ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΣΙΠΡΑ - ΖΑΕΦ
εμπλοκή στα ιμπεριαλιστικά σχέδια των ΝΑΤΟ - ΕΕ, την περιπλοκή του ζητήματος με την ένταξη στους ανταγωνισμούς ισχυρών ιμπεριαλιστικών κέντρων στην περιοχή. Στο στόχαστρο αυτής της επίθεσης είναι η βασική θέση του Κόμματος ότι η συμφωνία είναι ΝΑΤΟική και γι' αυτό είναι επικίνδυνη.
Η επίθεση είχε και έχει δύο αλληλοτροφοδοτούμενες εκδοχές. Η μία από την πλευρά εθνικιστικών, ακροδεξιών κύκλων και βέβαια των φασιστών της ΧΑ, που μιλάνε για «ιστορικές ευθύνες» του ΚΚΕ και του κομμουνιστικού κινήματος, ισχυριζόμενοι λίγο - πολύ ότι το «μακεδονικό ζήτημα» το δημιούργησαν το ΚΚΕ και η Κομμουνιστική Διεθνής! Αυτά τα ανιστόρητα ψεύδη, και μάλιστα με το χυδαίο επιχείρημα ότι η Μακεδονία ποτέ δεν μοιράστηκε ανάμεσα στα κράτη των Βαλκανίων, αναπαράχθηκαν και από στελέχη της ΝΔ, που έδωσαν πάσες στον αντικομμουνισμό και τον εθνικισμό.
Αντιπαράθεση αστικών τάξεων
Άνθρακες, όμως, ο θησαυρός! Η αλήθεια βεβαίως είναι πολύ διαφορετική.
Το μακεδονικό ζήτημα, ως μέρος του ανατολικού ζητήματος, του
μοιράσματος δηλαδή των εδαφών της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
ξεκινά από τα μέσα του 19ου αιώνα με τη συγκρότηση των εθνικών κρατών,
πρώτα της Ελλάδας (1832) και στη συνέχεια, μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο
του 1878, της Βουλγαρίας και της Σερβίας, ως ανεξάρτητων κρατών.
Ουσιαστικά, είναι εκδήλωση του ανταγωνισμού των αστικών τάξεων αυτών των τριών κρατών για το ποιος θα έχει τον έλεγχο της οθωμανικής γεωγραφικής Μακεδονίας, που κατοικούνταν από ένα κράμα πολυεθνικού πληθυσμού. Αυτή είναι η αιτία του προβλήματος και, βέβαια, η εξαρχής εμπλοκή μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, της Ρωσίας, της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας, η υποδαύλιση αυτών των ανταγωνισμών.
Η γεωγραφική Μακεδονία μοιράστηκε ανάμεσα στην Ελλάδα, στη Σερβία και τη Βουλγαρία μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), οι ανταγωνισμοί όμως συνεχίστηκαν.
Ολοι αυτοί οι ανταγωνισμοί περιέπλεξαν και όξυναν το πρόβλημα. Έτσι το διαχειρίστηκε το θέμα η ελληνική αστική τάξη, διαχρονικά, με γνώμονα τις επιδιώξεις της να ανταγωνιστεί τους αντιπάλους της και να εξυπηρετήσει τους σχεδιασμούς των ισχυρών φίλων της.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο προσδιορισμός «Μακεδόνες» σε σλαβόφωνους πληθυσμούς που μένουν στην Ελλάδα δίνεται από την ίδια την ελληνική αστική τάξη στον Μεσοπόλεμο για να τους διαχωρίσει από τη βουλγάρικη επιρροή. Ενώ βέβαια, σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όπως και αργότερα, το ελληνικό κράτος πήρε μέτρα καταπίεσης του σλαβόφωνου πληθυσμού, που είχε απομείνει μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών, απαγορεύοντας να χρησιμοποιούν το σλάβικο ιδίωμά τους με διώξεις κ.λπ.
Μετά το τέλος του αγώνα του ΔΣΕ και παρ' όλο που οι κομμουνιστές εκτελούνταν με την αισχρή συκοφαντία ότι ήθελαν να παραδώσουν τη Μακεδονία στους Βούλγαρους, οι ελληνικές κυβερνήσεις έδειξαν ανεκτική στάση απέναντι στη γιουγκοσλαβική πολιτική στο θέμα, που δεν τους εμπόδισε να συνάψουν σύμφωνο στρατιωτικής συνεργασίας υπό ΝΑΤΟική εποπτεία με τη Γιουγκοσλαβία, όταν η τελευταία ήρθε σε ρήξη με την ΕΣΣΔ.
Με το ίδιο κριτήριο, η ελληνική αστική τάξη στήριξε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την αναμόχλευση των εθνικισμών στα Βαλκάνια, ενώ η διαχείριση όλου του ζητήματος από το 1990 μέχρι σήμερα έγινε, επικεντρώνοντας αρχικά στο ονοματολογικό και συνδέοντας το ζήτημα με τους σχεδιασμούς των ΝΑΤΟ - ΕΕ στην περιοχή.
Στη συνέχεια, αναζητήθηκε λύση στο ονοματολογικό με σύνθετη ονομασία γεωγραφικού προσδιορισμού, όχι για τη «φιλία και την αλληλεγγύη των λαών», αλλά γιατί αυτό υπηρετούσε τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης και κυρίως την ενεργό εμπλοκή της στα σχέδια των ΝΑΤΟ - ΕΕ στην περιοχή. Συνέχιση αυτής της πολιτικής είναι η συμφωνία των Πρεσπών, που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ. Άρα, η γέννηση, εξέλιξη και περιπλοκή του ζητήματος είναι αποκλειστική ευθύνη της ελληνικής και των άλλων αστικών τάξεων της περιοχής, καθώς βεβαίως και της διαρκούς παρέμβασης ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Για τη στάση του ΚΚΕ
Ουσιαστικά, είναι εκδήλωση του ανταγωνισμού των αστικών τάξεων αυτών των τριών κρατών για το ποιος θα έχει τον έλεγχο της οθωμανικής γεωγραφικής Μακεδονίας, που κατοικούνταν από ένα κράμα πολυεθνικού πληθυσμού. Αυτή είναι η αιτία του προβλήματος και, βέβαια, η εξαρχής εμπλοκή μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, της Ρωσίας, της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας, η υποδαύλιση αυτών των ανταγωνισμών.
Η γεωγραφική Μακεδονία μοιράστηκε ανάμεσα στην Ελλάδα, στη Σερβία και τη Βουλγαρία μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), οι ανταγωνισμοί όμως συνεχίστηκαν.
Ολοι αυτοί οι ανταγωνισμοί περιέπλεξαν και όξυναν το πρόβλημα. Έτσι το διαχειρίστηκε το θέμα η ελληνική αστική τάξη, διαχρονικά, με γνώμονα τις επιδιώξεις της να ανταγωνιστεί τους αντιπάλους της και να εξυπηρετήσει τους σχεδιασμούς των ισχυρών φίλων της.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο προσδιορισμός «Μακεδόνες» σε σλαβόφωνους πληθυσμούς που μένουν στην Ελλάδα δίνεται από την ίδια την ελληνική αστική τάξη στον Μεσοπόλεμο για να τους διαχωρίσει από τη βουλγάρικη επιρροή. Ενώ βέβαια, σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όπως και αργότερα, το ελληνικό κράτος πήρε μέτρα καταπίεσης του σλαβόφωνου πληθυσμού, που είχε απομείνει μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών, απαγορεύοντας να χρησιμοποιούν το σλάβικο ιδίωμά τους με διώξεις κ.λπ.
Μετά το τέλος του αγώνα του ΔΣΕ και παρ' όλο που οι κομμουνιστές εκτελούνταν με την αισχρή συκοφαντία ότι ήθελαν να παραδώσουν τη Μακεδονία στους Βούλγαρους, οι ελληνικές κυβερνήσεις έδειξαν ανεκτική στάση απέναντι στη γιουγκοσλαβική πολιτική στο θέμα, που δεν τους εμπόδισε να συνάψουν σύμφωνο στρατιωτικής συνεργασίας υπό ΝΑΤΟική εποπτεία με τη Γιουγκοσλαβία, όταν η τελευταία ήρθε σε ρήξη με την ΕΣΣΔ.
Με το ίδιο κριτήριο, η ελληνική αστική τάξη στήριξε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την αναμόχλευση των εθνικισμών στα Βαλκάνια, ενώ η διαχείριση όλου του ζητήματος από το 1990 μέχρι σήμερα έγινε, επικεντρώνοντας αρχικά στο ονοματολογικό και συνδέοντας το ζήτημα με τους σχεδιασμούς των ΝΑΤΟ - ΕΕ στην περιοχή.
Στη συνέχεια, αναζητήθηκε λύση στο ονοματολογικό με σύνθετη ονομασία γεωγραφικού προσδιορισμού, όχι για τη «φιλία και την αλληλεγγύη των λαών», αλλά γιατί αυτό υπηρετούσε τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης και κυρίως την ενεργό εμπλοκή της στα σχέδια των ΝΑΤΟ - ΕΕ στην περιοχή. Συνέχιση αυτής της πολιτικής είναι η συμφωνία των Πρεσπών, που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ. Άρα, η γέννηση, εξέλιξη και περιπλοκή του ζητήματος είναι αποκλειστική ευθύνη της ελληνικής και των άλλων αστικών τάξεων της περιοχής, καθώς βεβαίως και της διαρκούς παρέμβασης ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Για τη στάση του ΚΚΕ
Το ΚΚΕ και το κομμουνιστικό κίνημα πάλεψαν από τα πρώτα τους βήματα
ενάντια στους αστικούς εθνικισμούς και τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην
περιοχή, ενάντια στις γλωσσικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές
διακρίσεις, ενάντια στην καταπίεση. Το ΚΚΕ πρωταγωνίστησε στον αγώνα
ενάντια στη βουλγαρική κατοχή στη Μακεδονία (1941 - 1944), στελέχη και
μέλη του δολοφονήθηκαν και εκτελέστηκαν από τους Βούλγαρους φασίστες, το
Μακεδονικό Γραφείο του Κόμματος καθοδήγησε την εξέγερση του λαού της
Δράμας τον Σεπτέμβρη του 1941 ενάντια στη βουλγαρική κατοχή.
Συνέβαλε ώστε οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί να ξεκόψουν από τη βουλγαρική εθνικιστική επιρροή και να ενταχθούν στο ΕΑΜικό κίνημα και έπειτα στον αγώνα του ΔΣΕ, αντιμετωπίζοντας τα κάθε λογής αποσχιστικά κινήματα.
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να ασκήσουμε κριτική σε λαθεμένες αποφάσεις του ΔΚΚ και του ΚΚΕ σε σχέση με αυτό το ζήτημα, δηλαδή για το αν πάντα σωστά διαμορφώθηκε πολιτική αντιμετώπισης αυτού του ζητήματος. Το ΚΚΕ ούτως ή άλλως έχει τοποθετηθεί κριτικά.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (1918 - 1949), η υιοθέτηση των συνθημάτων από τη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία για ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη τη δεκαετία του 1920 και 1930 «για να αντιμετωπιστούν οι εθνικισμοί, ιδιαίτερα ο βουλγαρικός, καθώς και οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, στην πραγματικότητα, από μία άποψη, ανατροφοδοτούσε τους εθνικισμούς στα Βαλκάνια, ενώ αποδυνάμωνε την πρωταρχική σημασία της ταξικής πάλης».
Σημειώνεται επίσης ότι «...η παραπάνω τοποθέτηση βρισκόταν σε σύγκρουση με το γεγονός ότι είχε ήδη ανατραπεί η προϋπάρχουσα εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού στα Βαλκάνια. Το μεγαλύτερο τμήμα των βουλγαρόφωνων πληθυσμών είχε εγκαταλείψει το ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ η πλειοψηφία των ελληνόφωνων πληθυσμών είχε ακολουθήσει την αντίστροφη διαδρομή έπειτα από τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Μετά και από την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης (1923) και την υποχρεωτική ανταλλαγή ελληνόφωνων και τουρκόφωνων πληθυσμών, το ελληνικό και τα άλλα τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης άρχισαν να χάνουν την πολυεθνοτική τους ταυτότητα. Παρέμειναν μόνο οι σλαβόφωνοι στη Δυτική Μακεδονία (κυρίως στις περιοχές της Φλώρινας, της Καστοριάς και της Εδεσσας), οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης και η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης». Το ΚΚΕ από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 εγκατέλειψε αυτήν τη θέση και αντιμετώπισε την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των σλαβόφωνων μέσα στο συνολικό πλαίσιο της ταξικής πάλης. Ουσιαστικά, «μακεδονικό ζήτημα» έπαψε να υφίσταται.
Επίσης, διευκρινίζεται ότι παρ' όλο που το θέμα της γένεσης των εθνών στα Βαλκάνια είναι ζήτημα ευρύτερης μελέτης, εντούτοις δεν τεκμηριώνεται ιστορικά και επιστημονικά η διαμόρφωση «μακεδονικού έθνους» και «μακεδονικής γλώσσας».
Το ίδιο κριτικά αντιμετωπίζεται από το ΚΚΕ και το Δοκίμιο Ιστορίας και η Απόφαση της 5ης Ολομέλειας του Γενάρη του 1949, όπου αναφέρεται ότι οι Σλαβομακεδόνες, ως αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ, «θα βρουν την πλήρη εθνική αποκατάστασή τους έτσι όπως το θέλουν οι ίδιοι». Η θέση αυτή ήταν λαθεμένη. Η τοποθέτηση της 5ης Ολομέλειας για το «σλαβομακεδονικό», που γρήγορα διορθώθηκε (Οκτώβρης του 1949), έγινε κάτω από την πίεση του τότε συσχετισμού δυνάμεων καθώς και του ρόλου της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης, που επιχειρούσε να αποσπάσει από τον ΔΣΕ τις δυνάμεις των σλαβόφωνων.
Η «άλλη πλευρά» της επίθεσης
Συνέβαλε ώστε οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί να ξεκόψουν από τη βουλγαρική εθνικιστική επιρροή και να ενταχθούν στο ΕΑΜικό κίνημα και έπειτα στον αγώνα του ΔΣΕ, αντιμετωπίζοντας τα κάθε λογής αποσχιστικά κινήματα.
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να ασκήσουμε κριτική σε λαθεμένες αποφάσεις του ΔΚΚ και του ΚΚΕ σε σχέση με αυτό το ζήτημα, δηλαδή για το αν πάντα σωστά διαμορφώθηκε πολιτική αντιμετώπισης αυτού του ζητήματος. Το ΚΚΕ ούτως ή άλλως έχει τοποθετηθεί κριτικά.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (1918 - 1949), η υιοθέτηση των συνθημάτων από τη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία για ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη τη δεκαετία του 1920 και 1930 «για να αντιμετωπιστούν οι εθνικισμοί, ιδιαίτερα ο βουλγαρικός, καθώς και οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, στην πραγματικότητα, από μία άποψη, ανατροφοδοτούσε τους εθνικισμούς στα Βαλκάνια, ενώ αποδυνάμωνε την πρωταρχική σημασία της ταξικής πάλης».
Σημειώνεται επίσης ότι «...η παραπάνω τοποθέτηση βρισκόταν σε σύγκρουση με το γεγονός ότι είχε ήδη ανατραπεί η προϋπάρχουσα εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού στα Βαλκάνια. Το μεγαλύτερο τμήμα των βουλγαρόφωνων πληθυσμών είχε εγκαταλείψει το ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ η πλειοψηφία των ελληνόφωνων πληθυσμών είχε ακολουθήσει την αντίστροφη διαδρομή έπειτα από τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Μετά και από την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης (1923) και την υποχρεωτική ανταλλαγή ελληνόφωνων και τουρκόφωνων πληθυσμών, το ελληνικό και τα άλλα τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης άρχισαν να χάνουν την πολυεθνοτική τους ταυτότητα. Παρέμειναν μόνο οι σλαβόφωνοι στη Δυτική Μακεδονία (κυρίως στις περιοχές της Φλώρινας, της Καστοριάς και της Εδεσσας), οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης και η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης». Το ΚΚΕ από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 εγκατέλειψε αυτήν τη θέση και αντιμετώπισε την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των σλαβόφωνων μέσα στο συνολικό πλαίσιο της ταξικής πάλης. Ουσιαστικά, «μακεδονικό ζήτημα» έπαψε να υφίσταται.
Επίσης, διευκρινίζεται ότι παρ' όλο που το θέμα της γένεσης των εθνών στα Βαλκάνια είναι ζήτημα ευρύτερης μελέτης, εντούτοις δεν τεκμηριώνεται ιστορικά και επιστημονικά η διαμόρφωση «μακεδονικού έθνους» και «μακεδονικής γλώσσας».
Το ίδιο κριτικά αντιμετωπίζεται από το ΚΚΕ και το Δοκίμιο Ιστορίας και η Απόφαση της 5ης Ολομέλειας του Γενάρη του 1949, όπου αναφέρεται ότι οι Σλαβομακεδόνες, ως αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ, «θα βρουν την πλήρη εθνική αποκατάστασή τους έτσι όπως το θέλουν οι ίδιοι». Η θέση αυτή ήταν λαθεμένη. Η τοποθέτηση της 5ης Ολομέλειας για το «σλαβομακεδονικό», που γρήγορα διορθώθηκε (Οκτώβρης του 1949), έγινε κάτω από την πίεση του τότε συσχετισμού δυνάμεων καθώς και του ρόλου της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης, που επιχειρούσε να αποσπάσει από τον ΔΣΕ τις δυνάμεις των σλαβόφωνων.
Η «άλλη πλευρά» της επίθεσης
Η άλλη πλευρά της επίθεσης καθοδηγείται από τον ΣΥΡΙΖΑ και τα
επιτελεία του και πήρε τα χαρακτηριστικά διαστρέβλωσης της θέσης του
Κόμματος και της εναντίωσής του στη συμφωνία. Ουσιαστικά, κατηγόρησε το
Κόμμα για προσχώρηση στον εθνικισμό και για εγκατάλειψη των παλιών του
θέσεων, για μικροπολιτικούς λόγους.
Για την επίθεση αυτή, επικαλούνται το γεγονός ότι το Κόμμα, μαζί με την ανάδειξη του ΝΑΤΟικού χαρακτήρα της συμφωνίας, επισήμανε ότι παραμένουν σε αυτήν "σπέρματα" αλυτρωτισμών, επαναλαμβάνοντας την πάγια θέση του ότι, σε μια λύση προς όφελος των δύο λαών, θα πρέπει να εξαλειφθούν οι αλυτρωτισμοί. Και, βεβαίως, εμμένοντας στη θέση του ότι «μακεδονικό έθνος» και «μακεδονική γλώσσα» δεν υφίστανται, απορρίπτοντας τα αντιδραστικά ιδεολογήματα περί αυτοπροσδιορισμού, που πάντα αξιοποιήθηκαν και αξιοποιούνται για το ιμπεριαλιστικό «διαίρει και βασίλευε» των λαών.
Σε ένα τμήμα του φιλοκυβερνητικού Τύπου, δημοσιεύτηκαν αποσπασματικές παλιότερες παρεμβάσεις και ομιλίες στελεχών του Κόμματος, προσπαθώντας μάταια να τεκμηριώσουν ότι το ΚΚΕ άλλαξε θέση μετά το 2011.
Άθρακες αποδείχτηκε όμως και εδώ ο θησαυρός, γιατί σε καμιά από αυτές δεν προκύπτει κάτι τέτοιο.
Αντίθετα, σε όλες τις τοποθετήσεις φαίνεται ότι το ΚΚΕ σταθερά υποστήριζε πως οι σχέσεις των δύο κρατών θα πρέπει να αναπτυχθούν έξω από το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο που ορίζουν ΝΑΤΟ και ΕΕ και σε αντίθεση με τους ευρωΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς. Αυτό είναι το κύριο και το βασικό.
Ότι το ζήτημα δεν είναι το ονοματολογικό, κάτι που το Κόμμα μας λέει σταθερά και σήμερα. Από τότε όμως επισήμανε ότι πρέπει να εξασφαλίζεται με κάθε τρόπο ο γεωγραφικός χαρακτήρας του όρου «Μακεδονία». Άλλωστε, σε όλες τις αναφορές που προσπαθούν (ανεπιτυχώς) να αξιοποιήσουν, γίνεται λόγος για Σλαβομακεδόνες ή σλαβόφωνους και όχι για «Μακεδόνες» ή «μακεδονική γλώσσα», που βεβαίως είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Ότι με αυτό το κριτήριο το ΚΚΕ στάθηκε ενάντια στον εθνικισμό και τον αλυτρωτισμό της ελληνικής πλευράς με τα ανιστόρητα συνθήματα «η Μακεδονία είναι μία και είναι Ελλάδα», αλλά και στον ιμπεριαλιστικό κοσμοπολιτισμό, που αξιοποιεί τους ένθεν κακείθεν αλυτρωτισμούς για να επιβάλει τα σχέδια των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ. Ότι από νωρίς ανέδειξε τον αλυτρωτισμό που καλλιεργούσε η αστική τάξη της ΠΓΔΜ με ανιστόρητες αναφορές και διεκδικήσεις σε γειτονικές χώρες.
Σήμερα, το ΚΚΕ, στην ίδια κατεύθυνση, θεωρεί ότι οι προσδιορισμοί «μακεδονικός» λαός και «μακεδονική» γλώσσα που υπάρχουν στις συνταγματικές αλλαγές της συμφωνίας δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά αφήνουν ανοιχτό τον εθνοτικό προσδιορισμό του όρου και κατά συνέπεια ζωντανό το "σπέρμα" του αλυτρωτισμού. Είναι το λιγότερο αφέλεια να θεωρεί κανείς ότι τα στοιχεία αυτά δεν μπορεί να αξιοποιηθούν στο μέλλον σε διάφορους σχεδιασμούς για αλλαγές συνόρων και ξαναμοίρασμα σφαιρών επιρροής στα Βαλκάνια, όταν μάλιστα αυτή η συζήτηση είναι ενεργή από διάφορες πλευρές, με δεδομένες τις εξελίξεις σε Κόσσοβο, Βοσνία, τα σχέδια για «Μεγάλη Αλβανία» κ.τ.λ. Σχέδια που δεν αντιμετωπίζονται, αλλά επιδεινώνονται με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην περιοχή.
Πάντα ενάντια στα σχέδια και τα προσχήματα των ιμπεριαλιστών
Για την επίθεση αυτή, επικαλούνται το γεγονός ότι το Κόμμα, μαζί με την ανάδειξη του ΝΑΤΟικού χαρακτήρα της συμφωνίας, επισήμανε ότι παραμένουν σε αυτήν "σπέρματα" αλυτρωτισμών, επαναλαμβάνοντας την πάγια θέση του ότι, σε μια λύση προς όφελος των δύο λαών, θα πρέπει να εξαλειφθούν οι αλυτρωτισμοί. Και, βεβαίως, εμμένοντας στη θέση του ότι «μακεδονικό έθνος» και «μακεδονική γλώσσα» δεν υφίστανται, απορρίπτοντας τα αντιδραστικά ιδεολογήματα περί αυτοπροσδιορισμού, που πάντα αξιοποιήθηκαν και αξιοποιούνται για το ιμπεριαλιστικό «διαίρει και βασίλευε» των λαών.
Σε ένα τμήμα του φιλοκυβερνητικού Τύπου, δημοσιεύτηκαν αποσπασματικές παλιότερες παρεμβάσεις και ομιλίες στελεχών του Κόμματος, προσπαθώντας μάταια να τεκμηριώσουν ότι το ΚΚΕ άλλαξε θέση μετά το 2011.
Άθρακες αποδείχτηκε όμως και εδώ ο θησαυρός, γιατί σε καμιά από αυτές δεν προκύπτει κάτι τέτοιο.
Αντίθετα, σε όλες τις τοποθετήσεις φαίνεται ότι το ΚΚΕ σταθερά υποστήριζε πως οι σχέσεις των δύο κρατών θα πρέπει να αναπτυχθούν έξω από το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο που ορίζουν ΝΑΤΟ και ΕΕ και σε αντίθεση με τους ευρωΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς. Αυτό είναι το κύριο και το βασικό.
Ότι το ζήτημα δεν είναι το ονοματολογικό, κάτι που το Κόμμα μας λέει σταθερά και σήμερα. Από τότε όμως επισήμανε ότι πρέπει να εξασφαλίζεται με κάθε τρόπο ο γεωγραφικός χαρακτήρας του όρου «Μακεδονία». Άλλωστε, σε όλες τις αναφορές που προσπαθούν (ανεπιτυχώς) να αξιοποιήσουν, γίνεται λόγος για Σλαβομακεδόνες ή σλαβόφωνους και όχι για «Μακεδόνες» ή «μακεδονική γλώσσα», που βεβαίως είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Ότι με αυτό το κριτήριο το ΚΚΕ στάθηκε ενάντια στον εθνικισμό και τον αλυτρωτισμό της ελληνικής πλευράς με τα ανιστόρητα συνθήματα «η Μακεδονία είναι μία και είναι Ελλάδα», αλλά και στον ιμπεριαλιστικό κοσμοπολιτισμό, που αξιοποιεί τους ένθεν κακείθεν αλυτρωτισμούς για να επιβάλει τα σχέδια των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ. Ότι από νωρίς ανέδειξε τον αλυτρωτισμό που καλλιεργούσε η αστική τάξη της ΠΓΔΜ με ανιστόρητες αναφορές και διεκδικήσεις σε γειτονικές χώρες.
Σήμερα, το ΚΚΕ, στην ίδια κατεύθυνση, θεωρεί ότι οι προσδιορισμοί «μακεδονικός» λαός και «μακεδονική» γλώσσα που υπάρχουν στις συνταγματικές αλλαγές της συμφωνίας δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά αφήνουν ανοιχτό τον εθνοτικό προσδιορισμό του όρου και κατά συνέπεια ζωντανό το "σπέρμα" του αλυτρωτισμού. Είναι το λιγότερο αφέλεια να θεωρεί κανείς ότι τα στοιχεία αυτά δεν μπορεί να αξιοποιηθούν στο μέλλον σε διάφορους σχεδιασμούς για αλλαγές συνόρων και ξαναμοίρασμα σφαιρών επιρροής στα Βαλκάνια, όταν μάλιστα αυτή η συζήτηση είναι ενεργή από διάφορες πλευρές, με δεδομένες τις εξελίξεις σε Κόσσοβο, Βοσνία, τα σχέδια για «Μεγάλη Αλβανία» κ.τ.λ. Σχέδια που δεν αντιμετωπίζονται, αλλά επιδεινώνονται με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην περιοχή.
Πάντα ενάντια στα σχέδια και τα προσχήματα των ιμπεριαλιστών
Το να επισημαίνεις αυτά τα προβλήματα και τα ζητήματα που μπορούν να
αποτελέσουν αφορμές και προσχήματα για να χύσουν το αίμα τους οι λαοί
δεν είναι εθνικισμός, αλλά διεθνιστικό και πατριωτικό καθήκον, από τη
σκοπιά του λαού.
Η στάση του ΚΚΕ είναι στάση συνεπής στην αντίθεση με τα ιμπεριαλιστικά σχέδια από το 1990 μέχρι σήμερα: Στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στα Βαλκάνια, στη μη υιοθέτηση των ιμπεριαλιστικών προσχημάτων για τους πολέμους, στη στάση απέναντι στο «σχέδιο Ανάν» κ.ά. Αυτή η στάση είναι που ενοχλεί, φοβίζει και ανησυχεί τόσο την ελληνική αστική τάξη, όσο και τους μεγάλους φίλους της, ιδιαίτερα τους Ατλαντικούς. Για αυτό επιστρατεύουν τα πάντα... αντικομμουνισμό και διαστρέβλωση.
Η στάση του ΚΚΕ είναι στάση συνεπής στην αντίθεση με τα ιμπεριαλιστικά σχέδια από το 1990 μέχρι σήμερα: Στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στα Βαλκάνια, στη μη υιοθέτηση των ιμπεριαλιστικών προσχημάτων για τους πολέμους, στη στάση απέναντι στο «σχέδιο Ανάν» κ.ά. Αυτή η στάση είναι που ενοχλεί, φοβίζει και ανησυχεί τόσο την ελληνική αστική τάξη, όσο και τους μεγάλους φίλους της, ιδιαίτερα τους Ατλαντικούς. Για αυτό επιστρατεύουν τα πάντα... αντικομμουνισμό και διαστρέβλωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου