Το Κατάρ-γκέιτ είναι ένα “μεμονωμένο περιστατικό” για την ΕΕ; Η διαφθορά του πολιτικού προσωπικού και η διαπλοκή του με την ολιγαρχία του πλούτου είναι φαινόμενο που αντίκειται στους κανόνες της περίφημης “ελεύθερης οικονομίας”; Τελικά, ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα “υγιές” και “ηθικό” που αρκεί να πετάξει κάποια “σάπια μήλα” από το πολιτικο-οικονομικό του καλάθι για να αναδειχτεί η λάμψη του ή μήπως, τελικά, ο καπιταλισμός ισοδυναμεί με “Διαπλοκή εκ φύσεως και Διαφθορά εκ πεποιθήσεως”;
(από το βιβλίο του Νίκου Μπογιόπουλου – “Είναι ο Καπιταλισμός, ηλίθιε”, σελ. 99-118):
∆ιαπλοκή: εκ φύσεως – ∆ιαφθορά: εκ πεποιθήσεως
«Ό,τι συµφέρει την Τζένεραλς Μότορς συµφέρει την Αµερική» (Αµερικανικό κυβερνητικό δόγµα επί Αϊζενχάουερ)
Το «δίκαιο» των κεφαλαιοκρατών απορρέει από το γεγονός ότι έχουν επιβάλει ως «δίκαιο» και «νόµιµο» να κατέχουν τα µέσα παραγωγής. Όλο το πολιτικό εποικοδόµηµα στον καπιταλισµό αυτή τη νοµιµότητα υπηρετεί. Εποµένως, η περίφηµη διαπλοκή µεταξύ του κεφαλαίου και του πολιτικού συστήµατος που υπηρετεί το «δίκαιο» του κεφαλαίου είναι πέρα για πέρα αυτονόητη. Η πολιτική που υπηρετεί τα συµφέροντα της αστικής τάξης δεν µπορεί παρά να προωθείται από πολιτικούς που διαπλέκονται µε την αστική τάξη. Από εκεί και πέρα το αν αυτές οι πολιτικές υπηρεσίες προσφέρονται «τίµια ή λιγότερο τίµια» είναι άλλο θέµα, που έχει να κάνει κατά βάση µε τις παράπλευρες τεχνικές που χρησιµοποιούν οι πολυεθνικές για να εξασφαλίζουν τα υπερκέρδη τους. Μια από τις τεχνικές των πολυεθνικών είναι το «άγριο» (πόλεµοι, πραξικοπήµατα, δολοφονίες, απειλές). Μια άλλη τεχνική είναι να προωθούν τις δουλειές τους µε το «καλό» (δωροδοκίες). Συµβαίνει, άλλωστε, και στις γκανγκστερικές ταινίες: άλλοτε ο γκάνγκστερ παίζει µε τη γοητεία και το χιούµορ του· άλλοτε µε το ρεβόλβερ και τη γροθιά του.
Η ιστορία του καπιταλισµού βρίθει αποδείξεων για το γεγονός ότι η διαφθορά δεν είναι κάτι αφύσικο όσον αφορά τη λειτουργία των «αγορών», ούτε αποκλειστικά «τοπικό» φαινόµενο, όπως επιχειρήθηκε να εµφανιστεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Για το διαπλανητικόδιαπλανητικό χαρακτήρα του φαινοµένου «µιλάει» ο τζίρος της διαφθοράς, που το 2010 υπολογίστηκε από την οργάνωση ∆ιεθνής ∆ιαφάνεια σε περίπου 1 τρις δολάρια ετησίως. Το ποσό είναι τεράστιο. Είναι όµως εκείνο το ικανό µέγεθος για να αποδοθούν σε αυτό τα αίτια της καπιταλιστικής κρίσης; Η απάντηση –και από την άποψη των οικονοµιών κλίµακας– είναι κατηγορηµατικά «όχι». Ο τζίρος της διαφθοράς δεν αποτελεί παρά το 0,5% του συνολικού παγκόσµιου πλούτου. Ποσοστό πολύ µικρό που δε δικαιώνει τους «Ηρακλειδείς» του συστήµατος οι οποίοι θέλουν να «εξηγούν» την καπιταλιστική κρίση σκιαµαχώντας εναντίον της διαφθοράς. Αντίθετα, µέσα από αυτές τις σκιαµα-χίες συλλαµβάνονται επ’ αυτοφώρω να προσπαθούν αφενός να οικειοποιηθούν τη δίκαιη οργή των λαϊκών στρωµάτων που αηδιάζουν µε τα φαινόµενα της αρπαχτής και αφετέρου να επιδιώκουν µέσω ηθικολογικών κηρυγµάτων να ξεστρατίσουν και να εκτονώσουν αυτή τη δίκαιη λαϊκή οργή τάζοντας «αυστηρή τιµωρία στους επίορκους». Στην πραγµατικότητα, «καταγγέλλοντας» τη διαφθορά εκείνο που πασχίζουν είναι να κατασκευάσουν το είδωλο ενός «άλλου» καπιταλισµού και να του εκδώσουν το αναγκαίο συγχωροχάρτι, το αναγκαίο πιστοποιητικό, ότι, εφόσον απαλλαγεί από τους «επίορκους», θα πρόκειται για έναν τάχα «καλό, αδιάφθορο και ηθικό» καπιταλισµό. Όσο όµως κι αν προσποιούνται, όσο κι αν ψάχνουν να κρυφτούν πίσω από τους «αποδιοποµπαίους», µε όση θεατρικότητα κι αν βαφτίζουν ως υπαίτιους της κρίσης τους «επίορκους» του συστήµατος, αδυνατούν να αθωώσουν και να συσκοτίσουν την πηγή της κρίσης, που είναι το καπιταλιστικό σύστηµα αυτό καθαυτό. Και αδυνατούν καθώς είναι αδύνατο να δώσουν επαρκή απάντηση στο απλό ερώτηµα: Γιατί ο υπόλοιπος και κατά 99,5% «καλός και ηθικός» καπιταλισµός δεν µπορεί να κατισχύσει εκείνου του «µιαρού» αλλά µόλις 0,5% που είναι εµπλεκόµενος στη διαφθορά; Πώς γίνεται, δηλαδή, αυτό το 0,5% να σπρώχνει στην κρίση το υπόλοιπο 99,5% του «τίµιου» καπιταλισµού; Η διαφθορά λοιπόν µπορεί να είναι –και είναι– µόνιµο συστατικό της καπιταλιστικής λειτουργίας, είτε σε συνθήκες ανάπτυξης είτε σε συνθήκες ύφεσης της καπιταλιστικής οικονοµίας. Αλλά δεν είναι η διαφθορά και δη η πολιτική διαφθορά αυτή που προκαλεί την καπιταλιστική κρίση.
Η διαφθορά, το σηψαιµικό δηλαδή παράγωγο της σιαµαίας και διαπλεκόµενης σχέσης ανάµεσα στον καπιταλιστή και στον πολιτικό που υπηρετεί τα συµφέροντα του καπιταλιστή, αποτελεί ενδογενές στοιχείο του συστήµατος, ένα απόβλητο που σε συνθήκες πολιτικών ή επιχειρηµατικών ανταγωνισµών κάποιες φορές βγαίνει στην επιφάνεια. Είναι διαδεδοµένο και στα τέσσερα σηµεία του πλανητικού ορίζοντα. Να µερικά, ελάχιστα σε σχέση µε τον άπειρο αριθµό τους, παραδείγµατα:
Ο Κολ οµολογούσε επισήµως ότι το κόµµα του, το κόµµα των Χριστιανοδηµοκρατών (µε το οποίο συγκυβέρνησαν οι Σοσιαλδηµοκράτες στη Γερµανία) τα ’πιανε από µεγαλόσχηµους χρηµατοδότες. Ο Μπλερ, ως ένδειξη αναγνώρισης για κείνους που «τα ’χωναν» στο κόµµα του, τους Εργατικούς της Βρετανίας, µετά τις εκλογές ως ανταπόδοση µοίραζε στους «χορηγούς» του τίτλους ευγενείας και τους έχριζε «Λόρδους» και «Βαρόνους». Ο Μπερεγκοβουά, πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας, δεν περίµενε να ξεκαθαρίσει η υπόθεση µε τα «µαύρα ταµεία» των δικών του οικονοµικών δοσοληψιών. Πρόλαβε και… αυτοκτόνησε. Στην Ιταλία του «σοσιαλιστή» Κράξι το καθεστώς της µίζας, της διαφθοράς και της αρπαχτής, µετά από µια δεκαετία «καθαρών χεριών», µετεξελίχθηκε σε ένα σύστηµα που ανέδειξε πρωθυπουργό τον κουµπάρο και εκλεκτό του Κράξι, τον Μπερλουσκόνι. Τον άνθρωπο που κατά πολλούς έφερε την ίδια τη Μαφία στο Πρωθυπουργικό Γραφείο.
Άραγε, υπάρχει κάποιο κοινό στοιχείο µεταξύ των παραπάνω περιπτώσεων διαφθοράς µε την ελληνική περίπτωση; Σε τι συνίσταται η διαχρονικότητα αλλά και η γεωγραφική διασπορά της «Κόπρου του Αυγείου»; Μήπως θα πρέπει να προσανατολίσουµε και να εξαντλήσουµε την έρευνα αναζητώντας αν πίσω από τον Κολ, τον Μπλερ, τον Μπερεγκοβουά, τον Κράξι υπήρχαν αντίστοιχα τρωκτικά, σαν τους Ελληνες αξιωματούχους, που δωροδοκούνταν από την Siemens; Προφανώς, µια τέτοια διερεύνηση έχει αυταπόδεικτη αξία και σηµασία, για να δει κανείς τη συγκρότηση, τη λειτουργία και την «ποιότητα» του εκάστοτε πολιτικού συστήµατος, στο εσωτερικό της εκάστοτε χώρας. Όµως σε µια εποχή που όλοι µιλούν περί «παγκοσµιοποίησης», όταν για ψύλλου πήδηµα ακούµε τους «σοφούς» να παραπέµπουν για την ερµηνεία του σύγχρονου κόσµου στην «αναπόδραστη», όπως λένε, κοινότητα µεταξύ των µεθόδων και των προτεραιοτήτων µε τις οποίες λειτουργούν η αγορά, οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις ανά τον κόσµο, γιατί τότε, µε τη σειρά µας, τις απαντήσεις για την κοινότητα µεταξύ της ρεµούλας στην Ελλάδα µε τις εκτός των ελληνικών συνόρων καταστάσεις της δυσωδίας να µην τις αναζητήσουµε στο πρόδηλο: στη συστηµική τους οµοιότητα. Πόσο µάλλον που η οµοιότητα είναι εξόχως ορατή.
Το πράγµα δείχνει πιο βαθύ και πιο ενδιαφέρον από µια κουτσοµπολίστικη, αστυνοµική ή έστω δικαστική διερεύνηση, δεδοµένου ότι, είτε µιλάµε για τη «Λόντρα» είτε για τα «Παρίσια», είτε για τας Αθήνας είτε για την Ουάσινγκτον, µεταξύ των τόπων του εγκλήµατος της διαφθοράς και της διαπλοκής υπάρχει µια βασική και εξόφθαλµη «ταυτότητα»: το καθεστώς εντός του οποίου λειτουργούν οι «Siemens», οι «Enron», οι «Goldman Sachs», το σύστηµα όπου οι πολυεθνικές «κυβερνούν» και όπου το εκάστοτε πολιτικό προσωπικό διαχειρίζεται «εντίµως» τις υποθέσεις τους είναι κοινό, είναι ίδιο. Και εκεί, και εδώ και παντού, το σύστηµα κάνει τις µπίζνες του µε τους ίδιους κανόνες: ατοµική ιδιοκτησία επί του κοινωνικά παραγόµενου πλούτου. Με τις ίδιες δοµές: «ανταγωνιστική οικονοµία της ελεύθερης αγοράς». Με την ίδια βιτρίνα: «αντιπροσωπευτική δηµοκρατία». Και µε το ίδιο όνοµα: «καπιταλισµός».
Ας δούµε τον τρόπο µε τον οποίο οικοδοµείται το καπιταλιστικό πολιτικό εποικοδόµηµα, το οποίο, όταν «σκάνε» φαινόµενα διαφθοράς, δεν παραλείπει να υποσχεθεί «εξυγίανση» και τιµωρία που το νυστέρι της θα φτάσει «µέχρι το κόκαλο»:
Στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2008 κέρδισε αυτός (Οµπάµα) που στη λίστα µε τις πολυεθνικές που τον χρηµατοδότησαν η τράπεζα επενδύσεων Goldman Sachs βρισκόταν στην 1η θέση. Έχασε αυτός (Μακέιν) που στη λίστα µε τους δικούς του επιφανείς χρηµατοδότες η Goldman Sachs, η ίδια εταιρεία δηλαδή, βρισκόταν στην 4η θέση. Κέρδισε αυτός που στη λίστα µε τους µεγαλοκαρχαρίες του χρηµατοπιστωτικού καρτέλ που τον σπονσονάρισαν η Citigroup βρισκόταν στην 3η θέση. Έχασε αυτός που στη δική του λίστα µε τους ισχυρούς του σπόνσορες η ίδια εταιρεία, η Citigroup, βρισκόταν στη 2η θέση. Κέρδισε αυτός που στην 4η θέση µε τους µεγαλύτερους χορηγούς του εµφανίζει τη γνωστή JP Morgan. Έχασε αυτός που διέφερε από τον αντίπαλό του στο γεγονός ότι η JP Morgan, στη λίστα µε τους δικούς του µεγάλους χορηγούς, βρισκόταν στην 5η θέση. «Καλύτερος» να κυβερνήσει τις ΗΠΑ και να βάλει τη σφραγίδα του στον κόσµο ως επικεφαλής της υπερδύναµης αναδείχτηκε αυτός που στην 7η κατά σειρά θέση στον κατάλογο των οικονοµικών υποστηρικτών του είχε τα πιράνχας της UBS. Ο άλλος στη δική του λίστα των χορηγών είχε τη UBS στη 15η θέση. Ο πρώτος στο πλαίσιο της προεκλογικής του δραστηριότητας είχε στη λίστα των χρηµατοδοτών του στη 15η θέση τη Morgan Stanley. Στη λίστα του δεύτερου µε τους «χρυσούς» χορηγούς του η ίδια εταιρεία, η Morgan Stanley, βρισκόταν στην 3η θέση. Και κάτι ακόµα: το πρόσωπο που επέλεξε ο κ. Οµπάµα στις αρχές του 2011 ως νέο προσωπάρχη του στο Λευκό Οίκο είναι ο Ουίλιαµ Ντέιλι. Πρόκειται για τον πρόεδρο της τράπεζας JP Morgan Chase…
Ας γυρίσουµε λίγο πιο πίσω από τις εκλογές του 2008 κι ας πάµε στην Αµερική του Μπους. Μια µατιά στις «αιµοµεικτικές» σχέσεις του µεγάλου κεφαλαίου, και κυρίως του στρατιωτικο-βιοµηχανικού συµπλέγµατος και του τοµέα της ενέργειας, µε την κυβέρνηση Μπους δίνει ένα µέτρο για την «αξία» που έχουν τα λογύδρια (πολύ δηµοφιλή στην Ελλάδα) ενάντια στη διαπλοκή. «Αιµοµεικτικές» σχέσεις που καθρεφτίζουν µε τρόπο ξεκάθαρο τη φάση που διανύει ο καπιταλισµός, ως σύµφυση κράτους-µονοπωλίων. Σύµφωνα µε επίσηµα στοιχεία:
- Ο Ρίτσαρντ Αρµιτάτζ, που κατείχε θέση αναπληρωτή υπουργού Άµυνας επί Μπους, ήταν και πρόεδρος της εταιρείας Αρµιτάτζ Ασοσιέιτεντ. Η εταιρεία του ήταν σύµβουλος της πολυεθνικής Boeing. Η Boeing είναι φυσικά η µεγαλύτερη βιοµηχανία κατασκευής αεροσκαφών, µεταξύ άλλων και µαχητικών αεροσκαφών. Καθόλου τυχαία, επίσης, ο Τζον Μούρτα, πρόεδρος της Επιτροπής Άµυνας του Κογκρέσου και ο Τεντ Στίβενς, πρόεδρος της Επιτροπής ∆απανών της Γερουσίας, χρηµατοδότησαν την προεκλογική τους εκστρατεία το 2000 µε µερικές δεκάδες χιλιάδες δολάρια που προήλθαν από… «χορηγίες» της Boeing.
- Η Λιν Τσέινι, σύζυγος του Αµερικανού αντιπροέδρου Τσέινι, διετέλεσε διευθύντρια στη Lockheed. Ο Στέφεν Χάντλεϊ, αναπληρωτής σύµβουλος εθνικής ασφάλειας στο Λευκό Οίκο, είναι ταυτόχρονα και ιδρυτής του δικηγορικού γραφείου «Σι και Γκάρντνερ» που εκπροσωπεί τη Lockheed. Ο Νόρµαν Μινέτα ήταν υπουργός Μεταφορών και πρώην αντιπρόεδρος της Lockheed. Όσο για τον αναπληρωτή γενικό εισαγγελέα των ΗΠΑ, ήταν αυτός που εκπροσωπούσε τη Lockheed στην Ατλάντα. Η Lockheed είναι η µεγαλύτερη πολεµική βιοµηχανία στον κόσµο, που κατασκευάζει τα πάντα: από αεροπλάνα, βόµβες και πυραύλους µέχρι υπουργούς, γερουσιαστές και εισαγγελείς.
- Ο Πολ Γούλφοβιτς, αναπληρωτής υπουργός Άµυνας και κατοπινός επικεφαλής της Παγκόσµιας Τράπεζας, υπήρξε σύµβουλος της Northorp Grumman. Ο Λιούις Λίµπι, προϊστάµενος του προσωπικού γραφείου του αντιπροέδρου Τσέι-νι, επίσης διετέλεσε σύµβουλος της Northorp. Όσο για τον πρόεδρο της Επιτροπής Αµυντικών ∆απανών του Κογκρέσου, τον Μποµπ Σταµπ, και τον πρόεδρο της Επιτροπής Στρατιωτικών Υπηρεσιών της Γερουσίας, τον Τζον Γουόνερ, είχαν χρηµατοδοτηθεί για τις προεκλογικές τους εκστρατείες από τη συγκεκριµένη εταιρεία. Η Northrop Grumman είναι µια από τις µεγαλύτερες πολεµικές βιοµηχανίες του κόσµου, κατασκευάστρια µεταξύ άλλων των βοµβαρδιστικών Β-2.
Από εκεί και πέρα, και χωρίς να λογαριάζουµε τις διασυνδέσεις της οικογένειας Μπους µε τις πολυεθνικές του πετρελαίου, έχουµε: ο Ντικ Τσέινι, αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και διευθύνων σύµβουλος της εταιρείας πετρελαιοειδών Halliburton· η Κοντολίζα Ράις, σύµβουλος εθνικής ασφάλειας και κατοπινή υπουργός Εξωτερικών, µέλος του διοικητικού συµβουλίου της Chevron· η Κάθλιν Κούπερ, υπεύθυνη Εµπορίου στο Υπουργείο Οικονοµικών και διευθύντρια ενεργειακών µονάδων του οµίλου ExxonMobil.
Σύµφωνα τώρα µε την έρευνα Vanishing Voter (Ψηφοφόρος υπό εξαφάνιση) της Σχολής ∆ιοίκησης Τζον Φ. Κένεντι, το αµερικανικό εκλογικό σώµα κλήθηκε µέσω σχετικού δηµοσκοπικού δείγµατος να απαντήσει το 2004 στο ερώτηµα: «Πόση επιρροή νοµίζετε ότι έχουν άνθρωποι σαν κι εσάς στο τι κάνει η κυβέρνηση;» Η απάντηση σε ποσοστό 53% ήταν «λίγη» ή «καµία». Πρόκειται για το µεγαλύτερο ποσοστό στα χρονικά (το αµέσως προηγούµενο πριν από 30χρόνια ήταν 41%) που δηλώνει ότι οι ψηφοφόροι θεωρούν πως οι υποψήφιοι πρόεδροι «θα πουν οτιδήποτε προκειµένου να εκλεγούν και ότι οι πλούσιοι χρηµατοδότες τους ασκούν υπερβολικά µεγάλη εξουσία». Χωρίς να παραγνωρίζουν το γεγονός ότι τα δύο νοµοθετικά σώµατα των ΗΠΑ, το Κογκρέσο και η Γερουσία, απαρτίζονται από οµάδες πίεσης συγκεκριµένων οικονοµικών συµφερόντων, που κατ’ αυτό τον τρόπο καθορίζουν και ελέγχουν άµεσα τα κέντρα λήψης των αποφάσεων, δίχως να αρνούνται ότι η ίδια η κυβερνητική διοίκηση συγκροτείται από ανθρώπους των πολυεθνικών, κάποιοι ωστόσο επιµένουν να ισχυρίζονται ότι µεταξύ ∆ηµοκρατικών και Ρεπουµπλικάνων υπάρχουν διαφορές, όσον αφορά το είδος ή το µέγεθος της διαπλοκής των εκπροσώπων τους µε τα οικονοµικά συµφέροντα. Ας δούµε τι λέει η µελέτη του Κέντρου για την Ακεραιότητα στο δηµόσιο τοµέα των ΗΠΑ που δόθηκε στη δηµοσιότητα λίγους µήνες πριν από την εκλογική αναµέτρηση µεταξύ Μπους-Κέρι, στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2004: ο µεν Μπους είχε λάβει µέχρι εκείνη τη στιγµή υπό µορφή «χορηγίας» περισσότερα από 1,8 εκατοµµύρια δολάρια από µέλη οµάδων πίεσης συµφερόντων. Ο δε Κέρι είχε λάβει 520.000 δολάρια από µέλη οµάδων πίεσης συµφερόντων. Το σηµαντικότερο σηµείο της µελέτης είναι τούτο: οι χρηµατοδότες του Κέρι εργάζονταν στις… ίδιες οµάδες πίεσης µε αυτούς που είχαν χρηµατοδοτήσει και τον Μπους. Αλήθεια, ένα σύστηµα που στο φωτεινό πετράδι του στέµµατός του, στις ΗΠΑ, οι πολυεθνικές µιζάρουν µε τόσο απροκάλυπτο τρόπο τους υποψήφιους προέδρους, είναι δυνατόν να γίνεται κήρυκας κατά της διαπλοκής;
Ορισµένοι δείχνουν τις ΗΠΑ και επιµένουν: «Εκεί υπάρχει διαφάνεια, εκεί γίνεται κάθαρση»! Στα δικά µας αφτιά ακούγεται… καθαρότερη η ακόλουθη άποψη: «Εδώ το καθένα από τα δυο µεγάλα κόµµατα, που διαδέχονται το ένα το άλλο στην εξουσία, διευθύνεται µε τη σειρά του από ανθρώπους που κάνουν την πολιτική προσοδοφόρα υπόθεση, που κερδοσκοπούν πάνω στις έδρες της νοµοθετικής συνέλευσης (…) και που όταν το κόµµα τους νικήσει ανταµείβονται µε θέσεις (…). Έχουµε δυο µεγάλες συµµορίες από πολιτικούς κερδοσκόπους, που παίρνουν διαδοχικά στα χέρια τους την κρατική εξουσία και την εκµεταλλεύονται µε τα πιο διεφθαρµένα µέσα και για τους πιο διεφθαρµένους σκοπούς, ενώ το έθνος είναι ανίσχυρο µπροστά στους δυο µεγάλους αυτούς συνασπισµούς των πολιτικών που βρίσκονται δήθεν στην υπηρεσία του, µα που στην πραγµατικότητα το εξουσιάζουν και το καταληστεύουν».
Η παραπάνω περιγραφή –για την ακρίβεια η παραπάνω «ακτινογραφία»– του πολιτικού συστήµατος των ΗΠΑ, και κατ’ επέκταση του καπιταλισµού, χρονολογείται εδώ και σχεδόν 130 χρόνια! Είναι τα λόγια του Ένγκελς για τον αµερικανικό δικοµµατισµό, τη διαφθορά και τη διαπλοκή του µε την οικονοµική εξουσία, και περιέχονται στον πρόλογό του στο έργο του Μαρξ Ο εµφύλιος πόλεµος στη Γαλλία.
Αντίστοιχη είναι φυσικά η κατάσταση στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, όπου οι Βρυξέλες αντί για πρωτεύουσα της Ευρώπης θα µπορούσαν να αποκαλούνται και πρωτεύουσα της διαπλοκής. Να ένα µικρό απάνθισµα, µόνο από το 2000 και µετά: ο Γερµανός Μάρτιν Μπάνγκεµαν, από επίτροπος τηλεπικοινωνιών, µεταπήδησε σε µία από τις εταιρείες του τοµέα, την ισπανική Telefόnica. Ο επίτροπος Κάρελ βαν Μίερτ προσλήφθηκε στη διοίκηση της Vivendi, της γερµανικής RWE και της ολλανδικής Philips. Ο Μισέλ Πετίτ, γενικός διευθυντής των Νοµικών Υπηρεσιών της Κοµισιόν και µάλιστα επικεφαλής του νοµικού τµήµατος του προέδρου της Κοµισιόν, του Μπαρόζο, προσλήφθηκε στο µεγάλο δικηγορικό γραφείο Clifford Chance. Ο πρώην γενικός διευθυντής Εσωτερικής Αγοράς Αλεξάντερ Σάουµπ πήρε θέση συµβούλου στο βρετανικό δικηγορικό γραφείο Freshfields. Ο Γκι Λεγκρά, -πρώην επικεφαλής της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, ανέλαβε στενή συνεργασία µε το γαλλικό δικηγορικό γραφείο Gide Loyrette Nouel. Όπως σηµειώνει ο Philippe Ricard στη Monde, υπολογίζεται ότι «στις Βριξέλες γύρω στα 15.000 άτοµα εργάζονται στη σκιά των θεσµών –της Επιτροπής, του Ευρωκοινοβουλίου και του Συµβουλίου– για να επηρεάσουν και την παραµικρή απόφαση». Ως εκ τούτου το λεγόµενο «λόµπινγκ» και η διαπλοκή επεκτείνεται πολύ πέραν των ορίων της Κοµισιόν.
Για παράδειγµα, ο πρώην µόνιµος αντιπρόσωπος της Γερµανίας στην ΕΕ Βίλελµ Σενφέλντερ πήρε τη σύνταξή του και ετέθη στην υπηρεσία του οµίλου της Siemens, του οποίου έγινε επικεφαλής λοµπίστας στις Βριξέλες. Ο Βρετανός πρεσβευτής στις Βρυξέλες Τζον Γκραντ εγκατέλειψε το Φόρεϊν Όφις και ανέλαβε πρόεδρος του ευρωπαϊκού τµήµατος του γίγαντα των ορυχείων BHP Billiton στο Λονδίνο. Η Microsoft, και ενώ βρισκόταν σε δεκαετή διαµάχη µε την Επιτροπή, προσέλαβε έναν παλαιό διπλωµάτη των Βρυξελών, τον Μαλτέζο Τζον Βασάλο, ο οποίος ήδη εργαζόταν για κάποια χρόνια στην αµερικανική General Electric. Από το κλαµπ της διαπλοκής δε λείπουν φυσικά και ευρωβουλευτές ή συνεργάτες τους που επιλέγουν να «διευρύνουν τους ορίζοντές τους». Χαρακτηριστικό παράδειγµα ο Ολλανδός Μίχελ βαν Χούλτεν, που ανέλαβε το καλοκαίρι του 2007 τη διεύθυνση του Burson-Marsteller στις Βριξέλες. Το αµερικανικό αυτό γραφείο συµβούλων απασχολεί περισσότερα από 50 άτοµα στην καρδιά της Ευρώπης – ένας από αυτούς είναι και ο Τζιµ Κάρι, πρώην επίτροπος, υπεύθυνος για το Περιβάλλον. Ο κύριος Τζον Γουάιλς, πρώην δηµοσιογράφος της βρετανικής εφηµερίδας Financial Times που έγινε λοµπίστας για λογαριασµό του γραφείου G Plus, το οποίο έχει ιδρυθεί από τέσσερα πρώην στελέχη της Επιτροπής, να πώς εξηγεί τις παραπάνω διαδροµές: «Η διαδικασία λήψης αποφάσεων των Βριξελών», όπως λέει, «δεν µπορεί παρά να ωφεληθεί από την προσέγγιση των θεσµών µε τον κόσµο των επιχειρήσεων».[1] Βέβαια, αν αναλογιστεί κανείς ότι η εκλεκτή καλεσµένη του συµποσίου της Λέσχης Μπίλντεµπεργκ τον Ιούνιο του 2010, η αντιπρόεδρος της Κοµισιόν και αρµόδια για θέµατα ελεύθερου ανταγωνισµού, η κυρία Neelie Kroes, µεταπήδησε στην υψηλότατη αυτή θέση το 2009 αφού πρώτα είχε διαπρέψει ως µέλος των ∆Σ σε 43 (!) πολυεθνικές και µεγάλες επιχειρήσεις, τότε γίνεται πέρα για πέρα αντιληπτό: δε µιλάµε πια για «σχέσεις προσέγγισης» µεταξύ ΕΕ και επιχειρήσεων, αλλά µάλλον για σιαµαίες σχέσεις.
Στις ΗΠΑ, το 2009, το δηµοσιονοµικό έλλειµµα εκτινάχτηκε στο αστρονοµικό επίπεδο των 1,7 τρισεκατοµµυρίων δολαρίων, σηµειώνοντας µια απίθανη αύξηση της τάξης του 270% σε σχέση µε το 2008. Μήπως και εκεί η αιτία για τα ελλείµµατα αρχίζει και τελειώνει, όπως ισχυρίζονται κάποιοι για τα τεκταινόµενα στην Ελλάδα, στη διαφθορά των πολιτικών ιθυνόντων; Στην Ιρλανδία το έλλειµµα ανήλθε για το 2009 στο 14,4% και για το 2010 υπολογίστηκε σε πάνω από 32%. Άραγε και κει, στον πάλαι ποτέ «κέλτικο τίγρη», έφταιγαν η «κακοδιαχείριση» και οι «λαδιές»; Στη Βρετανία το έλλειµµα το 2009 πήγε στο 11,41% και το 2010 υπολογιζόταν ότι θα έκλεινε πάνω από το 13%. Φταίει µήπως ότι και εκεί αυτοί που κυβερνούν είναι «ανέντιµοι»; Στην Ισπανία το έλλειµµα για το 2009 ξεπέρασε το 11%. Στην Ιταλία το δηµόσιο χρέος εκτινάχτηκε το 2009 στο 116% του ΑΕΠ, στην Ολλανδία το ΑΕΠ µειώθηκε κατά 4,3%, στο Βέλγιο κατά 3%. Μήπως το πρόβληµα οφειλόταν στην «ανικανότητα» όσων διοικούσαν;
Σε επίπεδο ΕΕ των «27» οι προοπτικές εξέλιξης του δηµόσιου χρέους διαγράφονται δραµατικές. Ο µέσος όρος του δηµόσιου χρέους των κρατών-µελών το 2011 είχει αυξηθεί κατά δέκα µονάδες έναντι του 2009, πλησιάζοντας το 90% του κοινοτικού ΑΕΠ με τα επιτελεία της Κομισιόν να προβλέπουν περαιτέρω αυξητικές τάσεις. Τι να υποθέσουµε; Τα επιτελεία των Βριξελών έχουν προεξοφλήσει ότι όχι µόνο τώρα, αλλά και στο µέλλον, οι κυβερνήσεις που συνθέτουν την ευρω-οικογένεια θα είναι κυβερνήσεις… ανίκανων;
Τα παραπάνω στοιχεία, πέραν του ότι δείχνουν πως ο κόσµος από τον Ατλαντικό µέχρι τα Ουράλια θυµίζει παντού «Ελλάδα», επιβεβαιώνουν τα αυτονόητα: Πρώτον, ότι το φαινόµενο των ελλειµµάτων δεν είναι «τοπικό», αποκλειστικά ελληνικού χαρακτήρα, ώστε να αποδοθεί σε κάποια «παθογένεια της φυλής» ή σε κάποια «έµφυτη ροπή του ρωµαίικου προς τη ρεµούλα». ∆εύτερον, ότι, αν υπάρχει κάτι που πραγµατικά συνδέει τους Ελληνες είτε µε τους Γερµανούς –που παρότι «Κέρβεροι» το δικό τους ΑΕΠ σηµείωσε καθίζηση το 2009 κατά 5%– είτε µε τους υπόλοιπους της Ευρωζώνης –που παρά τον «σκληρό» Γιούνκερ είδαν το µέσο όρο του ελλείµµατος των µελών του Γιουρογκρούπ να υπερτριπλασιάζεται (!) από το 1,9% το 2008 στο 6,5% το 2010– προφανώς δεν είναι ούτε η «ελαφροµυαλιά», ούτε η «αµεριµνησία» που καταλογίζεται στον ελληνικό λαό. Το νήµα που συνδέει την Ελλάδα µε τους «εταίρους» και τους «συµµάχους» της, ο κοινός παρονοµαστής, είναι ότι και αυτοί και εµείς οι Ελληνες έχουµε ένα κοινό κοινωνικο-οικονοµικό σύστηµα, που διέπεται από κοινούς οικονοµικούς κανόνες, που παράγει αντίστοιχες πολιτικές ιεραρχήσεις και λειτουργεί επί τη βάσει ενός ενιαίου ταξικού µοντέλου. Εποµένως, είναι πολιτικά αφελές να προσπαθεί κανείς να εξηγήσει την ελληνική «χρεοκοπία» εξαντλώντας την «ανάλυσή του» στη διαφθορά, στην ανέντιµη διαχείριση, στη στατιστική λαθροχειρία, στην αβελτηρία ή στην αδιαφορία των κυβερνώντων. Όλα αυτά είναι τα επιφαινόµενα ή, στην καλύτερη περίπτωση, τα παράγωγα. Και επειδή στα κέντρα εξουσίας δεν υπάρχουν αφελείς, ή τουλάχιστον τόσο αφελείς που να πιστεύουν ότι τα «παγκοσµιοποιηµένα» πολιτικο-οικονοµικά «ελλείµµατα» οφείλονται στα «ελλείµµατα ηθικής», το γεγονός ότι επιµένουν να πουλούν στο «πόπολο» το συγκεκριµένο παραµύθι εξηγείται από ένα και µόνο: θέλουν να προασπίσουν κάτι πολύ υπέρτερο (για τους ίδιους), να αποσιωπήσουν κάτι που µπορεί να αποδειχτεί πολιτικά θανάσιµο (για τους ίδιους), να αποπροσανατολίσουν από το πραγµατικό πρόβληµα ώστε να µην καταρρεύσει ο κόσµος τους (πάνω στους ίδιους). Θέλουν να βγάλουν από το µυαλό των θυµάτων της κρίσης ότι το ξεπέρασµά της θα προέλθει µε όρους ταξικής πάλης και να τα «µαστουρώσουν» µε το όπιο της επίκλησης κάποιας «γενικής ηθικής». Θέλουν, µε άλλα λόγια, να ξεχάσουµε ότι το φαινόµενο που έχουµε µπροστά µας, από την Αθήνα µέχρι την Ουάσινγκτον και από τη Λισαβόνα µέχρι το Τόκιο, είναι η εκδήλωση της βαθιάς κρίσης, της χρεοκοπίας και του σαπίσµατος όχι απλώς του διεφθαρµένου, αλλά του βαθύτατα φθαρµένου καπιταλισµού.
Παιδιά αυτού του καπιταλισµού είναι και τα «τρωκτικά» που τον υπηρετούν. Στο ερώτηµα «πόση επιείκεια αρµόζει σ’αυτά τα τρωκτικά», υπάρχει µία και µοναδική αρµόζουσα απάντηση: όση ακριβώς και στον πατροκτόνο που ζητά την επιείκεια του δικαστηρίου µε την αιτιολογία ότι έµεινε… ορφανός. Που σηµαίνει ότι το καθεστώς της διαφθοράς και της αρπαχτής είναι σύµφυτο µε τον καπιταλισµό, αλλά αυτό ουδόλως µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως υπερασπιστικό άλλοθι από τα λαµόγια ενάντια στην «κακούργα κοινωνία». Τα λαµόγια είναι λαµόγια. Τα αρπακτικά είναι αρπακτικά. Και τα τρωκτικά είναι τρωκτικά. Και τους αρµόζει, σε προσωπικό, δικαστικό, κοινωνικό επίπεδο, κάθε ποινή, τιµωρία και καταισχύνη. Το εύλογο και απολύτως δικαιολογηµένο αίτηµα της τιµωρίας των ενόχων για τα σκάνδαλα δεν πρέπει, όµως, να συσκοτίζει και να θολώνει την κριτική ικανότητα εντοπισµού της πηγής των σκανδάλων. Και η πηγή των σκανδάλων ξεκινάει από τη βάση του συστήµατος. Για να µην πάµε στα εξωχώρια παραδείγµατα τύπου Enron, Goldman Sachs ή JP Morgan, ας περιοριστούµε στο ελληνικό παράδειγµα της Siemens (αν θεωρήσουµε ότι είναι µόνο «ελληνικό» θέµα η τακτική µιας πολυεθνικής να λαδώνει τα 2/3 των χωρών του ΟΗΕ): ότι η Siemens λοιπόν «λάδωσε» για τους Πάτριοτ (αν «λάδωσε») ξεκινάει από το σκάνδαλο της υπαγωγής των ελληνικών Ενόπλων ∆υνάµεων όχι στην υπηρεσία της άµυνας της χώρας αλλά των ΝΑΤΟικών δοµών και του στρατιωτικο-βιοµηχανικού συµπλέγµατος που καθορίζει αυτές τις δοµές· ότι η Siemens «λάδωσε» για την αγορά από την Ελλάδα του συστήματος ασφαλείας C4i (αν «λάδωσε») ξεκινάει από το σκάνδαλο της µετατροπής της Ελλάδας σε πρόθυµο σύµµαχο των «αντιτροµοκρατικών σταυροφοριών» του ιµπεριαλισµού· ότι η Siemens «λάδωσε» (αν «λάδωσε») για τις προµήθειες του ΟΣΕ, του ΟΤΕ κ.λπ. ξεκινάει από το σκάνδαλο της µετατροπής της δηµόσιας περιουσίας σε πεδίο πλειστηριασµού και σε κοµµατικό φέουδο. Οι «Siemens», συνεπώς, κάνουν τη «δουλειά» τους. Και κοµµάτι της δουλειάς τους είναι να δίνουν «κατιτίς» ως «πουρµπουάρ» γι’ αυτές τις δουλειές τους. Το φοβερό είναι ότι ένιοι εξ εκείνων που εισπράττουν το «κατιτίς» τους ποζάρουν κατόπιν ως διαπρύσιοι κήρυκες του «πνεύµατος και της ηθικής». Ως απηνείς διώκτες της διαφθοράς. Αυτό πιθανώς να εννοούσε ο Σαίξπηρ στον Έµπορο της Βενετίας, όταν προειδοποιούσε: «Για τους σκοπούς του ο ∆ιάβολος, µπορεί να απαγγείλει ακόµα και την Αγία Γραφή».
Πριν γίνει υπουργός, ήταν… τάνκερ
«Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της ∆ανιµαρκίας» ( Ουίλιαµ Σαίξπηρ, Άµλετ)
Σκάνδαλα, µίζες, διαφθορά, συναλλαγή, εκβιασµοί, αδιαφάνεια. Αν για όλα αυτά έφταιγε η «κακότητα» των ανθρώπων ή η ατελής φύση του ανθρώπινου είδους, τότε δε θα συνιστούσαν πολιτικό πρόβληµα και δε θα αντιµετωπίζονταν ως τέτοιο. Θα τα παραπέµπαµε σε ψυχολόγους, σε ανθρωπολόγους και σε κοινωνιολόγους. Όµως, όπως σωστά εντοπίζεται, το πρόβληµα της διαφθοράς είναι πολιτικό πρόβληµα. Άρα και τα αίτιά του όπως και τα αίτια κάθε άλλου πολιτικού προβλήµατος δεν µπορεί παρά να τα αναζητήσουµε στη βάση του κοινωνικο-οικονοµικού και πολιτικού συστήµατος του οποίου και συνιστούν την εκδήλωση, την έκφραση, το εποικοδόµηµα. Η διαφθορά εποµένως του αστικού πολιτικού συστήµατος είναι προϊόν των δοµών του. Της διάρθρωσής του. Του ταξικού –εντέλει– χαρακτήρα του.
Πάµπολλες φορές έχει ακουστεί από τους διαχειριστές του κυρίαρχου κοινωνικού και πολιτικού µοντέλου ότι η ανάλυση του φαινοµένου της σήψης και της διαφθοράς η οποία παραπέµπει στην ταξική προσέγγιση του θέµατος είναι µια ανάλυση «δογµατική», «στενόµυαλη», «ξύλινη». Οι συχνότερες µάλιστα ειρωνείες ότι συνιστά «κόλληµα των κοµµουνιστών» να θεωρούν τη διαφθορά σύµφυτη του καπιταλισµού προέρχονται κατά βάση από τα ίδια εκείνα πρόσωπα και κόµµατα που είναι βουτηγµένα µέχρι το λαιµό µέσα στο «πανηγύρι» της λαµογιάς και της αρπαχτής. Όχι σπανιότερα, επίσης, ακούµε ότι µια «κάθαρση» είναι το ζητούµενο για να βελτιωθούν όχι µόνο η βιτρίνα αλλά και τα ενδότερα του συστήµατος. Αυτά στο πεδίο της προπαγάνδας. Στο πεδίο της «ξεροκέφαλης» πραγµατικότητας, όµως, η αλήθεια είναι διαφορετική. Είναι, δε, τέτοια η έκταση και το βάθος των σχέσεων του πολιτικού κατεστηµένου µε το οικονοµικό κατεστηµένο στον καπιταλισµό, που από ένα σηµείο και µετά οι άνευ αντικρίσµατος διακηρύξεις περί «κάθαρσης» όσον αφορά το χαρακτήρα και τη λειτουργία του ιµπεριαλισµού καθίστανται διασκεδαστικές. Ας θυµηθούµε:
- Η κυρία Ράις, πριν γίνει υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, είχε γίνει… τάνκερ, αφού η πετρελαϊκή πολυεθνική Chevron βάφτισε ένα από τα πετρελαιοφόρα της µε το όνοµα της κ. Ράις εκτιµώντας τις υπηρεσίες της προς την εταιρεία.
- Ούτε ο ιµπεριαλιστικός χαρακτήρας του ΝΑΤΟ µετεβλήθη επειδή πριν από λίγα χρόνια αποπέµφθηκε ο Β. Κλας από γενικός γραµµατέας του, λόγω της εµπλοκής του στο σκάνδαλο µε τα ελικόπτερα Agusta, ούτε βεβαίως το πλιάτσικο στο Ιράκ έπαψε να είναι πλιάτσικο επειδή επήλθε εκείνη η «κάθαρση» στην πυραµίδα του ΝΑΤΟ.
- Ουδέποτε «συναχώθηκε» ο καπιταλισµός στις ΗΠΑ, όταν τη δεκαετία του ’70 βρέθηκε στο στόχαστρο η δυναστεία Ροκφέλερ ή επειδή τη δεκαετία του ’90 συνέβη κάτι ανάλογο µε τη Microsoft του Μπιλ Γκέιτς, ή επειδή κατέρρευσε η δεµένη µε χίλια νήµατα διαπλοκής µε το Λευκό Οίκο εταιρεία Enron, ή επειδή υπήρξαν ακόµα και πολιτικοί σεισµοί στο αµερικανικό πολιτικό εποικοδόµηµα µεγέθους ενός Γουότερ-γκέιτ ή ενός Ιράν-γκέιτ. Όσο για τις πολυεθνικές, µε τα 1,5 δις δολάρια που «έσπρωξαν» σε Οµπάµα, Χίλαρι Κλίντον και Κέιν στις προεδρικές των ΗΠΑ, το 2008, ξέρουν καλύτερα ποιοι εκλέγουν τους προέδρους στις ΗΠΑ.
- Ουδέποτε µετεβλήθη ο χαρακτήρας της ΕΕ, όπως προέβλεπαν επί προεδρίας Σαντέρ διάφοροι «φωστήρες», λόγω της αποποµπής ολόκληρης (!) της Κοµισιόν µε την κατηγορία των σκανδάλων. Παροµοίως, οι επίτροποι ποτέ δεν έπαψαν να διορίζονται µε βάση την προϋπηρεσία που έχουν σε πολυεθνικές ή να προστρέχουν σε αυτές µετά την «ευδόκιµη» θητεία τους στην Κοµισιόν.
- Ούτε τα «καθαρά χέρια» των εισαγγελέων εξάγνισαν το σύστηµα στην Ιταλία του Μπερλουσκόνι και της Κεντροαριστεράς. Ούτε η αυτοκτονία Μπερεγκοβουά έφερε την «κάθαρση» στη Γαλλία, µια χώρα όπου τον Σιράκ, µε την «περιώ-νυµη» θητεία του στο ∆ήµο του Παρισιού, τον διαδέχτηκε ο Σαρκοζί, επίσης ελεγχόµενος για δοσοληψίες του δικού του κόµµατος µε τη βαθύπλουτη Μπετανκούρ της L’Oréal. Ούτε βεβαίως η φυλάκιση Βρετανού βουλευτή το Γενάρη του 2011 µε αφορµή τα σκάνδαλα «αξιότιµων» µελών του βρετανικού κοινοβουλίου απέτρεψε τη λιτότητα, µια λιτότητα που όµοιά της δεν έχουν ζήσει οι Βρετανοί πολίτες από την εποχή που ο Τσόρτσιλ τούς υποσχόταν «δάκρυα και αίµα». Αντιθέτως, έχουµε το φαινόµενο η θητεία ακόµα και σε πρωθυπουργικούς θώκους, όπως των Σρέντερ και Μπλερ, να αξιοποιείται ως µια πρώτης τάξεως «συστατική» για τις προσλήψεις τους ως συµβούλων, από την Gazprom και από την JP Morgan, αντίστοιχα.
Μας λένε ότι η αδιαφάνεια και η διαπλοκή ευθύνονται για τη λεηλασία του δηµόσιου ταµείου. Ότι αν (και όταν) πατάξουν τη διαφθορά, το ταµείο θα γεµίσει. Λένε ψέµατα. Η µίζα, η αρπαχτή, τα «µαύρα ταµεία» είναι το «ρεγάλο», είναι το λιπαντικό. Είναι η κορυφή του παγόβουνου, που δε θα υπήρχε αν δεν υπήρχε το ίδιο το σώµα του εγκλήµατος. Αποφεύγουν να µιλούν για τα «πολλά» από το λεηλατηµένο ταµείο. Την κύρια διασπάθιση του ταµείου, που προκαλείται από τις επιχορηγήσεις σε βιοµηχάνους, από θαλασσοδάνεια σε εφοπλιστές, από ενισχύσεις σε τραπεζίτες, την προβάλλουν ως «επιβεβληµένη», «αναγκαία» και «χρήσιµη» πολιτική. Θέλουν να περιχαρακώσουν τη συζήτηση µιλώντας µόνο για τη διαφθορά, δηλαδή για το χρηµατισµό του ενός ή του άλλου, κάτι που τελικά δεν αποτελεί παρά το κερασάκι στην τούρτα του εγκλήµατος. Ας το ξεκαθαρίσουµε: η διαφθορά φέρνει στο προσκήνιο τον ηθικό ξεπεσµό του αστικού πολιτικού εποικοδοµήµατος και µέρους του αστικού πολιτικού προσωπικού που πρέπει και να ξεσκεπαστεί και να παταχτεί αµείλικτα. Αλλά προσοχή: πρόκειται για ηθικό ξεπεσµό στο πλαίσιο ενός κοινωνικο-οικονοµικού µοντέλου, που, έτσι κι αλλιώς, η ανηθικότητά του, δηλαδή η εκµετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η παντοδυναµία του ∆υνατού έναντι του αδύναµου, η υπεροχή του πατρικίου έναντι του πληβείου αποτελεί εξ αντικειµένου τον ακρογωνιαίο λίθο της ύπαρξής του. Με άλλα λόγια, ακόµα κι αν καταργηθεί το «ρεγάλο», αν δηλαδή εκµηδενιστεί η διαφθορά και η διαπλοκή –πράγµα αδύνατο, αφού έτσι γίνονται οι «µπίζνες» στην «ελευθέρων ηθών» αγορά των πολυεθνικών–, το έγκληµα δεν καταργείται.
Η πορεία εποµένως πρέπει να είναι η αντίστροφη: µόνο αν καταργηθεί το έγκληµα, µόνο αν αποκρουστεί, αν ανατραπεί, αν δηλαδή εκµηδενιστεί ο δυναστικός ρόλος των πολυεθνικών και των κεφαλαιοκρατών, θα καταργηθεί και το «ρεγάλο». Έως τότε οι µονίµως έκπτωτοι αρχάγγελοι της «κάθαρσης» θα δηµαγωγούν περί της «νόµιµης» και της «έντιµης» λειτουργίας του συστήµατος, ώστε να µην παρακωλύεται ο υγιής –όπως λένε– ανταγωνισµός. Πρόκειται για ένα σύστηµα όπου πράγµατι τα µονοπώλια, οι πολυεθνικές, οι επιχειρήσεις, οι κεφαλαιοκράτες ανταγωνίζονται µεταξύ τους, και µάλιστα αδυσώπητα. Αλλά αυτός ο ανταγωνισµός δεν έχει καµία σχέση µε την εξυπηρέτηση των συµφερόντων του εργαζοµένου. Πρόκειται για αδηφάγο ανταγωνισµό µε µοναδικό κίνητρο και έπαθλο για τον κεφαλαιοκράτη την απόσπαση της µεγαλύτερης πίτας στην αγορά έναντι των άλλων κεφαλαιοκρατών-ανταγωνιστών του και πάντα εις βάρος του εργαζοµένου-καταναλωτή. Πολιτικά, δε, ο µόνος τοµέας όπου λειτουργεί ο ανταγωνισµός τους είναι όταν Βένετοι και Πράσινοι, ∆ηµοκρατικοί και Ρεπουµπλικάνοι, Κεντροαριστεροί και Κεντροδεξιοί διαγκωνίζονται µεταξύ τους ποιος ταγός θα εκπροσωπήσει καλύτερα τα µεγάλα συµφέροντα αλλά και ποιος δηµαγωγώντας και ψηφοθηρώντας θα πει τη µεγαλύτερη, την πλέον ανιστόρητη και αντιεπιστηµονική µπαρούφα περί εκείνου του εύηχου πλην ανύπαρκτου «ανταγωνισµού που ασκείται επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου».
Εν κατακλείδι: η διαφθορά αναπτύσσεται στο έδαφος ενός πολιτικο-οικονοµικού µοντέλου που έχει για σηµαία του το «όλοι (οι πολλοί) για έναν (τον κεφαλαιοκράτη) και ο καθένας για την πάρτη του»· προκύπτει από τη µήτρα των θεωριών περί του «άξιου και ικανού», όχι µε την έννοια του ταλαντούχου, αλλά του «καταφερτζή» και του «καπάτσου»· διαχέεται µέσω των κηρυγµάτων περί της (πάση θυσία) αναζήτησης της «ατοµικής ευηµερίας»· «νοµιµοποιείται» µέσω των πολιτικών που διασύρουν την έννοια του «αλτρουισµού», ταυτίζοντας την «κοινωνική ευαισθησία» µε το µοίρασµα των ψίχουλων της ελεηµοσύνης που πέφτουν από την Αγία Τράπεζα του ατοµικισµού και του κοινωνικού δαρβινισµού. Αυτός είναι ο καπιταλισµός και αυτός ήταν πάντα. Από την εποχή που ο Μαρξ διαπίστωνε πως ένα τέτοιο σύστηµα ούτε βελτιώνεται, ούτε διορθώνεται, ούτε ρυθµίζεται. Μόνο, ανατρέπεται. Βέβαια, υπάρχει και εκείνος ο γνωστός, αλλά µάταιος, ισχυρισµός, ότι η διαπλοκή δεν είναι ο κανόνας· ότι η διαφθορά συνιστά φαινόµενο «επίκτητο» και όχι εγγενές· ότι πρόκειται για κάποια «δυσλειτουργία» και όχι για δοµικό στοιχείο του καπιταλιστικού συστήµατος. Μα, όµως, αν πρόκειται για «στιγµιαίο» καπιταλιστικό αδίκηµα, τότε πού οφείλεται η διάρκειά του, πώς εξηγείται η µονιµότητά του, το αέναο της ύπαρξής του; Αν πρόκειται για «ασθένεια» ενός κατά τα άλλα υγιούς οργανισµού, τότε γιατί οτιδήποτε έχουν παρουσιάσει ως «αντιβίωση» δεν πιάνει στον ασθενή; ∆ιότι, απλούστατα, σάπιο και άρρωστο είναι το σύστηµά τους εξολοκλήρου και από τα γεννοφάσκια του.
Όσο για τα επαναλαµβανόµενα κρούσµατα εµπλοκής πολιτικών κοµµάτων και προσώπων σε υποθέσεις σκανδάλων, δεν αποτελεί φαινόµενο «ανεξήγητο»: όταν ένα σύστηµα διέπεται από την αρχή «όλα πωλούνται και όλα αγοράζονται», τότε µεταξύ των προθύµων να ξεπουληθούν και να εξαγοραστούν ανήκουν και ένιοι εκ των πολιτικών ταγών αυτού του συστήµατος. Όµως, για να εξηγηθούν οι σχέσεις της Siemens τόσο µε το δικοµµατισµό στην Ελλάδα (σηµειωτέον, ότι τα «λαδώµατα» της Siemens στην Ελλάδα χρονολογούνται από το 1953, όταν επικεφαλής της γερµανικής πολυεθνικής στη χώρα ήταν «ο πατενταρισµένος δωσίλογος Ι. Βουλπιώτης, που καµάρωνε ότι υπέδειξε στους κατακτητές ως εγκάθετο πρωθυπουργό τον Ι. Ράλλη, καθώς και τη συγκρότηση των διαβόητων Ταγµάτων Ασφαλείας»[2]) όσο και µε τους πολιτικούς εκπροσώπους του κεφαλαίου σε ολόκληρο τον κόσµο, δεν αρκούν τα ανόητα Άρλεκιν και τα «αφηγήµατα» περί της «κακής» εταιρείας που διαπλέχτηκε µε «επίορκους» πολιτικούς. Οι σχέσεις αυτές δε σφυρηλατήθηκαν παρά ως τυπική επανάληψη της γνωστής τακτικής µε την οποία γίνονται οι «µπίζνες» σ’ έναν κόσµο όπου τα υπερκέρδη των λίγων προέρχονται από την εκµετάλλευση και τη φτώχεια των πολλών. Η ιστορία µε τις «µίζες» της Siemens που αφορά πάνω από 160 χώρες του «ελεύθερου κόσµου» είναι τυπικό δείγµα λειτουργίας ενός (καπιταλιστικού) «χωριού», που η βρωµιά του παράγεται και αναπαράγεται ως ιδεολογία (τα πάντα για τον ιδιώτη), ως οικονοµία (τα πάντα για το κέρδος), ως πολιτική (τα πάντα για το ατοµικό συµφέρον). Εποµένως, αυτός ο τρελός χορός µίζας και αθλιότητας που συνοδεύει τις υποθέσεις σκανδάλων και διαφθοράς, αντί να γίνεται «ευκαιρία» συµψηφισµού και συµβιβασµού µεταξύ των αποβρασµάτων, αντί να µετατρέπεται σε «κολυµβήθρα του Σιλωάµ» και σε αποπροσανατολιστικό θέαµα για την «υποστύλωση» του σάπιου καθεστώτος τους, µπορεί, αντίθετα, να αποτελέσει την ευκαιρία για να φωτίζεται η µέγιστη αλήθεια. Ότι, δηλαδή, το «πώς» κυβερνάει κανείς, έντιµα ή άτιµα, πέρα από πρόσωπα ή προθέσεις, αλλά µε την έννοια της πολιτικής ως γενικής συνισταµένης των όρων της κοινωνικής οργάνωσης, είναι αντανάκλαση του «προς όφελος ποιου» κυβερνάει. Όποιος, για παράδειγµα, κυβερνάει φτιάχνοντας νόµους για να ξεπουλιούνται (µε όλους τους τύπους της κοινοβουλευτικής νοµιµότητας) οι τηλεπικοινωνίες στις «Siemens», τότε, πάνω στο έδαφος αυτής της καπιταλιστικής νοµιµότητας, δηµιουργεί το θερµοκήπιο τόσο για τους μιζαδόρους όσο και για τους δωρολήπτες. Αντίθετα, όποιος κυβερνάει µε γνώµονα ότι οι τηλεπικοινωνίες είναι δηµόσιο αγαθό, που καλύπτει κοινωνικές ανάγκες και που η διαχείρισή του τελεί υπό εργατικό και λαϊκό έλεγχο, τότε «κόβει το βήχα» στις «Siemens». Και «κόβει τα χέρια» τόσο στους «µιζαδόρους» όσο και στους «δωρολήπτες».
* * *
Σηµείωση 1η: Ορισµένοι καλόπιστα κι άλλοι «αθώα» εγείρουν την εξής ένσταση: µα στο σοσιαλισµό δεν υπήρχε διαφθορά; ∆εν υπήρχαν εκείνοι που «τα έπιαναν»; Μόνο στον καπιταλισµό υπάρχουν φαινόµενα διαφθοράς; Υποστηρίζουµε ότι το πραγµατικό ερώτηµα, εφόσον µιλάµε για ανθρώπινες κοινωνίες και όχι για αποστειρωµένους από µικρόβια «παραδείσους», δεν είναι αν υπήρχαν και στο σοσιαλισµό φαινόµενα διαφθοράς. Το ερώτηµα είναι: ποιο σύστηµα ευνοεί τη «βρόµα». Ποιο την έχει δοµικό του στοιχείο. Την αναπαράγει. Την προστατεύει. Την έχει ιδεολογία, και µάλιστα καθαγιασµένη µέσα από την ανάδειξη της «καπατσοσύνης» σε υπέρτατη αρχή της «ελεύθερης αγοράς». Ποιο είναι το σύστηµα όπου «όλα πωλούνται και όλα αγοράζονται»: από το νερό και τον αέρα µέχρι τη γη, από την είδηση που µετατρέπεται σε «εµπόρευµα» των καναλαρχών, µέχρι τους δρόµους, τις τηλεπικοινωνίες, τα πετρέλαια και τις παραλίες, που κι αυτά αποτελούν «εµπόρευµα» των εργολάβων-εφοπλιστών-βιοµηχάνων-τραπεζιτών-καναλαρχών. Ποιο είναι το σύστηµα όπου τα πάντα θεωρούνται «εµπορεύµατα», µε πρώτο το ίδιο το κορµί και το ίδιο το µυαλό των ανθρώπων. Ποιο είναι το σύστηµα όπου το καθετί τίθεται διαρκώς στη διατίµηση της συναλλαγής µεταξύ πολιτικής και οικονοµικής εξουσίας. Ο σοσιαλισµός που γνωρίσαµε, ένας από τους λόγους που ανατράπηκε, ήταν ακριβώς για να έρθουν στη θέση του οι διεφθαρµένοι και οι διαπλοκές τους. Ας κάνουµε τον αντίστροφο συλλογισµό: Αν ήταν ο σοσιαλισµός –και όχι οι σοσιαλιστικές παρεκκλίσεις– το πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της διαφθοράς, αν η διαφθορά δεν ασφυκτιούσε στο πλαίσιο του σοσιαλισµού, τότε τι λόγο είχαν οι φορείς της διαφθοράς να αναζητήσουν και να βρουν το φυσικό τους χώρο στον καπιταλισµό; Αντίθετα και όσον αφορά τον καπιταλισµό που γνωρίζουµε, τον υπαρκτό και µοναδικό καπιταλισµό που µπορεί να υπάρξει, οι διεφθαρµένοι όχι µόνο δεν ασφυκτιούν, όχι µόνο δεν επιδιώκουν την ανατροπή του, αλλά οµνύουν στη µακροηµέρευσή του. Που σηµαίνει ότι, για να αρχίσουν να ασφυκτιούν, έως ότου εκλείψουν οριστικά, µόνο ένας τρόπος υπάρχει: να ανατραπούν. Μαζί µε το φυσικό τους χώρο.
Σηµείωση 2η: Ένα αποκαλυπτικό παράδειγµα για το τι κρύβεται πίσω από τον όρο «πολιτική δικτύωση», που χρησιµοποιείται για να περιγραφεί «κοµψά» η διαπλοκή µεταξύ κεφαλαίου-αστικού πολιτικού συστήµατος και εν γένει αστικού εποικοδοµήµατος, είναι το ακόλουθο που –σηµειωτέον– δεν αφορά παρά ένα µόνο πρωταγωνιστή, την Goldman Sachs:
Ολουσέγκουν Αγκάνκα, υπουργός Οικονοµίας της Νιγηρίας, διευθυντής υπηρεσίας επενδυτικών κεφαλαίων της Goldman Sachs. Ότµαρ Ίσινγκ, επικεφαλής οικονοµολόγος της ΕΚΤ, διεθνής σύµβουλος της Goldman Sachs. Μάριο Ντράγκι, διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας, διάδοχος του Τρισέ στην ΕΚΤ, αντιπρόεδρος της Goldman Sachs International για την Ευρώπη. Μάριο Μόντι, επίτροπος της Κοµισιόν, σύµβουλος διεθνών υποθέ-σεων της Goldman Sachs. Πίτερ Σάδερλαντ, επίτροπος ανταγωνισµού της ΕΕ, πρόεδρος της GATT, πρόεδρος της Goldman Sachs International. Ροµάνο Πρόντι, πρόεδρος της Κοµισιόν, πρωθυπουργός της Ιταλίας, επικεφαλής του ιταλικού κρατικού οµίλου για τη βιοµηχανική ανασυγκρότηση όταν συνέβη το σκάνδαλο της συγχώνευσης µεταξύ της γερµανικής Siemens και της ιταλικής STET µε τη µεσολάβηση της Goldman Sachs. Λόρδος Γκρίφιθς, σύµβουλος της Θάτσερ, αντιπρόεδρος της Goldman Sachs International. Γκάβιν Ντέιβις, πρόεδρος του BBC, στέλεχος της Goldman Sachs, η σύζυγος του -οποίου διετέλεσε εξ απορρήτων συνεργάτιδα του πρωθυπουργού Γκόρντον Μπράουν. Ντέιβιντ Κάµερον, πρωθυπουργός της Βρετα-νίας, ο αναθέτων τη µαζική πώληση εντόκων του βρετανικού ∆ηµοσίου στην Goldman Sachs. Τζον Κόρτζιν, κυβερνήτης του Νιου Τζέρσεϊ, πρόεδρος της Goldman Sachs. Ρόµπερτ Ρούµπιν, υπουργός Οικονοµικών του Κλίντον, αντιπρόεδρος της Goldman Sachs. Τίµοθι Γκάιτνερ, υπουργός Οικονοµικών του Οµπάµα, επιλέγει γενικό γραµµατέα του υπουργείου τον Μαρκ Πάτερσον, λοµπίστα της Goldman Sachs. Τζόσουα Μπόλτεν, διευθυντής του γραφείου του Τζορτζ Μπους, ένας από τους πρώην της Goldman Sachs. New York Times, εφηµερίδα που εκδίδεται από τον όµιλο που έχει προσλάβει ως σύµβουλο την Goldman Sachs. Χένρι Πόλσον, υπουργός Οικονοµικών του Μπους, πρόεδρος της Goldman Sachs. Σίντνεϊ Γουάινµπεργκ, ταµίας της προεκλογικής εκστρατείας του Αϊζενχάουερ το ’52 και το ’56, αφεντικό της Goldman Sachs, µε δυο πόστα καπαρωµένα από ανθρώπους του στις κυβερνήσεις του Άικ, τις θέσεις του υπουργού Οικονοµικών και του υπουργού Άµυνας. Κατόπιν τέτοιας «κληρονοµιάς», µάλλον δεν έχει άδικο ο νυν επικεφαλής της Goldman Sachs, ο Λόιντ Μπλανκφέιν, ο άνθρωπος που από το 2006 έως το 2010 εισέπραξε πάνω από 200 εκατ. δολάρια σε µπόνους, να δηλώνει: «∆εν είµαι παρά ένας τραπεζίτης που κάνει το έργο του Θεού».[3]
[1]. Le Monde – To Βήµα, 28.9.2008.
[2]. Ελευθεροτυπία, 14.3.2011.
[3]. Marc Roche, «Η Τράπεζα – Πώς η Goldman Sachs κυβερνά τον κόσµο», εκδόσεις Μεταίχµιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου