«Μέσα σε ένα τέτοιο ευμετάβλητο περιβάλλον διαδοχικών κρίσεων, είναι σημαντικό να αναζητούμε σταθερές, που ενισχύουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας και την ικανότητά της να αντεπεξέρχεται στις προκλήσεις (...) Η συνέχιση αξιόπιστων οικονομικών πολιτικών, ιδιαιτέρως στο χώρο της δημοσιονομικής πολιτικής, η διαφύλαξη των σημαντικών επιτευγμάτων των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του παρελθόντος και η θέσπιση νέου μεταρρυθμιστικού προγράμματος για την κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εθνικές εκλογές, με άξονα τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα και την αναβάθμιση των θεσμών και των υποδομών, πρέπει να αποτελούν τον φάρο που θα μας καθοδηγήσει στα ταραγμένα νερά της νέας οικονομικής πραγματικότητας».
Με αυτά τα λόγια ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ), Γ. Στουρνάρας, αποτύπωσε, την περασμένη Παρασκευή, παρουσιάζοντας την ετήσια έκθεση της Τράπεζας, το «κοινό πρόγραμμα» της όποιας επόμενης αντιλαϊκής κυβέρνησης, που έχει ως «φάρο» την αντιλαϊκή επίθεση για να θωρακίσει τα κέρδη του κεφαλαίου.
Στην ετήσια έκθεσή της η ΤτΕ, πέρα από τις μεγάλες δυσκολίες που προηγήθηκαν για τη διεθνή και εγχώρια οικονομία τα προηγούμενα χρόνια, καταγράφει μια σειρά από «πηγές κινδύνου και αβεβαιότητας» για τα επόμενα χρόνια.
Δίνοντας αυτήν την «ωραία ατμόσφαιρα» στο «διεθνές περιβάλλον» η έκθεση επισημαίνει ότι «οι τρέχουσες προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία περιβάλλονται από υψηλή αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι παραμένουν αυξημένοι», καταγράφοντας σε αυτούς:
- «Μια πιθανή κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων ή του πολέμου στην Ουκρανία (η οποία) ενδέχεται να προκαλέσει διατήρηση του πληθωρισμού και των διεθνών τιμών Ενέργειας σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο διάστημα. Κατ' επέκταση, ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού είναι ιδιαίτερα αυξημένος στην Ευρώπη».
- Την «επιδείνωση των τάσεων γεωπολιτικού κατακερματισμού οι οποίες παρατηρούνται στο διεθνές εμπόριο», η οποία θα οδηγήσει σε «επιδείνωση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και αύξηση των τιμών».
- Τις «περαιτέρω διαταράξεις στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και την ενεργειακή επάρκεια...».
- Το ενδεχόμενο για μια «απότομη ή γενικευμένη επανεκτίμηση των χρηματοπιστωτικών κινδύνων (που) ενδέχεται να προκαλέσει αναζωπύρωση των κινδύνων δημοσιονομικής βιωσιμότητας και μια νέα κρίση χρέους...».
- Την «πορεία του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ (που) υπόκειται σε σημαντικούς κινδύνους».
Με φόντο αυτά, παρά τις διαβεβαιώσεις περί... θωρακισμένης καπιταλιστικής οικονομίας, καταγράφει μια σειρά από «πηγές κινδύνου» για τη διατήρηση ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης, όπως η «επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων», «ο υψηλότερος και πιο επίμονος πληθωρισμός», «μια ενδεχόμενη παρατεταμένη εκλογική περίοδος», «ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης», η «διακοπή της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων ή η αντιστροφή παλαιότερων μεταρρυθμιστικών αλλαγών», η «εμφάνιση μιας νέας γενιάς ΜΕΔ, λόγω της αύξησης των επιτοκίων και των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, μετά τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων κρατικής στήριξης».
Οπως είναι φανερό και από τις παραπάνω «επισημάνσεις», η ΤτΕ δίνει σήμα για κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης σε όλους τους τομείς ως μονόδρομο για τη θωράκιση της «ανταγωνιστικότητας» και κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Εξ ου και παρουσιάζοντας την έκθεση ο διοικητής της επισήμανε ότι «το δυσμενές διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον (...) επηρεάζει αρνητικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2023, γι' αυτό και απαιτείται η συνέχιση αξιόπιστων πολιτικών».
Προσθέτει δε ότι «σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων, η προσήλωση στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας εξακολουθεί να είναι κρίσιμης σημασίας», δίνοντας σήμα για επιτάχυνση της επιστροφής σε «πρωτογενή πλεονάσματα».
Οσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, αποτυπώνοντας και εκεί τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της καπιταλιστικής οικονομίας, που φορτώνονται βέβαια στον λαό, αναφέρει ότι «η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά την πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα το 2023. Η αύξηση του κόστους των πιστώσεων θα περιορίσει την ικανότητα αποπληρωμής εκ μέρους των δανειοληπτών του ιδιωτικού τομέα με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, ιδιαίτερα των νοικοκυριών, το πραγματικό εισόδημα των οποίων έχει ήδη συμπιεστεί από τον πληθωρισμό».
Στο μεταξύ, αποκαλυπτική για τα περί «θωρακισμένων τραπεζών» είναι και η επισήμανση ότι «η βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών παραμένει μια σημαντική πρόκληση για τον κλάδο, ιδιαίτερα στο τρέχον περιβάλλον μεταβαλλόμενων διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Η ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών παραμένει σχετικά χαμηλή, καθώς το μεγαλύτερο μέρος (52%) των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αφορά οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις», τις φοροαπαλλαγές δηλαδή που έχουν νομοθετήσει και υλοποιήσει όλα αυτά τα χρόνια οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνει την ανάγκη για την «επενδυτική βαθμίδα» που «θα συνεπάγεται συγκράτηση του κόστους δανεισμού τους».
Με φόντο τα παραπάνω δίνεται σήμα γενικευμένης αντιλαϊκής επίθεσης αμέσως μετά τις εκλογές.
Ετσι, στην ενότητα με τις «προτάσεις πολιτικής», καταγράφονται τα βασικά σημεία του οικονομικού προγράμματος που θα υλοποιήσει η όποια επόμενη κυβέρνηση.
Αυτά μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν:
-- Τη «διασφάλιση της περιοριστικής κατεύθυνσης της δημοσιονομικής πολιτικής», την επιστροφή δηλαδή στα ματωμένα πλεονάσματα.
Στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται και τσεκούρι στα όποια επιδόματα και «pass». Οπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, ναι μεν «οι σχετικές δράσεις είναι αναγκαίες προκειμένου να στηριχθεί η ιδιωτική κατανάλωση και να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική», οι τζίροι των ομίλων, αλλά «υπό τις παρούσες συνθήκες» αυτά θα πρέπει να είναι «α) προσωρινά, β) στοχευμένα και γ) προσαρμοσμένα στην ανάγκη αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης».
Ενώ ενδεικτικές ότι σε κρίση και ανάπτυξη χαμένος είναι ο λαός είναι και οι αναφορές στην έκθεση ότι «λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία από τη διαχείριση των κρίσεων του παρελθόντος, η ενίσχυση της ανθεκτικότητας των οικονομιών απαιτεί (...) Στην ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου θα δημιουργούνται τα αναγκαία αποθέματα ασφαλείας και τα δημοσιονομικά περιθώρια τα οποία θα επιτρέπουν την άσκηση διακριτικής δημοσιονομικής πολιτικής σε έκτακτες συγκυρίες».
-- Την πάση θυσία διασφάλιση της «επενδυτικής βαθμίδας» που «θα οδηγούσε σε πολύ μεγάλη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα», για το αστικό κράτος, και «θα ασκούσε θετική επίδραση και στις ελληνικές επιχειρήσεις και τράπεζες μέσω της μείωσης του κόστους δανεισμού τους και της προσέλκυσης νέων κεφαλαίων».
-- Την υλοποίηση του υπερμνημονίου του Ταμείου Ανάκαμψης, με τις «παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις», τους πακτωλούς δηλαδή κρατικής χρηματοδότησης στο κεφάλαιο που «παρέχουν σημαντική δημοσιονομική ώθηση» στις «πράσινες» και ψηφιακές μπίζνες «που θα πρέπει να παραμείνει η βασική προτεραιότητα πολιτικής», και την «υλοποίηση μεταρρυθμίσεων» με την επιτάχυνση των αντιδραστικών αλλαγών για τον λαό. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, «η συνέχιση της δυναμικής υλοποίησης μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων στο πλαίσιο του προγράμματος "Ελλάδα 2.0" θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε μελλοντικές διαταραχές».
-- Τον «σχεδιασμό ενός συνεκτικού και αξιόπιστου μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλαισίου», τα μνημόνια διαρκείας για τα επόμενα πολλά χρόνια, με μπούσουλα και την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας που, όπως χαρακτηριστικά λέγεται, θα πρέπει να έχει ως στόχους μεταξύ άλλων τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, την «εφαρμογή ενός αξιόπιστου μηχανισμού κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ο οποίος θα είναι αρκετά αυτοματοποιημένος, αφήνοντας λίγα περιθώρια πολιτικών παρεμβάσεων, και δ) η μετατροπή του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU σε ένα μόνιμο δημοσιονομικό εργαλείο, το οποίο θα χρηματοδοτεί επενδύσεις κυρίως στους τομείς της κλιματικής αλλαγής, της Ενέργειας και του ψηφιακού μετασχηματισμού», όπως και να στηρίζεται από «σημαντικές αλλαγές σε επίπεδο οικονομικής διακυβέρνησης, που μπορεί να συνεπάγονται ότι τα κράτη - μέλη δεν θα έχουν την ευχέρεια ελέγχου ορισμένων δημοσιονομικών εργαλείων στην άσκηση εθνικής πολιτικής».
-- Την καθήλωση των μισθών αφού, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστεί, διατηρώντας συγκρατημένες τις μισθολογικές αυξήσεις» και «σταθμίζοντας» «τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα μεσοπρόθεσμα, καθώς και την τρέχουσα συγκυρία υψηλής αβεβαιότητας», όπως ακριβώς δηλαδή «σταθμίζει» και ο κατάπτυστος νόμος Βρούτση - Αχτσιόγλου. Αλλά και προετοιμάζοντας τις επόμενες αντεργατικές ανατροπές όπως π.χ. αυτές για την «εναρμόνιση» οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, τη «μείωση του μη μισθολογικού κόστους», τις νέες αντιασφαλιστικές ανατροπές κ.ά.
-- Τις κρατικές πλάτες για τη διαμόρφωση υποδομών, φοροαπαλλαγών κ.ο.κ. όπως και την επιτάχυνση των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της περιβόητης «εξωστρέφειας» και παράλληλα την προσέλκυση ξένων επενδύσεων (για την αντιμετώπιση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), αφού, όπως λέγεται, «προαπαιτούμενα για την προσέλκυση επιπρόσθετων επενδύσεων από το εξωτερικό αποτελούν οι υποδομές (μεταφορών, Ενέργειας, πληροφορικής και επικοινωνιών), η ανάπτυξη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, η ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης και η ενσωμάτωση της χώρας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας».
-- Την παραπέρα επίθεση στα χρεωμένα λαϊκά νοικοκυριά, αφού, όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται, «ως προς τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ), απαιτείται εντατικότερη προσπάθεια περαιτέρω μείωσής τους, όταν μάλιστα δεν έχει ακόμη καταγραφεί η πλήρης επίδραση της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών», ενώ σημειώνεται πως παρά το πέρασμά τους εκτός ισολογισμών με τη μεταβίβασή τους στα funds, «το απόθεμα των ΜΕΔ εξακολουθεί να υφίσταται όσον αφορά την πραγματική οικονομία και να θέτει μεγάλο αριθμό οφειλετών εκτός χρηματοδότησης από τον τραπεζικό τομέα».
-- Την παραπέρα γενίκευση της ενεργειακής (και όχι μόνο) φτώχειας, με την ακόμα πιο αποφασιστική προώθηση της στρατηγικής της «πράσινης μετάβασης», αφού, όπως διατυπώνεται, «η μερική ανακοπή στην πρόοδο της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης λόγω της ενεργειακής κρίσης δεν θα πρέπει να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα». Ενώ δίνοντας και την ουσία των παρεμβάσεων, που είναι να βρουν διέξοδο τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια, σε άλλο σημείο επισημαίνεται ότι «η ενθάρρυνση της πράσινης χρηματοδότησης είναι ένας ιδιαίτερα αποτελεσματικός τρόπος για την ενίσχυση της Ενωσης Κεφαλαιαγορών. Η μετάβαση σε μια οικονομία ουδέτερη ως προς τον άνθρακα και η επίτευξη των ευρωπαϊκών στόχων για το κλίμα και την Ενέργεια εκτιμάται ότι θα απαιτήσουν επενδύσεις ύψους περίπου 330 δισ. ευρώ ετησίως για την προσεχή δεκαετία. Η ανάγκη για επαρκή πράσινη χρηματοδότηση μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη για την ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών».
Με βάση όλα τα παραπάνω, η ΤτΕ προβλέπει για την τρέχουσα χρονιά ανάπτυξη 2,2%, ενώ εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα βρεθεί στο 4,4%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου