Στις 12 τα
μεσάνυχτα της 8ης προς 9η Μάη 1945 στην αίθουσα της Στρατιωτικής
Σχολής Μηχανικού στο προάστιο Κάρλσχορστ του Βερολίνου μπαίνουν
οι πληρεξούσιοι της Ανωτάτης Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης με εξουσιοδότηση
της κυβέρνησης του ναύαρχου Ντένιτς να υπογράψουν την άνευ όρων παράδοση
της Γερμανίας στην Ανωτάτη Διοίκηση του Κόκκινου Στρατού και τη διοίκηση των
συμμαχικών εκστρατευτικών σωμάτων.
(Συνεχίζεται...)
Τη Σοβιετική
Ένωση εκπροσωπούσε ο στρατάρχης Γ. Κ. Ζούκοφ, την Αγγλία ο στρατάρχης
της Αεροπορίας Α. Τέντερ, τις ΗΠΑ ο στρατηγός Κ. Σπάατς και τη
Γαλλία ο στρατηγός Ντε Λατρ ντε Τασινί.
Οι ναζί
πληρεξούσιοι ήταν ο στρατάρχης Β. Κάιτελ, δεξί χέρι του Α. Χίτλερ και
αρχηγός του γερμανικού Γενικού Επιτελείου, ο στρατηγός Στούμπφ, ο
ναύαρχος Φον Φρίντεμπουργκ και αξιωματικοί που τους συνόδευαν.
Η αίθουσα
ήταν κατάμεστη από δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ.
Στις 12.42,
τη νύχτα της 9ης Μάη, ο Β. Κάιτελ,με χέρι που έτρεμε υπέγραψε πέντε
αντίτυπα της Πράξης για την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας. Στη συνέχεια
υπέγραψαν οι Στουμπφ και Φρίντεμπουργκ.
Ο B'
Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη είχε λήξει ενώ «χάλασαν» και τα σχέδια παράδοσης
της Γερμανίας από την κυβέρνηση Ντένιτς, που δημιουργήθηκε μετά την αυτοκτονία
του Χίτλερ, στο αγγλικό και το αμερικανικό εκστρατευτικό σώμα με στόχο να μην
τιμωρηθούν για τα εγκλήματα που διέπραξαν και με απώτερο στόχο την από κοινού
συνέχιση του πολέμου ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.
Οι σχετικές
συνεννοήσεις έγιναν ανάμεσα σε ηγετικά στελέχη του ναζισμού, όπως ο Χ.
Χίμλερ, επικεφαλής των SS και τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Αγγλίας.
Η Σοβιετική Ένωση «σήκωσε» το κύριο βάρος του πολέμου
Από τη μάχη στο Στάλινγκραντ
Ο Β΄
Παγκόσμιος Πόλεμος κάλυψε εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα εδάφους στα οποία
πολέμησαν περίπου 110.000.000 στρατιώτες από 61 χώρες. Σχεδόν 50.000.000
ψυχές χάθηκαν, ενώ 35.000.000 τραυματίστηκαν.
Στην τελική
έκβαση του πολέμου συνέβαλαν οι δυνάμεις που συμμετείχαν στον αντιχιτλερικό
συνασπισμό, όμως δεν θα μπορούσε να γίνει ούτε λόγος για νίκη χωρίς τη συμβολή
της Σοβιετικής Ένωσης η οποία σήκωσε στους ώμους της το κύριο βάρος της
επιθετικότητας του γερμανικού ιμπεριαλισμού και των συμμάχων του.
Σε αυτόν τον
αγώνα έδωσαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν σχεδόν 30.000.000 Σοβιετικοί
στρατιώτες και πολίτες. Ανάμεσά τους ο ανθός του Κομμουνιστικού Κόμματος,
γεγονός που είχε σοβαρές επιπτώσεις στη σοσιαλιστική οικοδόμηση μετά το τέλος
του πολέμου. Κάθε δευτερόλεπτο εκείνης της αναμέτρησης σήμαινε έναν νεκρό
Σοβιετικό. Πολίτη ή στρατιώτη.
Οι απώλειες
της Βρετανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ μαζί έφτασαν στα 1.300.000
ανθρώπινες ψυχές, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν «έσπασε ούτε κεραμίδι». Όταν
έγινε η απόβαση στη Νορμανδία (6 Ιούνη 1944) οι «συμμαχικές δυνάμεις» βρέθηκαν
αντιμέτωπες στο Δυτικό Μέτωπο με 75 συνολικά γερμανικές μεραρχίες, ενώ 12
υπερασπίζονταν την Νορμανδία, (όσες αντιμετώπιζε ο ΕΛΑΣ στην Ελλάδα). Την ίδια
περίοδο ο Κόκκινος Στρατός είχε καθηλώσει 200 γερμανικές μεραρχίες.
Οι φασίστες
επιδρομείς κατέστρεψαν ολοσχερώς 1.710 σοβιετικές πόλεις. Από τον χάρτη
σβήστηκαν σχεδόν 70.000 χωριά. Καταστράφηκαν επίσης 32.000
βιομηχανίες και 65.000 χιλιόμετρα σιδηροδρομικού δικτύου.
Κάηκαν ή
λεηλατήθηκαν εκατομμύρια στρέμματα καλλιεργειών, χιλιάδες νοσοκομεία, σχολεία,
πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες και μνημεία.
Η
ολοκληρωτική καταστροφή του σπιτιού που έμενε ο Ρώσος συνθέτης Π. Ι.
Τσαικόφσκι μαζί με τις ανεκτίμητες παρτιτούρες των έργων του ή η λεηλασία
του σπιτιού του Λ. Τολστόι στην Γιάσναγια Πολιάνα, το οποίο
μετέτρεψαν σε στάβλο, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα της λαίλαπας που
ξέσπασε πάνω στον ρωσικό πολιτισμό.
Οι υλικές
ζημιές που υπέστη η Σοβιετική Ένωση έφτασαν τα 1.900.000.000.000
προπολεμικά ρούβλια, ενώ οι Γερμανοί άρπαξαν ή κατέστρεψαν υλικά αγαθά ύψους 679.000.000.000
ρουβλίων.
Η Γερμανική
Ανωτάτη Διοίκηση αρχικά παρέταξε στο λεγόμενο Ανατολικό Μέτωπο 190
πλήρεις μεραρχίες εκ των οποίων οι 153 ήταν γερμανικές. Σε όλη τη
διάρκεια του πολέμου πήραν μέρος εκατοντάδες μεραρχίες.
Μεραρχίες
στάλθηκαν από την Ιταλία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία,
τη Σλοβακία, την Ισπανία, η λεγόμενη Γαλάζια Στρατιά.
Στις γραμμές
τους οι Γερμανοί είχαν χιλιάδες φασίστες από την Κροατία και
τη Γαλλία, τις λεγόμενες Λεγεώνες των Γάλλων Εθελοντών.
Η Ιαπωνία
συγκέντρωσε πολυπληθείς στρατιωτικές δυνάμεις στις παραμεθόριες περιοχές της
Σοβιετικής Ένωσης, καθηλώνοντας 40 σοβιετικές μεραρχίες που θα μπορούσαν
να βρίσκονται στο γερμανοσοβιετικό μέτωπο.
Στα Waffen
SS είχαν ενταχθεί εθελοντές από τη Νορβηγία, τη Δανία,
την Ολλανδία την Πολωνία κ.α. Στο πλευρό των Γερμανών πολεμούσαν
φασίστες από την Ουκρανία και τις Βαλτικές Χώρες οι οποίοι
διέπραξαν πρωτοφανή εγκλήματα κατά του σοβιετικού λαού.
Αυτές οι
δυνάμεις, σχεδόν 6.500.000, είχαν υποστήριξη από 4.300 τανκς και
άλλου είδους άρματα, από 5.000 περίπου πολεμικά αεροπλάνα και από
47.000 πυροβόλα και άλλα βαριά όπλα.
Ενάντια στη
Σοβιετική Ένωση χρησιμοποιήθηκε το σύνολο της πολεμικής βιομηχανίας των
κατεχόμενων κρατών.
Η εύκολη
κατάκτηση της Τσεχοσλοβακίας πρόσθεσε στο γερμανικό οπλοστάσιο το σύνολο
των υλικών του Τσέχικου Στρατού και μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες όπλων
της Ευρώπης, τη «Σκόντα» , σε πλήρη παραγωγική λειτουργία.
Ακολούθησε η
πρόσθεση στο γερμανικό οπλοστάσιο του πολεμικού εξοπλισμού της Πολωνίας,
του Βελγίου, της Ολλανδίας και της Γαλλίας που ήταν σχεδόν
άθικτος, αφού αυτές οι χώρες κατέρρευσαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και
αξιοποιήθηκαν τεράστια συγκροτήματα πολεμικής βιομηχανίας.
Η Πορτογαλία
αύξησε τις εξαγωγές στη Γερμανία υλικών απαραίτητων για τη λειτουργία των
μηχανοκίνητων μονάδων.
Η Σουηδία
επέτρεψε τη διάβαση γερμανικών μονάδων από τα εδάφη της, διέθεσε τα νοσοκομεία
της και εφοδίαζε τη Βέρμαχτ με σιδηρομεταλλεύματα και ξυλεία.
Η Βουλγαρία
παραχώρησε τα λιμάνια στη Μαύρη Θάλασσα.
Οι
φασιστικές στρατιές συνετρίβησαν αμείλικτα από τον Κόκκινο Στρατό, ενώ δεκάδες
μεραρχίες εξοντώθηκαν ολοκληρωτικά.
Ο γερμανικός
ιμπεριαλισμός ενδεχομένως να έπινε το ποτήρι της ήττας από τον πρώτο χρόνο του
πολέμου αν δεν είχε σε απόσταση αναπνοής τα κέντρα ανεφοδιασμού (Πολωνία,
Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία κ.ά.).
Συγκεκριμένα
από τις 22 Ιούνη 1941, οπότε και ξεκίνησε η εισβολή («Επιχείρηση
«Μπαρμπαρόσα») μέχρι τον Απρίλη του 1942 οι δυνάμεις του
γερμανικού πεζικού έχασαν 1.600.000 στρατιώτες και είχαν καταστραφεί 4.000
τεθωρακισμένα και περίπου 7.000 αεροπλάνα.
Ο χαρακτήρας του πολέμου
Από το λεγόμενο πραξικόπημα της Μπυραρίας που οργάνωσε
το Ναζιστικό Κόμμα το 1923
Όπως ο Α'
Παγκόσμιος Πόλεμος έτσι και ο Β' γεννήθηκε από τη μεγάλη όξυνση των
ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για το ξαναμοίρασμα του κόσμου.
Ο χαρακτήρας
του ήταν ιμπεριαλιστικός αφού καθορίστηκε από το γεγονός ότι τον διεξήγαν οι
αστικές τάξεις.
Η μοιρασιά
εδαφών, πλουτοπαραγωγικών πηγών και αγορών, που διευθετήθηκε με τη Συνθήκη
των Βερσαλλιών (28 Ιούνη 1919) ανάμεσα στις νικήτριες δυνάμεις του Α'
Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε την ηττημένη Γερμανία και τους συμμάχους της
σε δραματικά υποδεέστερη θέση απέναντι στη Βρετανία και τη Γαλλία.
Η Γερμανία
υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημιώσεις 226 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων
για τις καταστροφές που προκάλεσε στη διάρκεια του πολέμου, να μειώσει το
στρατό της σε 100.000 άνδρες και το στόλο της σε δυναμικό 108.000
τόνων.
Επιπλέον
υποχρεώθηκε και σε μεγάλες εδαφικές παραχωρήσεις: Έχασε περίπου 75.000
τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους, με πληθυσμό 7.000.000 κατοίκων. Το
μεγαλύτερο μέρος τους παραχωρήθηκε στην Πολωνία και στη Γαλλία.
Έχασε επίσης
όλες τις αποικίες της, με την Αγγλία να παίρνει τη μερίδα του λέοντος,
το 73% των εδαφών και το 47% των πληθυσμών.
Μια σειρά
άλλες συνθήκες υποχρέωσαν σε ανάλογες παραχωρήσεις τους υπόλοιπους ηττημένους,
την Αυστρία, την Ουγγαρία και την Τουρκία.
Η γερμανική
και η ιταλική αστική τάξη, η οποία θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί από τη διανομή
της λείας ανάμεσα στους νικητές, από την επόμενη κιόλας μέρα της υπογραφής της
συνθήκης επεξεργάζονταν σχέδια απεμπλοκής. Στην Ιταλία η εξουσία
παραδίνεται στους φασίστες του Μ. Μουσολίνι με τις ευλογίες του Βατικανού.
Ο Μουσολίνι εξυμνεί τον πόλεμο και υπόσχεται την αναβίωση της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας.
Το 1925
στη Διάσκεψη του Λοκάρνο, στην Ελβετία, η Γερμανία δεν αρνήθηκε
να εγκαταλείψει τις, προς ανατολάς, αξιώσεις της για την Τσεχοσλοβακία
και την Πολωνία, χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις από τις νικητήριες
δυνάμεις οι οποίες προόριζαν ήδη τη Γερμανία ως αντεπαναστατική αιχμή ενάντια
στη Σοβιετική Ένωση.
Το Κομμουνιστικό
Κόμμα (μπ.) της Σοβιετικής Ένωσης προειδοποιεί ότι η Συνθήκη που
υπογράφηκε στο Λοκάρνο «εγκυμονεί ένα νέο πόλεμο στην Ευρώπη», ενώ ο Ι.
Στάλιν επισημαίνει πως όποιος πίστευε ότι η Γερμανία θα συμβιβαζόταν με
αυτή την κατάσταση «σημαίνει ότι υπολογίζει στα θαύματα».
Ο
ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν άλλαξε με την είσοδο
της Σοβιετικής Ένωσης σε αυτόν η οποία ήταν και η μόνη δύναμη που διεξήγαγε ένα
δίκαιο πόλεμο αφού, έχοντας καταργήσει την καπιταλιστική εκμετάλλευση, δεν είχε
κανένα λόγο να συμμετάσχει σε μια σύρραξη που στόχο θα είχε το ξαναμοίρασμα των
αγορών ανάμεσα σε καπιταλιστές.
Η ιμπεριαλιστική «ειρήνη»
Ο Χίτλερ σε συνάντηση με αντιπροσωπεία της
αμερικανικής IBM.
Ανάμεσά τους ο ιδιοκτήτης του μονοπωλίου Τ. Γουάτσον
Πηγή: Associated Press
Το πλέον
σημαντικό γεγονός της περιόδου ήταν η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική
Επανάσταση και η γέννηση της Σοβιετικής Ρωσίας το 1917.
Γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας, καθώς έσπασε την αλυσίδα του ιμπεριαλισμού και
εγκαινίασε μια νέα εποχή στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η νίκη της
Οκτωβριανής Επανάστασης έδειξε περίτρανα τη δύναμη των ιδεών του μαρξισμού -
λενινισμού και την ορθότητα της στρατηγικής και τακτικής του κόμματος των
μπολσεβίκων.
Δικαίωσε τη
στάση των μπολσεβίκων έναντι του ιμπεριαλιστικού πολέμου και έδωσε ένα γερό
χτύπημα στο ρεφορμισμό της Δεύτερης Διεθνούς, δημιουργώντας, ταυτόχρονα,
ευνοϊκές συνθήκες για την ίδρυση κομμουνιστικών κομμάτων σε όλες τις
χώρες.
Η
επαναστατική άνοδος των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, που άρχισε με την
επανάσταση των μπολσεβίκων, απείλησε τα βάθρα του καπιταλισμού σε μια σειρά
χώρες, αλλά δεν μπόρεσε να οδηγήσει στην ανατροπή του συστήματος, πλην της
Ρωσίας.
Ακολούθησε
μια δεκαετία σχετικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού, κατά την οποία αυξήθηκε
η επιρροή των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων οι οποίες ανέπτυξαν τη θεωρία του «οργανωμένου
καπιταλισμού», ο οποίος θα ήταν τάχα απαλλαγμένος από την αναρχία στην
παραγωγή και τις κρίσεις, καλλιεργώντας την αυταπάτη της μετεξέλιξης του
καπιταλισμού σε σοσιαλισμό.
Αυτές οι
«θεωρίες» συνοδεύονται από μια σκληρή επίθεση στα δικαιώματα που είχε
κατακτήσει η εργατική τάξη την περίοδο της επαναστατικής ανόδου.
Σοσιαλδημοκράτες και οπορτουνιστές
διακήρυτταν ανοικτά και ξεδιάντροπα ότι «ο μπολσεβικισμός έπρεπε να βγει από τη
μέση», ενώ δούλευαν δραστήρια για τη συγκρότηση αντεπαναστατικού μετώπου με
στόχο τη στρατιωτική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση.
Ο Κ.
Κάουτσκι, επιφανής Γερμανός σοσιαλδημοκράτης, έφτασε στο σημείο να θεωρεί
τον «μπολσεβικισμό» ως την κύρια αιτία της κρίσης.
Παράλληλα
οξύνονται και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, ενώ πολλαπλασιάζονται οι
στρατιωτικές δυνάμεις των καπιταλιστικών κρατών και διογκώνονται οι πολεμικοί
προϋπολογισμοί.
Το 1927
το ΚΚ (μπ.) της Σοβιετικής Ένωσης εκτίμησε ότι η μοιρασιά των εδαφών που έγινε
ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ήδη παλιώσει, ότι
οι προσπάθειες για ειρηνικό διακανονισμό δεν έφεραν αποτέλεσμα και προειδοποιεί
ότι από τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού θα γεννηθεί νέα κρίση.
Την ίδια
περίοδο μεγάλωσε η οικονομική ισχύς των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, αλλά και της
Γερμανίας, με την αμέριστη αμερικανική βοήθεια και συγκεκριμένα με τα σχέδια Ντοζ
(1924) και Γιανγκ (1929), τα οποία εμπνεύστηκαν και έθεσαν
σε εφαρμογή οι εκπρόσωποι του αμερικανικού, του αγγλικού και του γαλλικού
κεφαλαίου.
Με βάση τα
δύο σχέδια μειώθηκαν τα ποσά των γερμανικών επανορθώσεων του Α' Παγκοσμίου
Πολέμου και άρχισε η αναζωογόνηση της οικονομίας. Από την άλλη αμερικανικά
μονοπώλια («Στάνταρντ Οϊλ», «Τζένεραλ Ελέκτρικ», «Τζένεραλ Μότορς»,
«Ιντερνάσιοναλ Τέλεγκραφ εντ Τέλεφον Κόμπανι», «Φορντ», «Ανακόντα» κ.ά.)
διείσδυσαν στην Ευρώπη μέσα από τις απευθείας επενδύσεις στη
γερμανική βιομηχανία.
Η δεκαετία 1920-1930
ήταν στην ουσία μια δεκαετία ιμπεριαλιστικής ειρήνης. Επρόκειτο για
ιμπεριαλιστική ειρήνη στη διάρκεια της οποίας προετοιμαζόταν ο νέος πόλεμος.
Οι
προετοιμασίες επιταχύνθηκαν από το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης του 1929-1932.
Η καπιταλιστική κρίση 1929-1932
Συσσίτιο σε ανέργους στις ΗΠΑ
Τον Οκτώβρη
του 1929 ξεσπά, στον καπιταλιστικό κόσμο, μια σφοδρή κρίση υπερπαραγωγής
και υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, η οποία διαλύει μονομιάς τις αυταπάτες της
συνεχούς ανάπτυξης και ευδαιμονίας και φανερώνοντας τον ξεπερασμένο ιστορικά
χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος.
Η κρίση
εκδηλώνεται κατ' αρχάς στη Γουόλ Στριτ και την αμερικανική
οικονομία και γρήγορα εξαπλώνεται, στον έναν ή άλλο βαθμό, σε όλες τις
καπιταλιστικές χώρες και όλους τους τομείς της καπιταλιστικής οικονομίας, τη
βιομηχανία, την αγροτική οικονομία, το πιστωτικό - χρηματιστικό σύστημα, το
εμπόριο και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις.
Η
βιομηχανική παραγωγή του καπιταλιστικού κόσμου μειώθηκε μέσα σε τρία χρόνια
κατά 38% και η αγροτική παραγωγή κατά 1/3.
Οι άνεργοι
έφτασαν τα 35.000.000.
Δεκάδες
εκατομμύρια αγρότες
ξεκληρίστηκαν.
Μόνο στις
ΗΠΑ, 70.000.000 άνθρωποι κατρακύλησαν στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης.
Η κρίση
όξυνε στο έπακρο τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και την πάλη των
ιμπεριαλιστών για τον έλεγχο των αγορών και των σφαιρών επιρροής. Δυνάμωσε τις
αντιθέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη.
Την ίδια
περίοδο, τα χρόνια 1929-1932, ο σοβιετικός λαός εκπλήρωνε με επιτυχία το
πρώτο πεντάχρονο σχέδιο ανάπτυξης και, μάλιστα, σε τέσσερα μόνο χρόνια.
Η Σοβιετική
Ένωση έκανε ένα μεγάλο βήμα στο δρόμο της εκβιομηχάνισης.
Οι υψηλοί
ρυθμοί ανάπτυξης της σοβιετικής οικονομίας, με το διπλασιασμό της βιομηχανικής
παραγωγής, την επιτάχυνση των ρυθμών συγκρότησης αγροτικών συνεταιρισμών και
αύξησης της αγροτικής παραγωγής, την πλήρη εξάλειψη της ανεργίας, την
αποφασιστική καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και η συνεχής άνοδος του βιοτικού
επιπέδου των λαών της Σοβιετικής Ρωσίας αποκάλυψαν την τεράστια διαφορά των δύο
δρόμων ανάπτυξης, των δύο διαμετρικά αντίθετων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων,
του σοσιαλιστικού και του καπιταλιστικού.
Μέσα στη
κρίση γεννήθηκαν οι θεωρίες του αστού Βρετανού οικονομολόγου Μπέρναρντ
Κέυνς.
Ο Κέυνς
υποστήριζε ότι η κρίση μπορούσε να ξεπεραστεί με την ενίσχυση της ζήτησης μέσα
από την αύξηση των δημόσιων δαπανών και την επίτευξη ταξικής ειρήνης.
Τα μέτρα που
πάρθηκαν σε αυτή την κατεύθυνση, κυρίως στις ΗΠΑ και σε μικρότερη έκταση στη
Γερμανία, αναζωογόνησαν κάπως την καπιταλιστική οικονομία όμως δεν ακολούθησε
άνοδος.
Αντίθετα.
Το 1937
επανέκαμψε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση.
Η ανεργία
ξεπέρασε και τα επίπεδα του 1933, ενώ οι μισθοί εξανεμίστηκαν.
Αυξήθηκαν
τότε οι πολεμικές παραγγελίες και μαζί τους ο μιλιταρισμός.
Η αύξηση των
πολεμικών παραγγελιών όξυνε τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και η όξυνση αυτή με
τη σειρά της εντατικοποιούσε ακόμα περισσότερο τους πολεμικούς εξοπλισμούς.
Η αύξηση των
όπλων απέκλειε το ένα μετά το άλλο τα άλλα μέσα για την έξοδο από την κρίση
μέχρι που απέμεινε μόνο ο πόλεμος που θα έφερνε μια τεράστια καταστροφή
παραγωγικών δυνάμεων που ήταν και η μόνη λύση.
Ωστόσο ο
πόλεμος είχε ήδη ρίξει τη βαριά σκιά του από τις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία και αντεπαναστατικός
πυρετός
Ο πρόεδρος του Γερμανικού Ράιχ Πάουλ Φον Χίντεμπουργκ
παραδίδει την καγκελαρία στον Α. Χίτλερ
Η
καπιταλιστική κρίση, πέραν όλων των άλλων, έφερε στην ημερήσια διάταξη την
καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης και τη βάναυση καταστολή του εργατικού και
λαϊκού κινήματος.
Το 1931
ιαπωνικός στρατός εισβάλει στη Μαντζουρία, στη Βόρεια Κίνα,
δημιουργώντας άμεσους κινδύνους για τις βάσεις άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών,
αλλά και για τη Σοβιετική Ένωση στα σύνορα της οποίας συγκεντρώθηκαν
εξοπλισμένοι αντεπαναστάτες Ρώσοι εμιγκρέδες.
Τελικά η
Ιαπωνία δεν επιτέθηκε ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, αλλά στις ΗΠΑ, γεγονός που
αναδεικνύει την οξύτητα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Στις 30
Γενάρη 1933 οι εθνικοσοσιαλιστές κέρδισαν στις γερμανικές εκλογές
και πήραν την εξουσία, σηματοδοτώντας τη στροφή της γερμανικής μεγαλοαστικής
τάξης προς τον πόλεμο. Εξάλλου ο Χίτλερ τροφοδοτήθηκε από την Ομοσπονδία
Γερμανικών Βιομηχανιών που έβλεπε την αδυναμία της σοσιαλδημοκρατίας να
υλοποιήσει τα σχέδιά τους.
Οι
εθνικοσοσιαλιστές ήταν και παρέμειναν σε ολόκληρη τη διάρκεια της ύπαρξής τους
ο πιο τέλειος εκφραστής των συμφερόντων των Γερμανών καπιταλιστών.
Τα κέρδη
τους ήταν μυθικά και εξηγούν ως ένα βαθμό και τη γρήγορη ανάκαμψη της Γερμανίας
μετά τον πόλεμο.
Το 1933
καταγράφηκαν επίσημα κέρδη των γερμανικών επιχειρήσεων ύψους 6.600.000.000
μάρκων, ενώ το 1939 το ποσό αυτό σχεδόν τριπλασιάστηκε αγγίζοντας τα 15.000.000.000
μάρκα.
Αυτές οι
επιχειρήσεις «τσέπωσαν» τα κολοσσιαία κέρδη της στρατιωτικοποίησης και της
δουλικής εκμετάλλευσης των ξένων, ιδιαιτέρα «Ανατολικών εργατών», αλλά και της
λεηλασίας όλης της Ευρώπης.
Οι ναζιστές
πέτυχαν την απρόσκοπτη κερδοφορία των αφεντικών τους με τη συντριβή κάθε
οργάνωσης των εργαζομένων.
Στην κούνια
του ναζισμού και του πολέμου παραστάθηκαν και οι αστικές «δημοκρατίες» σαν
στοργικές μάγισσες.
Σχέσεις με
τους ναζί εγκληματίες είχαν αναπτύξει ο πρόεδρος της «Στάνταρτ Όιλ», Ουίλιαμ
Τίγκλ και ο Βρετανός πρόεδρος της «Σελ» σερ Χέντρι Ντίντερτιγκ.
Με την άδεια
της κυβέρνησης των ΗΠΑ, αμερικανικές εταιρείες πωλούσαν στους ναζί εφευρέσεις
όπως συνθετικό καουτσούκ, βενζίνη, νέες εκρηκτικές ουσίες και αλουμίνιο. Υλικά
που ήταν απαραίτητα για την ανάπτυξη πολεμικής βιομηχανίας.
Οι
οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές των καπιταλιστικών κρατών με τη Γερμανία
συνεχίστηκαν ακόμη και στη διάρκεια του πολέμου.
Επίσης το Βατικανό
αναγνώρισε αμέσως το Γ΄ Ράιχ. Στο πρόσωπο της Γερμανίας έβλεπε τη δύναμη που θα
συντρίψει τη Σοβιετική Ένωση. Γι' αυτό, όταν η Γερμανία κατέλαβε την καθολική
Πολωνία, το Βατικανό δεν αντέδρασε. Το ίδιο έκανε και για το ολοκαύτωμα των
Εβραίων.
(Συνεχίζεται...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου