Στις 2 Ιούλη 1925,
γεννήθηκε ο πρώην πρωθυπουργός του Κονγκό, Πατρίς Λουμούμπα.
Στις αρχές του 1961 η χώρα είναι ουσιαστικά κατακερματισμένη, σε τρία διαφορετικά κέντρα εξουσίας: τη Λεοποντβίλ (σημερινή Κινσάσα) του Προέδρου Καζαβούμπου, τη Στάνλεϊβιλ (Κισαγκάνι) υπό τον έλεγχο του Αντουάν Γκιζένκα, πρώην στελέχους της κυβέρνησης Λουμούμπα και την Ελιζαμπετβίλ, της αποσχισμένης Κατάνγκα, υπό το Μωυσή Τσόμπε, όπου από τα τέλη του χρόνου υπάρχουν και δυνάμεις του ΟΗΕ.
Οσο για τον ίδιο τον Πατρίς Λουμούμπα, ηγετική προσωπικότητα του απελευθερωτικού κινήματος της Αφρικής, βρίσκεται φυλακισμένος ήδη από το φθινόπωρο του 1960. Εχει χάσει οριστικά το πολιτικό παιχνίδι και σε λίγο θα χάσει και την ίδια του τη ζωή.
Ο ΟΗΕ κάθε άλλο παρά αμερόληπτος θεωρείται στην κρίση του Κογκό κι έτσι οι συζητήσεις στους κόλπους του δεν οδηγούν πουθενά. Αντίθετα, η στάση του γενικού γραμματέα Νταγκ Χάμερσκελντ προκαλεί την οργή των οπαδών του Λουμούμπα, οι οποίοι ζητούν την άμεση καθαίρεσή του.
Ομως, η παρουσία του Λουμούμπα, έστω και στη φυλακή, θεωρείται ενοχλητική κι έτσι μεθοδεύεται η φυσική του εξόντωση. Το Γενάρη τον απομακρύνουν από τη Λεοποντβίλ και τον μεταφέρουν σε φυλακή της Κατάνγκα, όπου το καθεστώς του Μωυσή Τσόμπε μεταχειρίζεται κτηνωδώς τους αντιπάλους του.
Μέσα σε ελάχιστες βδομάδες μετά την εκεί μεταγωγή του, στις 18 του Γενάρη, ο Λουμούμπα δραπέτευσε από τη φυλακή του και στη συνέχεια σφαγιάστηκε από μέλη φυλής εχθρικής προς τη δική του. Η αναγγελία της δολοφονίας του Λουμούμπα ξεσηκώνει παγκόσμια κατακραυγή κατά των ΗΠΑ, του Βελγίου και της Βρετανίας.
Συγκλονισμένος από τη δολοφονία του Λουμούμπα ο Γιάννης Ρίτσος γράφει το ποίημα «Ο Μαύρος Άγιος»:
«Ο Μαύρος Άγιος»
Άρπαξαν το χρυσάφι σου και σου ’δωσαν
χάντρες και καθρεφτάκια…
Μες στη φωτιά και στο συναγερμό και
σ’ όνειρα θολά και μπερδεμένα
Ξεσπούσες σε τραγούδια πόνου απλά και
δίχως λόγια…
Μουσική, εσύ μας βοήθησες.
ΠΑΤΡΙΣ ΛΟΥΜΟΥΜΠΑ
I
ΠΑΤΡΙΣ ΛΟΥΜΟΥΜΠΑ – ένα μεγάλο κάτασπρο γέλιο μες στη νύχτα
του προσώπου σου,
στη νύχτα του λάου σου, στη νύχτα της χώρας σου –
ένα άσπρο γέλιο – λάμπιζε στα τζάμια των φτωχόσπιτων,
στα χείλη των μαύρων μανάδων, των μαύρων παιδιών,
όπως η αυγή πίσω απ’ τα δάση ή πίσω απ’ τα βουνά του κάρβουνου,
άσπρο σαν το χεροσφίξιμο δυο μαύρων χεριών
άσπρο σαν την απόφαση της ελευθερίας
άσπρο σαν τη δύναμη της αδελφοσύνης.
Πάτρις Λουμούμπα, είχες δει τα κομμένα χέρια των αδελφών σου
διατηρημένα στ’ αλάτι μέσα στα κοφίνια των αφεντάδων,
είχες δει τη λάμψη απ’ τα διαμάντια σας να φωτίζει ξένα συμπόσια,
είχες δει το χρυσάφι της χώρας σου να γεμίζει τα όπλα των δολοφόνων
της χώρας σου.
Είχες δει το αίμα και τα σίδερα, και τ’ άστρα πίσω απ’ τα σίδερα.
Είχες δει τα μικρά καθρεφτάκια να συγκεντρώνουν τις αχτίνες του ήλιου
και να τις ρίχνουν καταπρόσωπο στ’ αδέρφια σου, τυφλώνοντας
τ’ αδέρφια σου.
Κι είχες δει τη μορφή του Ιησού μες σ’ ένα καθρεφτάκι
να κλαίει με μαύρα δάκρυα τυφλωμένη απ’ τους εμπόρους του λόγου Του.
Είχες ακούσει το ταμ-ταμ κάτω απ’ τα δάση σε κωφάλαλες νύχτες,
μια μουσική χωρίς λόγια – κύμα το κύμα, καθάριος ρυθμός,
να ’ρχεται και να φεύγει, ν’ ανεβαίνει, να μακραίνει
ήχος μονάχα και ρυθμός μες στα δάση του λάου σου –
Κύμα το κύμα η μυστική παλίρροια μες στο μαγνητικό σκοτάδι,
χωρίς λόγια ρυθμός – ο ρυθμός του αίματος
ρυθμός που συδαυλίζει το αίμα
ρυθμός που ανάβει το άσπρο φεγγάρι πάνω απ’ τα κύματα του σκοταδιού
και των δέντρων
ρυθμός που ανάβει ένα κάτασπρο γέλιο στα κατάμαυρα χείλη –
Γιατί ο ρυθμός του αίματος βαδίζει πάντα κατευθείαν προς την ελευθερία.
II
ΠΑΤΡΙΣ ΛΟΥΜΟΥΜΠΑ, άλλο δεν είχες από ’να άσπρο γέλιο μπροστά
σ’ όλο το μαύρο
μπροστά σ’ όλο το μαύρο του θανάτου, σ’ όλο το μαύρο της αδικίας –
ένα άσπρο γέλιο σαν τη θέληση της δικαιοσύνης,
άσπρο-άσπρο, συναγμένο σπόρο-σπόρο απ’ την καρδιά του λαού σου
όπως συνάζουμε απ’ τα σκόρπια αστέρια μιας απέραντης νύχτας
την άσπρη ανάμνηση, την άσπρη αναμονή, την άσπρη περηφάνια
την άσπρη δύναμη της καλής μάχης άντικρυ σ’ όλους τους άσπρους
δολοφόνους
άντικρυ σ’ όλες τις μαύρες δυστυχίες.
Πάτρις Λουμούμπα – ένα άσπρο γέλιο στη νύχτα του λαού σου.
Όλα τα ντουφέκια σημάδευαν το γέλιο σου.
Πάνω στο γέλιο σου σημάδευαν την καρδιά της Αφρικής. Πολύ γελούσες,
Πάτρις Λουμούμπα.
Πολύ πίστευες στη δικαιοσύνη των αδικημένων. Έδινες στόχο,
Πάτρις Λουμούμπα.
Όλα τα ντουφέκια σημάδευαν το γέλιο σου. Φυλάξου, Πάτρις, σου
φωνάζαμε.
Φυλάξου, αδελφέ μας, σου φωνάζαμε.
Φύλαξε το γέλιο του λαού σου. Φύλαξέ μας το.
Εσύ, πολύ πίστευες στην ελευθερία, πολύ γελούσες, μαύρε αδελφέ μας.
Και σε σκότωσαν.
Πάτρις Λουμούμπα, σε σκότωσαν γιατί πολύ αγαπούσες να γελούν
τα μαύρα αδέρφια σου
ένα άσπρο γέλιο κατάντικρυ σ’ όλες τις νύχτες. Και σε σκότωσαν.
Ένα άσπρο γέλιο, Πάτρις Λουμούμπα, – αυτό δεν το σκότωσαν.
Δεν μπόρεσαν, Πάτρις Λουμούμπα.
Δε σκότωσαν τ’ άσπρο σου γέλιο, την άσπρη σου πίστη, την άσπρη σου
δύναμη,
την πίστη στ’ άσπρο γέλιο πάνω σ’ όλα τα πικραμένα στόματα.
Πάτρις Λουμούμπα, δε σκοτώθηκε το γέλιο σου, – μεγάλα ποτάμια
από άσπρο φως κατηφορίζουν μες στη νύχτα των μαύρων. Καλημέρα,
αδελφέ μας –
μεγάλα άσπρα μαχαίρια απ’ το γέλιο σου μπήγονται
στις μαύρες καρδιές των άσπρων δολοφόνων. Καλημέρα,
Πάτρις Λουμούμπα,
το άσπρο σου γέλιο ανατέλλει ασημάδευτο πάνω απ’ τη μαύρη σου χώρα
μέσα σ’ όλες τις ετοιμόρροπες νύχτες των ξυπνημένων σκλάβων.
Πάτρις Λουμούμπα, τ’ άσπρο σου γέλιο, το εύστοχο, τραβάει απόψε για
την Αφροδίτη.
III
ΞΥΠΟΛΥΤΑ ΠΟΔΙΑ σε πορεία – δε φαίνονται πρόσωπα,
σα μια φωτογραφία παρέλασης κομμένη κάτω απ’ τη μέση –
πόδια ξυπόλυτα, πόδια βαρύγδουπα, σηκώνοντας σύγνεφα σκόνη, πόδια
κατάμαυρα,
ζυμώνοντας το χώμα με το αίμα – σύγνεφα φωτιά – προχωρείτε –
πορεία πείνας, πορεία εξέγερσης, απεργία θανάτου,
παρέλαση, διαδήλωση – πορεία μαρτυρίου – δε φαίνεται τίποτα –
Μαύρα πόδια, κατάμαυρα, κόκκινα πόδια απ’ τις πληγές και το δρόμο,
πόδια κομμένα, πόδια στρεβλωμένα, πόδια αγονάτιστα,
τα πόδια του μικρού Ρολάν, τα πόδια της Πωλίν,
τα πόδια των νεκρών, τα πόδια των νεκρών, των σκοτωμένων,
ξυπόλυτα πόδια για το πένθος της φυλής Λιγκάλα
ξυπόλυτα πόδια για το πένθος αιώνων
ζυμώνοντας τη γη σιωπηλά με το αίμα τού Πάτρις, φτιάχνοντας
ένα πελώριο κόκκινο ψωμί για το στόμα τού κόσμου –
Τρέχτε, προφτάστε, ξυπόλυτα πόδια, αδελφικά μας πόδια,
πατήστε τους μεταμφιεσμένους βόες, πατήστε τα κουφάρια των
Διπλωματών –
(α, κύριοι Διπλωμάτες, πολύ σας πάει ν’ αναφέρεσθε σ’ ένα ποίημα,
πολύ σας πάει – χαμόγελο της χυδαιότητας πίσω απ’ τους άσπρους
δουλεμένους τρόπους,
ακονισμένη ευγένεια της οχιάς, ψυχρό μελετημένο μίσος,
μεθοδικό έγκλημα, έγκλημα, έγκλημα) – πώς μπορείτε ακόμη να
σωπαίνετε
ποιήματα, υπόδουλοι της σιωπής, συνένοχοι της σιωπής,
μελετημένα λόγια του τίποτα, μελετημένες χειρονομίες του τίποτα,
αστεία προσωπεία, τραγικά προσωπεία που πίσω απ’ τα μεγάλα κούφια
μάτια σας
σπιθοβολάει αυτάρεσκα το άδειο – στο διάολο, στο διάολο, στο διάολο.
Μαύρα πόδια, κατάμαυρα, κόκκινα πόδια, πληγιασμένα, ροζιασμένα,
σπάστε τις πόρτες, σπάστε τα κάγκελα των αποικιοκρατών, συντρίφτε
τα κεφάλια των ευγενών Διπλωματών, τα κεφάλια
των μαύρων Τσόμπε, των άσπρων Τσόμπε – προχωρείτε, προχωρείτε,
μαύρα πόδια, κόκκινα πόδια, αδελφικά μας πόδια,
τρέχτε, προφτάστε, μαύρα πόδια, ματωμένα πόδια, τρέχτε,
ζυμώνοντας τη γη σ’ ένα ψωμί – προχωρείτε, προχωρείτε,
σπάστε τις μεγάλες τζαμόπορτες που πίσω τους οι αναίσχυντοι χωνεύουν
τον ιδρώτα σας.
χαράχτε με τα συντριμμένα κρύσταλλα τα μαύρα μάγουλα του
τραγουδιού μου
τώρα που οι χαρακιές ασπρίζουν στης Πωλίν τα μάγουλα απ’ τον πόνο.
Τρέχτε, λοιπόν, σπάστε τα τζάμια του ήλιου, σπάστε τα
κι εξορύχτε τα μάτια του τραγουδιού μου με τα σπασμένα τζάμια
για να μη βλέπει τη ντροπή του αιώνα μας. Τρέχτε. Προχωρείτε,
μαύρα πόδια, κόκκινα πόδια, αδελφικά μας πόδια,
ζυμώστε το χώμα με το αίμα τού Πάτρις –
το χώμα των τάφων είναι φρέσκο – κάνει για σταμνιά, για σπίτια,
για σχολεία,
βασανισμένα πόδια, αδελφικά μας πόδια, προχωρείτε.
IV
ΤΑΜ - ΤΑΜ, ταμ - ταμ – μέσα στα δάση, μέσα στα σπήλαια,
μες στα ορυχεία,
κάτω απ’ την κοιλιά των αλόγων, κάτω απ’ τις μασκάλες της νύχτας –
ταμ - ταμ, ταμ - ταμ –
τα μάτια των ζώων πίσω απ’ τα κλαδιά της νύχτας – ταμ - ταμ –
το φώσφορο του τρόμου πυκνωμένο, μ’ ένα μικρό μαύρο σταυρό στην
κόρη του ματιού – ταμ - ταμ –
και το ταμπούρλο του φεγγαριού – καλά τεντωμένο το κίτρινο πετσί
– ταμ - ταμ, ταμ - ταμ –
πιο γοργός ο ρυθμός, πιο γοργός, πιο γοργός, – προχωρείτε,
προχωρείτε σκλάβοι κάτω απ’ τη νύχτα του πετσιού σας
κάτω απ’ το πετσί της νύχτας – ταμ - ταμ - ταμ. Κι ό Πάτρις
γυμνός, απέραντος, αόρατος, πανίσχυρος
νύχτα μέσα στη νύχτα
με το ταμπούρλο τού φεγγαριού κρεμασμένο στο λαιμό του
με το ταμπούρλο του φεγγαριού πάνω στα νεφρά του
– ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ – χτυπώντας με τα δυο γιγάντια χέρια του
μπροστολάτης – ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ – χτυπώντας το εγερτήριο
μες στη μεγάλη νύχτα των σκλάβων – ταμ -ταμ - ταμ –
κι η νύχτα μ’ όλο της το τρίχωμα ανατριχιασμένο
σαν πελώριος σκαντζόχοιρος, στριμώχνοντας
στον τοίχο του κοιμητηρίου τους δολοφόνους - γυμνοσάλιαγκες – άκου,
άκου –
ταμ - ταμ, ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ –προχωρείτε, προχωρείτε.
V
ΣΩΠΑ, ΣΩΠΑ. Τίποτα. Φώναξε, φώναξε. Τίποτα.
Δε φτάνει η σιωπή. Δε φτάνει ή φωνή. Δε φτάνει, σου λέω, το μαχαίρι.
Έχεις ένα σπίρτο; Κάψε τα ποιήματα. Βάλε φωτιά στο σώμα σου
να καίγεσαι όρθιος, να μυρίζεσαι το λίπος σου που λιώνει, να μυρίζεσαι
το κερί πού λιώνει – το κερί συγκεντρωμένο απ’ όλες τις κερήθρες των
αιώνων,
το κερί που ’χει αδειάσει απ’ όλο το μέλι των αιώνων –
Γυμνό κερί – μια λαμπάδα με χίλια φιτίλια,
Όρθια λαμπάδα μπρός στα μάτια των δολοφόνων, καίγοντας τα
ματόκλαδα των δολοφόνων,
καίγοντας τους βολβούς τών δολοφόνων,
Όρθια λαμπάδα ανάβοντας το απέραντο φιτίλι
διακλαδωμένο κάτω απ’ όλα τα πτώματα των σκλάβων
κάτω απ’ όλους τους τάφους
μέσα σ’ όλο το σφιχτοκλεισμένο δυναμίτη της οργής
κάτω απ’ όλα τα βουνά της αδικίας. Ένα σπίρτο; Η λαμπάδα. Το φιτίλι.
Ο δυναμίτης. Πυρ.
Ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ, ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ – προχωρείτε,
προχωρείτε.
VI
Ο ΠΑΤΡΙΣ ΗΤΑΝ όμορφος σαν το βέβαιο ξημέρωμα πίσω απ’ τα
καμένα σπίτια
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν τον αλογάριαστο έρωτα
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν το αδίσταχτο χρέος
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν την ολόκληρη πράξη
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν την αδιάλλακτη δικαιοσύνη
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν όρθιος ολόγυμνος άντρας λίγο πριν
απ’ τον έρωτα
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν άγαλμα από μπρούντζο,
Όμορφος – τίποτα’ άλλο – ένα άγαλμα του ανθρώπου πριν πεθάνει
ο άνθρωπος,
ένα άγαλμα όπου δεν πεθαίνει ό άνθρωπος. Πλύντε το σώμα του
παραδομένο τώρα στη ζωή και στο θάνατο – ολόκληρο· – προσέχτε
όταν σκουπίζετε το στόμα του μην του αφαιρέσετε
το φιλί, τη σιωπή, το χαμόγελο.
Μέσα στη νύχτα
του χρόνου και τού σώματος του, ανάφτε τα τσιγάρα σας
και ρουφώντας βαθιά, όπως την ώρα της οδύνης,
όπως την ώρα της αναμονής, όπως την ώρα
της μαζικής οργής και της ομαδικής απόφασης,
φωτίστε τον ολόκληρο με τα τσιγάρα σας, όπως οι αστραπές της άνοιξης
φωτίζουν τα μεγάλα δάση και τις πέτρινες οροσειρές. Φωτίστε τον.
Ο Πάτρις ήταν όμορφος σα σκοτεινή οροσειρά όπου καταφεύγουν
οι στρατιώτες της ελευθερίας την παραμονή της μεγάλης επίθεσης.
Ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν όρκος που δόθηκε για πάντα στο λαό – τόσο
όμορφος
ο Μαύρος Άγιος με το άσπρο χαμόγελο.
VII
ΑΠΟΨΕ ο Μαύρος Άγιος στα δεξιά του Άσπρου Χριστού,
μπροστά σ’ ένα γυμνό τραπέζι από αφρικανικό μπαμπού, όπου κείτονται
τα λιγοστά ματωμένα του ποιήματα, μαθαίνει στον Κύριο:
«Το αίμα που εχύθη απ’ τις πληγές και των δυο μας
κάτω απ’ τα ίδια καρφιά, κάτω απ’ την ίδια λόγχη, κάτω απ’ τα ίδια
αγκάθια,
έχει το ίδιο χρώμα, Κύριε, – όχι μαύρο, όχι άσπρο – κόκκινο χρώμα,
Κύριε,
σαν το λάβαρο της δικαιοσύνης». Ο Χριστός ακούει,
καταλαβαίνει και σωπαίνει. Αλήθεια, κόκκινο.
Και κοκκινίζει το χλωμό του πρόσωπο από ντροπή κι από θυμό.
Κοκκινίζει.
Φέρνει τις δυο παλάμες του επάνω στις παλάμες
του Μαύρου Αγίου, αντικριστά, σα να δίνει τον όρκο·
– τα ίδια σημάδια και στις τέσσερεις παλάμες
κι απ’ την οπή των τεσσάρων ενωμένων χεριών
μια δέσμη αχτίνες πέφτει στο γυμνό τούτο τραπέζι
πού συνεχίζουμε τα κόκκινα τραγούδια Του και το άσπρο Του γέλιο.
Απόψε, ο Μαύρος Άγιος, στα δεξιά των Λαών, υπαγορεύει:
Το αίμα δεν είναι μαύρο ούτε άσπρο – είναι κόκκινο
όπως το χρώμα της αδελφοσύνης. Δεν πρέπει να χύνεται το αίμα.
ΑΘΗΝΑ, 13 – 17 Φεβρουαρίου 1961
Εργάστηκε ως ταχυδρομικός υπάλληλος και το 1957 συμμετείχε
στην ίδρυση του Εθνικού Κινήματος του Κονγκό, μίας χαλαρής συμμαχίας των
αγροτών από τις κεντρικές περιοχές, των ανέργων στις πόλεις και διαφόρων φυλών
στο Νότο.
1961: Η δολοφονία του Λουμούμπα ξεσηκώνει παγκόσμια
κατακραυγή
Το 1961 στην καρδιά της Αφρικής συντελείται μια
«τερατογένεση». Με άφθονο αίμα συγκροτείται σταδιακά ένα τεράστιο κράτος, το
Κογκό, η ενότητα του οποίου δε βασίζεται σε καμιά εθνική ή οικονομική ενότητα,
εξυπηρετεί όμως τα συμφέροντα των αποικιακών δυνάμεων. Το Κογκό (σημερινό Ζαΐρ)
θα παραμείνει μια βραδυφλεγής βόμβα που ακόμη και σήμερα, δεκαετίες μετά,
απειλεί με την αποσύνθεσή του να βυθίσει στο χάος ολόκληρη την Αφρική.
Στις αρχές του 1961 η χώρα είναι ουσιαστικά κατακερματισμένη, σε τρία διαφορετικά κέντρα εξουσίας: τη Λεοποντβίλ (σημερινή Κινσάσα) του Προέδρου Καζαβούμπου, τη Στάνλεϊβιλ (Κισαγκάνι) υπό τον έλεγχο του Αντουάν Γκιζένκα, πρώην στελέχους της κυβέρνησης Λουμούμπα και την Ελιζαμπετβίλ, της αποσχισμένης Κατάνγκα, υπό το Μωυσή Τσόμπε, όπου από τα τέλη του χρόνου υπάρχουν και δυνάμεις του ΟΗΕ.
Οσο για τον ίδιο τον Πατρίς Λουμούμπα, ηγετική προσωπικότητα του απελευθερωτικού κινήματος της Αφρικής, βρίσκεται φυλακισμένος ήδη από το φθινόπωρο του 1960. Εχει χάσει οριστικά το πολιτικό παιχνίδι και σε λίγο θα χάσει και την ίδια του τη ζωή.
Ο ΟΗΕ κάθε άλλο παρά αμερόληπτος θεωρείται στην κρίση του Κογκό κι έτσι οι συζητήσεις στους κόλπους του δεν οδηγούν πουθενά. Αντίθετα, η στάση του γενικού γραμματέα Νταγκ Χάμερσκελντ προκαλεί την οργή των οπαδών του Λουμούμπα, οι οποίοι ζητούν την άμεση καθαίρεσή του.
Ομως, η παρουσία του Λουμούμπα, έστω και στη φυλακή, θεωρείται ενοχλητική κι έτσι μεθοδεύεται η φυσική του εξόντωση. Το Γενάρη τον απομακρύνουν από τη Λεοποντβίλ και τον μεταφέρουν σε φυλακή της Κατάνγκα, όπου το καθεστώς του Μωυσή Τσόμπε μεταχειρίζεται κτηνωδώς τους αντιπάλους του.
Μέσα σε ελάχιστες βδομάδες μετά την εκεί μεταγωγή του, στις 18 του Γενάρη, ο Λουμούμπα δραπέτευσε από τη φυλακή του και στη συνέχεια σφαγιάστηκε από μέλη φυλής εχθρικής προς τη δική του. Η αναγγελία της δολοφονίας του Λουμούμπα ξεσηκώνει παγκόσμια κατακραυγή κατά των ΗΠΑ, του Βελγίου και της Βρετανίας.
Συγκλονισμένος από τη δολοφονία του Λουμούμπα ο Γιάννης Ρίτσος γράφει το ποίημα «Ο Μαύρος Άγιος»:
«Ο Μαύρος Άγιος»
Άρπαξαν το χρυσάφι σου και σου ’δωσαν
χάντρες και καθρεφτάκια…
Μες στη φωτιά και στο συναγερμό και
σ’ όνειρα θολά και μπερδεμένα
Ξεσπούσες σε τραγούδια πόνου απλά και
δίχως λόγια…
Μουσική, εσύ μας βοήθησες.
ΠΑΤΡΙΣ ΛΟΥΜΟΥΜΠΑ
I
ΠΑΤΡΙΣ ΛΟΥΜΟΥΜΠΑ – ένα μεγάλο κάτασπρο γέλιο μες στη νύχτα
του προσώπου σου,
στη νύχτα του λάου σου, στη νύχτα της χώρας σου –
ένα άσπρο γέλιο – λάμπιζε στα τζάμια των φτωχόσπιτων,
στα χείλη των μαύρων μανάδων, των μαύρων παιδιών,
όπως η αυγή πίσω απ’ τα δάση ή πίσω απ’ τα βουνά του κάρβουνου,
άσπρο σαν το χεροσφίξιμο δυο μαύρων χεριών
άσπρο σαν την απόφαση της ελευθερίας
άσπρο σαν τη δύναμη της αδελφοσύνης.
Πάτρις Λουμούμπα, είχες δει τα κομμένα χέρια των αδελφών σου
διατηρημένα στ’ αλάτι μέσα στα κοφίνια των αφεντάδων,
είχες δει τη λάμψη απ’ τα διαμάντια σας να φωτίζει ξένα συμπόσια,
είχες δει το χρυσάφι της χώρας σου να γεμίζει τα όπλα των δολοφόνων
της χώρας σου.
Είχες δει το αίμα και τα σίδερα, και τ’ άστρα πίσω απ’ τα σίδερα.
Είχες δει τα μικρά καθρεφτάκια να συγκεντρώνουν τις αχτίνες του ήλιου
και να τις ρίχνουν καταπρόσωπο στ’ αδέρφια σου, τυφλώνοντας
τ’ αδέρφια σου.
Κι είχες δει τη μορφή του Ιησού μες σ’ ένα καθρεφτάκι
να κλαίει με μαύρα δάκρυα τυφλωμένη απ’ τους εμπόρους του λόγου Του.
Είχες ακούσει το ταμ-ταμ κάτω απ’ τα δάση σε κωφάλαλες νύχτες,
μια μουσική χωρίς λόγια – κύμα το κύμα, καθάριος ρυθμός,
να ’ρχεται και να φεύγει, ν’ ανεβαίνει, να μακραίνει
ήχος μονάχα και ρυθμός μες στα δάση του λάου σου –
Κύμα το κύμα η μυστική παλίρροια μες στο μαγνητικό σκοτάδι,
χωρίς λόγια ρυθμός – ο ρυθμός του αίματος
ρυθμός που συδαυλίζει το αίμα
ρυθμός που ανάβει το άσπρο φεγγάρι πάνω απ’ τα κύματα του σκοταδιού
και των δέντρων
ρυθμός που ανάβει ένα κάτασπρο γέλιο στα κατάμαυρα χείλη –
Γιατί ο ρυθμός του αίματος βαδίζει πάντα κατευθείαν προς την ελευθερία.
II
ΠΑΤΡΙΣ ΛΟΥΜΟΥΜΠΑ, άλλο δεν είχες από ’να άσπρο γέλιο μπροστά
σ’ όλο το μαύρο
μπροστά σ’ όλο το μαύρο του θανάτου, σ’ όλο το μαύρο της αδικίας –
ένα άσπρο γέλιο σαν τη θέληση της δικαιοσύνης,
άσπρο-άσπρο, συναγμένο σπόρο-σπόρο απ’ την καρδιά του λαού σου
όπως συνάζουμε απ’ τα σκόρπια αστέρια μιας απέραντης νύχτας
την άσπρη ανάμνηση, την άσπρη αναμονή, την άσπρη περηφάνια
την άσπρη δύναμη της καλής μάχης άντικρυ σ’ όλους τους άσπρους
δολοφόνους
άντικρυ σ’ όλες τις μαύρες δυστυχίες.
Πάτρις Λουμούμπα – ένα άσπρο γέλιο στη νύχτα του λαού σου.
Όλα τα ντουφέκια σημάδευαν το γέλιο σου.
Πάνω στο γέλιο σου σημάδευαν την καρδιά της Αφρικής. Πολύ γελούσες,
Πάτρις Λουμούμπα.
Πολύ πίστευες στη δικαιοσύνη των αδικημένων. Έδινες στόχο,
Πάτρις Λουμούμπα.
Όλα τα ντουφέκια σημάδευαν το γέλιο σου. Φυλάξου, Πάτρις, σου
φωνάζαμε.
Φυλάξου, αδελφέ μας, σου φωνάζαμε.
Φύλαξε το γέλιο του λαού σου. Φύλαξέ μας το.
Εσύ, πολύ πίστευες στην ελευθερία, πολύ γελούσες, μαύρε αδελφέ μας.
Και σε σκότωσαν.
Πάτρις Λουμούμπα, σε σκότωσαν γιατί πολύ αγαπούσες να γελούν
τα μαύρα αδέρφια σου
ένα άσπρο γέλιο κατάντικρυ σ’ όλες τις νύχτες. Και σε σκότωσαν.
Ένα άσπρο γέλιο, Πάτρις Λουμούμπα, – αυτό δεν το σκότωσαν.
Δεν μπόρεσαν, Πάτρις Λουμούμπα.
Δε σκότωσαν τ’ άσπρο σου γέλιο, την άσπρη σου πίστη, την άσπρη σου
δύναμη,
την πίστη στ’ άσπρο γέλιο πάνω σ’ όλα τα πικραμένα στόματα.
Πάτρις Λουμούμπα, δε σκοτώθηκε το γέλιο σου, – μεγάλα ποτάμια
από άσπρο φως κατηφορίζουν μες στη νύχτα των μαύρων. Καλημέρα,
αδελφέ μας –
μεγάλα άσπρα μαχαίρια απ’ το γέλιο σου μπήγονται
στις μαύρες καρδιές των άσπρων δολοφόνων. Καλημέρα,
Πάτρις Λουμούμπα,
το άσπρο σου γέλιο ανατέλλει ασημάδευτο πάνω απ’ τη μαύρη σου χώρα
μέσα σ’ όλες τις ετοιμόρροπες νύχτες των ξυπνημένων σκλάβων.
Πάτρις Λουμούμπα, τ’ άσπρο σου γέλιο, το εύστοχο, τραβάει απόψε για
την Αφροδίτη.
III
ΞΥΠΟΛΥΤΑ ΠΟΔΙΑ σε πορεία – δε φαίνονται πρόσωπα,
σα μια φωτογραφία παρέλασης κομμένη κάτω απ’ τη μέση –
πόδια ξυπόλυτα, πόδια βαρύγδουπα, σηκώνοντας σύγνεφα σκόνη, πόδια
κατάμαυρα,
ζυμώνοντας το χώμα με το αίμα – σύγνεφα φωτιά – προχωρείτε –
πορεία πείνας, πορεία εξέγερσης, απεργία θανάτου,
παρέλαση, διαδήλωση – πορεία μαρτυρίου – δε φαίνεται τίποτα –
Μαύρα πόδια, κατάμαυρα, κόκκινα πόδια απ’ τις πληγές και το δρόμο,
πόδια κομμένα, πόδια στρεβλωμένα, πόδια αγονάτιστα,
τα πόδια του μικρού Ρολάν, τα πόδια της Πωλίν,
τα πόδια των νεκρών, τα πόδια των νεκρών, των σκοτωμένων,
ξυπόλυτα πόδια για το πένθος της φυλής Λιγκάλα
ξυπόλυτα πόδια για το πένθος αιώνων
ζυμώνοντας τη γη σιωπηλά με το αίμα τού Πάτρις, φτιάχνοντας
ένα πελώριο κόκκινο ψωμί για το στόμα τού κόσμου –
Τρέχτε, προφτάστε, ξυπόλυτα πόδια, αδελφικά μας πόδια,
πατήστε τους μεταμφιεσμένους βόες, πατήστε τα κουφάρια των
Διπλωματών –
(α, κύριοι Διπλωμάτες, πολύ σας πάει ν’ αναφέρεσθε σ’ ένα ποίημα,
πολύ σας πάει – χαμόγελο της χυδαιότητας πίσω απ’ τους άσπρους
δουλεμένους τρόπους,
ακονισμένη ευγένεια της οχιάς, ψυχρό μελετημένο μίσος,
μεθοδικό έγκλημα, έγκλημα, έγκλημα) – πώς μπορείτε ακόμη να
σωπαίνετε
ποιήματα, υπόδουλοι της σιωπής, συνένοχοι της σιωπής,
μελετημένα λόγια του τίποτα, μελετημένες χειρονομίες του τίποτα,
αστεία προσωπεία, τραγικά προσωπεία που πίσω απ’ τα μεγάλα κούφια
μάτια σας
σπιθοβολάει αυτάρεσκα το άδειο – στο διάολο, στο διάολο, στο διάολο.
Μαύρα πόδια, κατάμαυρα, κόκκινα πόδια, πληγιασμένα, ροζιασμένα,
σπάστε τις πόρτες, σπάστε τα κάγκελα των αποικιοκρατών, συντρίφτε
τα κεφάλια των ευγενών Διπλωματών, τα κεφάλια
των μαύρων Τσόμπε, των άσπρων Τσόμπε – προχωρείτε, προχωρείτε,
μαύρα πόδια, κόκκινα πόδια, αδελφικά μας πόδια,
τρέχτε, προφτάστε, μαύρα πόδια, ματωμένα πόδια, τρέχτε,
ζυμώνοντας τη γη σ’ ένα ψωμί – προχωρείτε, προχωρείτε,
σπάστε τις μεγάλες τζαμόπορτες που πίσω τους οι αναίσχυντοι χωνεύουν
τον ιδρώτα σας.
χαράχτε με τα συντριμμένα κρύσταλλα τα μαύρα μάγουλα του
τραγουδιού μου
τώρα που οι χαρακιές ασπρίζουν στης Πωλίν τα μάγουλα απ’ τον πόνο.
Τρέχτε, λοιπόν, σπάστε τα τζάμια του ήλιου, σπάστε τα
κι εξορύχτε τα μάτια του τραγουδιού μου με τα σπασμένα τζάμια
για να μη βλέπει τη ντροπή του αιώνα μας. Τρέχτε. Προχωρείτε,
μαύρα πόδια, κόκκινα πόδια, αδελφικά μας πόδια,
ζυμώστε το χώμα με το αίμα τού Πάτρις –
το χώμα των τάφων είναι φρέσκο – κάνει για σταμνιά, για σπίτια,
για σχολεία,
βασανισμένα πόδια, αδελφικά μας πόδια, προχωρείτε.
IV
ΤΑΜ - ΤΑΜ, ταμ - ταμ – μέσα στα δάση, μέσα στα σπήλαια,
μες στα ορυχεία,
κάτω απ’ την κοιλιά των αλόγων, κάτω απ’ τις μασκάλες της νύχτας –
ταμ - ταμ, ταμ - ταμ –
τα μάτια των ζώων πίσω απ’ τα κλαδιά της νύχτας – ταμ - ταμ –
το φώσφορο του τρόμου πυκνωμένο, μ’ ένα μικρό μαύρο σταυρό στην
κόρη του ματιού – ταμ - ταμ –
και το ταμπούρλο του φεγγαριού – καλά τεντωμένο το κίτρινο πετσί
– ταμ - ταμ, ταμ - ταμ –
πιο γοργός ο ρυθμός, πιο γοργός, πιο γοργός, – προχωρείτε,
προχωρείτε σκλάβοι κάτω απ’ τη νύχτα του πετσιού σας
κάτω απ’ το πετσί της νύχτας – ταμ - ταμ - ταμ. Κι ό Πάτρις
γυμνός, απέραντος, αόρατος, πανίσχυρος
νύχτα μέσα στη νύχτα
με το ταμπούρλο τού φεγγαριού κρεμασμένο στο λαιμό του
με το ταμπούρλο του φεγγαριού πάνω στα νεφρά του
– ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ – χτυπώντας με τα δυο γιγάντια χέρια του
μπροστολάτης – ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ – χτυπώντας το εγερτήριο
μες στη μεγάλη νύχτα των σκλάβων – ταμ -ταμ - ταμ –
κι η νύχτα μ’ όλο της το τρίχωμα ανατριχιασμένο
σαν πελώριος σκαντζόχοιρος, στριμώχνοντας
στον τοίχο του κοιμητηρίου τους δολοφόνους - γυμνοσάλιαγκες – άκου,
άκου –
ταμ - ταμ, ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ –προχωρείτε, προχωρείτε.
V
ΣΩΠΑ, ΣΩΠΑ. Τίποτα. Φώναξε, φώναξε. Τίποτα.
Δε φτάνει η σιωπή. Δε φτάνει ή φωνή. Δε φτάνει, σου λέω, το μαχαίρι.
Έχεις ένα σπίρτο; Κάψε τα ποιήματα. Βάλε φωτιά στο σώμα σου
να καίγεσαι όρθιος, να μυρίζεσαι το λίπος σου που λιώνει, να μυρίζεσαι
το κερί πού λιώνει – το κερί συγκεντρωμένο απ’ όλες τις κερήθρες των
αιώνων,
το κερί που ’χει αδειάσει απ’ όλο το μέλι των αιώνων –
Γυμνό κερί – μια λαμπάδα με χίλια φιτίλια,
Όρθια λαμπάδα μπρός στα μάτια των δολοφόνων, καίγοντας τα
ματόκλαδα των δολοφόνων,
καίγοντας τους βολβούς τών δολοφόνων,
Όρθια λαμπάδα ανάβοντας το απέραντο φιτίλι
διακλαδωμένο κάτω απ’ όλα τα πτώματα των σκλάβων
κάτω απ’ όλους τους τάφους
μέσα σ’ όλο το σφιχτοκλεισμένο δυναμίτη της οργής
κάτω απ’ όλα τα βουνά της αδικίας. Ένα σπίρτο; Η λαμπάδα. Το φιτίλι.
Ο δυναμίτης. Πυρ.
Ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ, ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ – προχωρείτε,
προχωρείτε.
VI
Ο ΠΑΤΡΙΣ ΗΤΑΝ όμορφος σαν το βέβαιο ξημέρωμα πίσω απ’ τα
καμένα σπίτια
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν τον αλογάριαστο έρωτα
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν το αδίσταχτο χρέος
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν την ολόκληρη πράξη
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν την αδιάλλακτη δικαιοσύνη
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν όρθιος ολόγυμνος άντρας λίγο πριν
απ’ τον έρωτα
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν άγαλμα από μπρούντζο,
Όμορφος – τίποτα’ άλλο – ένα άγαλμα του ανθρώπου πριν πεθάνει
ο άνθρωπος,
ένα άγαλμα όπου δεν πεθαίνει ό άνθρωπος. Πλύντε το σώμα του
παραδομένο τώρα στη ζωή και στο θάνατο – ολόκληρο· – προσέχτε
όταν σκουπίζετε το στόμα του μην του αφαιρέσετε
το φιλί, τη σιωπή, το χαμόγελο.
Μέσα στη νύχτα
του χρόνου και τού σώματος του, ανάφτε τα τσιγάρα σας
και ρουφώντας βαθιά, όπως την ώρα της οδύνης,
όπως την ώρα της αναμονής, όπως την ώρα
της μαζικής οργής και της ομαδικής απόφασης,
φωτίστε τον ολόκληρο με τα τσιγάρα σας, όπως οι αστραπές της άνοιξης
φωτίζουν τα μεγάλα δάση και τις πέτρινες οροσειρές. Φωτίστε τον.
Ο Πάτρις ήταν όμορφος σα σκοτεινή οροσειρά όπου καταφεύγουν
οι στρατιώτες της ελευθερίας την παραμονή της μεγάλης επίθεσης.
Ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν όρκος που δόθηκε για πάντα στο λαό – τόσο
όμορφος
ο Μαύρος Άγιος με το άσπρο χαμόγελο.
VII
ΑΠΟΨΕ ο Μαύρος Άγιος στα δεξιά του Άσπρου Χριστού,
μπροστά σ’ ένα γυμνό τραπέζι από αφρικανικό μπαμπού, όπου κείτονται
τα λιγοστά ματωμένα του ποιήματα, μαθαίνει στον Κύριο:
«Το αίμα που εχύθη απ’ τις πληγές και των δυο μας
κάτω απ’ τα ίδια καρφιά, κάτω απ’ την ίδια λόγχη, κάτω απ’ τα ίδια
αγκάθια,
έχει το ίδιο χρώμα, Κύριε, – όχι μαύρο, όχι άσπρο – κόκκινο χρώμα,
Κύριε,
σαν το λάβαρο της δικαιοσύνης». Ο Χριστός ακούει,
καταλαβαίνει και σωπαίνει. Αλήθεια, κόκκινο.
Και κοκκινίζει το χλωμό του πρόσωπο από ντροπή κι από θυμό.
Κοκκινίζει.
Φέρνει τις δυο παλάμες του επάνω στις παλάμες
του Μαύρου Αγίου, αντικριστά, σα να δίνει τον όρκο·
– τα ίδια σημάδια και στις τέσσερεις παλάμες
κι απ’ την οπή των τεσσάρων ενωμένων χεριών
μια δέσμη αχτίνες πέφτει στο γυμνό τούτο τραπέζι
πού συνεχίζουμε τα κόκκινα τραγούδια Του και το άσπρο Του γέλιο.
Απόψε, ο Μαύρος Άγιος, στα δεξιά των Λαών, υπαγορεύει:
Το αίμα δεν είναι μαύρο ούτε άσπρο – είναι κόκκινο
όπως το χρώμα της αδελφοσύνης. Δεν πρέπει να χύνεται το αίμα.
ΑΘΗΝΑ, 13 – 17 Φεβρουαρίου 1961
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου