Κόντρα στο ρεύμα της αντεπανάστασης
Αρχίζει τις εργασίες του το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ (19-24/2/1991) σε συνθήκες δραματικής υποχώρησης του Κομμουνιστικού Κινήματος, των ανατροπών στην ΕΣΣΔ και αλλού, καθώς και της έντονης εσωκομματικής διαπάλης μερίδας στελεχών που επιζητούσαν την διάλυση του Κόμματος.
Η πλειοψηφία των συνέδρων επιβεβαίωσαν την προσήλωσή τους στις κομματικές αρχές. Εντούτοις, το πρόβλημα παρέμενε, δεδομένου ότι οι ιδεολογικές διαφορές στις γραμμές του Κόμματος ήταν αγεφύρωτες, αφού αναμετρούνταν η επαναστατική πολιτική με το δεξιό οπορτουνισμό. Συνεπώς, η διάσπαση ήταν αναπόφευκτη, αφού η οπορτουνιστική ομάδα στελεχών του ΚΚΕ, μέσω διολίσθησης, ωθούσε στη μετατροπή του
Συνασπισμού σε ενιαίο κόμμα, ενώ ήδη δρομολογούνταν η εκλογή οργάνων του σε όλα τα επίπεδα.
Η ΚΕ που βγήκε από το Συνέδριο εξέλεξε την Αλέκα Παπαρήγα ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.
Το 13ο και το 14ο Συνέδριο του ΚΚΕ
Το 13ο και το 14ο Συνέδριο του ΚΚΕ πραγματοποιήθηκαν την ίδια χρονιά, περίπου στην αρχή και το τέλος του 1991.
Το πρώτο ήταν συνέδριο κορύφωσης της εσωκομματικής κρίσης, που ανοιχτά ταλάνιζε το Κόμμα από το 1989, οπότε και έλαβε χώρα η διάσπαση από τα «αριστερά», με επίκεντρο την ΚΝΕ, ενώ στη συνέχεια εκδηλώθηκε σε όλο το μήκος και το πλάτος της κομματικής γραμμής, με σαφή δεξιά χαρακτηριστικά, αμφισβητώντας την ύπαρξη του ίδιου του Κόμματος αυτού καθ' αυτού.
Το δεύτερο, δηλαδή το 14ο Συνέδριο, ήταν συνέδριο αναγκαστικό. Ηταν ένα συνέδριο που έπρεπε να γίνει, που δεν μπορούσε να μη γίνει, αφού μέσα στο 1991 το Κόμμα γνώρισε μία από τις μεγαλύτερες διασπάσεις στη ζωή του, ενώ το διεθνές εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα δοκίμαζε την οδυνηρότερη ήττα στην ιστορία του, με την ανατροπή του σοσιαλιστικού καθεστώτος και στη Σοβιετική Ενωση.
Πριν αναφερθούμε αναλυτικά στις εργασίες καθενός εκ των δύο αυτών συνεδρίων οφείλουμε να κάνουμε μια αναδρομή στο ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εντάσσεται η πραγματοποίησή τους, σημειώνοντας εκ των προτέρων ότι η αναφορά στα γεγονότα θα είναι συνοπτική, λόγω περιορισμένου χώρου και θα αφορά τα κυριότερα από αυτά.
Οι διεθνείς εξελίξεις: Εκφυλισμός και ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων
Την εποχή που πραγματοποιήθηκε το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ στη διεθνή πολιτική σκηνή, τα φώτα ήταν στραμμένα προς τη Σοβιετική Ενωση όπου το ΚΚΣΕ, υπό την ηγεσία του Μ. Γκορμπατσόφ και των συνεργατών του, υλοποιούσε την πολιτική της Περεστρόικα και της Γκλάσνοστ, μια πολιτική που στα λόγια υποσχόταν την ισχυροποίηση του σοσιαλιστικού συστήματος μέσω της ανασυγκρότησής του με περισσότερη δημοκρατία και διαφάνεια στις κοινωνικοπολιτικές σχέσεις. Η πολιτική εκείνη υποσχόταν να απελευθερώσει δήθεν τις αστείρευτες δυνάμεις του συστήματος, να το απαλλάξει από λάθη, καθυστερήσεις και αγκυλώσεις του παρελθόντος, να αυξήσει την ελκτική του δύναμη. Αυτή η πολιτική χαιρετίστηκε από το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και από το ΚΚΕ.
Στις διεθνείς επαφές η πολιτική του ΚΚΣΕ χαρακτηριζόταν τότε από τη λεγόμενη «νέα σκέψη για τον κόσμο», η οποία, στο όνομα του κινδύνου του πυρηνικού ολέθρου που απειλούσε την ανθρωπότητα, διακήρυσσε την αποϊδεολογικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων, ενώ έκανε λόγο και για την ύπαρξη οικουμενικών προβλημάτων, τα οποία βρίσκονταν τάχα, πάνω από ταξικές διαφορές και αντιπαλότητες. Επρόκειτο για μια σαφή οπορτουνιστική πολιτική υποχώρησης από την αναγκαιότητα της επαγρύπνησης απέναντι στον ιμπεριαλισμό και την επιθετική υπονομευτική του δράση. Ουσιαστικά τού άνοιγε, (τις είχαν ήδη ανοίξει), τις πόρτες έτσι που αυτή η «νέα πολιτική» συνεργασίας και συνύπαρξης να γίνει ένα από τα οχήματα για την ανατροπή του σοσιαλισμού από την κομματική και κρατική ηγεσία της ΕΣΣΔ.
Ετσι, στην πραγματικότητα η πολιτική της Περεστρόικα, της Γκλάσνοστ και της «νέας σκέψης» απελευθέρωσε όλες τις αντισοσιαλιστικές δυνάμεις, που, όπως αποδείχτηκε, βρίσκονταν και μάλιστα οργανωμένες σε όλα τα επίπεδα και θεσμούς της σοσιαλιστικής κοινωνίας και στο ίδιο το ΚΚΣΕ. Τα εκφυλιστικά φαινόμενα του συστήματος που αναπτύσσονταν για δεκαετίες, άλλοτε αναπόφευκτα λόγω του δυσμενούς διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων κι άλλοτε κάτω από το βάρος λαθών και παραλείψεων, με την Περεστρόικα επιταχύνθηκαν, αναπτύχθηκαν, εξαπλώθηκαν και η ανατροπή του σοσιαλισμού δεν άργησε να έρθει, πολύ περισσότερο που το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε πάψει πλέον να λειτουργεί ως επαναστατική οργανωμένη πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης.
Το ΚΚΕ έχει δώσει τις εκτιμήσεις του - χωρίς όπως έχει ρητά δηλώσει να εξαντλεί το θέμα - γύρω από τις αιτίες ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων κι ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει σ' αυτές1. Εδώ απλώς, για ιστορικούς λόγους, θα δώσουμε ορισμένα στοιχεία αναφορικά με τις καταληχτικές ημερομηνίες αυτής της εξέλιξης, ούτως ώστε να γίνεται κατανοητό το γενικότερο κλίμα, μέσα στο οποίο επιχειρούν να δράσουν και να εφαρμόσουν την πολιτική τους στην Ελλάδα οι Ελληνες κομμουνιστές.
Η αντίστροφη μέτρηση για το σοσιαλισμό στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη γίνεται άμεσα ορατή πολύ πριν το 1989 στην Ουγγαρία και στην Πολωνία. Στην Πολωνία από το 1985 φαίνεται μια επαναδραστηριοποίηση και ισχυροποίηση του πολιτικοσυνδικαλιστικού φορέα «Αλληλεγγύη», που αποτελεί έναν σταθερό πόλο καπιταλιστικής αντιπολίτευσης στους κομμουνιστές. Το Σεπτέμβρη του 1989 η «Αλληλεγγύη» σχηματίζει κυβέρνηση, ενώ το Γενάρη του 1990 διαλύεται το Πολωνικό Ενοποιημένο Εργατικό Κόμμα. Στην Ουγγαρία η χαλάρωση του καθεστώτος απέναντι στις φιλοκαπιταλιστικές δυνάμεις αρχίζει από το 1987. Τον Ιανουάριο του 1989 θεσμοθετείται ο πολυκομματισμός, το Σεπτέμβρη του 1989 επιτρέπεται η έξοδος Ανατολικογερμανών προς τη Δύση μέσα από το ουγγρικό έδαφος και τον Οκτώβρη του 1990 η εξουσία περνάει ολοκληρωτικά στις αντισοσιαλιστικές δυνάμεις. Στην Τσεχοσλοβακία, το Νοέμβρη του 1989, το ΚΚ αποχωρεί από την εξουσία, τον Απρίλη του 1990 ψηφίζεται νέο σύνταγμα και τον Ιούνη του 1991 πραγματοποιούνται εκλογές κατά τα αστικά πρότυπα και υπό την καθοδήγηση αστικών πολιτικών δυνάμεων. Στη Ρουμανία το Δεκέμβρη του 1989 ανατρέπεται ο Ν. Τσαουσέσκου και μαζί του το ΚΚ της χώρας. Στη Βουλγαρία ο Πρόεδρος Ζίβκοφ ανατρέπεται το Νοέμβρη του 1989. Το ΚΚ της χώρας παραμένει ισχυρό και με νέα ονομασία (Σοσιαλιστικό Κόμμα) θα πάρει τη λαϊκή πλειοψηφία στις εκλογές που θα ακολουθήσουν αργότερα. Εντούτοις, την πορεία της χώρας θα καθορίζουν οι φιλοκαπιταλιστικές δυνάμεις της χώρας σε συνεργασία με τον διεθνή ιμπεριαλισμό. Στην Ανατολική Γερμανία, το Σεπτέμβρη του 1989 παρατηρείται μαζική έξοδος προς τη Δύση μέσω Ουγγαρίας, τον Οκτώβρη και τον Νοέμβρη η χώρα κλονίζεται από αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και στις 9 Νοέμβρη πέφτει το τείχος που χωρίζει Ανατολικό από το Δυτικό Βερολίνο. Ενα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβρη του 1990 οι δύο Γερμανίες θα επανενωθούν.
Το διάστημα 1989 - 1991 την τύχη των υπολοίπων σοσιαλιστικών χωρών θα ακολουθήσουν και οι δύο χώρες που δεν ανήκουν στο σύμφωνο της Βαρσοβίας, η Γιουγκοσλαβία και η Αλβανία. Η αποσοσιαλιστικοποίηση μάλιστα της Γιουγκοσλαβίας θα συνδυαστεί με την πρώτη ιμπεριαλιστική επέμβαση στο εσωτερικό της που εμφανίστηκε με τη μορφή εθνικιστικής πολεμικής αντιπαράθεσης και οδήγησε στη διάσπασή της, στη δημιουργία νέων κρατών, διαδικασία που συνεχίζεται έως τα σήμερα.
Ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ τυπικά ανατράπηκε το καλοκαίρι του 1991, μετά το λεγόμενο πραξικόπημα της 19ης Αυγούστου του ίδιου έτους. Λίγο νωρίτερα την 1η Ιούλη του 1991 διαλύθηκε και τυπικά το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, ενώ τον Ιούνη του 1991 διαλύθηκε ο εμπορικός Συνασπισμός της ΚΟΜΕΚΟΝ. Το Δεκέμβρη του 1991 διαλύθηκε και τυπικά η ΕΣΣΔ, για να αντικατασταθεί από μια Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών2.
Ο αστικός πολιτικός κόσμος και το σκάνδαλο Κοσκωτά
Οι εξελίξεις στον αστικό πολιτικό κόσμο μετά το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ σφραγίζονται από τα πολυποίκιλα σκάνδαλα, με αποκορύφωμα το οικονομικο - πολιτικό σκάνδαλο Κοσκωτά και την κρίση στο ΠΑΣΟΚ που παίρνει μορφή χιονοστιβάδας και λόγω της ασθένειας του Ανδρέα Παπανδρέου, δεδομένου ότι τροφοδοτεί το ζήτημα της διαδοχής στο τότε κυβερνητικό κόμμα.
Τον Οκτώβρη του 1987, την προσοχή της κοινής γνώμης θα αποσπάσει το γεγονός της σύλληψης του Γ. Κοσκωτά στις ΗΠΑ, λόγω εκκρεμών ποινικών του υποθέσεων εκεί. Ο Κοσκωτάς θα καταφέρει να φύγει από τις ΗΠΑ και να επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλά η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη αρχίσει γι' αυτόν. Σιγά - σιγά το απόστημα του σκανδάλου θα σπάσει, οι παρανομίες και άλλα τινά θα κατακλύσουν τον Τύπο, ενώ η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να συγκρατήσει τα πράγματα θα πέσει στο κενό. Στις 20 Οκτωβρίου του 1988 θα απαγορευτεί η έξοδος του Κοσκωτά από την Ελλάδα, αλλά εκείνος θα διαφύγει στο εξωτερικό με μυθιστορηματικές συνθήκες στις 7 Νοέμβρη του ίδιου έτους, για να συλληφθεί λίγο αργότερα και να φυλακιστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες3.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά (υπολογίζεται ότι υπεξαίρεσε από την Τράπεζα Κρήτης περί τα 33 δισ. δρχ, ποσό τεράστιο για τότε) πυροδότησε οξύτατες πολιτικές αντιπαραθέσεις, ενώ έφερε σε δεινή θέση το ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο γιατί φέρονταν εμπλεκόμενα σε αυτό πρωτοκλασάτα στελέχη του, αλλά και γιατί ως κυβέρνηση έφερε τουλάχιστον τεράστιες πολιτικές ευθύνες για όσα είχαν συμβεί.
Σε δεινή θέση βρέθηκε το τότε κυβερνητικό κόμμα και για πλήθος άλλων πολιτικών σκανδάλων, όπως αυτό τον τηλεφωνικών υποκλοπών, ενώ η ασθένεια του αρχηγού του Ανδρέα Παπανδρέου προκάλεσε νέα δίνη, πυροδοτώντας και τα σενάρια της διαδοχής. Ο Α. Παπανδρέου αναχώρησε για τα Λονδίνο στις 25 Αυγούστου του 1988, ενώ στα τέλη Σεπτέμβρη υποβλήθηκε με επιτυχία σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς στο Νοσοκομείο «Χέρφιλντ», από τον Αιγύπτιο καρδιολόγο Μ. Γιακούμπ. Στην Ελλάδα επέστρεψε στις 22 Οκτώβρη, αλλά από τότε ουδέποτε κατάφερε να είναι αυτός που ήταν πριν συμβούν όλα αυτά. Ούτε το κόμμα του ήταν όπως παλιά. Τα ασφυκτικά αρχηγικά του χαρακτηριστικά είχαν αρχίσει να υποχωρούν και η προετοιμασία για τη μετα-Ανδρέα εποχή ήταν ήδη ορατή.
Ας δούμε όμως τι συνέβαινε στο χώρο της Αριστεράς.
Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου
Αμέσως μετά το 12ο Συνέδριό του, το ΚΚΕ, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, στράφηκε προς την κατεύθυνση της υλοποίησης των αποφάσεων που είχαν ληφθεί και ειδικότερα προς την κατεύθυνση της συγκρότησης του κοινωνικοπολιτικού Συνασπισμού των δυνάμεων της Αριστεράς και της Προόδου. Το Μάη του 1988 η ΚΕ του Κόμματος δίνει στη δημοσιότητα τις «Κατευθύνσεις - πλαίσιο για μια πολιτική συμφωνία των δυνάμεων της Αριστεράς και της Προόδου»4. Στη συνέχεια, ακολουθούν συναντήσεις, διαβουλεύσεις, επαφές με κινήσεις, κόμματα και προσωπικότητες του αριστερού χώρου, ενώ το Δεκέμβρη του 1988 δίνεται στη δημοσιότητα - χωρίς ακόμη να έχει εγκριθεί από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ - το κοινό Πόρισμα ΚΚΕ - ΕΑΡ5. Το Πόρισμα αυτό αποτελεί ουσιαστικά την πολιτική πλατφόρμα συγκρότησης του Συνασπισμού, με σαφείς υποχωρήσεις από πάγιες θέσεις του ΚΚΕ, κυρίως στο θέμα της ΕΟΚ. Τη δημοσιοποίηση του κοινού πορίσματος ακολουθούν τους πρώτους μήνες του 1989 κοινές συγκεντρώσεις, ανά την Ελλάδα, ΚΚΕ και ΕΑΡ, που διοργανώνονται από επιτροπές πρωτοβουλίας για το Συνασπισμό της Αριστεράς. Στις 3 Φλεβάρη του 1989, πραγματοποιείται κοινή σύσκεψη αντιπροσωπειών των κομμάτων ΚΚΕ, ΕΑΡ, ΕΔΑ, ΕΣΠΕ, ΑΚΕ, με τη συμμετοχή και των Στ. Γιώτα, Μ. Δρεττάκη, Στ. Νέστωρ και Ν. Κωνσταντόπουλου. Εκεί αποφασίστηκε η έκδοση πολιτικής δήλωσης, που προσδιορίζει την ταυτότητα του Συνασπισμού και τους στόχους του, καθώς και η συγκρότηση επταμελούς προσωρινής επιτροπής, που θα συντονίζει το έργο του και θα εποπτεύει την εκπόνηση του κοινού προγράμματος. Το πρόγραμμα όντως κυκλοφόρησε λίγο αργότερα. Στις 7 Απρίλη του 1989, σε συνάντηση εκπροσώπων των κομμάτων και των προσωπικοτήτων του ΣΥΝ, αποφασίζεται η συγκρότηση των κεντρικών του οργάνων, δηλαδή 28μελούς Πολιτικής Επιτροπής και 8μελούς Γραμματείας. Πρόεδρος του ΣΥΝ αναδεικνύεται ο Χαρ. Φλωράκης. Γραμματέας ο Λ. Κύρκος. Τη Γραμματεία θα απαρτίζουν οι: Μ. Ανδρουλάκης, Γρ. Γιάνναρος, Στ. Γιώτας, Μ. Δρεττάκης, Δ. Καραγκουλές, Ανδρέας Λεντάκης, Στ. Νέστωρ και Στ. Πιτσιόρλας.
Με τέτοιες πάνω - κάτω συνθήκες και με το σκάνδαλο Κοσκωτά να διαπερνά την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η χώρα οδηγήθηκε στις εκλογές της 18ης Ιούνη του 1989.
Συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις
Οι βουλευτικές εκλογές και οι ευρωεκλογές της 18ης Ιούνη του 1989 έγιναν υπό το βάρος των σκανδάλων και κυρίως αυτού που συνδεόταν με τον Γ. Κοσκωτά. Από τους 8.379.435 ψηφοφόρους που ήταν γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους ψήφισαν 6.669.481 (ποσοστό αποχής 20,40%). Τα έγκυρα ψηφοδέλτια ήταν 6.521.563. Αναλυτικά, τα κόμματα που μπήκαν στη Βουλή έλαβαν: Η Νέα Δημοκρατία 2.885.548 ψήφους (44,25%) και 145 έδρες, το ΠΑΣΟΚ 2.553.086 ψήφους (39,15%) και 125 έδρες, ο Συνασπισμός 855.564 ψήφους (13,12%) και 28 έδρες, η ΔΗΑΝΑ 65.867 ψήφους (1,01%) και 1 έδρα και το κόμμα «Εμπιστοσύνη - Πεπρωμένο» (Μουσουλμάνοι της Δ. Θράκης) 25.131 ψήφους (0,39%) και 1 έδρα. Στις «ευρωεκλογές» τα αποτελέσματα ήταν: Νέα Δημοκρατία 2.647.215 ψήφοι (40,45%) και 10 έδρες, ΠΑΣΟΚ 2.352.271 ψήφοι (35,94) και 9 έδρες, Συνασπισμός 936.175 ψήφοι (14,30%) και 4 έδρες και ΔΗΑΝΑ 89.469 ψήφοι (1,37%) και 1 έδρα6.
Οι εκλογές δεν έδωσαν αυτοδύναμη κυβέρνηση λόγω του εκλογικού νόμου που πλησίαζε πολύ στην απλή αναλογική και που το ΠΑΣΟΚ ψήφισε την τελευταία στιγμή από πολιτικό υπολογισμό, για να αποτρέψει την αυτοδυναμία της ΝΔ, να στριμώξει την Αριστερά μέσα στις συμπληγάδες των αντιδεξιών συνδρόμων και να βρίσκεται το ίδιο με πρωταγωνιστικό ρόλο στο ζήτημα του σχηματισμού κυβέρνησης. Αν δε σχηματιζόταν κυβέρνηση και δεν επιλαμβανόταν η Βουλή της παραπομπής των υπευθύνων για τα σκάνδαλα στη Δικαιοσύνη, θεωρούνταν βέβαιο ότι οι τυχόν ποινικές ευθύνες των όποιων υπαιτίων θα παραγράφονταν. Με δεδομένο το τότε πολιτικό κλίμα, κυριάρχησε στην αντιπαράθεση η άποψη πως η παραγραφή έπρεπε πρακτικά να αποκλειστεί με το σχηματισμό έστω και βραχύβιας κυβέρνησης, ούτως ώστε η Βουλή να προχωρήσει στην παραπομπή των υποθέσεων στη Δικαιοσύνη. Αυτό και έγινε με το σχηματισμό της κυβέρνησης υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη (ορκίστηκε στις 2/7/1989), η ζωή της οποίας κράτησε ένα τρίμηνο. Την κυβέρνηση στήριξε η ΝΔ και ο Συνασπισμός, ενώ στη σύνθεσή της αποφασίστηκε από το ΚΚΕ να μη συμμετέχει κανένας κομμουνιστής. Η κυβέρνηση αυτή ήταν ανοιχτή για συμμετοχή στη σύνθεσή της και του ΠΑΣΟΚ μόνο που το τελευταίο όχι μόνο δε συμμετείχε (παρ' όλο που ψήφισε όλα της τα νομοθετήματα), αλλά βρήκε την ευκαιρία να κατηγορήσει την Αριστερά για συνεργασία με τη Δεξιά, με την οποία το ίδιο πάντοτε συνεργαζόταν, προωθώντας την πολιτική της, ενώ δε δίστασε να συνεργαστεί και σε κυβερνητικό επίπεδο μαζί της, λίγους μήνες αργότερα, παίρνοντας μέρος στην Οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ξ. Ζολώτα.
Η κυβέρνηση Τζαννετάκη παραιτήθηκε στις 7 Οκτώβρη 1989. Στις εκλογές που έγιναν ένα μήνα αργότερα στις 5 Νοέμβρη του 1989 τα αποτελέσματα ήταν τα εξής: Από τους 8.637.323 ψηφοφόρους που ήταν γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους ψήφισαν 6.789.159 (ποσοστό αποχής 21,29%). Τα έγκυρα ψηφοδέλτια ήταν 6.696.484. Αναλυτικά, τα κόμματα που μπήκαν στη Βουλή πήραν: Η Νέα Δημοκρατία 3.093.055 ψήφους (46,19%) και 148 έδρες, το ΠΑΣΟΚ 2.723.739 ψήφους (40,67%) και 128 έδρες, ο Συνασπισμός 734.552 Ψήφους (10,97%) και 21 έδρες, οι «Οικολόγοι -Εναλλακτικοί» 39.130 ψήφους (0,58%) και 1 έδρα και το «κόμμα»: «Εμπιστοσύνη -Πεπρωμένο» (μουσουλμάνος ανεξάρτητος υποψήφιος I. Ροδόπουλος) 26.012 ψήφους (0,38%) και 1 έδρα. Εκλέχτηκε ακόμη και ο ανεξάρτητος Απ. Λάζαρης στη Λευκάδα, με την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού7.
Οι εκλογές δεν έδωσαν και πάλι αυτοδύναμη κυβέρνηση και ύστερα από διαβουλεύσεις το κυβερνητικό πρόβλημα λύθηκε με το σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης υπό τον καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα, την οποία στήριξαν τόσο η ΝΔ και ο Συνασπισμός, όσο και το ΠΑΣΟΚ.
Τελικά, η Βουλή που προήλθε από τις εκλογές της 5ης Νοέμβρη 1989 διαλύθηκε πρόωρα, στις 12.3.1990, επειδή δεν επιτεύχθηκε η απαιτούμενη πλειοψηφία για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ετσι, η χώρα οδηγήθηκε και πάλι σε εκλογές, οι οποίες έγιναν στις 8 Απριλίου του 1990.
Από τους 8.453.695 ψηφοφόρους που ήταν γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους ψήφισαν 6.698.591 (ποσοστό αποχής 20,76%). Τα έγκυρα ψηφοδέλτια ήταν 6.586.040. Αναλυτικά, τα κόμματα που μπήκαν στη Βουλή πήραν: Η Νέα Δημοκρατία 3.088.137 ψήφους (46,88%) και 150 έδρες, το ΠΑΣΟΚ 2.543.042 ψήφους (38,61%) και 123 έδρες, ο Συνασπισμός 677.059 ψήφους (10,28%) και 19 έδρες, οι «Ανεξάρτητοι» (μονοεδρικών περιφερειών που υποστηρίχτηκαν από ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμό) 66.801 ψήφους (1,02%) και 4 έδρες (από τους 4 «Ανεξάρτητους» βουλευτές, οι δύο προσχώρησαν στο ΠΑΣΟΚ, που έκανε έτσι τις έδρες του 125, και ο δύο προσχώρησαν στο Συνασπισμό, που έκανε τις έδρες του 21), οι «Οικολόγοι Εναλλακτικοί» 50.868 ψήφους (0,77%) και 1 έδρα, το κόμμα «Εμπιστοσύνη - Πεπρωμένο» 45.981 ψήφους (0,70%) και 2 έδρες και η ΔΗΑΝΑ 44.077 ψήφους (0,67%) και 1 έδρα στο Υπόλοιπο της Αττικής8.
Από την εκλογική αυτή αναμέτρηση η ΝΔ κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση με 151 βουλευτές, αφού απορρόφησε στις γραμμές της τον βουλευτή της ΔΗΑΝΑ Θ. Κατσίκη. Στη συνέχεια, η νέα Βουλή εξέλεξε Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κ. Καραμανλή.
Η κρίση στο ΚΚΕ
Στη διάρκεια όλων των προαναφερόμενων εξελίξεων, το ΚΚΕ βιώνει μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις στην ιστορία του που και την τροφοδοτεί η κρίση και τελικά η οδυνηρή ήττα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, με επίκεντρο τις σοσιαλιστικές χώρες και την ΕΣΣΔ. Αρχικά, η κρίση στο ΚΚΕ εμφανίζεται από τα «αριστερά» και κυρίως στην ΚΝΕ και εδράζεται στην ανοιχτή διαφωνία αναφορικά με την πολιτική συμμαχιών του Κόμματος, όπως αυτή εγκρίθηκε από το 12ο Συνέδριο, αλλά και όπως εκφραζόταν νωρίτερα με την πολιτική της συμπαράταξης των δυνάμεων της Αριστεράς. Το πρόβλημα φαίνεται ακόμη πιο καθαρά στο 5ο Συνέδριο της ΚΝΕ το 1988, ενώ μετά την ανακοίνωση του κοινού Πορίσματος ΚΚΕ - ΕΑΡ και τη δρομολόγηση της συγκρότησης του Συνασπισμού, ο φραξιονισμός στις γραμμές της ΚΝΕ κυρίως - και εν μέρει του Κόμματος - διεξάγεται χωρίς προσχήματα. Η κατάσταση αυτή οδήγησε τελικά στη διάσπαση της ΚΝΕ, το Φθινόπωρο του 1989, ενώ την ίδια περίπου περίοδο καθαιρέθηκαν, διαγράφηκαν ή αποχώρησαν από το ΚΚΕ συνολικά, τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ 15 τον αριθμό. Επίσης, αποχώρησε και πήγε μαζί τους ο εκλεγμένος Ευρωβουλευτής Δ. Δεσύλλας9.
Οταν ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση της κρίσης του Κόμματος από τα αριστερά, εκδηλώθηκε η δεύτερη φάση της κρίσης από τα δεξιά που έθεσε ανοιχτά και απροσχημάτιστα ζήτημα διάλυσης του Κόμματος ως κομμουνιστικού. Η νέα φάση της κρίσης φάνηκε εντελώς καθαρά τον Ιούνη του 1990 (16, 17, 18/6), οπότε και συνήλθε η πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, για να συζητήσει το προσχέδιο Θέσεων για το 13ο Συνέδριο του Κόμματος. Ηδη τότε ο Χαρ. Φλωράκης είχε αποχωρήσει από ΓΓ της ΚΕ, (είχε εκλεγεί πρόεδρος του Οργάνου) και είχε αντικατασταθεί από τον Γρ. Φαράκο τον Ιούλη του 1989. Μέσω του προσχεδίου Θέσεων επιχειρούνταν η ανατροπή βασικών αρχών του Κόμματος (προλεταριακός διεθνισμός, δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, μαρξισμός - λενινισμός κ.ο.κ.). Από εκεί και ύστερα και μέχρι το 13ο Συνέδριο το Κόμμα συγκλονίζεται από την κρίση, ενώ η πάλη που διεξάγεται έχει ως επίκεντρό της την ίδια την ύπαρξή του.
Το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ
Το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ συνήλθε στην Αθήνα, στην κλειστή αίθουσα του Ολυμπιακού Σταδίου, από τις 19 έως τις 24 Φλεβάρη του 1991. Στο συνέδριο είχαν εκλεγεί για να πάρουν μέρος 1.275 αντιπρόσωποι και 660 παρατηρητές. Η ημερήσια διάταξη που απασχόλησε το Συνέδριο περιλάμβανε τα παρακάτω θέματα: α) Εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ και Εκθεση της Κεντρικής Εξελεγκτικής Επιτροπής. β) Εγκριση ντοκουμέντων όπως: Πολιτική Απόφαση, Προγραμματικές κατευθύνσεις, Καταστατικό του ΚΚΕ. γ) Εκλογή καθοδηγητικών οργάνων του Κόμματος10.
Το Συνέδριο, από τυπικής τουλάχιστον απόψεως κατάφερε να αποκρούσει την επιδίωξη για διάλυσή του Κόμματος και να επιβεβαιώσει, τουλάχιστον φραστικά την προσήλωσή του στις κομματικές αρχές. Εντούτοις, το πρόβλημα παρέμενε, δεδομένου ότι οι ιδεολογικές διαφορές στις γραμμές του Κόμματος ήταν αγεφύρωτες, αφού αναμετρούνταν η επαναστατική πολιτική με το δεξιό οπορτουνισμό. Συνεπώς, η διάσπαση ήταν αναπόφευκτη.
Μεταξύ άλλων, το Συνέδριο ακύρωσε και τυπικά τη θέση για αποδέσμευση από την ΕΟΚ, τάχτηκε υπέρ του εκσυγχρονισμού του Συνασπισμού της Αριστεράς σε κατεύθυνση που έθετε σε δεύτερη μοίρα τον αυτοτελή ρόλο του Κόμματος. Ηδη, η οπορτουνιστική ομάδα στελεχών του ΚΚΕ, μέσω διολίσθησης, ωθούσε στη μετατροπή του Συνασπισμού σε ενιαίο κόμμα, αφού ήδη δρομολογούνταν η εκλογή οργάνων σε όλα τα επίπεδα. Το Συνέδριο ως άμεση πολιτική πρόταση υιοθέτησε την «προοδευτική εναλλακτική λύση», σε αντίθεση με τη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική της ΝΔ, μια πρόταση δηλαδή που αποσκοπούσε στην προετοιμασία της συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ δεδομένου ότι «η εναλλακτική προοδευτική πρόταση του ΣΥΝ πρέπει να επιδιώξει τη δημιουργία προϋποθέσεων για μια πολιτική συμφωνία των προοδευτικών δυνάμεων της χώρας».
Το Συνέδριο εξέλεξε Κεντρική Επιτροπή και Κεντρική Επιτροπή Οικονομικού Ελέγχου. Ανέδειξε δε σε πλειοψηφία της ΚΕ στελέχη που τάσσονταν υπέρ της διατήρησης του κομμουνιστικού χαρακτήρα του Κόμματος, αλλά δεν μπόρεσε να θέσει τέρμα στην εσωκομματική πάλη. Η ΚΕ εξέλεξε την Αλ. Παπαρήγα Γενική Γραμματέα και ΠΓ από τους: Γόντικα Δημήτρη, Δαμανάκη Μαρία, Δραγασάκη Γιάννη, Θεωνά Γιάννη, Καλαματιανό Βασίλη, Κολοζώφ Ορέστη, Κωτσαντή Σήφη, Λαφαζάνη Παναγιώτη, Τριγάζη Πάνο, Τσίγκα Τάκη, Χαλβατζή Σπύρο και Χουντή Νίκο.
Το 14ο Συνέδριο
Αμέσως μετά το 13ο Συνέδριο, η λεγόμενη ανανεωτική ομάδα, όντας μειοψηφία στο ΚΚΕ, έστρεψε την προσοχή της προς το Συνασπισμό της Αριστεράς κι επιχείρησε να τον χρησιμοποιήσει ως πολιορκητικό κριό για την άλωση του Κόμματος, που δεν είχε καταφέρει να πετύχει μέσα από τις κομματικές διαδικασίες. Στην προσπάθειά της βρήκε αρωγούς τους μέχρι τότε συμμάχους του Κόμματος στο ΣΥΝ, κυρίως την ΕΑΡ και όσους προέρχονταν από το πάλαι ποτέ «ΚΚΕ-εσωτερικού». Σύμμαχός τους επίσης ήταν η συγκυρία, δηλαδή οι συνθήκες που δημιουργούσε η ήττα του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, στο πλαίσιο της οποίας ο κομμουνισμός φάνταζε ως μια ξοφλημένη υπόθεση. Ο Συνασπισμός ήδη προχωρεί στην οργανωτική του συγκρότηση ως ενιαίο κόμμα. Ασκεί πολεμική στο ΚΚΕ, αντιτίθεται σ' αυτό, του αρνείται ανοιχτά το δικαίωμα της πολιτικής, ιδεολογικής και οργανωτικής αυτοτέλειας, ακόμη και το αυτονόητο δικαίωμά του να καθορίζει το ίδιο τη σύνθεση της αντιπροσωπείας του στα όργανα της συμμαχίας και η «ανανεωτική» ομάδα όχι μόνο δε δείχνει καμία διάθεση να πειθαρχήσει στις κομματικές διαδικασίες και αποφάσεις, αλλά τάσσεται ανοιχτά και δημόσια με την πραγματικότητα που δρομολογείται στο ΣΥΝ. Ετσι οξύνεται ακόμη περισσότερο η διαπάλη στο ΚΚΕ. Η μετατροπή του ΣΥΝ σε ενιαίο κόμμα ολοκληρώνεται με την Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψή του, τον Ιούνη του 1991. Ηδη το ΚΚΕ έχει αποσύρει τα στελέχη του από τα κεντρικά όργανα του ΣΥΝ. Απόφαση στην οποία οι οπορτουνιστές δεν πειθάρχησαν.
Η διάσπαση στις κομματικές γραμμές είναι πλέον αναπόφευκτη και στην τυπική της μορφή. Με απόφαση της ΚΕ, που συνήλθε στις 9/7/91 - λίγες μέρες μετά την περιβόητη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΝ - παραπέμφθηκαν στην Επιτροπή Κομματικού Ελέγχου και τέθηκαν σε διαθεσιμότητα 39 μέλη της ΚΕ, αφού η υπονομευτική τους δράση συνεχίστηκε. Τότε εγκατέλειψαν το ΚΚΕ 45 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής.
Η διάσπαση οδήγησε υποχρεωτικά το Κόμμα στην οργάνωση του 14ου Συνεδρίου του, ενώ μέχρι τη σύγκλησή του κορυφαία πολιτικά γεγονότα που έλαβαν χώρα ήταν η ανατροπή του σοσιαλιστικού καθεστώτος στην ΕΣΣΔ, η Σύνοδος του Μάαστριχτ που υιοθέτησε τη συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η εμφάνιση του ζητήματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, το Δεκέμβρη του 1991.
Το 14ο Συνέδριο του ΚΚΕ συνήλθε στο διάστημα από 18 έως 21 Δεκέμβρη του 1991 στην αίθουσα Συνεδρίων του Κόμματος στον Περισσό. Το Συνέδριο ενέκρινε την παρακάτω ημερήσια διάταξη των εργασιών του: α) Εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ - Εκθεση της Κεντρικής Επιτροπής Οικονομικού Ελέγχου. β) Εκλογή Κεντρικής Επιτροπής και Κεντρικής Επιτροπής Οικονομικού Ελέγχου11.
Το Συνέδριο εκτίμησε ότι «η απότομη αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων σε βάρος της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας, μιας δίκαιης τάξης πραγμάτων και της σοσιαλιστικής προοπτικής αποτελεί σήμερα το γενικό χαρακτηριστικό της διεθνούς κατάστασης. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, εκμεταλλευόμενες τη διάλυση της κοινότητας των σοσιαλιστικών χωρών στην Ευρώπη, επιδιώκουν την επιβολή της δικής τους νέας τάξης πραγμάτων στον οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό και ιδεολογικό τομέα. Μιας "τάξης" με βασικά χαρακτηριστικά την προσπάθεια διεύρυνσης της επιρροής τους σε παγκόσμια κλίμακα, την ευρεία αναδιανομή των αγορών, τις άνισες και άδικες αλλαγές στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, την ένταση της εκμετάλλευσης και καταλήστευσης των αδύνατων χωρών και των εργαζομένων, τις στρατιωτικές - αποικιοκρατικές επεμβάσεις σε τρίτες χώρες, την υποταγή και εξάλειψη κάθε δύναμης που αμφισβητεί την παγκόσμια καπιταλιστική κυριαρχία»12.
Αναφορικά με τις εξελίξεις στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης το Συνέδριο υπογράμμισε πως «Ο σοσιαλισμός του 20ού αιώνα πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα. Συνέβαλε καθοριστικά στον εξανθρωπισμό του πλανήτη μας. Εφερε στο κέντρο της παγκόσμιας προσοχής τα μεγάλα ιδανικά της ειρήνης, της αλληλεγγύης, της αυτοθυσίας για το κοινό συμφέρον και την ελπίδα για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Αποτέλεσε την καθοριστική δύναμη για τη νικηφόρα έκβαση του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και την αποτροπή ενός νέου εξοντωτικού πολέμου σε παγκόσμια κλίμακα για μισό περίπου αιώνα. Υποχρέωσε τις καπιταλιστικές χώρες να παραχωρήσουν δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα, σε συνδυασμό με τους αγώνες της εργατικής τάξης και των εργαζομένων αυτών των χωρών». Και πρόσθετε: «Οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνουν με το δικό τους τρόπο τα ζωντανά και πάντα επίκαιρα διδάγματα της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας για την κοινωνική επανάσταση. Η παραβίαση βασικών αρχών της, η διαστρέβλωσή της στη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με αποκορύφωμα τη συνειδητή εγκατάλειψη αρχών στην πορεία της περεστρόικα, αποτέλεσαν βασικές αιτίες των σημερινών τραγικών εξελίξεων και συνεπειών»13.
Αναφορικά με την κρίση στο Κόμμα το Συνέδριο σημείωσε μεταξύ άλλων: «Η κρίση στο Κόμμα οφείλεται στη συνδυασμένη δράση αντικειμενικών και υποκειμενικών αιτιών και παραγόντων. Οι δραματικές εξελίξεις στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και η κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα αποτέλεσαν το αντικειμενικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο εκδηλώθηκε η κρίση. Η έκταση, το βάθος της και το μέγεθος των συνεπειών οφείλονται σε υποκειμενικούς παράγοντες και αδυναμίες που προϋπήρχαν στο Κόμμα. Στην αδυναμία του Κόμματος να ανταποκριθεί ολοκληρωμένα στις απαιτήσεις, τις δυσκολίες και τις σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Σημαντικότερες από τις αδυναμίες αυτές ήταν: η υποτίμηση της αυτοτελούς θεωρητικής δουλιάς και του ιδεολογικού μετώπου, η λειψή διαλεκτική σύνδεσή τους με την τρέχουσα πολιτική δράση του Κόμματος. Η ανοχή σε αναθεωρητικές - διαλυτικές αντιλήψεις και πρακτικές και η μη έγκαιρη απόκρουσή τους. Η υποβαθμισμένη συλλογικότητα στη διαμόρφωση των αποφάσεων και την εφαρμογή τους από τα καθοδηγητικά όργανα. Η υποτίμηση της εσωκομματικής ενημέρωσης και πληροφόρησης. Οι αδυναμίες και τα λάθη στην πολιτική ανάδειξης και διαπαιδαγώγησης των στελεχών, στο συνεχή δημιουργικό έλεγχο της δουλιάς τους και η μικρή συμμετοχή εργατικών στελεχών στα όργανα του Κόμματος. Επίσης μια σειρά άλλες ελλείψεις και αδυναμίες, όπως η έλλειψη βαθύτερης και συνεχούς μελέτης των κοινωνικοταξικών και οικονομικών εξελίξεων, η έλλειψη επαγρύπνησης για δημιουργική τήρηση και υπεράσπιση των αρχών λειτουργίας και δράσης, η λειψή προετοιμασία και βοήθεια προς τα υποψήφια και τα νέα μέλη του Κόμματος και άλλες αδυναμίες στην οργανωτική πολιτική γενικότερα»14.
Σχετικά με την πολιτική συμμαχιών, το 14ο Συνέδριο εκτίμησε ότι «η όλη πορεία και τελική κατάληξη του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου δίνει πολύτιμα διδάγματα στο Κόμμα για την πολιτική συμμαχιών, που πρέπει να βρίσκονται στο κέντρο της προσοχής του».
α) Η διασφάλιση της αυτοτέλειας του Κόμματος πρέπει να είναι πρωταρχική προϋπόθεση και συνεχής επιδίωξη.
β) Η υποτίμηση των ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών που υπάρχουν και συνοδεύουν κάθε μορφής συμμαχία και η ανυπαρξία μετώπου εναντίον της αποτελεί σοβαρό σφάλμα και οδηγεί σε αρνητικές απρόσμενες εξελίξεις.
γ) Οι εκπρόσωποι του Κόμματος στις συμμαχίες πρέπει να επιλέγονται προσεκτικά από συντρόφους που διαθέτουν ικανότητες, αλλά επίσης και σταθερότητα και κομματικότητα. Ο έλεγχός τους από καθοδηγητικά όργανα και κομματικά σώματα πρέπει να είναι συστηματικός και ουσιαστικός.
δ) Να συνυπολογίζεται πάντα με προσοχή η διαλεκτική σχέση που πρέπει να υπάρχει μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών.
Η πολιτική συμμαχιών, πολιτική στρατηγικής σημασίας, πρέπει να είναι διαρκής φροντίδα του ΚΚΕ. Οι δυσκολίες, τα λάθη και οι αποτυχίες δεν πρέπει να οδηγούν στην άρνησή της αλλά στα απαραίτητα μέτρα για την περισσότερο δημιουργική και αποτελεσματική εφαρμογή της. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η πολιτική συμμαχιών πρέπει να συνδυάζεται επίμονα και συστηματικά με την ολόπλευρη, ποσοτικά και ποιοτικά, ενίσχυση του ΚΚΕ»15.
Το Συνέδριο επεξεργάστηκε την «προοδευτική πολιτική διεξόδου και ανάπτυξης». Κατέληξε στην ανάγκη συσπείρωσης των λαϊκών μαζών, με την τακτική του κοινωνικού συνασπισμού, στη βάση της διεκδίκησης πολιτικής για ανάπτυξη προς το συμφέρον τους. Κατέληξε, τέλος, να εξετάσει σε πανελλαδικές συνδιασκέψεις την πολιτική του Κόμματος απέναντι στην ΕΟΚ μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τις αιτίες ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων και της ΕΣΣΔ.
Το Συνέδριο εξέλεξε νέα Κεντρική Επιτροπή και νέα Επιτροπή Οικονομικού Ελέγχου. Η νέα ΚΕ εξέλεξε Γενική Γραμματέα την Αλέκα Παπαρήγα και ΠΓ από τους: Γόντικα Δημήτρη, Θεωνά Γιάννη (Μετά τις ευρωεκλογές '94 παραιτήθηκε γιατί εκλέχτηκε ευρωβουλευτής. Στη θέση του μπήκε ο Παρασκευάς Κώστας), Καλαματιανό Βασίλη, Κολοζώφ Ορέστη, Κουτσούμπα Δημήτρη, Κωστόπουλο Δημήτρη, Κωτσαντή Σήφη, Μαΐλη Μάκη, Στριφτάρη Σπύρο, Τζιατζή Θόδωρο, Τσίγκα Τάκη και Χαλβατζή Σπύρο.
1. «Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη - Η αναγκαιότητα και η επικαιρότητα του Σοσιαλισμού - Υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης 15-16 Ιούλη 1995», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ.
2. Αναλυτικά για τα παραπάνω βλέπε: Serge Berstein - Pierre Milza: «Ιστορία της Ευρώπης», εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», τόμος 3ος, σελ. 284-294 και «Ιστορικός Ατλας 20ός αιώνας» έκδοση της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, σελ. 148-153.
3. Κ. Παπαρηγόπουλου - Π. Καρολίδη - Γ. Αναστασιάδη: «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», εκδόσεις ΑΓΓΕΛΑΚΗ, τόμος 12ος, σελ. 301-303.
4. «Από το 12ο ως το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 94-102.
5. «Από το 12ο ως το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 150-170.
6. Γ. Αναστασιάδη: «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία 1974-1992», Εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ - ΠΑΙΔΕΙΑ, σελ. 117.
7. Στο ίδιο, σελ. 129.
8. Στο ίδιο, σελ. 139.
9. Ολες οι σχετικές αποφάσεις της ΚΕ που αφορούν στο θέμα δημοσιεύονται στον τόμο: «Από το 12ο ως το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ.
10. «13ο Συνέριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 5.
11. «14ο Συνέριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 5.
12, 13, 14, 15. Βλέπε αναλυτικά, στο «14ο Συνέριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ", σελ. 109-125
Αρχίζει τις εργασίες του το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ (19-24/2/1991) σε συνθήκες δραματικής υποχώρησης του Κομμουνιστικού Κινήματος, των ανατροπών στην ΕΣΣΔ και αλλού, καθώς και της έντονης εσωκομματικής διαπάλης μερίδας στελεχών που επιζητούσαν την διάλυση του Κόμματος.
Η πλειοψηφία των συνέδρων επιβεβαίωσαν την προσήλωσή τους στις κομματικές αρχές. Εντούτοις, το πρόβλημα παρέμενε, δεδομένου ότι οι ιδεολογικές διαφορές στις γραμμές του Κόμματος ήταν αγεφύρωτες, αφού αναμετρούνταν η επαναστατική πολιτική με το δεξιό οπορτουνισμό. Συνεπώς, η διάσπαση ήταν αναπόφευκτη, αφού η οπορτουνιστική ομάδα στελεχών του ΚΚΕ, μέσω διολίσθησης, ωθούσε στη μετατροπή του
Συνασπισμού σε ενιαίο κόμμα, ενώ ήδη δρομολογούνταν η εκλογή οργάνων του σε όλα τα επίπεδα.
Η ΚΕ που βγήκε από το Συνέδριο εξέλεξε την Αλέκα Παπαρήγα ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.
Το 13ο και το 14ο Συνέδριο του ΚΚΕ
Το 13ο και το 14ο Συνέδριο του ΚΚΕ πραγματοποιήθηκαν την ίδια χρονιά, περίπου στην αρχή και το τέλος του 1991.
Το πρώτο ήταν συνέδριο κορύφωσης της εσωκομματικής κρίσης, που ανοιχτά ταλάνιζε το Κόμμα από το 1989, οπότε και έλαβε χώρα η διάσπαση από τα «αριστερά», με επίκεντρο την ΚΝΕ, ενώ στη συνέχεια εκδηλώθηκε σε όλο το μήκος και το πλάτος της κομματικής γραμμής, με σαφή δεξιά χαρακτηριστικά, αμφισβητώντας την ύπαρξη του ίδιου του Κόμματος αυτού καθ' αυτού.
Το δεύτερο, δηλαδή το 14ο Συνέδριο, ήταν συνέδριο αναγκαστικό. Ηταν ένα συνέδριο που έπρεπε να γίνει, που δεν μπορούσε να μη γίνει, αφού μέσα στο 1991 το Κόμμα γνώρισε μία από τις μεγαλύτερες διασπάσεις στη ζωή του, ενώ το διεθνές εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα δοκίμαζε την οδυνηρότερη ήττα στην ιστορία του, με την ανατροπή του σοσιαλιστικού καθεστώτος και στη Σοβιετική Ενωση.
Πριν αναφερθούμε αναλυτικά στις εργασίες καθενός εκ των δύο αυτών συνεδρίων οφείλουμε να κάνουμε μια αναδρομή στο ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εντάσσεται η πραγματοποίησή τους, σημειώνοντας εκ των προτέρων ότι η αναφορά στα γεγονότα θα είναι συνοπτική, λόγω περιορισμένου χώρου και θα αφορά τα κυριότερα από αυτά.
Οι διεθνείς εξελίξεις: Εκφυλισμός και ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων
Την εποχή που πραγματοποιήθηκε το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ στη διεθνή πολιτική σκηνή, τα φώτα ήταν στραμμένα προς τη Σοβιετική Ενωση όπου το ΚΚΣΕ, υπό την ηγεσία του Μ. Γκορμπατσόφ και των συνεργατών του, υλοποιούσε την πολιτική της Περεστρόικα και της Γκλάσνοστ, μια πολιτική που στα λόγια υποσχόταν την ισχυροποίηση του σοσιαλιστικού συστήματος μέσω της ανασυγκρότησής του με περισσότερη δημοκρατία και διαφάνεια στις κοινωνικοπολιτικές σχέσεις. Η πολιτική εκείνη υποσχόταν να απελευθερώσει δήθεν τις αστείρευτες δυνάμεις του συστήματος, να το απαλλάξει από λάθη, καθυστερήσεις και αγκυλώσεις του παρελθόντος, να αυξήσει την ελκτική του δύναμη. Αυτή η πολιτική χαιρετίστηκε από το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και από το ΚΚΕ.
Στις διεθνείς επαφές η πολιτική του ΚΚΣΕ χαρακτηριζόταν τότε από τη λεγόμενη «νέα σκέψη για τον κόσμο», η οποία, στο όνομα του κινδύνου του πυρηνικού ολέθρου που απειλούσε την ανθρωπότητα, διακήρυσσε την αποϊδεολογικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων, ενώ έκανε λόγο και για την ύπαρξη οικουμενικών προβλημάτων, τα οποία βρίσκονταν τάχα, πάνω από ταξικές διαφορές και αντιπαλότητες. Επρόκειτο για μια σαφή οπορτουνιστική πολιτική υποχώρησης από την αναγκαιότητα της επαγρύπνησης απέναντι στον ιμπεριαλισμό και την επιθετική υπονομευτική του δράση. Ουσιαστικά τού άνοιγε, (τις είχαν ήδη ανοίξει), τις πόρτες έτσι που αυτή η «νέα πολιτική» συνεργασίας και συνύπαρξης να γίνει ένα από τα οχήματα για την ανατροπή του σοσιαλισμού από την κομματική και κρατική ηγεσία της ΕΣΣΔ.
Ετσι, στην πραγματικότητα η πολιτική της Περεστρόικα, της Γκλάσνοστ και της «νέας σκέψης» απελευθέρωσε όλες τις αντισοσιαλιστικές δυνάμεις, που, όπως αποδείχτηκε, βρίσκονταν και μάλιστα οργανωμένες σε όλα τα επίπεδα και θεσμούς της σοσιαλιστικής κοινωνίας και στο ίδιο το ΚΚΣΕ. Τα εκφυλιστικά φαινόμενα του συστήματος που αναπτύσσονταν για δεκαετίες, άλλοτε αναπόφευκτα λόγω του δυσμενούς διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων κι άλλοτε κάτω από το βάρος λαθών και παραλείψεων, με την Περεστρόικα επιταχύνθηκαν, αναπτύχθηκαν, εξαπλώθηκαν και η ανατροπή του σοσιαλισμού δεν άργησε να έρθει, πολύ περισσότερο που το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε πάψει πλέον να λειτουργεί ως επαναστατική οργανωμένη πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης.
Το ΚΚΕ έχει δώσει τις εκτιμήσεις του - χωρίς όπως έχει ρητά δηλώσει να εξαντλεί το θέμα - γύρω από τις αιτίες ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων κι ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει σ' αυτές1. Εδώ απλώς, για ιστορικούς λόγους, θα δώσουμε ορισμένα στοιχεία αναφορικά με τις καταληχτικές ημερομηνίες αυτής της εξέλιξης, ούτως ώστε να γίνεται κατανοητό το γενικότερο κλίμα, μέσα στο οποίο επιχειρούν να δράσουν και να εφαρμόσουν την πολιτική τους στην Ελλάδα οι Ελληνες κομμουνιστές.
Η αντίστροφη μέτρηση για το σοσιαλισμό στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη γίνεται άμεσα ορατή πολύ πριν το 1989 στην Ουγγαρία και στην Πολωνία. Στην Πολωνία από το 1985 φαίνεται μια επαναδραστηριοποίηση και ισχυροποίηση του πολιτικοσυνδικαλιστικού φορέα «Αλληλεγγύη», που αποτελεί έναν σταθερό πόλο καπιταλιστικής αντιπολίτευσης στους κομμουνιστές. Το Σεπτέμβρη του 1989 η «Αλληλεγγύη» σχηματίζει κυβέρνηση, ενώ το Γενάρη του 1990 διαλύεται το Πολωνικό Ενοποιημένο Εργατικό Κόμμα. Στην Ουγγαρία η χαλάρωση του καθεστώτος απέναντι στις φιλοκαπιταλιστικές δυνάμεις αρχίζει από το 1987. Τον Ιανουάριο του 1989 θεσμοθετείται ο πολυκομματισμός, το Σεπτέμβρη του 1989 επιτρέπεται η έξοδος Ανατολικογερμανών προς τη Δύση μέσα από το ουγγρικό έδαφος και τον Οκτώβρη του 1990 η εξουσία περνάει ολοκληρωτικά στις αντισοσιαλιστικές δυνάμεις. Στην Τσεχοσλοβακία, το Νοέμβρη του 1989, το ΚΚ αποχωρεί από την εξουσία, τον Απρίλη του 1990 ψηφίζεται νέο σύνταγμα και τον Ιούνη του 1991 πραγματοποιούνται εκλογές κατά τα αστικά πρότυπα και υπό την καθοδήγηση αστικών πολιτικών δυνάμεων. Στη Ρουμανία το Δεκέμβρη του 1989 ανατρέπεται ο Ν. Τσαουσέσκου και μαζί του το ΚΚ της χώρας. Στη Βουλγαρία ο Πρόεδρος Ζίβκοφ ανατρέπεται το Νοέμβρη του 1989. Το ΚΚ της χώρας παραμένει ισχυρό και με νέα ονομασία (Σοσιαλιστικό Κόμμα) θα πάρει τη λαϊκή πλειοψηφία στις εκλογές που θα ακολουθήσουν αργότερα. Εντούτοις, την πορεία της χώρας θα καθορίζουν οι φιλοκαπιταλιστικές δυνάμεις της χώρας σε συνεργασία με τον διεθνή ιμπεριαλισμό. Στην Ανατολική Γερμανία, το Σεπτέμβρη του 1989 παρατηρείται μαζική έξοδος προς τη Δύση μέσω Ουγγαρίας, τον Οκτώβρη και τον Νοέμβρη η χώρα κλονίζεται από αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και στις 9 Νοέμβρη πέφτει το τείχος που χωρίζει Ανατολικό από το Δυτικό Βερολίνο. Ενα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβρη του 1990 οι δύο Γερμανίες θα επανενωθούν.
Το διάστημα 1989 - 1991 την τύχη των υπολοίπων σοσιαλιστικών χωρών θα ακολουθήσουν και οι δύο χώρες που δεν ανήκουν στο σύμφωνο της Βαρσοβίας, η Γιουγκοσλαβία και η Αλβανία. Η αποσοσιαλιστικοποίηση μάλιστα της Γιουγκοσλαβίας θα συνδυαστεί με την πρώτη ιμπεριαλιστική επέμβαση στο εσωτερικό της που εμφανίστηκε με τη μορφή εθνικιστικής πολεμικής αντιπαράθεσης και οδήγησε στη διάσπασή της, στη δημιουργία νέων κρατών, διαδικασία που συνεχίζεται έως τα σήμερα.
Ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ τυπικά ανατράπηκε το καλοκαίρι του 1991, μετά το λεγόμενο πραξικόπημα της 19ης Αυγούστου του ίδιου έτους. Λίγο νωρίτερα την 1η Ιούλη του 1991 διαλύθηκε και τυπικά το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, ενώ τον Ιούνη του 1991 διαλύθηκε ο εμπορικός Συνασπισμός της ΚΟΜΕΚΟΝ. Το Δεκέμβρη του 1991 διαλύθηκε και τυπικά η ΕΣΣΔ, για να αντικατασταθεί από μια Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών2.
Ο αστικός πολιτικός κόσμος και το σκάνδαλο Κοσκωτά
Οι εξελίξεις στον αστικό πολιτικό κόσμο μετά το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ σφραγίζονται από τα πολυποίκιλα σκάνδαλα, με αποκορύφωμα το οικονομικο - πολιτικό σκάνδαλο Κοσκωτά και την κρίση στο ΠΑΣΟΚ που παίρνει μορφή χιονοστιβάδας και λόγω της ασθένειας του Ανδρέα Παπανδρέου, δεδομένου ότι τροφοδοτεί το ζήτημα της διαδοχής στο τότε κυβερνητικό κόμμα.
Τον Οκτώβρη του 1987, την προσοχή της κοινής γνώμης θα αποσπάσει το γεγονός της σύλληψης του Γ. Κοσκωτά στις ΗΠΑ, λόγω εκκρεμών ποινικών του υποθέσεων εκεί. Ο Κοσκωτάς θα καταφέρει να φύγει από τις ΗΠΑ και να επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλά η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη αρχίσει γι' αυτόν. Σιγά - σιγά το απόστημα του σκανδάλου θα σπάσει, οι παρανομίες και άλλα τινά θα κατακλύσουν τον Τύπο, ενώ η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να συγκρατήσει τα πράγματα θα πέσει στο κενό. Στις 20 Οκτωβρίου του 1988 θα απαγορευτεί η έξοδος του Κοσκωτά από την Ελλάδα, αλλά εκείνος θα διαφύγει στο εξωτερικό με μυθιστορηματικές συνθήκες στις 7 Νοέμβρη του ίδιου έτους, για να συλληφθεί λίγο αργότερα και να φυλακιστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες3.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά (υπολογίζεται ότι υπεξαίρεσε από την Τράπεζα Κρήτης περί τα 33 δισ. δρχ, ποσό τεράστιο για τότε) πυροδότησε οξύτατες πολιτικές αντιπαραθέσεις, ενώ έφερε σε δεινή θέση το ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο γιατί φέρονταν εμπλεκόμενα σε αυτό πρωτοκλασάτα στελέχη του, αλλά και γιατί ως κυβέρνηση έφερε τουλάχιστον τεράστιες πολιτικές ευθύνες για όσα είχαν συμβεί.
Σε δεινή θέση βρέθηκε το τότε κυβερνητικό κόμμα και για πλήθος άλλων πολιτικών σκανδάλων, όπως αυτό τον τηλεφωνικών υποκλοπών, ενώ η ασθένεια του αρχηγού του Ανδρέα Παπανδρέου προκάλεσε νέα δίνη, πυροδοτώντας και τα σενάρια της διαδοχής. Ο Α. Παπανδρέου αναχώρησε για τα Λονδίνο στις 25 Αυγούστου του 1988, ενώ στα τέλη Σεπτέμβρη υποβλήθηκε με επιτυχία σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς στο Νοσοκομείο «Χέρφιλντ», από τον Αιγύπτιο καρδιολόγο Μ. Γιακούμπ. Στην Ελλάδα επέστρεψε στις 22 Οκτώβρη, αλλά από τότε ουδέποτε κατάφερε να είναι αυτός που ήταν πριν συμβούν όλα αυτά. Ούτε το κόμμα του ήταν όπως παλιά. Τα ασφυκτικά αρχηγικά του χαρακτηριστικά είχαν αρχίσει να υποχωρούν και η προετοιμασία για τη μετα-Ανδρέα εποχή ήταν ήδη ορατή.
Ας δούμε όμως τι συνέβαινε στο χώρο της Αριστεράς.
Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου
Αμέσως μετά το 12ο Συνέδριό του, το ΚΚΕ, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, στράφηκε προς την κατεύθυνση της υλοποίησης των αποφάσεων που είχαν ληφθεί και ειδικότερα προς την κατεύθυνση της συγκρότησης του κοινωνικοπολιτικού Συνασπισμού των δυνάμεων της Αριστεράς και της Προόδου. Το Μάη του 1988 η ΚΕ του Κόμματος δίνει στη δημοσιότητα τις «Κατευθύνσεις - πλαίσιο για μια πολιτική συμφωνία των δυνάμεων της Αριστεράς και της Προόδου»4. Στη συνέχεια, ακολουθούν συναντήσεις, διαβουλεύσεις, επαφές με κινήσεις, κόμματα και προσωπικότητες του αριστερού χώρου, ενώ το Δεκέμβρη του 1988 δίνεται στη δημοσιότητα - χωρίς ακόμη να έχει εγκριθεί από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ - το κοινό Πόρισμα ΚΚΕ - ΕΑΡ5. Το Πόρισμα αυτό αποτελεί ουσιαστικά την πολιτική πλατφόρμα συγκρότησης του Συνασπισμού, με σαφείς υποχωρήσεις από πάγιες θέσεις του ΚΚΕ, κυρίως στο θέμα της ΕΟΚ. Τη δημοσιοποίηση του κοινού πορίσματος ακολουθούν τους πρώτους μήνες του 1989 κοινές συγκεντρώσεις, ανά την Ελλάδα, ΚΚΕ και ΕΑΡ, που διοργανώνονται από επιτροπές πρωτοβουλίας για το Συνασπισμό της Αριστεράς. Στις 3 Φλεβάρη του 1989, πραγματοποιείται κοινή σύσκεψη αντιπροσωπειών των κομμάτων ΚΚΕ, ΕΑΡ, ΕΔΑ, ΕΣΠΕ, ΑΚΕ, με τη συμμετοχή και των Στ. Γιώτα, Μ. Δρεττάκη, Στ. Νέστωρ και Ν. Κωνσταντόπουλου. Εκεί αποφασίστηκε η έκδοση πολιτικής δήλωσης, που προσδιορίζει την ταυτότητα του Συνασπισμού και τους στόχους του, καθώς και η συγκρότηση επταμελούς προσωρινής επιτροπής, που θα συντονίζει το έργο του και θα εποπτεύει την εκπόνηση του κοινού προγράμματος. Το πρόγραμμα όντως κυκλοφόρησε λίγο αργότερα. Στις 7 Απρίλη του 1989, σε συνάντηση εκπροσώπων των κομμάτων και των προσωπικοτήτων του ΣΥΝ, αποφασίζεται η συγκρότηση των κεντρικών του οργάνων, δηλαδή 28μελούς Πολιτικής Επιτροπής και 8μελούς Γραμματείας. Πρόεδρος του ΣΥΝ αναδεικνύεται ο Χαρ. Φλωράκης. Γραμματέας ο Λ. Κύρκος. Τη Γραμματεία θα απαρτίζουν οι: Μ. Ανδρουλάκης, Γρ. Γιάνναρος, Στ. Γιώτας, Μ. Δρεττάκης, Δ. Καραγκουλές, Ανδρέας Λεντάκης, Στ. Νέστωρ και Στ. Πιτσιόρλας.
Με τέτοιες πάνω - κάτω συνθήκες και με το σκάνδαλο Κοσκωτά να διαπερνά την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η χώρα οδηγήθηκε στις εκλογές της 18ης Ιούνη του 1989.
Συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις
Οι βουλευτικές εκλογές και οι ευρωεκλογές της 18ης Ιούνη του 1989 έγιναν υπό το βάρος των σκανδάλων και κυρίως αυτού που συνδεόταν με τον Γ. Κοσκωτά. Από τους 8.379.435 ψηφοφόρους που ήταν γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους ψήφισαν 6.669.481 (ποσοστό αποχής 20,40%). Τα έγκυρα ψηφοδέλτια ήταν 6.521.563. Αναλυτικά, τα κόμματα που μπήκαν στη Βουλή έλαβαν: Η Νέα Δημοκρατία 2.885.548 ψήφους (44,25%) και 145 έδρες, το ΠΑΣΟΚ 2.553.086 ψήφους (39,15%) και 125 έδρες, ο Συνασπισμός 855.564 ψήφους (13,12%) και 28 έδρες, η ΔΗΑΝΑ 65.867 ψήφους (1,01%) και 1 έδρα και το κόμμα «Εμπιστοσύνη - Πεπρωμένο» (Μουσουλμάνοι της Δ. Θράκης) 25.131 ψήφους (0,39%) και 1 έδρα. Στις «ευρωεκλογές» τα αποτελέσματα ήταν: Νέα Δημοκρατία 2.647.215 ψήφοι (40,45%) και 10 έδρες, ΠΑΣΟΚ 2.352.271 ψήφοι (35,94) και 9 έδρες, Συνασπισμός 936.175 ψήφοι (14,30%) και 4 έδρες και ΔΗΑΝΑ 89.469 ψήφοι (1,37%) και 1 έδρα6.
Οι εκλογές δεν έδωσαν αυτοδύναμη κυβέρνηση λόγω του εκλογικού νόμου που πλησίαζε πολύ στην απλή αναλογική και που το ΠΑΣΟΚ ψήφισε την τελευταία στιγμή από πολιτικό υπολογισμό, για να αποτρέψει την αυτοδυναμία της ΝΔ, να στριμώξει την Αριστερά μέσα στις συμπληγάδες των αντιδεξιών συνδρόμων και να βρίσκεται το ίδιο με πρωταγωνιστικό ρόλο στο ζήτημα του σχηματισμού κυβέρνησης. Αν δε σχηματιζόταν κυβέρνηση και δεν επιλαμβανόταν η Βουλή της παραπομπής των υπευθύνων για τα σκάνδαλα στη Δικαιοσύνη, θεωρούνταν βέβαιο ότι οι τυχόν ποινικές ευθύνες των όποιων υπαιτίων θα παραγράφονταν. Με δεδομένο το τότε πολιτικό κλίμα, κυριάρχησε στην αντιπαράθεση η άποψη πως η παραγραφή έπρεπε πρακτικά να αποκλειστεί με το σχηματισμό έστω και βραχύβιας κυβέρνησης, ούτως ώστε η Βουλή να προχωρήσει στην παραπομπή των υποθέσεων στη Δικαιοσύνη. Αυτό και έγινε με το σχηματισμό της κυβέρνησης υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη (ορκίστηκε στις 2/7/1989), η ζωή της οποίας κράτησε ένα τρίμηνο. Την κυβέρνηση στήριξε η ΝΔ και ο Συνασπισμός, ενώ στη σύνθεσή της αποφασίστηκε από το ΚΚΕ να μη συμμετέχει κανένας κομμουνιστής. Η κυβέρνηση αυτή ήταν ανοιχτή για συμμετοχή στη σύνθεσή της και του ΠΑΣΟΚ μόνο που το τελευταίο όχι μόνο δε συμμετείχε (παρ' όλο που ψήφισε όλα της τα νομοθετήματα), αλλά βρήκε την ευκαιρία να κατηγορήσει την Αριστερά για συνεργασία με τη Δεξιά, με την οποία το ίδιο πάντοτε συνεργαζόταν, προωθώντας την πολιτική της, ενώ δε δίστασε να συνεργαστεί και σε κυβερνητικό επίπεδο μαζί της, λίγους μήνες αργότερα, παίρνοντας μέρος στην Οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ξ. Ζολώτα.
Η κυβέρνηση Τζαννετάκη παραιτήθηκε στις 7 Οκτώβρη 1989. Στις εκλογές που έγιναν ένα μήνα αργότερα στις 5 Νοέμβρη του 1989 τα αποτελέσματα ήταν τα εξής: Από τους 8.637.323 ψηφοφόρους που ήταν γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους ψήφισαν 6.789.159 (ποσοστό αποχής 21,29%). Τα έγκυρα ψηφοδέλτια ήταν 6.696.484. Αναλυτικά, τα κόμματα που μπήκαν στη Βουλή πήραν: Η Νέα Δημοκρατία 3.093.055 ψήφους (46,19%) και 148 έδρες, το ΠΑΣΟΚ 2.723.739 ψήφους (40,67%) και 128 έδρες, ο Συνασπισμός 734.552 Ψήφους (10,97%) και 21 έδρες, οι «Οικολόγοι -Εναλλακτικοί» 39.130 ψήφους (0,58%) και 1 έδρα και το «κόμμα»: «Εμπιστοσύνη -Πεπρωμένο» (μουσουλμάνος ανεξάρτητος υποψήφιος I. Ροδόπουλος) 26.012 ψήφους (0,38%) και 1 έδρα. Εκλέχτηκε ακόμη και ο ανεξάρτητος Απ. Λάζαρης στη Λευκάδα, με την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού7.
Οι εκλογές δεν έδωσαν και πάλι αυτοδύναμη κυβέρνηση και ύστερα από διαβουλεύσεις το κυβερνητικό πρόβλημα λύθηκε με το σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης υπό τον καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα, την οποία στήριξαν τόσο η ΝΔ και ο Συνασπισμός, όσο και το ΠΑΣΟΚ.
Τελικά, η Βουλή που προήλθε από τις εκλογές της 5ης Νοέμβρη 1989 διαλύθηκε πρόωρα, στις 12.3.1990, επειδή δεν επιτεύχθηκε η απαιτούμενη πλειοψηφία για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ετσι, η χώρα οδηγήθηκε και πάλι σε εκλογές, οι οποίες έγιναν στις 8 Απριλίου του 1990.
Από τους 8.453.695 ψηφοφόρους που ήταν γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους ψήφισαν 6.698.591 (ποσοστό αποχής 20,76%). Τα έγκυρα ψηφοδέλτια ήταν 6.586.040. Αναλυτικά, τα κόμματα που μπήκαν στη Βουλή πήραν: Η Νέα Δημοκρατία 3.088.137 ψήφους (46,88%) και 150 έδρες, το ΠΑΣΟΚ 2.543.042 ψήφους (38,61%) και 123 έδρες, ο Συνασπισμός 677.059 ψήφους (10,28%) και 19 έδρες, οι «Ανεξάρτητοι» (μονοεδρικών περιφερειών που υποστηρίχτηκαν από ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμό) 66.801 ψήφους (1,02%) και 4 έδρες (από τους 4 «Ανεξάρτητους» βουλευτές, οι δύο προσχώρησαν στο ΠΑΣΟΚ, που έκανε έτσι τις έδρες του 125, και ο δύο προσχώρησαν στο Συνασπισμό, που έκανε τις έδρες του 21), οι «Οικολόγοι Εναλλακτικοί» 50.868 ψήφους (0,77%) και 1 έδρα, το κόμμα «Εμπιστοσύνη - Πεπρωμένο» 45.981 ψήφους (0,70%) και 2 έδρες και η ΔΗΑΝΑ 44.077 ψήφους (0,67%) και 1 έδρα στο Υπόλοιπο της Αττικής8.
Από την εκλογική αυτή αναμέτρηση η ΝΔ κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση με 151 βουλευτές, αφού απορρόφησε στις γραμμές της τον βουλευτή της ΔΗΑΝΑ Θ. Κατσίκη. Στη συνέχεια, η νέα Βουλή εξέλεξε Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κ. Καραμανλή.
Η κρίση στο ΚΚΕ
Στη διάρκεια όλων των προαναφερόμενων εξελίξεων, το ΚΚΕ βιώνει μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις στην ιστορία του που και την τροφοδοτεί η κρίση και τελικά η οδυνηρή ήττα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, με επίκεντρο τις σοσιαλιστικές χώρες και την ΕΣΣΔ. Αρχικά, η κρίση στο ΚΚΕ εμφανίζεται από τα «αριστερά» και κυρίως στην ΚΝΕ και εδράζεται στην ανοιχτή διαφωνία αναφορικά με την πολιτική συμμαχιών του Κόμματος, όπως αυτή εγκρίθηκε από το 12ο Συνέδριο, αλλά και όπως εκφραζόταν νωρίτερα με την πολιτική της συμπαράταξης των δυνάμεων της Αριστεράς. Το πρόβλημα φαίνεται ακόμη πιο καθαρά στο 5ο Συνέδριο της ΚΝΕ το 1988, ενώ μετά την ανακοίνωση του κοινού Πορίσματος ΚΚΕ - ΕΑΡ και τη δρομολόγηση της συγκρότησης του Συνασπισμού, ο φραξιονισμός στις γραμμές της ΚΝΕ κυρίως - και εν μέρει του Κόμματος - διεξάγεται χωρίς προσχήματα. Η κατάσταση αυτή οδήγησε τελικά στη διάσπαση της ΚΝΕ, το Φθινόπωρο του 1989, ενώ την ίδια περίπου περίοδο καθαιρέθηκαν, διαγράφηκαν ή αποχώρησαν από το ΚΚΕ συνολικά, τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ 15 τον αριθμό. Επίσης, αποχώρησε και πήγε μαζί τους ο εκλεγμένος Ευρωβουλευτής Δ. Δεσύλλας9.
Οταν ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση της κρίσης του Κόμματος από τα αριστερά, εκδηλώθηκε η δεύτερη φάση της κρίσης από τα δεξιά που έθεσε ανοιχτά και απροσχημάτιστα ζήτημα διάλυσης του Κόμματος ως κομμουνιστικού. Η νέα φάση της κρίσης φάνηκε εντελώς καθαρά τον Ιούνη του 1990 (16, 17, 18/6), οπότε και συνήλθε η πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, για να συζητήσει το προσχέδιο Θέσεων για το 13ο Συνέδριο του Κόμματος. Ηδη τότε ο Χαρ. Φλωράκης είχε αποχωρήσει από ΓΓ της ΚΕ, (είχε εκλεγεί πρόεδρος του Οργάνου) και είχε αντικατασταθεί από τον Γρ. Φαράκο τον Ιούλη του 1989. Μέσω του προσχεδίου Θέσεων επιχειρούνταν η ανατροπή βασικών αρχών του Κόμματος (προλεταριακός διεθνισμός, δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, μαρξισμός - λενινισμός κ.ο.κ.). Από εκεί και ύστερα και μέχρι το 13ο Συνέδριο το Κόμμα συγκλονίζεται από την κρίση, ενώ η πάλη που διεξάγεται έχει ως επίκεντρό της την ίδια την ύπαρξή του.
Το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ
Το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ συνήλθε στην Αθήνα, στην κλειστή αίθουσα του Ολυμπιακού Σταδίου, από τις 19 έως τις 24 Φλεβάρη του 1991. Στο συνέδριο είχαν εκλεγεί για να πάρουν μέρος 1.275 αντιπρόσωποι και 660 παρατηρητές. Η ημερήσια διάταξη που απασχόλησε το Συνέδριο περιλάμβανε τα παρακάτω θέματα: α) Εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ και Εκθεση της Κεντρικής Εξελεγκτικής Επιτροπής. β) Εγκριση ντοκουμέντων όπως: Πολιτική Απόφαση, Προγραμματικές κατευθύνσεις, Καταστατικό του ΚΚΕ. γ) Εκλογή καθοδηγητικών οργάνων του Κόμματος10.
Το Συνέδριο, από τυπικής τουλάχιστον απόψεως κατάφερε να αποκρούσει την επιδίωξη για διάλυσή του Κόμματος και να επιβεβαιώσει, τουλάχιστον φραστικά την προσήλωσή του στις κομματικές αρχές. Εντούτοις, το πρόβλημα παρέμενε, δεδομένου ότι οι ιδεολογικές διαφορές στις γραμμές του Κόμματος ήταν αγεφύρωτες, αφού αναμετρούνταν η επαναστατική πολιτική με το δεξιό οπορτουνισμό. Συνεπώς, η διάσπαση ήταν αναπόφευκτη.
Μεταξύ άλλων, το Συνέδριο ακύρωσε και τυπικά τη θέση για αποδέσμευση από την ΕΟΚ, τάχτηκε υπέρ του εκσυγχρονισμού του Συνασπισμού της Αριστεράς σε κατεύθυνση που έθετε σε δεύτερη μοίρα τον αυτοτελή ρόλο του Κόμματος. Ηδη, η οπορτουνιστική ομάδα στελεχών του ΚΚΕ, μέσω διολίσθησης, ωθούσε στη μετατροπή του Συνασπισμού σε ενιαίο κόμμα, αφού ήδη δρομολογούνταν η εκλογή οργάνων σε όλα τα επίπεδα. Το Συνέδριο ως άμεση πολιτική πρόταση υιοθέτησε την «προοδευτική εναλλακτική λύση», σε αντίθεση με τη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική της ΝΔ, μια πρόταση δηλαδή που αποσκοπούσε στην προετοιμασία της συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ δεδομένου ότι «η εναλλακτική προοδευτική πρόταση του ΣΥΝ πρέπει να επιδιώξει τη δημιουργία προϋποθέσεων για μια πολιτική συμφωνία των προοδευτικών δυνάμεων της χώρας».
Το Συνέδριο εξέλεξε Κεντρική Επιτροπή και Κεντρική Επιτροπή Οικονομικού Ελέγχου. Ανέδειξε δε σε πλειοψηφία της ΚΕ στελέχη που τάσσονταν υπέρ της διατήρησης του κομμουνιστικού χαρακτήρα του Κόμματος, αλλά δεν μπόρεσε να θέσει τέρμα στην εσωκομματική πάλη. Η ΚΕ εξέλεξε την Αλ. Παπαρήγα Γενική Γραμματέα και ΠΓ από τους: Γόντικα Δημήτρη, Δαμανάκη Μαρία, Δραγασάκη Γιάννη, Θεωνά Γιάννη, Καλαματιανό Βασίλη, Κολοζώφ Ορέστη, Κωτσαντή Σήφη, Λαφαζάνη Παναγιώτη, Τριγάζη Πάνο, Τσίγκα Τάκη, Χαλβατζή Σπύρο και Χουντή Νίκο.
Το 14ο Συνέδριο
Αμέσως μετά το 13ο Συνέδριο, η λεγόμενη ανανεωτική ομάδα, όντας μειοψηφία στο ΚΚΕ, έστρεψε την προσοχή της προς το Συνασπισμό της Αριστεράς κι επιχείρησε να τον χρησιμοποιήσει ως πολιορκητικό κριό για την άλωση του Κόμματος, που δεν είχε καταφέρει να πετύχει μέσα από τις κομματικές διαδικασίες. Στην προσπάθειά της βρήκε αρωγούς τους μέχρι τότε συμμάχους του Κόμματος στο ΣΥΝ, κυρίως την ΕΑΡ και όσους προέρχονταν από το πάλαι ποτέ «ΚΚΕ-εσωτερικού». Σύμμαχός τους επίσης ήταν η συγκυρία, δηλαδή οι συνθήκες που δημιουργούσε η ήττα του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, στο πλαίσιο της οποίας ο κομμουνισμός φάνταζε ως μια ξοφλημένη υπόθεση. Ο Συνασπισμός ήδη προχωρεί στην οργανωτική του συγκρότηση ως ενιαίο κόμμα. Ασκεί πολεμική στο ΚΚΕ, αντιτίθεται σ' αυτό, του αρνείται ανοιχτά το δικαίωμα της πολιτικής, ιδεολογικής και οργανωτικής αυτοτέλειας, ακόμη και το αυτονόητο δικαίωμά του να καθορίζει το ίδιο τη σύνθεση της αντιπροσωπείας του στα όργανα της συμμαχίας και η «ανανεωτική» ομάδα όχι μόνο δε δείχνει καμία διάθεση να πειθαρχήσει στις κομματικές διαδικασίες και αποφάσεις, αλλά τάσσεται ανοιχτά και δημόσια με την πραγματικότητα που δρομολογείται στο ΣΥΝ. Ετσι οξύνεται ακόμη περισσότερο η διαπάλη στο ΚΚΕ. Η μετατροπή του ΣΥΝ σε ενιαίο κόμμα ολοκληρώνεται με την Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψή του, τον Ιούνη του 1991. Ηδη το ΚΚΕ έχει αποσύρει τα στελέχη του από τα κεντρικά όργανα του ΣΥΝ. Απόφαση στην οποία οι οπορτουνιστές δεν πειθάρχησαν.
Η διάσπαση στις κομματικές γραμμές είναι πλέον αναπόφευκτη και στην τυπική της μορφή. Με απόφαση της ΚΕ, που συνήλθε στις 9/7/91 - λίγες μέρες μετά την περιβόητη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΝ - παραπέμφθηκαν στην Επιτροπή Κομματικού Ελέγχου και τέθηκαν σε διαθεσιμότητα 39 μέλη της ΚΕ, αφού η υπονομευτική τους δράση συνεχίστηκε. Τότε εγκατέλειψαν το ΚΚΕ 45 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής.
Η διάσπαση οδήγησε υποχρεωτικά το Κόμμα στην οργάνωση του 14ου Συνεδρίου του, ενώ μέχρι τη σύγκλησή του κορυφαία πολιτικά γεγονότα που έλαβαν χώρα ήταν η ανατροπή του σοσιαλιστικού καθεστώτος στην ΕΣΣΔ, η Σύνοδος του Μάαστριχτ που υιοθέτησε τη συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η εμφάνιση του ζητήματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, το Δεκέμβρη του 1991.
Το 14ο Συνέδριο του ΚΚΕ συνήλθε στο διάστημα από 18 έως 21 Δεκέμβρη του 1991 στην αίθουσα Συνεδρίων του Κόμματος στον Περισσό. Το Συνέδριο ενέκρινε την παρακάτω ημερήσια διάταξη των εργασιών του: α) Εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ - Εκθεση της Κεντρικής Επιτροπής Οικονομικού Ελέγχου. β) Εκλογή Κεντρικής Επιτροπής και Κεντρικής Επιτροπής Οικονομικού Ελέγχου11.
Το Συνέδριο εκτίμησε ότι «η απότομη αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων σε βάρος της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας, μιας δίκαιης τάξης πραγμάτων και της σοσιαλιστικής προοπτικής αποτελεί σήμερα το γενικό χαρακτηριστικό της διεθνούς κατάστασης. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, εκμεταλλευόμενες τη διάλυση της κοινότητας των σοσιαλιστικών χωρών στην Ευρώπη, επιδιώκουν την επιβολή της δικής τους νέας τάξης πραγμάτων στον οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό και ιδεολογικό τομέα. Μιας "τάξης" με βασικά χαρακτηριστικά την προσπάθεια διεύρυνσης της επιρροής τους σε παγκόσμια κλίμακα, την ευρεία αναδιανομή των αγορών, τις άνισες και άδικες αλλαγές στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, την ένταση της εκμετάλλευσης και καταλήστευσης των αδύνατων χωρών και των εργαζομένων, τις στρατιωτικές - αποικιοκρατικές επεμβάσεις σε τρίτες χώρες, την υποταγή και εξάλειψη κάθε δύναμης που αμφισβητεί την παγκόσμια καπιταλιστική κυριαρχία»12.
Αναφορικά με τις εξελίξεις στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης το Συνέδριο υπογράμμισε πως «Ο σοσιαλισμός του 20ού αιώνα πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα. Συνέβαλε καθοριστικά στον εξανθρωπισμό του πλανήτη μας. Εφερε στο κέντρο της παγκόσμιας προσοχής τα μεγάλα ιδανικά της ειρήνης, της αλληλεγγύης, της αυτοθυσίας για το κοινό συμφέρον και την ελπίδα για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Αποτέλεσε την καθοριστική δύναμη για τη νικηφόρα έκβαση του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και την αποτροπή ενός νέου εξοντωτικού πολέμου σε παγκόσμια κλίμακα για μισό περίπου αιώνα. Υποχρέωσε τις καπιταλιστικές χώρες να παραχωρήσουν δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα, σε συνδυασμό με τους αγώνες της εργατικής τάξης και των εργαζομένων αυτών των χωρών». Και πρόσθετε: «Οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνουν με το δικό τους τρόπο τα ζωντανά και πάντα επίκαιρα διδάγματα της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας για την κοινωνική επανάσταση. Η παραβίαση βασικών αρχών της, η διαστρέβλωσή της στη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με αποκορύφωμα τη συνειδητή εγκατάλειψη αρχών στην πορεία της περεστρόικα, αποτέλεσαν βασικές αιτίες των σημερινών τραγικών εξελίξεων και συνεπειών»13.
Αναφορικά με την κρίση στο Κόμμα το Συνέδριο σημείωσε μεταξύ άλλων: «Η κρίση στο Κόμμα οφείλεται στη συνδυασμένη δράση αντικειμενικών και υποκειμενικών αιτιών και παραγόντων. Οι δραματικές εξελίξεις στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και η κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα αποτέλεσαν το αντικειμενικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο εκδηλώθηκε η κρίση. Η έκταση, το βάθος της και το μέγεθος των συνεπειών οφείλονται σε υποκειμενικούς παράγοντες και αδυναμίες που προϋπήρχαν στο Κόμμα. Στην αδυναμία του Κόμματος να ανταποκριθεί ολοκληρωμένα στις απαιτήσεις, τις δυσκολίες και τις σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Σημαντικότερες από τις αδυναμίες αυτές ήταν: η υποτίμηση της αυτοτελούς θεωρητικής δουλιάς και του ιδεολογικού μετώπου, η λειψή διαλεκτική σύνδεσή τους με την τρέχουσα πολιτική δράση του Κόμματος. Η ανοχή σε αναθεωρητικές - διαλυτικές αντιλήψεις και πρακτικές και η μη έγκαιρη απόκρουσή τους. Η υποβαθμισμένη συλλογικότητα στη διαμόρφωση των αποφάσεων και την εφαρμογή τους από τα καθοδηγητικά όργανα. Η υποτίμηση της εσωκομματικής ενημέρωσης και πληροφόρησης. Οι αδυναμίες και τα λάθη στην πολιτική ανάδειξης και διαπαιδαγώγησης των στελεχών, στο συνεχή δημιουργικό έλεγχο της δουλιάς τους και η μικρή συμμετοχή εργατικών στελεχών στα όργανα του Κόμματος. Επίσης μια σειρά άλλες ελλείψεις και αδυναμίες, όπως η έλλειψη βαθύτερης και συνεχούς μελέτης των κοινωνικοταξικών και οικονομικών εξελίξεων, η έλλειψη επαγρύπνησης για δημιουργική τήρηση και υπεράσπιση των αρχών λειτουργίας και δράσης, η λειψή προετοιμασία και βοήθεια προς τα υποψήφια και τα νέα μέλη του Κόμματος και άλλες αδυναμίες στην οργανωτική πολιτική γενικότερα»14.
Σχετικά με την πολιτική συμμαχιών, το 14ο Συνέδριο εκτίμησε ότι «η όλη πορεία και τελική κατάληξη του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου δίνει πολύτιμα διδάγματα στο Κόμμα για την πολιτική συμμαχιών, που πρέπει να βρίσκονται στο κέντρο της προσοχής του».
α) Η διασφάλιση της αυτοτέλειας του Κόμματος πρέπει να είναι πρωταρχική προϋπόθεση και συνεχής επιδίωξη.
β) Η υποτίμηση των ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών που υπάρχουν και συνοδεύουν κάθε μορφής συμμαχία και η ανυπαρξία μετώπου εναντίον της αποτελεί σοβαρό σφάλμα και οδηγεί σε αρνητικές απρόσμενες εξελίξεις.
γ) Οι εκπρόσωποι του Κόμματος στις συμμαχίες πρέπει να επιλέγονται προσεκτικά από συντρόφους που διαθέτουν ικανότητες, αλλά επίσης και σταθερότητα και κομματικότητα. Ο έλεγχός τους από καθοδηγητικά όργανα και κομματικά σώματα πρέπει να είναι συστηματικός και ουσιαστικός.
δ) Να συνυπολογίζεται πάντα με προσοχή η διαλεκτική σχέση που πρέπει να υπάρχει μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών.
Η πολιτική συμμαχιών, πολιτική στρατηγικής σημασίας, πρέπει να είναι διαρκής φροντίδα του ΚΚΕ. Οι δυσκολίες, τα λάθη και οι αποτυχίες δεν πρέπει να οδηγούν στην άρνησή της αλλά στα απαραίτητα μέτρα για την περισσότερο δημιουργική και αποτελεσματική εφαρμογή της. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η πολιτική συμμαχιών πρέπει να συνδυάζεται επίμονα και συστηματικά με την ολόπλευρη, ποσοτικά και ποιοτικά, ενίσχυση του ΚΚΕ»15.
Το Συνέδριο επεξεργάστηκε την «προοδευτική πολιτική διεξόδου και ανάπτυξης». Κατέληξε στην ανάγκη συσπείρωσης των λαϊκών μαζών, με την τακτική του κοινωνικού συνασπισμού, στη βάση της διεκδίκησης πολιτικής για ανάπτυξη προς το συμφέρον τους. Κατέληξε, τέλος, να εξετάσει σε πανελλαδικές συνδιασκέψεις την πολιτική του Κόμματος απέναντι στην ΕΟΚ μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τις αιτίες ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων και της ΕΣΣΔ.
Το Συνέδριο εξέλεξε νέα Κεντρική Επιτροπή και νέα Επιτροπή Οικονομικού Ελέγχου. Η νέα ΚΕ εξέλεξε Γενική Γραμματέα την Αλέκα Παπαρήγα και ΠΓ από τους: Γόντικα Δημήτρη, Θεωνά Γιάννη (Μετά τις ευρωεκλογές '94 παραιτήθηκε γιατί εκλέχτηκε ευρωβουλευτής. Στη θέση του μπήκε ο Παρασκευάς Κώστας), Καλαματιανό Βασίλη, Κολοζώφ Ορέστη, Κουτσούμπα Δημήτρη, Κωστόπουλο Δημήτρη, Κωτσαντή Σήφη, Μαΐλη Μάκη, Στριφτάρη Σπύρο, Τζιατζή Θόδωρο, Τσίγκα Τάκη και Χαλβατζή Σπύρο.
1. «Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη - Η αναγκαιότητα και η επικαιρότητα του Σοσιαλισμού - Υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης 15-16 Ιούλη 1995», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ.
2. Αναλυτικά για τα παραπάνω βλέπε: Serge Berstein - Pierre Milza: «Ιστορία της Ευρώπης», εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», τόμος 3ος, σελ. 284-294 και «Ιστορικός Ατλας 20ός αιώνας» έκδοση της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, σελ. 148-153.
3. Κ. Παπαρηγόπουλου - Π. Καρολίδη - Γ. Αναστασιάδη: «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», εκδόσεις ΑΓΓΕΛΑΚΗ, τόμος 12ος, σελ. 301-303.
4. «Από το 12ο ως το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 94-102.
5. «Από το 12ο ως το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 150-170.
6. Γ. Αναστασιάδη: «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία 1974-1992», Εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ - ΠΑΙΔΕΙΑ, σελ. 117.
7. Στο ίδιο, σελ. 129.
8. Στο ίδιο, σελ. 139.
9. Ολες οι σχετικές αποφάσεις της ΚΕ που αφορούν στο θέμα δημοσιεύονται στον τόμο: «Από το 12ο ως το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ.
10. «13ο Συνέριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 5.
11. «14ο Συνέριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 5.
12, 13, 14, 15. Βλέπε αναλυτικά, στο «14ο Συνέριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ", σελ. 109-125
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου