ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
Τις τελευταίες μέρες, με αφορμή και τη συζήτηση στη Βουλή για τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, έχει πυροδοτηθεί η συζήτηση για τη θέσπιση της «γυναικοκτονίας» ως αυτοτελούς ειδικού εγκλήματος στο Ποινικό Δίκαιο. Η κυβέρνηση της ΝΔ, μέχρι τώρα, έχει εξαγγείλει τη συγκρότηση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας γενικά, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε σχετική τροπολογία, η οποία τελικά απορρίφθηκε από τον υπουργό Δικαιοσύνης.
Τόσο οι υποστηρικτές όσο και οι αρνητές της καθιέρωσης της «γυναικοκτονίας» ως ξεχωριστού ποινικού αδικήματος ασχολούνται πολλές φορές με την ποσοτική καταγραφή τέτοιων αποτρόπαιων εγκληματικών πράξεων. Ενώ δεν προσεγγίζουν ολοκληρωμένα το κοινωνικό αυτό φαινόμενο. Αποφεύγουν να φτάσουν στο βάθος των οικονομικών, κοινωνικών παραγόντων και των εξελίξεων που υποβόσκουν και αλληλεπιδρούν στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, στις ανθρώπινες σχέσεις, στην ίδια την οικογένεια, όχι μόνο στις συνθήκες της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων. Ακόμα και τμήμα της νομικής ποινικής αντίληψης αναγνωρίζει μεν το έγκλημα ως κοινωνικό φαινόμενο, αλλά το αντιμετωπίζει αποκλειστικά ως μια «αντικοινωνική» συμπεριφορά που συνδέεται πάντοτε με την «παθολογία» που αναπτύσσει ένας συγκεκριμένος δράστης, αποσπασμένη από τις ίδιες τις οικονομικές, κοινωνικές συνθήκες στο έδαφος των οποίων αναπτύσσεται και η ατομική εγκληματικότητα.
Τα αποτρόπαια εγκλήματα δολοφονιών γυναικών από τους συζύγους - πρώην ή νυν - από τους συντρόφους τους, που βρέθηκαν στην επικαιρότητα, δίκαια προκάλεσαν τη λαϊκή οργή και την αγανάκτηση του κόσμου, αποτέλεσαν πηγή ευαισθητοποίησης για το ζήτημα της πολύμορφης βίας κατά των γυναικών. Ο προβληματισμός αυτός χρειάζεται να στραφεί κυρίως στις οικονομικές, κοινωνικές αιτίες για όσα βιώνουν χιλιάδες γυναίκες εκτεθειμένες στην ανασφάλεια και τη βία. Είναι οι ίδιοι παράγοντες που «γεννούν» δολοφόνους, βιαστές, κακοποιητές και διευκολύνουν τη δράση τους.
Κι αυτό έχει σημασία γιατί, με βάση τα ρεπορτάζ, οι δράστες έφτασαν στη δολοφονία της γυναίκας τους είτε γιατί «ζήτησε διαζύγιο» είτε γιατί «τον απατούσε», ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, το θύμα ήδη είχε στραφεί στην αστυνομία για βοήθεια, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση, σε αυτού του τύπου ανθρωποκτονίες εκφράζεται με αποκρουστικό τρόπο η κοινωνική παθογένεια της επιβολής της πειθαρχίας, της υποταγής και στην οικογένεια ή στη συμβίωση. Αντανακλά με υποκειμενικό τρόπο τις διαστρεβλωμένες αντιλήψεις περί αφοσίωσης, που η ερωτική σχέση συνδέεται με τάση «ιδιοκτησίας» της συζύγου ή συντρόφου.
Το κίνητρο του δράστη δεν είναι το φύλο του θύματος, αλλά η σχέση του θύματος μαζί του, η οποία διαμορφώνεται στο έδαφος και των παραπάνω στρεβλών προτύπων για τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, τις διαπροσωπικές σχέσεις που στηρίζονται στην οικονομική και κοινωνική εξάρτηση ενός ανθρώπου από έναν άλλο στο πλαίσιο του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης.
Αυτός ο καταναγκασμός στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων παραμένει, παρά το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες έχουν επέλθει αλλαγές στην κοινωνική θέση της γυναίκας, με κύριο χαρακτηριστικό την αύξηση του ποσοστού της συμμετοχής της στην κοινωνική εργασία. Αυτή η πραγματικότητα με χρονική καθυστέρηση οδήγησε και σε αντίστοιχη προσαρμογή των κοινωνικών αντιλήψεων για τις σχέσεις των δύο φύλων, τον γάμο και την οικογένεια, αλλά και σε νομοθετική προσαρμογή. Υπήρξαν στοιχεία εκσυγχρονισμού του Αστικού Δικαίου, όπως η κατάργηση της υποχρεωτικότητας της προίκας, η κατάργηση της μοιχείας ως αδικήματος, η θέσπιση ισότητας των συζύγων ως προς τη γονική τους ιδιότητα, η αναγνώριση του συναινετικού διαζυγίου. Απαλείφθηκαν διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που δικαιολογούσαν ελαφρυντικά στις περιπτώσεις δολοφονιών κοριτσιών και γυναικών, ως «έγκλημα τιμής».
Αυτές οι αλλαγές στην κοινωνική θέση της γυναίκας δεν ανατρέπουν την ταξική αιτία της πρόσθετης - δηλαδή και σε σχέση με τον άνδρα - ανισοτιμίας της γυναίκας. Η όποια οικονομική ανεξαρτησία της γυναίκας από τον άνδρα δεν μπορούσε να πάρει χαρακτήρα ουσιαστικής οικονομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης σε συνθήκες εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων. Δεν απάλλαξε τη γυναίκα από τον ταξικό οικονομικό και κοινωνικό καταναγκασμό, όπως δεν απάλλαξε και τον άνδρα.
Πάνω σε αυτό το έδαφος παραμένουν και αναπαράγονται αναχρονιστικές, σκοταδιστικές, ανορθολογικές απόψεις για τις σχέσεις των δύο φύλων μέσα από διάφορους θεσμούς, όπως η Εκκλησία, αλλά και μέσα στην οικογένεια, μέσα από το σχολείο, το πανεπιστήμιο, τον χώρο δουλειάς, μέσα από τα ΜΜΕ και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τον στρατό, ακόμα και μέσα από τη μουσική βιομηχανία, μέσα από κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής.
Συνεπώς, το κίνητρο των δραστών, που έφτασαν στη δολοφονία της γυναίκας, δεν αναπτύσσεται σε «κοινωνικό κενό». Στην «αρένα» και τη σήψη της σύγχρονης εκμεταλλευτικής κοινωνίας φυτρώνουν και στις διαπροσωπικές, οικογενειακές σχέσεις ο ατομισμός, ο ανταγωνισμός, η υποτίμηση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου, ακόμη και της ζωής του. Πρόκειται για κρίση της ηθικής των αστικών κοινωνικών σχέσεων, που ο πυρήνας τους είναι η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και κατ' επέκταση στα περιουσιακά στοιχεία.
Το ΚΚΕ τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ της αυστηροποίησης του ποινικού πλαισίου και της ποινικής μεταχείρισης των εγκλημάτων βίας, σε κάθε μορφή τους, κατά των γυναικών, με άξονα το κίνητρο του δράστη. Καταδικάζει κατηγορηματικά κάθε φαινόμενο ατιμωρησίας ή προσπάθειας να πέσουν στα «μαλακά» οι δράστες τέτοιων απεχθών εγκλημάτων.
Αρα στο ήδη υπάρχον νομικό πλαίσιο χρειάζεται να ενταχθούν προβλέψεις, όπως α) κατά την επιμέτρηση της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 79 ΠΚ1 να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη το κίνητρο του δράστη ως προς τη σχέση του με το θύμα και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα, β) στο άρθρο 82Α ΠΚ2 (έγκλημα με ρατσιστικό κίνητρο) να εισαχθεί και η διάσταση του φύλου ως λόγος επιλογής του συγκεκριμένου θύματος και μάλιστα με αναμόρφωση συνολικά της διατύπωσης του άρθρου με ακρίβεια, πληρότητα και συνοχή, ώστε να καταστεί εφαρμοστέα διάταξη, βγαίνοντας από την αχρησία που έχει περιέλθει από τη θέσπισή του.
Επίσης, υπάρχει ο νόμος 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας, που πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω, όπως και η πρόβλεψη του άρθρου 336 ΠΚ, στο οποίο πρόσφατα εντάχθηκε και ο ορισμός του εγκλήματος του βιασμού που βασίζεται στην απουσία της συναίνεσης, ώστε να τιμωρούνται μορφές ενδοοικογενειακής βίας και βίας κατά των γυναικών στις περισσότερες μορφές της, που κατά κανόνα προηγούνται χρονικά ή προετοιμάζουν τη διάπραξη δολοφονίας γυναικών.
Οι όποιες αλλαγές στην ποινική νομοθεσία δεν είναι από μόνες τους ικανές να εξασφαλίζουν την ολόπλευρη προστασία των γυναικών από τέτοια αποκρουστικά εγκλήματα. Μια γυναίκα έχει να αντιμετωπίσει πολλούς σκοπέλους μέχρι την τελεσίδικη καταδίκη του δράστη: Από την αστυνομική αδιαφορία ή αυθαιρεσία μέχρι την υποστελέχωση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών, τις μακροχρόνιες νομικές διαδικασίες. Την ίδια στιγμή παραμένει η έλλειψη επιστημονικής, νομικής, κοινωνικής και οικονομικής υποστήριξης των θυμάτων από κρατικές δομές, όπως συμβουλευτικοί σταθμοί, ξενώνες κακοποιημένων γυναικών κ.ά.
Αλλωστε, οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα δεν αρκούν για την πρόληψη του κοινωνικού φαινομένου, δεν αποτρέπουν από μόνες τους τους δράστες - τέρατα. Ο ειδικός νόμος που ρυθμίζει με ειδικές αυστηρότερες διατάξεις τα θέματα της ενδοοικογενειακής βίας δεν μείωσε το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Μεξικό, όπου θεσπίστηκε το 2007 ειδικός νόμος, ο οποίος ανάγει τη «γυναικοκτονία» σε ξεχωριστό από την ανθρωποκτονία έγκλημα. Τη χρονιά που θεσπίστηκε παρατηρήθηκε μια σοβαρή μείωση των δολοφονιών γυναικών, αλλά στην πορεία των ετών παρατηρούνται διακυμάνσεις. Γιατί παραμένουν οι παράγοντες που αφήνουν τις γυναίκες εκτεθειμένες στην ανασφάλεια και στη βία, όπως οι άθλιες συνθήκες εργασίας και ζωής των γυναικών, οι καταδικαστέες αντιλήψεις και συμπεριφορές σε βάρος των γυναικών στο θρησκευτικό δόγμα, στην κοινωνική συνήθεια, μαζί με εκτεταμένα εγκληματικά κυκλώματα.
Το ΚΚΕ, μαζί με τις προτάσεις για την ποινική μεταχείριση των δραστών τέτοιων εγκληματικών πράξεων σε βάρος της γυναίκας, έχει καταθέσει ένα συνολικό πλαίσιο θέσεων για την ολόπλευρη προστασία των γυναικών από την πολύμορφη βία. Βασικό ζήτημα είναι να εξασφαλιστούν εκείνοι οι οικονομικοί, κοινωνικοί παράγοντες ώστε οι γυναίκες να έχουν τη δυνατότητα ν' αντισταθούν και να αποκρούσουν τη βία κάθε μορφής, να απεγκλωβιστούν από παθογόνες οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις, χειραφετημένες οικονομικά, κοινωνικά, ψυχικά. Δηλαδή, να εξασφαλιστεί το καθολικό κοινωνικό δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά, σε αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν Υγεία, Πρόνοια, Παιδεία κ.ά.
Ταυτόχρονα, χρειάζεται ένα εκτεταμένο δίκτυο δημόσιων και δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών και υποδομών, όπως ξενώνων για κακοποιημένες γυναίκες και τα παιδιά τους, συμβουλευτικών κέντρων, στελεχωμένων με ειδικευμένο προσωπικό με μόνιμη και σταθερή δουλειά, χωρίς εμπλοκή ΜΚΟ. Ως προς την πρόληψη είναι ανάγκη να οργανωθούν ενημερωτικά προγράμματα σε σχολεία και σχολές από επιστημονικούς, κρατικούς φορείς. Ολα αυτά απαιτούν γενναία χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Η μονόπλευρη αντιπαράθεση γύρω από τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και την ένταξη ή όχι της «γυναικοκτονίας» ως ειδικού εγκλήματος αποκρύπτει τις πραγματικές κοινωνικές αιτίες του προβλήματος, της γυναικείας ανισοτιμίας στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, καλλιεργώντας την αντίληψη ότι ένα κοινωνικό πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί ριζικά αποκλειστικά με την αυστηρότερη ποινική του αντιμετώπιση, δηλαδή με την κατασταλτική λειτουργία του νόμου.
Ο «φαύλος κύκλος» της βίας και της γυναικείας ανισοτιμίας μπορεί να σπάσει, βαδίζοντας στον δρόμο της ανατροπής των οικονομικών, κοινωνικών σχέσεων που τα γεννούν και τα αναπαράγουν, δηλαδή της καπιταλιστικής κοινωνίας.
«Ασπίδα προστασίας» είναι ο αγώνας για να εξασφαλιστούν όλες οι προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για την ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών της γυναίκας. Η δράση του γυναικείου συλλόγου, του σωματείου, του φοιτητικού συλλόγου σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η κυψέλη για να βρει η γυναίκα το κουράγιο, την αλληλεγγύη, τη δύναμη να αλλάξει τη ζωή της μαχόμενη.
Παραπομπές
1. 79 παρ. 2 ΠΚ: Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του: α) Τη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του.
2. 82Α ΠΚ: Εάν έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται ως εξής: α) Στην περίπτωση πλημμελήματος, που τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος, το ελάχιστο όριο της ποινής αυξάνεται κατά έξι μήνες. Στις λοιπές περιπτώσεις πλημμελημάτων, το ελάχιστο όριο αυτής αυξάνεται κατά ένα έτος. β) Στην περίπτωση κακουργήματος το ελάχιστο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο έτη.
Ι. Δ "Ρ" Σάββατο 13 Νοέμβρη 2021 - Κυριακή 14 Νοέμβρη 2021
Πάντα επίκαιρο
Με αφορμή τις πρόσφατες δολοφονίες τριών γυναικών
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.902.gr/eidisi/apopseis-sholia/302933/me-aformi-tis-prosfates-dolofonies-trion-gynaikon