Στις 18 Γενάρη του 1919 στο Παρίσι άρχιζε τις εργασίες της η διεθνής διάσκεψη που έμεινε στην Ιστορία ως «Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού». Το περιεχόμενό της ήταν η αποτύπωση των αποτελεσμάτων του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, που ήδη είχε λήξει και τυπικά από το Νοέμβρη του 1918, και η διαμόρφωση του μεταπολεμικού κόσμου.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός πόλεμος ανάμεσα σε δύο συνασπισμούς καπιταλιστικών κρατών, της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία, αρχικά, και στη συνέχεια και των ΗΠΑ, ενώ στην Ασία πόλεμο έκανε και η Ιαπωνία ενάντια στις γερμανικές αποικίες), από τη μια πλευρά, και της τετραπλής συμμαχίας με επικεφαλής τη Γερμανία (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία) από την άλλη. Βεβαίως, στην πορεία του πολέμου, μπήκαν κι άλλα κράτη στο πλευρό κάθε συνασπισμού, ανάλογα με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και τις σχέσεις του με τα τότε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη. Για παράδειγμα, η Ελλάδα με κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, ενώ η Βουλγαρία στο πλευρό της Γερμανίας.
Ως ιμπεριαλιστικός, ο πόλεμος έγινε για το εδαφικό ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις τότε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Μετά από την ήττα της Γερμανίας, που είχε ξεκινήσει τον πόλεμο, οι νικήτριες δυνάμεις, ήρθαν να επιβάλουν διεθνείς συμφωνίες με βάση τα αποτελέσματα του πολέμου.
Ολα τα αποτελέσματα; Ολα δεν μπορούσαν. Γιατί ένα, το πιο σημαντικό από αυτά, ήταν η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και η εγκαθίδρυση της πρώτης στον κόσμο εργατικής εξουσίας, η συγκρότηση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, στα 1917.
Αυτό το αποτέλεσμα δεν ήταν αποδεκτό ούτε από τους νικητές του πολέμου, ούτε από τους ηττημένους. Οχι μόνο δεν ήταν αποδεκτό, αλλά στο νεαρό εργατικό κράτος οι καπιταλιστές έβλεπαν κατάματα τον κύριο αντίπαλό τους σε διεθνές επίπεδο και το πιο μεγάλο εμπόδιο στην προώθηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων τους, των σκοπών και των συμφερόντων τους.
Αλλωστε, οι συνθήκες πριν τον πόλεμο και στη διάρκειά του (παγκόσμια οικονομική κρίση, εξαθλίωση των λαϊκών μαζών των εμπολέμων χωρών) δημιουργούσαν συνθήκες επαναστατικής κρίσης. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση ξέσπασαν επαναστατικά γεγονότα στη Γερμανία, στην Ουγγαρία, στην Αυστρία, στη Βουλγαρία στα 1918 - 1919 και συνεχίστηκαν έως το 1921, ανεξάρτητα αν δεν επικράτησε η επανάσταση σε καμιά από αυτές τις χώρες, με εξαίρεση την Ουγγαρία όπου εγκαθιδρύθηκε για οκτώ περίπου μήνες σοβιετική εξουσία και ανατράπηκε.
Στη διάσκεψη που θα καθόριζε και το μεταπολεμικό μοίρασμα της λείας που πήραν από τη Γερμανία ανάμεσα στους νικητές, το πρώτο ζήτημα που συζητήθηκε ήταν η Σοβιετική Ρωσία και πώς θα την ανέτρεπαν. Αλλωστε, οι δυνάμεις της Αντάντ έκαναν στρατιωτική εισβολή στη Ρωσία, σε συνδυασμό με τις δυνάμεις της αντεπανάστασης και τον εμφύλιο που ήδη είχε ξεκινήσει, προκειμένου να ανατρέψουν τη σοβιετική εξουσία. Και απέτυχαν.
Η υπογραφή ανακωχής από τη Γερμανία
Αλλά ας παρακολουθήσουμε πώς φτάσαμε στη Διάσκεψη του Παρισιού και τι έγινε στη συνέχεια.
Ο πόλεμος, τον Οκτώβρη του 1918, έχει γείρει οριστικά σε βάρος της Γερμανίας και υπέρ της Αντάντ, παρά το ότι μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση, ένα χρόνο πριν, είχε χάσει ένα σύμμαχο. Δεν άλλαξε ο συσχετισμός, αφού ήδη οι ΗΠΑ είχαν μπει στον πόλεμο. Οι σύμμαχες δυνάμεις της Γερμανίας είχαν ήδη υπογράψει ανακωχή. Δεν απέμενε παρά μόνο η Γερμανία, που ακόμη δεν είχε συνθηκολογήσει.
Στις 8 Νοέμβρη στο σιδηροδρομικό σταθμό Ρετόντ, στο δάσος της Κομπιένης, συζητήθηκαν οι όροι ανακωχής της Γερμανίας με την Αντάντ. Οι όροι της ανακωχής προέβλεπαν πως η Γερμανία όφειλε μέσα σε 15 μέρες να αδειάσει τα εδάφη που είχε κατακτήσει στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στο Λουξεμβούργο, καθώς και την Αλσατία και τη Λωραίνη, και να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Αυστροουγγαρία, τη Ρουμανία και την Τουρκία. Τα γερμανικά στρατεύματα θα άδειαζαν το έδαφος στο μάκρος της αριστερής όχθης του Ρήνου και τις ζώνες μπροστά από τις γέφυρες στη δεξιά όχθη, και θα τα καταλάμβαναν στρατεύματα της Αντάντ που θα τα συντηρούσε η Γερμανία. Η Γερμανία θα παρέδιδε στους νικητές 5 χιλ. πυροβόλα, 30 χιλ. πολυβόλα, 2 χιλ. αεροπλάνα, 3 χιλ. ολμοβόλα. Ο γερμανικός πολεμικός στόλος θα παροπλιζόταν. Ο αποκλεισμός της Γερμανίας θα συνεχιζόταν. Οι πολεμικές επιχειρήσεις θα σταματούσαν 6 ώρες ύστερα από την υπογραφή της ανακωχής.
Στη γερμανική αντιπροσωπεία δόθηκε προθεσμία 72 ωρών για να απαντήσει αν δέχεται ή όχι τους όρους της ανακωχής που της επιδόθηκαν. Η γερμανική κυρίαρχη τάξη βρισκόταν ανάμεσα σε δύο πυρά. Αυτά των νικητών και της Επανάστασης που ξεσπούσε το Νοέμβρη.
Οι Γερμανοί συζητούσαν διεκδικώντας λιγότερο βαρείς όρους, με το επιχείρημα ότι ο γερμανικός στρατός έπρεπε να διατηρήσει όσο το δυνατόν πιο πολλά όπλα για τον αγώνα εναντίον του «κινδύνου από τους μπολσεβίκους». Οι δυνάμεις της Αντάντ μπορεί ως νικήτριες να επιδίωκαν την υποταγή του αντίπαλου ιμπεριαλιστικού συνασπισμού, αλλά ταυτόχρονα είχαν μπροστά τους και τον κοινό εχθρό, τη Σοβιετική Ρωσία, πολύ περισσότερο που την επιβουλεύονταν. Ταυτόχρονα, η επανάσταση που ξέσπασε στη Γερμανία έβαζε σε κίνδυνο και άλλον κρίκο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Ενώ η Γερμανία αποτελούσε, επίσης, έναν παράγοντα που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στα σχέδιά τους ενάντια στη Ρωσία. Ετσι, έδειξαν κατανόηση στα επιχειρήματα των Γερμανών και περιόρισαν τον αριθμό των πολυβόλων που είχαν ζητήσει να τους παραδοθούν από 30 σε 25 χιλιάδες και των αεροπλάνων από 2.000 σε 1.700.
Οι όροι της ανακωχής περιείχαν και σημεία που στρέφονταν άμεσα ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. Ετσι, το άρθρο 12 προέβλεπε πως τα γερμανικά στρατεύματα θα εγκαταλείψουν το ρωσικό έδαφος μόνο τότε που «οι σύμμαχοι θα κρίνουν πως έφτασε γι' αυτό η στιγμή, αφού πάρουν υπόψη τους την εσωτερική κατάσταση στα εδάφη αυτά». Το άρθρο 16 όριζε πως, «για την τήρηση της τάξης», οι σύμμαχοι θα έχουν το δικαίωμα να μένουν ελεύθερα στα ανατολικά εδάφη που θα αδειάζουν οι Γερμανοί.
Στις 11 Νοέμβρη το πρωί, η γερμανική αντιπροσωπεία υπέγραψε την πράξη της ανακωχής. Οι πολεμικές επιχειρήσεις τελείωναν με την ολοκληρωτική ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων της.
Η ανακωχή της Κομπιένης ήταν η τελευταία από τις πράξεις που προσδιόρισαν τυπικά το τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο του 1914 - 1918.
Αργότερα, οι Γερμανοί πρόβαλαν την εκδοχή ότι η Γερμανία δε νικήθηκε με τον πόλεμο, αλλά εξαιτίας της Επανάστασης του Νοέμβρη του 1918. Ομως δεν οδήγησε η επανάσταση στην ήττα, αλλά η ήττα συνέβαλε στο ξέσπασμα της επανάστασης. Η στρατιωτική συντριβή της Γερμανίας είχε καθοριστεί πολύ πριν την επανάσταση.
Σχέδια και ανταγωνισμοί
Μετά από την ήττα της Γερμανίας οι δυνάμεις της Αντάντ άρχισαν να σχεδιάζουν το μεταπολεμικό κόσμο. Δηλαδή, το ιμπεριαλιστικό ξαναμοίρασμά του.
Ανάμεσά τους υπήρχαν οξύτατες αντιθέσεις, λόγω των ιδιαίτερων συμφερόντων τους στην υπόθεση του μοιράσματος της λείας του πολέμου.
Οι Γάλλοι καπιταλιστές είχαν τις δικές τους προτάσεις για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Βασικός σκοπός τους ήταν η όσο το δυνατόν πιο μεγάλη εξασθένιση της Γερμανίας, για να εγκαθιδρυθεί η ηγεμονία της Γαλλίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Γαλλία επιδίωκε να μετατοπίσει τα δυτικά γερμανικά σύνορα στο Ρήνο, αξίωνε από τη Γερμανία μεγάλο ποσό πολεμικών επανορθώσεων σε αντιστάθμισμα των ζημιών που έπαθε η χώρα εξαιτίας του πολέμου και τη μείωση και τον περιορισμό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Η γαλλική κυβέρνηση υποστήριζε την εδαφική επέκταση της Πολωνίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Ρουμανίας και της Σερβίας, ελπίζοντας τα κράτη αυτά να γίνουν σύμμαχοί της. Οι Γάλλοι είχαν ακόμη υπόψη να παρασύρουν τις χώρες της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε ένοπλη επέμβαση εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας και γι' αυτό υποστήριζαν ενεργητικά τις αξιώσεις των εκμεταλλευτριών τάξεων της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας πάνω σε λευκορωσικά και ουκρανικά εδάφη και της Ρουμανίας πάνω στη Βεσαραβία. Το σχέδιο της μεταπολεμικής οργάνωσης του κόσμου που πρότεινε η Γαλλία περιλάμβανε και αποικιακές αξιώσεις πάνω σε μερικές γερμανικές αποικίες στην Αφρική και σε ένα μέρος από τα μικρασιατικά εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αλλά ο καπιταλισμός στη Γαλλία μετά από τον πόλεμο δοκίμαζε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Η κατάσταση χειροτέρευε ακόμη πιο πολύ από τα κολοσσιαία χρέη, εξαιτίας των πολεμικών δανείων που είχε πάρει η Γαλλία από τις ΗΠΑ και την Αγγλία. Ετσι που, στη συζήτηση των ζητημάτων που αφορούσαν την ιμπεριαλιστική ειρήνη και το μοίρασμα, η Γαλλία αναγκαζόταν σε συμβιβασμούς.
Οι Αγγλοι ξεκινούσαν από την ανάγκη να καταργηθεί η ναυτική δύναμη της Γερμανίας και η δύναμή της σε αποικίες. Από το άλλο μέρος, η αστική τάξη της Αγγλίας προσπαθούσε να κρατήσει στο κέντρο της Ευρώπης μια ισχυρή καπιταλιστική Γερμανία, για να την χρησιμοποιήσει κατά της Σοβιετικής Εξουσίας και για αντίβαρο στη Γαλλία. Ετσι, ενώ η Αγγλία επέμενε κατηγορηματικά να αφαιρεθούν από τη Γερμανία οι αποικίες και το μεγαλύτερο μέρος του πολεμικού και του εμπορικού της στόλου, δε συμφωνούσε να εξασθενίσει πολύ από εδαφική και στρατιωτική άποψη. Τα αγγλικά συμφέροντα συγκρούονταν με τα γαλλικά και στη λύση του προβλήματος των πολεμικών επανορθώσεων, στο μοίρασμα των γερμανικών αποικιών και των παλαιών κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αλλά και η Αγγλία είχε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Σε πολλές από τις αγορές όπου κυριαρχούσε πριν, δυνάμωσαν σημαντικά οι θέσεις των ανταγωνιστών της, προπάντων των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, ενώ στη διάρκεια του πολέμου η Αγγλία είχε πάρει από τις ΗΠΑ μεγάλα δάνεια. Αυτά δυσκόλευαν την αγγλική κυβέρνηση να εφαρμόσει το σχέδιό της για την ιμπεριαλιστική μεταπολεμική οργάνωση του κόσμου.
Η ενδυνάμωση των ΗΠΑ
Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές, στα σχέδιά τους για το μεταπολεμικό κόσμο, ξεκινούσαν από την οικονομική ηγεμονία τους στον καπιταλιστικό κόσμο. Στη διάρκεια του πολέμου, οι ευρωπαϊκές χώρες εξαρτιόνταν από την αποστολή των αμερικανικών όπλων, πρώτων υλών και τροφίμων. Οι τιμές καθορίζονταν από τα αμερικανικά μονοπώλια. Οι πληρωμές γίνονταν σε χρυσό. Το αποτέλεσμα ήταν οι ΗΠΑ να έχουν συγκεντρώσει στο τέλος του πολέμου το 40% περίπου των αποθεμάτων χρυσού όλου του κόσμου. Στα 1914 τα μακροπρόθεσμα χρέη των Ηνωμένων Πολιτειών σε άλλες χώρες ήταν 7.200 εκατ. δολάρια, στα 1919 το χρέος αυτό περιορίστηκε σε 3.985 εκατ. δολάρια, ενώ οι μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις του αμερικανικού κεφαλαίου στο εξωτερικό αυξήθηκαν από 3.514 εκατ. δολάρια σε 6.956 εκατ. δολάρια. Από το άλλο μέρος, οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών είχαν δημιουργήσει χρέη στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, που συνολικά έφταναν τα 10 δισ. δολάρια. Ετσι, το σύνολο των αμερικανικών μακροπρόθεσμων επενδύσεων κεφαλαίου στο εξωτερικό, ιδιωτικών και κρατικών, μετά από την αφαίρεση των επενδύσεων του ξένου κεφαλαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες, έφτανε τα 13 δισ. δολάρια. Η Αγγλία διατηρούσε ακόμη την πρώτη θέση στο συνολικό όγκο επενδύσεων κεφαλαίου στο εξωτερικό, αλλά ο ανταγωνισμός της με τις ΗΠΑ για τις σφαίρες τοποθέτησης κεφαλαίων γινόταν ολοένα και πιο δύσκολος.
Στα χρόνια του πολέμου, αυξήθηκε αρκετά η αναλογία των ΗΠΑ στο συνολικό όγκο του παγκόσμιου βιομηχανικού προϊόντος. Η αύξηση των εξαγωγών και οι μεγάλες στρατιωτικές παραγγελίες της κυβέρνησης προκαλούσαν την εντατική αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής.
Ετσι είναι η ανισόμετρη ανάπτυξη.
Οι βασικές θέσεις του αμερικανικού σχεδίου περιέχονταν στο κείμενο του προέδρου των ΗΠΑ Ουίλσον, που έμεινε στην ιστορία ως «14 σημεία του Ουίλσον». Οι Αμερικανοί επιδίωκαν να στερεώσουν και να διευρύνουν τις οικονομικές και πολιτικές θέσεις τους στη διεθνή αγορά.
Ενα από τα κεντρικά σημεία του αμερικανικού σχεδίου ήταν η δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών, με σκοπό να την χρησιμοποιήσουν για την αύξηση της επιρροής τους στις διεθνείς υποθέσεις. Οι ΗΠΑ έδιναν μεγάλη σημασία και στην «ελευθερία των θαλασσών», τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε καιρό πολέμου. Με την προβολή αυτής της απαίτησης, που είχε σχέση με το ελεύθερο εμπόριο με κάθε εμπόλεμο κράτος και απαγόρευε τον αποκλεισμό του αντιπάλου από τη θάλασσα, οι ΗΠΑ επιδίωκαν να υπονομεύσουν την αγγλική κυριαρχία στη θάλασσα. Στο γερμανικό πρόβλημα, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός τάχτηκε εναντίον της μεγάλης εξασθένισης της Γερμανίας, λογαριάζοντας να την χρησιμοποιήσει ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία και σαν αντίβαρο στην Αγγλία και τη Γαλλία.
Αλλά ούτε οι ΗΠΑ μπορούσαν να επιβάλουν τα σχέδιά τους. Η κατάσταση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων την περίοδο αυτή δεν ανταποκρινόταν ακόμη στο ειδικό βάρος που είχαν στην παγκόσμια οικονομία. Ο αμερικανικός στόλος υστερούσε σημαντικά από τον αγγλικό. Το αμερικανικό εκστρατευτικό σώμα, που είχε φτάσει στην Ευρώπη τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, αντιπροσώπευε μια πολύ μικρή δύναμη σε σχέση, π.χ., με το γαλλικό στρατό.
Ο ρόλος της Ιαπωνίας
Η Ιαπωνία κέρδισε πάρα πολλά, μένοντας έξω από την ευρωπαϊκή - αμερικανική διαμάχη και κατακτώντας εδάφη στην Ασία. Πήρε στην κατοχή της τις γερμανικές αποικίες στην Κίνα και στο βόρειο τμήμα του Ειρηνικού Ωκεανού, επέβαλε στην Κίνα μια βαριά συνθήκη υποταγής και, με το να καταλάβει στην ουσία μονοπωλιακή θέση στις αγορές της Ανατολικής Ασίας και να επεκτείνει πολύ το εμπόριό της με την Κεντρική και τη Νότια Αμερική, στερέωσε σημαντικά τις οικονομικές της θέσεις. Στα χρόνια του πολέμου, η Ιαπωνία τετραπλασίασε σχεδόν τον όγκο των συναλλαγών του εξωτερικού της εμπορίου και διπλασίασε τα αποθέματα χρυσού. Το συνολικό ποσό των δανείων, που είχε χορηγήσει στις χώρες της Αντάντ, έφτανε τα 500 εκατ. γιεν. Οι Ιάπωνες καπιταλιστές ζητούσαν τώρα όχι μόνο να κατοχυρωθούν τα εδάφη που είχε κατακτήσει η Ιαπωνία στη διάρκεια του πολέμου, αλλά να αναγνωριστεί και η κυριαρχία τους στην Κίνα. Είχαν μάλιστα σκοπό να κατακτήσουν και τη Σοβιετική Απω Ανατολή.
Η Ιταλία ζητούσε να προσαρτήσει απέραντα εδάφη που ανήκαν πριν στην Αυστροουγγαρία, ανάμεσα σ' αυτά και το Τρεντίνο (Νότιο Τιρόλο) και μερικές νοτιοσλαβικές περιοχές. Ακόμα, ζητούσε να της δοθεί το μερίδιο που της είχαν υποσχεθεί οι σύμμαχοι με τις μυστικές στρατιωτικές συμφωνίες, όταν θα διαμελιζόταν η Τουρκία. Η Ιταλία δεν ήταν αρκετά ισχυρή, στρατιωτικά ή οικονομικά, και είχε την ελπίδα πως θα την υποστήριζαν προπάντων η Αγγλία και οι ΗΠΑ σε βάρος της Γαλλίας.
Το «ρωσικό ζήτημα»
Η Διάσκεψη της Ειρήνης άρχισε τις εργασίες της στις 18 Γενάρη του 1919, στο Παρίσι. Στη Διάσκεψη αυτή, πήραν μέρος τα 27 κράτη που ανήκαν στο στρατόπεδο των νικητών. Η σοβιετική κυβέρνηση, εφαρμόζοντας σταθερά τις λενινιστικές αρχές της εξωτερικής πολιτικής, καθόρισε ξεκάθαρα τη στάση της απέναντι στα ιμπεριαλιστικά σχέδια για τη μεταπολεμική οργάνωση του κόσμου. Με μια διακοίνωση της σοβιετικής κυβέρνησης προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ουίλσον, ο λαϊκός επίτροπος των Εξωτερικών Γ. Β. Τσιτσέριν ξεσκέπαζε την υποκρισία των «14 σημείων» που είχε προτείνει ο Αμερικανός πρόεδρος, που αποτελούσαν τη βάση για το διακανονισμό των ζητημάτων της ειρήνης. Η σοβιετική διακοίνωση ζητούσε να δοθεί η δυνατότητα για αυτοδιάθεση των λαών που καταπίεζαν και οι ηττημένες και οι νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ανάμεσά τους και οι λαοί της Ιρλανδίας, της Αιγύπτου, των Ινδιών και των Φιλιππίνων. Παίρνοντας υπόψη η σοβιετική κυβέρνηση πως υπεύθυνοι για τον πόλεμο ήταν οι καπιταλιστές όλων των χωρών, πρότεινε με τη διακοίνωσή της να παραιτηθούν όλοι από την αξίωση της εξόφλησης των πολεμικών δανείων και να μη φορτωθεί στις πλάτες των λαϊκών μαζών το αβάσταχτο βάρος των πολεμικών δαπανών. «Οσο για την ανόρθωση των χωρών που ερημώθηκαν από τον πόλεμο», έλεγε η διακοίνωση, «το βρίσκουμε πέρα για πέρα δίκαιο να βοηθήσουν σ' αυτό όλοι οι λαοί τις κακότυχες χώρες Βέλγιο, Πολωνία και Σερβία». Η Σοβιετική Ρωσία δήλωνε πως είναι πέρα για πέρα πρόθυμη να βοηθήσει τα θύματα αυτά του πολέμου «με καθετί που της είναι δυνατόν». Τις χώρες αυτές, δήλωνε η σοβιετική κυβέρνηση, είναι υποχρεωμένο να τις βοηθήσει και το αμερικανικό κεφάλαιο, που με τον πόλεμο κέρδισε δισεκατομμύρια. Η σοβιετική διακοίνωση περιείχε και μια προειδοποίηση: Πως η «ένωση των λαών», που πρότεινε ο Ουίλσον, ήταν δυνατό να μετατραπεί σε «ένωση των καπιταλιστών εναντίον των λαών».
Τα κράτη που είχαν νικήσει στον πόλεμο, δείχνοντας φανερά το μίσος τους για την επαναστατική Ρωσία, στέρησαν από τη σοβιετική κυβέρνηση τη δυνατότητα να αντιπροσωπευτεί στη Διάσκεψη. Οι εργασίες της Διάσκεψης στο Παρίσι διευθύνονταν από τις πέντε κύριες νικήτριες δυνάμεις: Τις ΗΠΑ, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ιαπωνία. Μόνο δικοί τους αντιπρόσωποι, δυο από κάθε χώρα, πήραν μέρος στο Συμβούλιο των Δέκα - καθοδηγητικό όργανο που συγκροτήθηκε όταν άρχισαν οι εργασίες της Διάσκεψης. Αλλά, στην ουσία, σε όλα τα στάδια της Διάσκεψης τα σπουδαιότερα ζητήματα λύνονταν από τους αντιπροσώπους τριών κρατών: Των ΗΠΑ, της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Αν και η Διάσκεψη στο Παρίσι είχε συγκληθεί για να επεξεργαστεί τις Συνθήκες Ειρήνης με τις ηττημένες χώρες, το πρώτο ζήτημα που απασχόλησε το Συμβούλιο των Δέκα ήταν το «ρωσικό ζήτημα». Τα κράτη που διευθύνανε τη διάσκεψη ήταν οι κυριότεροι οργανωτές της ένοπλης ιμπεριαλιστικής επέμβασης κατά της Σοβιετικής Ρωσίας, που ήδη είχε ξεκινήσει.
Οταν άρχιζε τις εργασίες της η Διάσκεψη, οι πρώτες επιθέσεις των εισβολέων είχαν αποκρουστεί. Ο Κόκκινος Στρατός έκανε επιθέσεις σε όλα σχεδόν τα μέτωπα. Ταυτόχρονα, η σοβιετική κυβέρνηση δε σταματούσε τις προσπάθειές της για την υπογραφή της ειρήνης, προτείνοντας στα ιμπεριαλιστικά κράτη να διακανονιστούν όλα τα επίμαχα ζητήματα με διαπραγματεύσεις. Οι επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού και η φιλειρηνική πολιτική της σοβιετικής κυβέρνησης βοήθησαν στην ανάπτυξη ενός κινήματος ανάμεσα στους εργαζομένους των καπιταλιστικών χωρών για την αποχώρηση από το ρωσικό έδαφος των ξένων ενόπλων δυνάμεων. Στα στρατεύματα των εισβολέων είχε δυναμώσει αρκετά η αγανάκτηση για τον αντεπαναστατικό πόλεμο.
Ο συμβιβασμός στην «Κοινωνία των Εθνών» και το αναπόφευκτο του επόμενου πολέμου
Σε ό,τι έχει σχέση με τ' άλλα ζητήματα της διάσκεψης και την οργάνωση του μεταπολεμικού κόσμου, ιδρύθηκε η Κοινωνία των Εθνών μετά από οξύτατη πάλη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Αγγλία, αφού ουσιαστικά είχε ανοίξει ο δρόμος για την ηγεμονία στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα και ιδιαίτερα για την εδραίωση των θέσεων των ΗΠΑ στην Ευρώπη, κόντρα στην Αγγλία και τη Γαλλία. Γι' αυτό οι ΗΠΑ πρότειναν και τη συμμετοχή της Γερμανίας και των άλλων ηττημένων χωρών, σε συνδυασμό με την πρόταση για επεμβάσεις, προκειμένου να διευθετούνται οι εδαφικές διαφορές ανάμεσα στα κράτη. Αλλωστε τέτοιες προέκυπταν, αφού ήδη με τον πόλεμο διαλύθηκε η Αυστροουγγαρία και δημιουργήθηκαν δυο νέα κράτη, Αυστρία και Ουγγαρία, το ίδιο και στα Βαλκάνια μετά από τους εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους, την ίδια περίοδο μέσα στον παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τελικά, η Γερμανία και οι σύμμαχοί της δεν έγιναν μέλη της Κοινωνίας των Εθνών, αλλά ουσιαστικά δημιουργήθηκε ένας διεθνής ιμπεριαλιστικός οργανισμός μετά από συμβιβασμό ανάμεσα σε ΗΠΑ - Αγγλία.
Με το «Χάρτη της Κοινωνίας των Εθνών» ουσιαστικά ρυθμιζόταν και το μοίρασμα των αποικιών της Γερμανίας ανάμεσα στους νικητές, αλλά και των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βεβαίως, πιο συγκεκριμένα και οριστικά, αυτό το ζήτημα του μοιράσματος λύθηκε στη συνέχεια της Διάσκεψης του Παρισιού επίσης με συμβιβασμούς και έτσι οι αποικίες της στην Αφρική μοιράστηκαν ανάμεσα σε Αγγλία, Γαλλία - το μεγαλύτερο μέρος - ενώ εδάφη πήραν το Βέλγιο και η Πορτογαλία. Η Ιαπωνία πήρε τις γερμανικές κτήσεις στα νησιά του Ειρηνικού και στην Κίνα. Στη συνέχεια συζητήθηκε η διαμόρφωση των δυτικών και των ανατολικών συνόρων της Γερμανίας και ουσιαστικά της αφαιρέθηκαν εδάφη, αφού εδαφικές αξιώσεις πρόβαλε και η Πολωνία. Αυτές οι διευθετήσεις έγιναν με τρόπο που να συνεχίζονται οι αμφισβητήσεις και κυρίως αφαιρούσαν το 1 / 8 των εδαφών της Γερμανίας. Ετσι δεν είναι τυχαίο που ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε με κατάληψη τσεχοσλοβακικών εδαφών από τη Γερμανία και επίθεση στην Πολωνία.
Η Διάσκεψη του Παρισιού είδε επίσης το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και το ζήτημα των στρατιωτικών εξοπλισμών. Σ' αυτό το δεύτερο ζήτημα της επέτρεπαν να έχει τόσο και τέτοιο στρατό, που να μην μπορεί να επιτεθεί σε άλλη ιμπεριαλιστική χώρα, αλλά να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. Ετσι την υποχρέωναν να αποσύρει το στρατό της απ' όλες τις κατεχόμενες ευρωπαϊκές περιοχές, εκτός από τις Βαλτικές Χώρες που αποτελούσαν έδαφος της πρώην τσαρικής Ρωσίας, όπου είχε εγκαθιδρυθεί σοβιετική εξουσία αλλά ανατράπηκε, και συνόρευαν με τη Ρωσία. Βεβαίως, στη δεκαετία του '30 οι ίδιες οι νικήτριες χώρες εξόπλιζαν τη Γερμανία, θεωρώντας ότι θα επιτεθεί στην ΕΣΣΔ, αλλά η ίδια ξεκίνησε το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ενάντια στη Δύση.
Ετσι τέλειωσε τις εργασίες της η λεγόμενη Διάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων και έκλεισε το ζήτημα με τη Γερμανία, με την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών, στις 28 Ιούνη του 1919. Είχαν μείνει όμως ακόμη ανοιχτά ζητήματα για το μεταπολεμικό κόσμο, όπως το μοίρασμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό το τελευταίο έκλεισε με τη Συνθήκη των Σεβρών, που οδήγησε την άρχουσα τάξη της Ελλάδας στη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή.
***
Η Διάσκεψη του Παρισιού μπορεί να επέβαλε την ιμπεριαλιστική ειρήνη σε όφελος της Αντάντ, αλλά ακριβώς γι' αυτό, ότι δηλαδή ήταν αποτέλεσμα προσωρινού συμβιβασμού στις οξύτατες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, αυτή κράτησε μόλις μια δεκαετία, τυπικά βεβαίως, αφού, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού 1929 - 1933, έγινε ο επόμενος Β' Παγκόσμιος Πόλεμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου