Μεσούσης της τελευταίας προεκλογικής εβδομάδας το
θέμα της περιβόητης επένδυσης – εκποίησης στο Ελληνικό βρέθηκε στο
επίκεντρο του δικομματικού καβγά, όπου οι δύο διεκδικητές της κυβερνητικής
εξουσίας σκίζουν τα ιμάτιά τους για να πείσουν ο καθένας ξεχωριστά
ότι είναι εκείνος που υπερασπίζεται καλύτερα τα συμφέροντα του «επενδυτή».
Παράλληλα, ο «επενδυτής» – «ευεργέτης» – «σωτήρας», αφού έσπειρε τη δικομματική διχόνοια προφανώς και απολαμβάνει τον καυγά που στήθηκε στο όνομά του.
Όλα αυτά, εξ’ αιτίας μιας Κοινής Υπουργικής Απόφασης σύμφωνα με την οποία κατά την υλοποίηση του έργου θα απαιτούνται είτε γνωμοδοτήσεις είτε εγκρίσεις του Υπουργείου Πολιτισμού προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία των αρχαίων που έχουν εντοπιστεί στην έκταση του πρώην αεροδρομίου και στον περιβάλλοντα χώρο. Φυσικά η εταιρεία, δηλαδή ο Λάτσης, δεν επρόκειτο να ανεχθεί τέτοια εξάντληση της … νομιμότητας.
Πέταξε, λοιπόν, το μπαλάκι της καθυστέρησης των έργων λόγω γραφειοκρατίας, το άρπαξε το ευθυγραμμισμένο με τα συμφέροντα των καζινο – επενδυτών μηντιακό και πολιτικό σύστημα και άρχισε η περιγραφή της επερχόμενης κόλασης η οποία έχει δύο χαρακτηριστικά: από τη μια πλευρά της κόλασης είναι οι ιδεοληπτικοί αρχαιολόγοι με τα αρχαία τους και από την άλλη , φευ, ο κίνδυνος να μην ολοκληρωθεί η καζινο – πολιτεία των απανταχού παρασιτικώς, στις πλάτες των λαών, διαβιούντες.
Είναι, επομένως, αναγκαίο να επισημανθούν τα εξής:
Πρώτον, η υπουργοί που υπογράφουν την ΚΥΑ δεν είναι αντιπολίτευση του εαυτού τους, ούτε αντιπολίτευση της Κυβέρνησης. Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ αντιπολιτεύονται ο ένας προς τον άλλο μόνο για τις ανάγκες λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού. Με πραγματικούς όρους, δηλαδή με όρους εξυπηρέτησης συμφερόντων μια χαρά συμπολιτεύονται και συνεχίζουν ο μεν το έργο του δε. Στην προκειμένη περίπτωση χρειάστηκαν και τρεις, δηλαδή ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, πρώην ΠΑΣΟΚ (νυν ΚΙΝΑΛ) ώστε να ολοκληρωθεί το σκανδαλώδες χάρισμα του μιας τεράστιας δημόσιας έκτασης στον Λάτση.
Δεύτερον, τον Οκτώβριο του 2017 το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε για την κήρυξη ως αρχαιολογικού χώρου 300 στρεμμάτων εντός της έκταση της λεγόμενης «επένδυσης» από τα περίπου 3.500 στρέμματα που αρχικά πρότεινε η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων. Αυτή η απόφαση ήταν το αποτέλεσμα πολλών συγκρούσεων και ενός συμβιβασμού. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία «περιορίστηκε», αλλά δεν απεμπόλησε το νομικά και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά της να προστατεύει τα υλικά κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας . Δικαίωμα που κατισχύει έναντι κάθε άλλης δραστηριότητας και όχι το αντίστροφο κατά το δοκούν ή ακριβέστερα κατά τους λογιστικούς και ταμειακούς υπολογισμούς. Εν ολίγοις, η Αρχαιολογική Υπηρεσία θα ελέγχει, θα ανασκάπτει, θα προστατεύει και όταν το απαιτεί η σημασία των ευρημάτων θα ζητάει ακόμα και τροποποιήσεις των σχεδίων, όπως προβλέπεται από τον Αρχαιολογικό Νόμο. Ο «επενδυτής» είναι θεσμικά ενημερωμένος για την ενδεχόμενη ύπαρξη αρχαιοτήτων, άρα δεν θα αποζημιωθεί σε περίπτωση εντοπισμού τους κατά τη διάρκεια των εκσκαφών όπως προβλεπόταν αρχικά στη σκανδαλώδη σύμβαση παραχώρησης του Ελληνικού.
Τρίτον, η κοινοπραξία των «επενδυτών» (Λάτσης κλπ) άφριζε τότε και συνεχίζει να αφρίζει και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί κάτι να πληρώσει, έναντι κάποιου πράγματος να έχει έννομη υποχρέωση, να οφείλει να υπακούσει σε νόμους, ακόμα και στους δικούς τους νόμους. Οσο για τα αρχαία κατάλοιπα είναι ανεκτά μόνο στην περίπτωση που εξυπηρετούν την οικονομική ελίτ να ναρκισσεύεται ως «πολιτισμένη», αλλά καθόλου όταν αυτά γεννούν υποχρεώσεις.
Τέταρτον, η υπόθεση του Ελληνικού και των αρχαιοτήτων εντός και εκτός των ορίων της έκτασης δεν αποτελεί απλώς μόνο μία περίπτωση «επένδυσης» ανάμεσα σε άλλες. Αποτελεί την «επένδυση – πιλότο» για τέτοιου τύπου αποικιοκρατικά «αναπτυξιακά» έργα, με χαρισμένες δημόσιες εκτάσεις, τα οποία στο πέρασμά τους σαρώνουν περιβάλλον, πολιτιστική κληρονομιά, ανθρώπινες δραστηριότητες. Οι αρχαιολόγοι δυναμικά διεκδίκησαν τη διάσωση των υλικών καταλοίπων της ιστορικής μνήμης απέναντι σε μια οικοπεδοφαγική ανάπτυξη και απαίτησαν την τήρηση της αρχαιολογικής νομοθεσίας. Τόσο η κήρυξη του αρχαιολογικού χώρου όσο και η εν λόγω ΚΥΑ που κοινοποιήθηκε την τελευταία εβδομάδα στην εταιρεία είναι το αποτέλεσμα αυτής της διεκδίκησης η οποία διεξήχθη εν μέσω σωρείας υβριστικών κρίσεων και δημοσιευμάτων για τους «οπισθοδρομικούς», «ιδεολοπτητικούς» και «εχθρούς της πατρίδας» αρχαιολόγους.
Πέμπτον, από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Κοινή Υπουργική Απόφαση η οποία θέτει όρους τήρησης αρχαιολογικής νομοθεσίας είναι μια εξέλιξη που ούτω ή άλλως δεν την καρπώνεται η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα είναι αυτή η κυβέρνηση που εμφανίστηκε απέναντι στον «επενδυτή» έτοιμη να λάβει τα δέοντα προς όφελός του μέτρα αν η κατάσταση ξέφευγε εντελώς από τον έλεγχό της και που τελικά, αναλύοντας τα δεδομένα με λογική κόστους – οφέλους, φαίνεται πως θεώρησε πιο «βολική» μια τυπική νομιμότητα από μια προκλητική ανομία. Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει σε τίποτε κάθε πλιατσικολόγο επενδυτή να «απαιτεί» η ανομία να ενδυθεί τη νομιμότητα με έναν νέο νόμο!
Τέλος, η στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου, της Ε.Ε., των κυβερνήσεων για ολοκληρωτική παράδοση του δημόσιου πλούτου στους κερδοσκόπους και για πλήρη εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών, συμπεριλαμβανομένης και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, δεν άλλαξε, πολύ περισσότερο δεν ανατράπηκε. Κι αν μερικές νησίδες αρχαίων είναι το άλλοθι του «ευεργετικού» τους πλιάτσικου… θα τα ανεχτούν, αλλά μπορεί και όχι…
Παράλληλα, ο «επενδυτής» – «ευεργέτης» – «σωτήρας», αφού έσπειρε τη δικομματική διχόνοια προφανώς και απολαμβάνει τον καυγά που στήθηκε στο όνομά του.
Όλα αυτά, εξ’ αιτίας μιας Κοινής Υπουργικής Απόφασης σύμφωνα με την οποία κατά την υλοποίηση του έργου θα απαιτούνται είτε γνωμοδοτήσεις είτε εγκρίσεις του Υπουργείου Πολιτισμού προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία των αρχαίων που έχουν εντοπιστεί στην έκταση του πρώην αεροδρομίου και στον περιβάλλοντα χώρο. Φυσικά η εταιρεία, δηλαδή ο Λάτσης, δεν επρόκειτο να ανεχθεί τέτοια εξάντληση της … νομιμότητας.
Πέταξε, λοιπόν, το μπαλάκι της καθυστέρησης των έργων λόγω γραφειοκρατίας, το άρπαξε το ευθυγραμμισμένο με τα συμφέροντα των καζινο – επενδυτών μηντιακό και πολιτικό σύστημα και άρχισε η περιγραφή της επερχόμενης κόλασης η οποία έχει δύο χαρακτηριστικά: από τη μια πλευρά της κόλασης είναι οι ιδεοληπτικοί αρχαιολόγοι με τα αρχαία τους και από την άλλη , φευ, ο κίνδυνος να μην ολοκληρωθεί η καζινο – πολιτεία των απανταχού παρασιτικώς, στις πλάτες των λαών, διαβιούντες.
Είναι, επομένως, αναγκαίο να επισημανθούν τα εξής:
Πρώτον, η υπουργοί που υπογράφουν την ΚΥΑ δεν είναι αντιπολίτευση του εαυτού τους, ούτε αντιπολίτευση της Κυβέρνησης. Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ αντιπολιτεύονται ο ένας προς τον άλλο μόνο για τις ανάγκες λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού. Με πραγματικούς όρους, δηλαδή με όρους εξυπηρέτησης συμφερόντων μια χαρά συμπολιτεύονται και συνεχίζουν ο μεν το έργο του δε. Στην προκειμένη περίπτωση χρειάστηκαν και τρεις, δηλαδή ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, πρώην ΠΑΣΟΚ (νυν ΚΙΝΑΛ) ώστε να ολοκληρωθεί το σκανδαλώδες χάρισμα του μιας τεράστιας δημόσιας έκτασης στον Λάτση.
Δεύτερον, τον Οκτώβριο του 2017 το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε για την κήρυξη ως αρχαιολογικού χώρου 300 στρεμμάτων εντός της έκταση της λεγόμενης «επένδυσης» από τα περίπου 3.500 στρέμματα που αρχικά πρότεινε η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων. Αυτή η απόφαση ήταν το αποτέλεσμα πολλών συγκρούσεων και ενός συμβιβασμού. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία «περιορίστηκε», αλλά δεν απεμπόλησε το νομικά και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά της να προστατεύει τα υλικά κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας . Δικαίωμα που κατισχύει έναντι κάθε άλλης δραστηριότητας και όχι το αντίστροφο κατά το δοκούν ή ακριβέστερα κατά τους λογιστικούς και ταμειακούς υπολογισμούς. Εν ολίγοις, η Αρχαιολογική Υπηρεσία θα ελέγχει, θα ανασκάπτει, θα προστατεύει και όταν το απαιτεί η σημασία των ευρημάτων θα ζητάει ακόμα και τροποποιήσεις των σχεδίων, όπως προβλέπεται από τον Αρχαιολογικό Νόμο. Ο «επενδυτής» είναι θεσμικά ενημερωμένος για την ενδεχόμενη ύπαρξη αρχαιοτήτων, άρα δεν θα αποζημιωθεί σε περίπτωση εντοπισμού τους κατά τη διάρκεια των εκσκαφών όπως προβλεπόταν αρχικά στη σκανδαλώδη σύμβαση παραχώρησης του Ελληνικού.
Τρίτον, η κοινοπραξία των «επενδυτών» (Λάτσης κλπ) άφριζε τότε και συνεχίζει να αφρίζει και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί κάτι να πληρώσει, έναντι κάποιου πράγματος να έχει έννομη υποχρέωση, να οφείλει να υπακούσει σε νόμους, ακόμα και στους δικούς τους νόμους. Οσο για τα αρχαία κατάλοιπα είναι ανεκτά μόνο στην περίπτωση που εξυπηρετούν την οικονομική ελίτ να ναρκισσεύεται ως «πολιτισμένη», αλλά καθόλου όταν αυτά γεννούν υποχρεώσεις.
Τέταρτον, η υπόθεση του Ελληνικού και των αρχαιοτήτων εντός και εκτός των ορίων της έκτασης δεν αποτελεί απλώς μόνο μία περίπτωση «επένδυσης» ανάμεσα σε άλλες. Αποτελεί την «επένδυση – πιλότο» για τέτοιου τύπου αποικιοκρατικά «αναπτυξιακά» έργα, με χαρισμένες δημόσιες εκτάσεις, τα οποία στο πέρασμά τους σαρώνουν περιβάλλον, πολιτιστική κληρονομιά, ανθρώπινες δραστηριότητες. Οι αρχαιολόγοι δυναμικά διεκδίκησαν τη διάσωση των υλικών καταλοίπων της ιστορικής μνήμης απέναντι σε μια οικοπεδοφαγική ανάπτυξη και απαίτησαν την τήρηση της αρχαιολογικής νομοθεσίας. Τόσο η κήρυξη του αρχαιολογικού χώρου όσο και η εν λόγω ΚΥΑ που κοινοποιήθηκε την τελευταία εβδομάδα στην εταιρεία είναι το αποτέλεσμα αυτής της διεκδίκησης η οποία διεξήχθη εν μέσω σωρείας υβριστικών κρίσεων και δημοσιευμάτων για τους «οπισθοδρομικούς», «ιδεολοπτητικούς» και «εχθρούς της πατρίδας» αρχαιολόγους.
Πέμπτον, από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Κοινή Υπουργική Απόφαση η οποία θέτει όρους τήρησης αρχαιολογικής νομοθεσίας είναι μια εξέλιξη που ούτω ή άλλως δεν την καρπώνεται η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα είναι αυτή η κυβέρνηση που εμφανίστηκε απέναντι στον «επενδυτή» έτοιμη να λάβει τα δέοντα προς όφελός του μέτρα αν η κατάσταση ξέφευγε εντελώς από τον έλεγχό της και που τελικά, αναλύοντας τα δεδομένα με λογική κόστους – οφέλους, φαίνεται πως θεώρησε πιο «βολική» μια τυπική νομιμότητα από μια προκλητική ανομία. Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει σε τίποτε κάθε πλιατσικολόγο επενδυτή να «απαιτεί» η ανομία να ενδυθεί τη νομιμότητα με έναν νέο νόμο!
Τέλος, η στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου, της Ε.Ε., των κυβερνήσεων για ολοκληρωτική παράδοση του δημόσιου πλούτου στους κερδοσκόπους και για πλήρη εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών, συμπεριλαμβανομένης και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, δεν άλλαξε, πολύ περισσότερο δεν ανατράπηκε. Κι αν μερικές νησίδες αρχαίων είναι το άλλοθι του «ευεργετικού» τους πλιάτσικου… θα τα ανεχτούν, αλλά μπορεί και όχι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου