ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1 ΜΑΗ 1909 - 11 ΝΟΕMΒΡΗ 1990)
Οι συλλογές «Μονεμβασιώτισσες» (1978) και «Μονοβασιά» (1982): Η Μονεμβασιά ως εμπειρία ποιητικής και ταξικής συνειδητοποίησης
Ο απόκρημνος βράχος πάνω στον οποίο έχει χτιστεί η μεσαιωνική καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς, μέσα στη θάλασσα «ξυπνά» και «κοιμάται», με την υπόκρουση της αέναης μουσικής των κυμάτων. Εκεί, στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα, ο υπό διαμόρφωση κομμουνιστής ποιητής Γιάννης Ρίτσος αρχίζει να αποκτά συνείδηση του εαυτού του και του κοινωνικού περίγυρού του.
Πρώτο σπίτι
της οικογένειας Ρίτσου, τα Κελιά, με δεσπόζουσα την ανάμεικτη μυρωδιά από την
αρμύρα, το ξερό χόρτο και το μελισσοκέρι. Τα κεριά «βράζουν» στα συνορεύοντα
εργαστήρια των κηροπλαστών, καθώς απέναντί τους βρίσκεται η εκκλησιά της
Παναγιάς της Χρυσαφίτισσας. Στον περίβολό της κάθονται, για να πάρουν μια
ανάσα, οι λαϊκοί άνθρωποι της αρχαίας Μινώας: Εργάτες, τεχνίτες, μαστόροι,
αγρότες, ψαράδες.
Ο μαθητής Γιάννης Ρίτσος παίζει ανάμεσά τους, άτακτος κι ανυπότακτος, γι' αυτό συχνά τιμωρείται από τους δασκάλους του. Συνάμα, είναι «αλλοπαρμένος» από την καλλιτεχνία: Ζωγραφίζει στα μαθητικά τετράδιά του κυρίως θαλασσοδαρμένες μαργαρίτες και παπαρούνες.
«Σαν να μ' άρεσε να είμαι τιμωρημένος. Δεν αγαπούσα τους ανθρώπους που αρίστευαν στα πάντα. Νομίζω πως ο άνθρωπος, που δεν τιμωρήθηκε ποτέ στη ζωή του, δεν ξέρει τι σημαίνει παραβίαση της απαγόρευσης. Κι επειδή η ζωή είναι γεμάτη απογοητεύσεις, έμαθα να δουλεύω την ποίηση, ξεπερνώντας τες», εξομολογείται το 1988, μπροστά στον κινηματογραφικό φακό του Κώστα Αριστόπουλου (Ηρώ Σγουράκη - Γιώργος Σγουράκης: «Γιάννης Ρίτσος: Αυτοβιογραφία», εκδόσεις «Αρχείο Κρήτης»).
Ιδιόχειρη αφιέρωση του δημιουργού της «Μονοβασιάς», στο ζεύγος, της
Τατιάνας (1920 - 2005) και Ροζέ Μιλλιέξ (1913 - 2006): «Στην Τατιάνα και
στον Ροζέ μου/ Ολόψυχα/ Γιάννης/ 8.ΧΙΙ.82»
Η δεύτερη
κατοικία, όπου θα μετοικήσουν οι παιδικές αναμνήσεις του Μονεμβασιώτη ποιητή,
μετατρέπεται σε «Δημοτικό Μουσείο Γιάννη Ρίτσου». Ορθώνεται, περίπου εκατό
πενήντα μέτρα από την κεντρική πύλη του οχυρωμένου κάστρου. Σ' αυτή θα
επιστρέψει, μετά από είκοσι χρόνια, το 1954, μαζί με τους κουμπάρους του, το
ζεύγος Μιράντας και Τάσου Φιλιακoύ. Στην ίδια παρέα συνυπάρχει η δημοσιογράφος
Καίτη Δρόσου.
Στα 1974, θα ξαναδοκιμάσει την επαφή του με τη γενέθλια γη, συνοδευόμενος από την τότε 19χρονη κόρη του, Ερη Ρίτσου. Τότε, θ' αρχίσει να συνθέτει το αφηγηματικό ποίημα «Μονεμβασιώτισσες» (1978) και τη σύνθεση 36 ποιημάτων «Μονοβασιά» (1982) - το πρώτο κυκλοφορεί σε ανεξάρτητη έκδοση, η δεύτερη πλέον περιλαμβάνεται στον τόμο «Ποιήματα» 1975 - 1976, Τόμος ΙΒ΄, επιμέλεια: Αικατερίνη Μακρυνικόλα, σ. 435-459, 1997 εκδόσεις «Κέδρος»).
Ο δημιουργός
τους
«Να που βρίσκομαι ξανά στο πατρικό μου σπίτι (...) Οι νεκροί που έφυγαν, η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο μεγάλος αδελφός μου, η μεγάλη μου αδελφή, σαν να είναι όλοι παρόντες. Κι αναρωτιέμαι: Αραγε είναι αλήθεια, είναι μια πραγματική ιστορία, υπάρχει δυνατότητα μέσω της τέχνης να ξαναγυρίσουν πίσω στη ζωή, άνθρωποι, θάλασσες, τραγούδια αιώνες. Ναι, μια μυστική βεβαιότητα το επικυρώνει (...)
»Αγαπημένο μου παλιό σπίτι είσαι αναστημένο, ξαναζωντανεμένο μέσα στην ποίηση κι όλοι οι απόντες είναι πάντοτε παρόντες. Κι ολόκληρο τούτο το τοπίο, που πολλές φορές χτυπήθηκε, πολιορκήθηκε, τσακίστηκε, και πάλι είναι ολοζώντανο, πολυδύναμο, στέκει ξανά μέσα στην τέχνη σαν ένα ορόσημο (...) της καθολικής πραγματικότητας».
Αξιολογεί ο
Γάλλος μελετητής και μεταφραστής Ζεράρ Πιερά την μονεμβασιώτικη εμπειρία του
Γιάννη Ρίτσου - σ' αυτόν και στη σύζυγό του Μπαρμπαρά τυπώνεται η αφιέρωση της
«Μονοβασιάς»:
«Το (...) θέμα της Μονεμβασιάς θ' αναδειχθεί σ' όλα τα έργα της ωριμότητάς του. Είναι το θέμα της παρακμής, της εποχής των έντονων ανακατατάξεων, που ανοίγουν το πεδίο για μια νέα κοινωνία, και μέσα από κει διαβλέπουμε την ανάμειξη του Ρίτσου στη στρατευμένη πολιτικά ζωή».
Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν από τον Σεπτέμβρη του 1974 έως τον Φλεβάρη του 1977, σε Μονεμβασιά, Ξιφιά, Καρλόβασι, Τρίπολη κι Αθήνα. Ενα απ' αυτά, το «Σαν περιηγητές», είναι αφιερωμένο στον συγγραφέα Μήτσο Αλεξανδρόπουλο και στην σύζυγό του, την νεοελληνίστρια Σόνια Ιλίνσκαγια. Απαγγέλλει μία επιλογή της συγκεκριμένης συλλογής, με τον ίδιο στον πιάνο, σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου, στον δίσκο ακτίνας «Του απείρου εραστής» (MINOS-EMI, 2000).
Δημοσιεύουμε ολόκληρο το ποίημα «Οι νεκροί»:
Τους βρήκαμε ξανά κάτω απ' το βράχο, μέσα στο βράχο. Η σιωπή τους
όχι θυμός που τους ξεχάσαμε. όχι διόλου μα διόλου
θυμός που μας έχουν ξεχάσει κι εκείνοι. Η σιωπή τους τώρα
είναι η φωνή τους - τίποτα δεν έχουν ν' αναγγείλουν.
βουβή συνεννόηση με τις φραγκοσυκιές μέσα στα ερείπια,
βουβές συναντήσεις αντίκρυ στη θάλασσα ή μέσα στο φεγγάρι -
δεν είναι ανάγκη πια να κρύψουν ή να φανερώσουν τα χαρτιά τους
μες στην απέραντη διαύγεια του πουθενά ή του τίποτα, εδώ
που διακρίνονται γυμνά τα δέντρα, τα βουνά, τα αδιάψευστα όρια
όλων των χωρισμών και των αιώνων, εδώ που καταργούνται
μαζί με τα πουλιά, με τις επίμονες ροδιές και με τις πέτρες
τα σύνορα των εποχών μες στο αίθριο πάντα
Μονοβασιά, 12.VII.75
Σε δεκατρείς σελίδες μεγάλου σχήματος απλώνεται το αφηγηματικό ποίημα «Μονεμβασιώτισσες», που γράφτηκε μέσα σ' επτά μέρες, από 18 έως 25 Αυγούστου, στο Καρλόβασι. Εγκώμιο στις λαϊκές γυναίκες της υπομονής και της στέρησης, οι οποίες πάνω στην άνυδρη πέτρα δίνουν τον αγώνα της καθημερινής σκληρής επιβίωσης, ενώ από μακριά ακούγονται, παρασυρμένες από τον άνεμο, οι οιμωγές των βασανισμένων, των φυλακισμένων, των εκτοπισμένων.
Αυτές οι ηρωίδες μάνες, αδελφές, ερωμένες και σύζυγοι, άλλες «σεβαστές γερόντισσες» κι «άλλες αλαφροΐσκιωτες». Ορισμένα αποσπάσματα:
Αυτές που τραγουδάγαν και χορεύαν το χορό του Ζαλόγγου με το
σκούσμα της φώκιας
αυτές που γιόμιζαν τις καραμπίνες των πολεμιστάδων με τα μεσοφόρια τους
σα βράκες ανασκουμπωμένα
ύστερις μάθανε το γέμισμα των κανονιώνε αποξεχνώντας την καλή
χελώνα να τρεκλίζει τοίχο - τοίχο στο ξερό περιβολάκι
αυτές που φόραγαν του σκοτωμένου κύρη τους τα μπαλωμένα παντελόνια
κι ανηφορίζαν βιγλατόρισσες στ' αψηλά καραούλια
*
Τι θα προβάλει πάλι ο σκοτωμένος πανδοχέας απ' τη χαραματιά της νύχτας
Αυτός που στρίμωχνε στη νταμωτή πετσέτα ελιές, ψωμί, κρομμύδια, σπίρτα
και τσιγάρα στούκας για πεσκέσια στους αντάρτες - θα προβάλει πάλι
να σου ζητήσει ρέστα απ' την τυράγνια, απ' το αίμα του '44 κι απ' τα μπαρουτοβάρελα
του '21
*
ωχού οι ξετσίπωτοι, οι μπασκίνες κ' οι ρουφιάνοι γυροφέρνουν τα παιδιά μας
Ακουσα το χλιμίντρισμα του αλόγου όπως δρασκέλαγε γκρεμνό με το γκρεμνό τ'
απόγκρεμνο φεγγάρι
γιοφύρι η πάσα δρασκελιά του πάνου απ' τους γκρεμνούς να σμίγει τον απάνου και
τον κάτου κόσμο.
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου