Οι στόχοι για την «ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας», οι υποσχέσεις για «πολλές και καλές» νέες δουλειές, οι πανηγυρικές διακηρύξεις για τα «εξειδικευμένα και στοχευμένα» προγράμματα για τη μείωση της γυναικείας ανεργίας, έχουν πάρει τη θέση τους στην προεκλογική ατζέντα.
Οι πολιτικές για την «προώθηση της ισότητας» επιστρατεύονται ως δήθεν απόδειξη του «ενδιαφέροντος» για τα δικαιώματα των εργαζόμενων γυναικών. Σε συνέντευξη Τύπου (23 Γενάρη) ο πρωθυπουργός ισχυρίστηκε πως η Ελλάδα κατέγραψε «τη μεγαλύτερη μείωση» της ανεργίας των γυναικών, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, αν και «ξεκινάμε από χαμηλή βάση», αφού τα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Δεν δίστασε μάλιστα να διαφημίσει τις θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια ως «δουλειές μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας», «πιο διατηρήσιμες και πιο εναρμονισμένες με το μοντέλο της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας», ως θέσεις εργασίας «που αφορούν περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν και γυναίκες και νέους».
Η κατεύθυνση στην οποία δείχνει η «πυξίδα» της σημερινής και όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, με βάση κατευθύνσεις της ΕΕ, είναι η διαμόρφωση μιας «αγοράς εργασίας» με ακόμα μεγαλύτερη «ευελιξία», την οποία παρουσιάζουν και ως «προαπαιτούμενο» για να αυξάνεται η απασχόληση των γυναικών.
Η χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας αντιμετωπίζεται ως ένα από τα βασικά μειονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας, με σημαντικό αντίκτυπο στην «παραγωγικότητα» και την «ανταγωνιστικότητά» της.
Το πραγματικό ενδιαφέρον τους δεν είναι το καθολικό κοινωνικό δικαίωμα των γυναικών στην εργασία, αλλά η αύξηση του εργατικού δυναμικού μέσα από την ανεκμετάλλευτη «δεξαμενή» του οικονομικά ενεργού γυναικείου πληθυσμού, θεωρώντας την αξιοποίησή του προϋπόθεση για τη βελτίωση της θέσης των μονοπωλίων στην κούρσα του ανελέητου καπιταλιστικού ανταγωνισμού.
Στους στόχους για αύξηση της γυναικείας απασχόλησης αποτυπώνεται, δηλαδή, το αντικειμενικό γεγονός ότι η μισθωτή εργατική δύναμη είναι πηγή της υπεραξίας, του κέρδους, πολύ περισσότερο όταν οι ανισοτιμίες και διακρίσεις σε βάρος των γυναικών αξιοποιούνται για την ένταση της εκμετάλλευσης, ως πηγή πρόσθετου κέρδους, μέσο γενικότερης μείωσης μισθών αλλά και πολιτική χειραγώγησης.
Παρά την αναμφισβήτητη επέκταση των «ελαστικών» εργασιακών σχέσεων στο σύνολο του εργατικού δυναμικού, οι γυναίκες εξακολουθούν να αποτελούν την πλειοψηφία όσων δουλεύουν με μερική απασχόληση. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ για τον Δεκέμβρη του 2021 (πρόκειται για τα πιο πρόσφατα στοιχεία που έχει αναρτήσει ο φορέας), οι γυναίκες αντιστοιχούν στο 54,85% των μερικά απασχολούμενων.
Πιο συγκεκριμένα, στο σύνολο των ασφαλισμένων στις κοινές επιχειρήσεις (χωρίς να συνυπολογιστούν δηλαδή τα οικοδομοτεχνικά έργα), με πλήρη απασχόληση εργαζόταν το 66,36% των γυναικών έναντι του 75,38% των ανδρών. Ενώ όμως η γυναικεία συμμετοχή εξακολουθεί να υπολείπεται της ανδρικής στην πλήρη απασχόληση, η εικόνα όσον αφορά τη μερική απασχόληση είναι η ακριβώς αντίστροφη: Στην κατηγορία των μισθωτών που δουλεύουν με μειωμένο ημερήσιο ωράριο ανήκει το 33,64% των εργαζόμενων γυναικών, έναντι του 24,62% των ανδρών.
Οι εργαζόμενες με μερική απασχόληση είχαν μέσο μηναίο μισθό που άγγιζε μόλις τα 432 ευρώ. Με άλλα λόγια, το ένα τρίτο των εργαζόμενων γυναικών δουλεύει με μειωμένο ωράριο και μισθό που υπολείπεται δραματικά ακόμα και από το επίπεδο του ονομαστικού κατώτατου μισθού.
Στις επιχειρήσεις που απασχολούν από δέκα και πάνω μισθωτούς, το ημερομίσθιο των γυναικών που δούλευαν με πλήρες ωράριο ανερχόταν στο 86,6% του αντίστοιχου ημερομισθίου των ανδρών. Διαφορά υπάρχει ακόμα και στα κουτσουρεμένα μεροκάματα της μερικής απασχόλησης, καθώς οι γυναίκες αυτής της κατηγορίας λάμβαναν το 97,88% του ημερομισθίου των ανδρών συναδέλφων τους.
Οι πολλές και διάφορες «ευέλικτες» εργασιακές σχέσεις, εκτός από τις προφανείς επιπτώσεις στον μισθό, έχουν μια σειρά αρνητικές συνέπειες σε άλλα δικαιώματα. Η μερική απασχόληση συνεπάγεται για παράδειγμα και ...μισό ένσημο, με αποτέλεσμα να συμπιέζονται δικαιώματα σε άδειες και επιδόματα, η χορήγηση των οποίων συνδέεται με προϋποθέσεις που απαιτούν ορισμένο αριθμό ημερομισθίων.
Ενδεικτικά, η χορήγηση της άδειας μητρότητας και του επιδόματος που τη συνοδεύει γίνεται με την προϋπόθεση η εργαζόμενη να έχει συγκεντρώσει 200 ένσημα τα δύο τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις, ειδικά σε περιπτώσεις γυναικών που δουλεύουν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, «ενοικιαζόμενης» εργασίας και εκ περιτροπής απασχόλησης, οι εργαζόμενες να στερούνται ακόμη και τη στοιχειώδη αυτή παροχή.
Η ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις προβάλλεται από τις κυβερνήσεις και την ΕΕ ως «συνταγή» για τη «διευκόλυνση» της ένταξης των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, στο όνομα της «ισορροπίας» μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής.
Στο έδαφος αυτό, το βάρος που επωμίζονται οι γυναίκες στη φροντίδα των μικρών παιδιών, των ηλικιωμένων γονιών καθώς και άλλων εξαρτώμενων μελών της οικογένειας και για τα εμπόδια που θέτουν οι ευθύνες αυτές στη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, καταλήγουν σε προτάσεις για την προώθηση της εργασιακής «ευελιξίας» ανάμεσα στα δύο φύλα, καθώς και αποσπασματικές και υποβαθμισμένες υπηρεσίες για τη φροντίδα της οικογένειας.
Αυτά τα μέτρα δεν αποτελούν διευκόλυνση της εργαζόμενης μητέρας, αλλά συνιστούν διαχρονικές αντιδραστικές προσαρμογές της ΕΕ, των αστικών κυβερνήσεων, των καπιταλιστικών επιχειρήσεων στην επέκταση της μισθωτής γυναικείας εργασίας.
Στο όνομα της «ισότητας των φύλων» επιδιώκουν να μοιράσουν τα βάρη ανάμεσα στη γυναίκα και τον άνδρα, και όχι να ελαφρύνουν και τους δύο από τις αβάσταχτες καθημερινές υποχρεώσεις της ατομικής - οικογενειακής ευθύνης για τη φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων, των ΑμεΑ.
Τα ωράρια - «λάστιχο» που ναρκοθετούν τη ζωή και τις ανάγκες των γυναικών, οι «παγωμένοι» μισθοί που πλέον εξαντλούνται στα μισά κάθε μήνα, οι εργασιακές σχέσεις που καταδικάζουν σε μόνιμη αβεβαιότητα και ομηρία, είναι μερικές ψηφίδες από την πραγματικότητα που έχουν διαμορφώσει οι αντεργατικοί νόμοι. Το τοπίο συμπληρώνει η γενίκευση της τηλεργασίας, που έχει πάρει πλέον τη θέση της ανάμεσα στις μορφές «ευελιξίας».
Κυβέρνηση, εργοδοτικοί φορείς και μεμονωμένες επιχειρήσεις παρουσιάζουν με κάθε ευκαιρία την τηλεργασία ως μια μορφή εργασίας που μπορεί να προσφέρει στους εργαζόμενους, και ειδικά στις γυναίκες, «μεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση του χρόνου εργασίας» και καλύτερη «ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής». Ομως, στην πράξη η δουλειά από το σπίτι έχει λειτουργήσει σαν πολιορκητικός κριός για το ωράριο, «διαγράφοντας» κάθε διάκριση ανάμεσα στον εργάσιμο και τον μη εργάσιμο χρόνο, έχει μετατρέψει Κυριακές και αργίες σε εργάσιμες μέρες, τις απλήρωτες υπερωρίες σε καθημερινότητα.
Αυτή η επιθετική πολιτική που κομματιάζει την κοινωνική ζωή της γυναίκας δεν είναι κάποια «παρέκκλιση» της κυβέρνησης της ΝΔ από την «ευρωπαϊκή κανονικότητα». Είναι οι «σύγχρονοι» αντιδραστικοί κανόνες δουλειάς και ζωής που επιβάλλονται σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη της ΕΕ, όπως στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Πορτογαλία και αλλού, από φιλελεύθερες, σοσιαλδημοκρατικές και όλων των αποχρώσεων κυβερνήσεις.
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση της ΝΔ πήρε τη σκυτάλη από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, για να τσακίσει ακόμη περισσότερο τον σταθερό εργάσιμο χρόνο, που πλήττει ιδιαίτερα τις εργαζόμενες (κατάργηση κυριακάτικης αργίας, νόμος Χατζηδάκη κ.ά.). Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ ψήφισαν εκατοντάδες νόμους της κυβέρνησης της ΝΔ, που επιδεινώνουν τους όρους ζωής των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων γυναικών.
Την ίδια στιγμή απορρίπτουν τις προτάσεις του ΚΚΕ για την προστασία της εργαζόμενης, όπως για κατάργηση της απαράδεκτης διάταξης των 200 ενσήμων τα τελευταία δύο χρόνια ως προϋπόθεση για την άδεια και το επίδομα μητρότητας, για επίδομα άδειας μητρότητας στις αυτοαπασχολούμενες 2 μήνες πριν και 6 μήνες μετά τον τοκετό, στο ύψος του κατώτατου μισθού, ανεξαρτήτως ασφαλιστικής ενημερότητας, και απαλλαγή από ασφαλιστικές εισφορές το συγκεκριμένο διάστημα.
Στον αντίποδα της σημερινής πραγματικότητας, το δικαίωμα των γυναικών στη μόνιμη και σταθερή δουλειά, με Συλλογικές Συμβάσεις και αυξήσεις στους μισθούς, στο σταθερό ωράριο και τον ελεύθερο χρόνο, στις δημόσιες και δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες για τις ανάγκες όλων των μελών της οικογένειας βρίσκεται στον δρόμο της σύγκρουσης με το σύνολο των αντεργατικών νόμων, τις κατευθύνσεις της ΕΕ και τις κυβερνήσεις που τις υλοποιούν.
Οι θέσεις του ΚΚΕ αυτόν τον δρόμο υπηρετούν, γι' αυτό και αποτελεί εγγύηση στον καθημερινό αγώνα για κάθε πρόβλημα των εργαζόμενων και άνεργων γυναικών, για την ισοτιμία της γυναίκας. Γι' αυτό και χρειάζεται ένα ΚΚΕ πιο δυνατό στους αγώνες και στις εκλογές.
Ευ. Χ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου