τον «Ριζοσπάστη», ενώ την ίδια χρονιά (1934) έγινε και μέλος του ΚΚΕ.
Το πρώτο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου στον «Ριζοσπάστη» δημοσιεύτηκε στις 12 Αυγούστου 1934 και είχε τον τίτλο «Γράμμα απ' το Μέτωπο» και την υπογραφή Γ. Σοστίρ (ψευδώνυμο - αναγραμματισμός του επιθέτου του ποιητή). Ακολούθησαν άλλα πέντε ποιήματα στην ίδια σειρά, που αποτελούσε μια «συνομιλία» μητέρας - στρατευμένου γιου. Τα «γράμματα» που έστελνε η μητέρα είχαν τίτλο «Γράμματα για το Μέτωπο» και τα «γράμματα» που έστελνε ο φαντάρος γιος είχαν τίτλο «Γράμματα απ' το Μέτωπο».
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε αυτά τα ποιήματα στα 1930-1932 και τα περιέλαβε στη συλλογή του «Πυραμίδες» που εκδόθηκε το 1935. Στα έξι ποιήματα που δημοσίευσε στον «Ριζοσπάστη», προστέθηκαν άλλα 16 και έτσι συνολικά η κάθε «ενότητα» αποτελούταν από έντεκα ποιήματα.
Η μητέρα και ο γιος μέσω της ανταλλαγής γραμμάτων αντιλαμβάνονται ότι ο πραγματικός εχθρός βρίσκεται μέσα στην ίδια τη χώρα, είναι οι εκμεταλλευτές των εργαζομένων και του φτωχού λαού σε συνθήκες ειρήνης και πολέμου.
Η συνεργασία του Γιάννη Ρίτσου με τον «Ριζοσπάστη» κράτησε πολλές δεκαετίες. Αναφέρουμε ενδεικτικά: Το 1935 δημοσίευσε το ποίημα «Μνημόσυνο», ενώ το 1936 δημοσίευσε σε πρώτη μορφή τον «Επιτάφιο», με τον τίτλο «Μοιρολόι», το 1946 τα ποιήματα «Αθήνα», «ΕΑΜ», «Ξυπόλυτοι Αγγελοι» και «Στεφανίνα», το 1974 το ποίημα «Χαιρετισμός στον Ποιητή» (για τον Κώστα Βάρναλη), το 1977 το ποίημα «Τα παιδιά της ΚΝΕ», το 1978 το ποίημα «Στο ΚΚΕ», το 1980 το ποίημα «Στη συντρόφισσα Σωτηρία Βασιλακοπούλου».
Πολλά απ' τα ποιήματα που δημοσίευσε στην εφημερίδα μας περιλαμβάνονται στη συλλογή «Συντροφικά Τραγούδια» που κυκλοφορεί απ' τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
* Τα ποιήματα δημοσιεύονται όπως περιέχονται στη συλλογή «Πυραμίδες» του ποιητή.
- Βλ. περισσότερα:
Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τόμ. Α', εκδ. «Κέδρος», Αθήνα, 1990.
Συλλογικό, «Γιάννης Ρίτσος. Πάντα παρών στο κάλεσμα της εποχής. Επιστημονικό Συνέδριο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου