Η Μεγάλη του Γένους Σχολή* |
Ε, πόσον γλυκύ πράγμα είναι να ομιλή
τινάς (κανείς) την αληθείαν! Γλυκύτερα όμως
καταπολλά είναι να εκφέρη εις φως
αληθείας επωφελείς
«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ»
Το Εθνος πρέπει να μάθεινα θεωρεί Εθνικό
ό,τι είναι αληθές.
Διονύσης ΣΟΛΩΜΟΣ
Το 1888 εκτίθεται στην Αθήνα για πρώτη φορά ο πίνακας του Νικόλαου Γύζη (1842 - 1901) με τίτλο «Ελληνικό Σχολείο εν καιρώ δουλείας», ο οποίος παριστάνει έναν καλόγερο να διδάσκει παιδιά.
Το 1899 ο Ιωάννης Πολέμης (1862 - 1926) εμπνευσμένος, όπως δήλωσε ο ίδιος, από τον πίνακα του Γύζη, γράφει και δημοσιεύει το πασίγνωστο ποίημά του με τίτλο: ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ.
Απ' έξω μαυροφόρα απελπισιά
πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι
και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά
(στην εκκλησιά που παίρνει κάθε βράδυ
την όψη του σχολειού)
το φοβισμένο φως του καντηλιού
τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει
και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.
Το ποίημα αυτό, που προκαλεί τις πιο ευαίσθητες χορδές της ιστορικής μας μνήμης και συνείδησης, που είναι διαμορφωμένη μέσα σε συνθήκες καλλιεργημένης ημιμάθειας, μονόπλευρης ενημέρωσης, με παραποιήσεις και πλαστογραφήσεις της ιστορίας, ένοχες σιωπές, με την απόκρυψη εθνικής σημασίας γεγονότων (όπως η απόκρυψη της αδιάλειπτης και αμείλικτης δίωξης της Παιδείας από την Εκκλησία, ακόμα και με το κάψιμο των βιβλίων, αλλά και του φιλότουρκου, αντιδραστικού και ολέθριου ρόλου της στο σηκωμό του υπόδουλου ελληνισμού), απέκτησε γρήγορα μεγάλη δημοσιότητα. Χάρη στη δημοσιότητα αυτή, ο τίτλος αυτού του ποιήματος αντικατέστησε τον αρχικό τίτλο του πίνακα ο οποίος έμεινε γνωστός πια με τον τίτλο «Το Κρυφό Σχολειό», αυτόν του ποιήματος.
Ο όρος, λοιπόν, «κρυφό σχολειό» είναι πρόσφατος και σε καμιά περίπτωση προεπαναστατικός, γιατί δεν υπάρχει καμιά απολύτως ιστορική πηγή που να μαρτυρεί ότι οι τουρκικές αρχές απαγόρευαν τη λειτουργία ελληνικών σχολείων. Αλλωστε, το γεγονός και μόνο ότι σε όλη την Τουρκοκρατία λειτουργούσαν φανερά ελληνικά σχολεία σε πόλεις και χωριά δηλώνει ότι δεν υπήρχε λόγος λειτουργίας κρυφών σχολείων. Και βέβαια η Εκκλησία, που προβάλλεται και διεκδικεί την τιμή και τη δόξα της ίδρυσης, της συντήρησης και λειτουργίας του λεγόμενου «κρυφού σχολειού», με τόση εξουσιαστική εμπειρία από τα βυζαντινά χρόνια και στα κατοπινά, σε καμιά περίπτωση δε θα αδιαφορούσε για την προμήθεια και διατήρηση τέτοιων τεκμηρίων αν υπήρχαν, που θα της εξασφάλιζαν αιώνια ευγνωμοσύνη ολόκληρου του Εθνους για το φωτισμό του στα χρόνια της δουλείας, που θα τον οδηγούσε στο λυτρωμό του.
Η σχετική παράδοση ανάγει την αρχή του θρύλου αυτού στα μεταεπαναστατικά χρόνια, όπου ο θρύλος αργότερα ντύθηκε με ζωγραφική και ποίηση.
Ο πίνακας και το ποίημα
Σύμφωνα με τον πίνακα του Γύζη και το ποίημα του Πολέμη, που και τα δύο φέρνουν τον τίτλο «Το Κρυφό Σχολειό», οι δημιουργοί τους διάλεξαν ως τόπο κρυφής λειτουργίας του σχολείου κάποια γωνιά του ναού ή του μοναστηριού, ως δάσκαλο κληρικό και ως χρόνο λειτουργίας του σχολείου τη νύχτα, ώστε αυτό να μη γίνει αντιληπτό από τον κατακτητή, ο οποίος υποτίθεται ότι θα το καταδίωκε, αφού θεωρείται ότι το σχολείο λειτουργούσε κρυφά. Και θα το καταδίωκε, γιατί, το σχολείο ως εθνικό ίδρυμα για την ανύψωση του γένους, ο παπαδάσκαλος θα έπρεπε σ' αυτό το κρυφό σχολειό, εκτός από γραφή και ανάγνωση, να μάθαινε στο Ελληνόπουλο το «τι έχασε, τι έχει, τι του πρέπει». Δηλαδή στο σχολειό αυτό θα μάθαινε στο σκλαβόπουλο ότι ανήκει σε μια γενιά που ήταν κάποτε λεύτερη και δοξασμένη, που δημιούργησε έναν πρωτόγνωρο και πρωτόφαντο πολιτισμό, που προκαλεί το θαυμασμό όλου του κόσμου και σε κάθε εποχή, ενώ τώρα στερείται το πιο πολύτιμο στον άνθρωπο αγαθό, τη λευτεριά του και είναι σκλάβος σε βαρβάρους, ζώντας μια άχαρη και μαύρη ζωή, με ταπεινώσεις, με εξαθλίωση, με πνευματικό μαρασμό, με όλα τα δεινά της σκλαβιάς που του επέβαλαν. Ετσι θα του διατηρούσε άσβεστη τη φλόγα του λυτρωμού του και θα του δυνάμωνε τη θέληση να τον διεκδικήσει με επανάσταση που θα προετοίμαζε και στην ώρα της θα βρόνταγε το καριοφίλι και θα έμπηγε στη σκλαβιά το σπαθί. Ετσι με τον πίνακα του Γύζη και το ποίημα του Πολέμη, που δεν αποτελούν τεκμήρια για την ύπαρξη του λεγόμενου κρυφού σχολειού, αποδόθηκε στην Εκκλησία το έργο της Παιδείας, που θα έφερνε την ελευθερία στο υπόδουλο έθνος με το φωτισμό του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μια πράξη ύψιστης εθνικής σημασίας, που όχι μόνο δεν της ανήκε, αλλά αντίθετα είναι υπόλογη με την κατηγορία της ιστορίας για το ζημιογόνο ρόλο της στην Παιδεία, αφού η επίσημη ηγεσία της Εκκλησίας αντιτάχθηκε στο λαϊκό διαφωτισμό με συνέπεια και επιμονή και κατέτρεξε κάθε κίνημα, κάθε φωτισμένο νου, κάθε γενναία ψυχή, που είχε καημό και πάθος της την ανάσταση του γένους με το φωτισμό της Παιδείας.
Ιστορικό ψέμα
Σχολείο που να λειτουργούσε κρυφά από τις οθωμανικές αρχές τη νύχτα, σε εκκλησιά ή ερημοκλήσι, με δάσκαλο παπά, σχολείο που διωκόταν από τον Τούρκο κατακτητή, δηλαδή το κρυφό σχολειό, δεν υπήρχε, για τον αποδεικτικό λόγο γιατί κανένα ιστορικό τεκμήριο δεν υπάρχει για την ύπαρξή του. Η δήθεν ύπαρξη του κρυφού σχολειού είναι ιστορικό ψέμα, είναι απόκρυψη της ιστορικής αλήθειας, η αναζήτηση της οποίας είναι υποχρέωση για λόγους επιστημονικής δεοντολογίας και ιστορικής δικαιοσύνης, αλλά και γιατί η ιστορική αλήθεια μπορεί να συμβάλει στην καλλιέργεια ιστορικής συνείδησης, δηλαδή της ορθής αντίληψης για την κοινωνική πραγματικότητα και ορθής κρίσης για τα γύρω μας πολιτικά πράγματα. Μόνο η ιστορική αλήθεια διαπαιδαγωγεί σωστά και ωφελεί το Εθνος.
Μελετητές της ιστορίας μας ασχολήθηκαν κριτικά και με το κρυφό σχολειό και υπερασπίστηκαν την ιστορική αλήθεια γι' αυτό, που είναι η ανυπαρξία του.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης (1867 - 1945) λογοτέχνης, ιστοριοδίφης, ιστορικός ερευνητής, που ζωντάνεψε το 1821 και μας το παρουσίασε με αποκαλυπτική μορφή, που ίδρυσε και οργάνωσε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, όπου ταξινόμησε πολλά ντοκουμέντα του απελευθερωτικού αγώνα και τιμήθηκε το 1923 με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων, ασχολήθηκε και με το κρυφό σχολειό και έγραψε μελέτες του γι' αυτό. Είχε επισημάνει ότι δεν υπήρχε καμία μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη του «κρυφού σχολειού» στα χρόνια της τουρκοκρατίας, σχολείου δηλαδή που διωκόταν από τον κατακτητή ως θεσμός ανεπιθύμητος γι' αυτόν, ως θεσμός υπονομευτικός για την «κραταιά βασιλεία του Σουλτάνου», θεσμός αφυπνιστικός της συνείδησης των ραγιάδων. Και υποστήριξε: «Στην περίοδο αυτή (16ος αιώνας)... τοποθετήθηκε ο μύθος για το "κρυφό σχολειό". Οτι πρόκειται για μύθο αποδεικνύεται βασικά από το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη "κρυφού σχολειού"».
«Πολυφημισμένο»
Ο μεγάλος αυτός ιστοριοδίφης, ο Βλαχογιάννης, σε μελέτημά του για το «πολυφημισμένο κρυφό σχολειό», όπως το αποκαλεί, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία» στις 15.7.1945, αναφέρει: «Ανάμεσα σε όσες διατριβές έτυχε να διαβάσω... δεν είδα καμία ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολειού... μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σχολειά που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίποτε που να κάνει λόγο για το σχολειό... Ερχεται λοιπόν η απορία πρώτα, πώς του κρυφού σχολειού τα μαθητούδια, που νύχτα πηγαίνανε στο σχολειό... κι αυτό θα βρισκόταν έξω από το χωριό, λοιπόν σε μοναστήρι είτε σε ρημοκλήσι, πώς τ' ανήσυχα παιδιά, όλο φωνές και γέλια και τραγούδια στο δρόμο τους θα ξέφευγαν την προσοχή των Τούρκων... αλλά νύχτα στην ερημιά ήτανε και λύκοι... Τάχα τα παιδιά παίρνανε στο δρόμο τους κανένα φύλακα μισθωτό του χωριού... Ολο αυτό το φανταχτερό και κούφιο και χωρίς θεμέλιο κτίσμα πέφτει σε μια στιγμή σωρός μ' ένα λόγο μοναχά. Ποτέ ο Τούρκος ο αγράμματος δεν μπόδισε το χριστιανό γράμματα να μαθαίνει...».
Αναφέρεται επίσης στον βουλευτή Θανάση Ευταξία, παπαδοπαίδι, άνθρωπο αρχαϊκό, δεινό γνώστη των σχολικών παλιών και νέων, που αρκετές φορές χρημάτισε και υπουργός Παιδείας, μάλιστα και μεταρρυθμιστής, ο οποίος σε συνεδρία της Βουλής, στις 29.6.1899, απαντώντας στο βουλευτή από τη Γορτυνία, είπε ότι ουδέποτε υπήρχαν στην Ελλάδα δημοτικά σχολεία. Υπήρχαν τα λεγόμενα κοινά σχολεία στα οποία τα Ελληνόπουλα μάθαιναν τα πρώτα τους κολλυβογράμματα, το αλφάβητο, λίγες προσευχές, την Οκτώηχον και το Ψαλτήριον.
Πρόκειται για θρύλο
Ο Αλκης Αγγέλου, που συνόψισε τις επισημάνσεις του Βλαχογιάννη και του Μανουήλ Γεδεών, αναφέρει συνοπτικά τη συλλογιστική που οδηγεί στο ότι το κρυφό σχολειό, ως διωκόμενος θεσμός, που τον συντηρούσε κρυφά η Εκκλησία, είναι θρύλος, με τα ακόλουθα:
α) Δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία δίωξης κρυφών σχολείων ή των φορέων τους από τουρκικές αρχές και θα ήταν περίεργη συνωμοσία της ιστορίας μια τέτοια σιωπή, αν είχαν υπάρξει περιστατικά δίωξης.
β) Ο κατακτητής δεν καταδίωκε τα φανερά σχολεία ούτε ενδιαφερόταν γι' αυτά, αξιοποιούσε όμως τους γραμματισμένους στο διοικητικό μηχανισμό του κράτους, έτσι μάλιστα τους ενέτασσε στο σύστημα των συμφερόντων, τους έκανε ομάδα του κοινωνικού κατεστημένου, όπως συνέβη με τους Φαναριώτες, τουλάχιστο για μια σεβαστή μερίδα τους.
γ) Στις σχέσεις του με τους ραγιάδες ο κατακτητής αρκούνταν σε δύο όρους: Ι) υποταγή, όπου τον βοηθούσε η παρέμβαση της Εκκλησίας, που κήρυχνε - ως ανάγκη προσαρμογής - υποταγή στην «κραταιά βασιλεία του Σουλτάνου» και 2) κανονική πληρωμή των φόρων, που γι' αυτούς φρόντιζαν οι πρόκριτοι, οι κοινότητες.
δ) Πολυάριθμα ελληνικά σχολεία - συντηρούμενα από την εκκλησία ή από τις κοινότητες - λειτουργούσαν ελεύθερα στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο, π.χ. στα Γιάννενα, στο Μεσολόγγι, στη Δημητσάνα, στις Μηλιές, στον Τύρναβο, στην Κοζάνη, στη Σμύρνη, στα νησιά του Αιγαίου και αλλού. Ο κατακτητής δεν ασκούσε κανέναν έλεγχο σ' αυτά.
ε) Οι επιμέρους παραφυάδες του θρύλου για το κρυφό σχολειό πολύ συχνά δεν αντέχουν ούτε σε στοιχειώδη λογικό έλεγχο. Λόγου χάρη, πώς μπορούσε να είναι κρυφό σχολειό μια κρύπτη που δείχνουν στη Σιάτιστα, όπου με δυσκολία μπορεί να φτάσει ένα άτομο για να κρύψει ίσως κάποιο πολύτιμο αντικείμενο, ή ποιους μπορούσε να εξυπηρετήσει το λεγόμενο κρυφό σχολειό στη μονή Πεντέλης, αφού τότε η περιοχή της ήταν ακατοίκητη και οι πλησιέστεροι κάτοικοι από την πολίχνη της Αθήνας ήταν αδύνατο να φτάσουν εκεί σε μια νύχτα.
Παρά το γεγονός ότι η εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη, όπως και οι ιστορίες των ερευνητών και επιστημόνων Γιάννη Κορδάτου, Διονύση Κόκκινου, Δημήτρη Φωτιάδη και άλλων δεν αναφέρουν την ύπαρξη κρυφού σχολειού και την αρνούνται ιστοριοδίφες και μελετητές της ιστορίας, όπως ο Θανάσης Ευταξίας στη Βουλή το 1899, ο Βλαχογιάννης, ο Μανουήλ Γεδεών, ο μεγάλος δάσκαλος του γένους Κωνσταντίνος Κούμας (1771-1836), ανεύθυνοι συγγραφείς σχολικών βιβλίων, χωρίς ιστορική συνείδηση, θεώρησαν και πρόβαλαν τους στίχους του Πολέμη και τη σύνθεση του Γύζη, ακόμα και το τραγουδάκι
«Φεγγαράκι μου λαμπρό,
φέγγε μου να περπατώ,
να πηγαίνω στο σχολειό,
να μαθαίνω γράμματα,
γράμματα σπουδάματα
του θεού τα πράματα»
που από την τρυφερή μας ηλικία το σφήνωσαν στο μυαλό μας, ως ιστορικές πηγές για την ύπαρξη του κρυφού σχολειού επί τουρκοκρατίας και πέρασαν τον έτοιμο αυτό θρύλο ως ιστορικό γεγονός.
Παραμέρισαν και αδιαφόρησαν για την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας, που είναι το αίτημα όλων των ερευνητών της ιστορικής ζωής και ότι κατά τον μεγάλο ιστορικό Θουκυδίδη η προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας, για το εξεταζόμενο ζήτημα, επιτυγχάνεται με τη βάσανο των πηγών, των τεκμηρίων, των μαρτυριών, με το βασανισμό της σκέψης για τη συνέπεια της λογικής αλληλουχίας των συλλογισμών κατά τον έλεγχο και την επεξεργασία των ευρημάτων, όλων των γεγονότων που μπορεί να συνδέονται με το εξεταζόμενο ζήτημα και να το φωτίζουν, ώστε να προσεγγιστεί όσο το δυνατόν η αλήθειά του.
Δεν πήραν υπόψιν τους ότι οι στίχοι του ποιήματος και η σύνθεση του πίνακα είναι δημιουργήματα δεκαετίες ύστερα από το 1821 και αγνόησαν ότι είναι απαράδεκτο, σύμφωνα με την επιστημονική σκέψη, να χρησιμοποιούνται ως τεκμήρια για την προΰπαρξη του κρυφού σχολειού αυτά τα μεταγενέστερα ντύματα του θρύλου, όταν μάλιστα αυτά δεν παριστάνουν κανένα καταγεγραμμένο γεγονός ή επεισόδιο από τη ζωή των παιδιών στο θρυλικό κρυφό σχολειό. Και δε συνεκτίμησαν το γεγονός ότι η Εκκλησιαστική Επιτροπή της Τήνου το 1865 έδωσε υποτροφία στον Γύζη, για το Μιλάνο της Γερμανίας, που ίσως αυτός έκανε τη σύνθεσή του από ευγνωμοσύνη στην εκκλησία.
Αποσιώπησαν το γεγονός ότι τα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν ελεύθερα επί τουρκοκρατίας και ότι οι Τούρκοι ουδέποτε εμπόδισαν τη λειτουργία τους και απέκρυψαν την αλήθεια ότι εκείνοι που ήταν συνειδητοί διώκτες της Παιδείας, βυθίζοντας το υπόδουλο Εθνος στα σκοτάδια της αμάθειας, με την εθνοκτόνα τύφλωσή του, ήταν η Εκκλησία.
Δεν άκουσαν το βροντερό γκρέμισμα του μύθου του κρυφού σχολειού από την ανυπαρξία τεκμηρίων για την ύπαρξή του.
Παλιός κατάλογος νομίμως λειτουργούντων σχολείων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. |
Παραποίησαν και παραχάραξαν την Ιστορία
Ετσι αυτοί οι, συκοφαντικά αποκαλούμενοι, ιστοριογράφοι, παραποίησαν και
παραχάραξαν την Ιστορία, αναγράφοντας στα σχολικά βιβλία το θρύλο του
κρυφού σχολειού ως διωκόμενο από τους Τούρκους θεσμό, με φορέα την
Εκκλησία, διαμορφώνοντας έτσι επικίνδυνα τη συνείδηση των διδασκομένων
με αυτήν της δίωξης της ιστορικής αλήθειας και την ενθρόνιση στις
συνειδήσεις αυτού του ιστορικού ψεύδους του μύθου του κρυφού σχολειού.
Ο θρύλος του κρυφού σχολειού πλάστηκε, καλλιεργήθηκε και διατηρείται
μέχρι σήμερα από θρησκευτικές σκοπιμότητες, για να καλυφθεί η
αντιδραστική και ζημιογόνα θέση της Εκκλησίας στην Παιδεία και επιπλέον
να περιβληθεί με τη δόξα του φωτισμού του γένους, γιατί, όπως
ισχυρίζεται, με το κρυφό σχολειό διέσωσε την ελληνομάθεια των
Ελληνοπαίδων και διατήρησε την εθνική και γλωσσική ταυτότητα των
υποδούλων, αναλήθειες που δε συμβιβάζονται με τον ισχυρισμό της
Εκκλησίας ότι κηρύσσει και υπερασπίζεται την αλήθεια.
Το Σχολείο του Ρήγα στη Ζαγορά, ιδρύθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα |
* Όπως μας ενημερώνει η wikimedia, «από το 1454 λειτουργεί σχεδόν αδιαλείπτως, παρέχοντας υψηλού επιπέδου μόρφωση στους Έλληνες και όχι μόνο μαθητές της. Μεταξύ των αποφοίτων της περιλαμβάνονται οι γόνοι των διαπρεπών Φαναριώτικων οικογενειών, πλήθος πατριαρχών και Ορθοδόξων Ιεραρχών, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Υψηλής Πύλης (ακόμη και Τούρκοι) μέχρι και πολιτικοί του Νέου Ελληνικού κράτους. Σήμερα λειτουργεί ως σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης». Κρατήστε την εκπαίδευση Ελλήνων και Τούρκων υψηλόβαθμων αξιωματούχων σπουδαστών σε θετικές και κλασσικές επιστήμες, δηλαδή Έλληνες που έγιναν υπουργοί, διπλωμάτες, όπως ο Πατέρας του Καραθεοδωρή, πρέσβης της Πύλης στο Βερολίνο, έμποροι, εφοπλιστές, επιστήμονες…
Μυθολογία του Κρυφού Σχολειού: Κατάλογος των ελληνικών σχολείων (1757)
Η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία και η Επανάσταση του 1821
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου