Ο αξιωματικός
Το δισέλιδο του «Ριζοσπάστη» παρουσιάζει την ηρωική και αλύγιστη ζωή του Στέφανου Παπαγιάννη. Γεννήθηκε στο χωριό Μαυράτο, κοντά στον Αγιο Κήρυκο της Ικαρίας, το 1908, από γονείς φτωχούς αγρότες και με οκτώ αδέρφια. Αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο πρόωρα και να γίνει μούτσος σε μεγάλα καΐκια για να βοηθήσει την οικογένεια. Οπως αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του «Από εύελπις αντάρτης», «Στις αρχές του καλοκαιριού του 1926 πήγα στην Αθήνα. Εδωσα εξετάσεις και πέτυχα στη Σχολή Ευελπίδων».
Ο Στ. Παπαγιάννης αποτελεί πρότυπο και παράδειγμα αξιωματικού, όπως και χιλιάδες άλλοι αξιωματικοί που συμπορεύτηκαν με τον λαό και συνέβαλαν στους αγώνες του, στην αντίσταση και τις νίκες του.
Γράφει στο βιβλίο του: «Στη Σχολή Ευελπίδων η ζωή ήταν σκληρή. Το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ο αυταρχισμός, η πειθαρχία του φόβου, η αυθαιρεσία του ανώτερου. Η βασική κινητήρια δύναμη, από το πρωί ως το βράδυ, ήταν ο εξαναγκασμός. Ιδιαίτερα για τους πρωτοετείς μαθητές, ήταν δύσκολη η προσαρμογή στη νέα ζωή. Περισσότερο δεν υποφέρονταν τα καψόνια που έκαναν στους πρωτοετείς οι μαθητές της τελευταίας τάξης, που τη λέγαμε και διοικούσα τάξη.
Μετά την αποφοίτησή μου το 1930 από τη Σχολή και την ονομασία μου σε ανθυπολοχαγό του Πυροβολικού, έμεινα ακόμα δέκα (10) μήνες στην Αθήνα και πέρασα από την αντίστοιχη Σχολή Εφαρμογής. Διευθυντής της Σχολής ήταν τότε ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Ψαρός».
Στη συνέχεια υπηρέτησε στο Σύνταγμα Πυροβολικού στη Θεσσαλονίκη, πάνω από πέντε χρόνια. Τα τρία πρώτα, ως ανθυπολοχαγός, διοικούσε έναν ουλαμό Πυροβολικού. Αργότερα, όταν έγινε υπολοχαγός, τοποθετήθηκε διαχειριστής του Συντάγματος. Χωρίς να το ζητήσει ο ίδιος, ήρθε διαταγή για μετάθεση στη Λάρισα. Γράφει: «Στη Λάρισα έφτασα στον σταθμό ένα Σάββατο πρωί την άνοιξη του 1936. Στο 2ο Σύνταγμα Βαρέος Πυροβολικού ανέλαβα τη διοίκηση και την εκπαίδευση του ουλαμού βαθμοφόρων. Οι σχέσεις με τους κληρωτούς εδώ ήταν ακόμα καλύτερες. Η μετάθεση από τη Λάρισα στην Αθήνα τέλος του 1936 ήταν κάτι το αναπάντεχο».
Λίγο πιο κάτω περιγράφει πώς έζησε ο ίδιος σαν αξιωματικός τον ματωμένο Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη, με τη μεγάλη απεργία που πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά και ενέπνευσε τον κομμουνιστή ποιητή Γ. Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο»:
«Ακόμα μεγαλύτερη απήχηση είχαν την ίδια εποχή και τα συγκλονιστικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης, τον Μάη του 1936 (...) Σε μια μεγάλη συγκέντρωση των εργατών η χωροφυλακή άνοιξε πυρά κατά των απεργών. Υπήρξαν νεκροί και τραυματίες.
(...) Την επόμενη μέρα στην κηδεία των θυμάτων έγινε πάνδημο συλλαλητήριο. Η κυβέρνηση κινητοποίησε τον στρατό και έδωσε εντολή στα στρατιωτικά τμήματα να διαλύσουν και με χρήση όπλων τους διαδηλωτές.
(...) Οι στρατιώτες, με επικεφαλής τους αξιωματικούς, ανάμεσά τους και τον ταγματάρχη Μαρινάκη, αρνήθηκαν να στρέψουν τα όπλα ενάντια στον λαό και συναδελφώθηκαν με τους απεργούς. Ακολούθησαν πραγματικά συγκλονιστικές στιγμές».
Το 1980, ο απόστρατος πλέον συνταγματάρχης Μ. Μαρινάκης γράφει σε επιστολή του προς τον «Ριζοσπάστη»:
«Στο ερώτημα αν την ενέργεια που έκανα πριν από σαράντα χρόνια θα την επαναλάμβανα αργότερα, σαν συνταγματάρχης, απαντώ κατηγορηματικά και αδίστακτα ΝΑΙ. Κάθε στρατιώτης είναι ένας στρατευμένος πολίτης. Γι' αυτό, όταν ο λαός μαζεύεται αυθόρμητα για να διαδηλώσει τη δίκαιη απαίτησή του να έχει ελευθερία, εργασία και μόρφωση για τα παιδιά του, ο στρατός δεν τον χτυπά, γιατί ο στρατός είναι τα παιδιά του».
Ο Στ. Παπαγιάννης, Εύελπις
Β'
Παγκόσμιος Πόλεμος
Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα ο Στέφανος Παπαγιάννης αναφέρει:
«Παρουσιάστηκα στη Διοίκηση Πυροβολικού και ζήτησα διαταγές για την παραπέρα πορεία μου. Σύμφωνα με διαταγή του Γενικού Επιτελείου Στρατού, όλοι οι έφεδροι στρατιώτες και αξιωματικοί έπαιρναν προσωρινό απολυτήριο και ήταν ελεύθεροι να πάνε στα σπίτια τους. Οι μόνιμοι αξιωματικοί, όμως, έπρεπε να πάνε στα Γιάννενα και εκεί να τεθούν στη διάθεση της διοίκησης του αλβανικού μετώπου».
«Σαν αστραπή κυκλοφόρησε η είδηση ότι ο στρατηγός Τσολάκογλου, διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου, υπέγραψε το σταμάτημα του πολέμου με την παράδοση άνευ όρων των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων».
Ο Στέφανος Παπαγιάννης ως λοχαγός του Πυροβολικού εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και πολέμησε μέσα από την ΕΑΜική Αντίσταση. Το 1942 έγινε και μέλος του ΚΚΕ. Δούλεψε στο 2ο Γραφείο του Α' Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ Αθήνας από την ίδρυσή του μέχρι και τις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη του '44.
Μετά τη Βάρκιζα
«Οσοι είχαμε μόνιμη διαμονή στην Αθήνα παρουσιαστήκαμε στην έδρα του Α' Σώματος Στρατού, που ήταν κάπου απέναντι από το Ζάππειο, για να αναλάβουμε υπηρεσία. Εκεί μας υποδέχτηκε καθόλου φιλικά ένας αρμόδιος ανώτερος αξιωματικός, και μας είπε ότι σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις πριν από όλα πρέπει να υπογράψουμε μία δήλωση. Η δήλωση ήταν έντυπη και το μόνο που χρειαζόταν ήταν τα στοιχεία ταυτότητας και υπογραφή. Να υπογράψουμε όμως και αυτό το χαρτί, που έγραφε ότι η δράση μας από τις γραμμές του ΕΛΑΣ ήταν αντεθνική και προδοτική, ξεπερνούσε κάθε όριο ανοχής. Δεν υποκύψαμε στον εκβιασμό και επιστρέψαμε τη δήλωση ανυπόγραφη».
«Βλέποντας η κυβέρνηση ότι φουντώνει το αντάρτικο και αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο να φύγουν για το βουνό οι αξιωματικοί που ήταν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, πήρε απόφαση να μας μαζέψει και να μας στείλει εξορία. Γύρω στις 15 Ιουλίου 1946 μας έδωσαν από τη στρατιωτική υπηρεσία εντολή να συγκεντρωθούμε στον Πειραιά με αποσκευές εκστρατείας, γιατί τάχα θα πάμε αποστολή! Το πλοίο που μπήκα εγώ, μαζί με καμιά δεκαπενταριά συναδέλφους, μας αποβίβασε στη Φολέγανδρο».
Το 1947 ο Στέφανος Παπαγιάννης μεταφέρθηκε στη Νάξο. Ο συνολικός αριθμός των εξόριστων αξιωματικών στη Νάξο έφτασε τους 33. Πιο αναλυτικά κατά βαθμούς ήταν 11 ανώτεροι (συνταγματάρχης, αντισυνταγματάρχης και ταγματάρχης), 8 λοχαγοί και 12 υπολοχαγοί, ανθυπολοχαγοί και ανθυπασπιστές.
Στις 15 Απριλίου 1947, μαζί με άλλους 11 αξιωματικούς απέδρασαν με καΐκι από τη Νάξο, έφτασαν κοντά στη Χαλκίδα και τη νύχτα στις 28 Απρίλη 1947 πιάσανε τα πρώτα υψώματα του Καλλίδρομου.
Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, ο Στέφανος Παπαγιάννης ήταν γενικός επιτελάρχης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και αργότερα διοικητής μονάδας Πυροβολικού Γράμμου.
Μετά τον εμφύλιο, έζησε στις σοσιαλιστικές χώρες μέχρι το 1955, οπότε ήρθε παράνομος στην Ελλάδα.
Φυλακές και εξορίες
Πιάστηκε από την Ασφάλεια το 1956. Δικάστηκε από στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της κατασκοπείας, ποινή που αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Αρχικά οδηγήθηκε στις φυλακές της Αίγινας το 1957, το 1959 μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αλικαρνασσού στο Ηράκλειο της Κρήτης και το 1960 στις φυλακές της Κέρκυρας. Το 1961 μεταφέρεται ξανά στις φυλακές της Αίγινας και το 1962 στις φυλακές του Ιτζεδίν στο Καλάμι των Χανίων, στην περιοχή της Σούδας. Μετά την αποφυλάκιση του κύριου όγκου των πολιτικών κρατουμένων, όλοι οι καταδικασμένοι με τον Αναγκαστικό Νόμο 375 μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Αίγινας το 1965. Από εκεί ο Στέφανος Παπαγιάννης αποφυλακίστηκε το 1966.
Τον Απρίλιο του 1967 εξορίστηκε στη Γυάρο, στη Λέρο και στη συνέχεια στον Ωρωπό. Απελευθερώθηκε το 1970 και εντάχθηκε αμέσως στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ.
Το 1973 συνελήφθη εκ νέου, κρατήθηκε στα μπουντρούμια της ΕΣΑ και στη συνέχεια εκτοπίστηκε στη Γυάρο μέχρι την κατάρρευση της δικτατορίας. Πέρασε όλες τις δοκιμασίες αλύγιστος.
Ο Στέφανος Παπαγιάννης εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στο 9ο Συνέδριο (και μάλιστα σε συνθήκες παρανομίας) και έπειτα στο 10ο και στο 11ο Συνέδριο. Με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης πήρε τον βαθμό του ταξίαρχου εν αποστρατεία.
Πέθανε τον Δεκέμβριο του 1996, σε ηλικία 88 ετών.
Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος: «Παρά τους αυστηρούς περιορισμούς και τα μύρια εμπόδια που πρόβαλε ο αντικομμουνισμός, οι προτάσεις του ΚΚΕ πέρναγαν τις πύλες των στρατοπέδων και γίνονταν γνωστές στους φαντάρους και τους αξιωματικούς (...) Πολιτικές συζητήσεις γίνονταν ανάμεσα στους κατώτερους αξιωματικούς στις μονάδες και τις στρατιωτικές λέσχες».
Αρκετοί αξιωματικοί του αστικού στρατού, που τα προηγούμενα χρόνια ανέπτυξαν δεσμούς με το ΚΚΕ, υπηρέτησαν το δίκιο του εργαζόμενου λαού στον ΕΛΑΣ και στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.
Το παράδειγμα της ανιδιοτέλειας, της αυτοθυσίας, της αγωνιστικότητας των κομμουνιστών υπήρξε καταλυτικό. Οταν διαμορφώνονται συνθήκες λαϊκής ανάτασης, μετατοπίζονται μαζικά οι λαϊκές συνειδήσεις. Αναδεικνύονται πρότυπα ηρωισμού, μαχητικής στάσης, που επηρεάζουν και τους μόνιμους αξιωματικούς, οι οποίοι αφήνουν τις υπηρεσίες και τους μισθούς τους και ακολουθούν τον δρόμο που ανοίγουν οι κομμουνιστές, ακόμα κι αν ξεκίνησαν από διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες.
Από την πείρα του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού σφυρηλατήθηκε μια ολόκληρη γενιά κομμουνιστών αγωνιστών, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Στέφανος Παπαγιάννης, που συνέβαλε από το δικό του μετερίζι, δίπλα στον λαό, σε μια δεκαετία ένοπλης πάλης, γνώρισε πολλές και σκληρές διώξεις, νίκες και πίκρες, μα έμαθε να μην παραδίνεται στον αντίπαλο, όσο ισχυρός κι αν είναι.
Εμπνεόμαστε, διδασκόμαστε, συνεχίζουμε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου