Γεννημένος
στα Τρίκαλα στις 29/3/1926, από
πλούσια οικογένεια κατεβαίνει στην Αθήνα για σπουδές το 1943.
Την
ίδια χρονιά ο Κ. Βίρβος οργανώνεται στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση. Το Μάρτιο του
'44 συλλαμβάνεται να γράφει συνθήματα στους τοίχους και μεταφέρεται στην Ειδική
Ασφάλεια, όπου βασανίστηκε. Στις 12 Ιουνίου 1944 κατάφερε ν' αποφυλακιστεί και
ύστερα από πολλές περιπέτειες έφτασε στον Κόζιακα και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ.
Ο Κώστας
Βίρβος αποτύπωσε ανάγλυφα στο στίχο του όλες τις ανησυχίες, τα όνειρα και τους
πόθους των αδικαίωτων ανθρώπων του λαού μας. Σημάδεψε ολόκληρη εποχή. Η
λυρικότητα που αναβλύζει πηγαία δίνοντας έμφαση στις οδυνηρές εμπειρίες και τα
βιώματα της γενιάς του, ανανέωσε και εμπλούτισε τη θεματολογία, το ύφος και το
περιεχόμενο του λαϊκού τραγουδιού.
Οι μεγάλες
στιγμές της πορείας του, αλλά και της χώρας μας τον συγκλονίζουν. Η Κατοχή, η
Αντίσταση, ο Εμφύλιος, αλλά και τα καθημερινά προβλήματα του λαού, το δράμα των
πολιτικών προσφύγων, η μετανάστευση, βρίσκουν την έκφρασή τους στους λιτούς,
αληθινούς, γεμάτους αισθήματα στίχους του. Δημοκράτης, αγωνιστής, με δυνατή
γλωσσική αρματωσιά, με ανήσυχο πνεύμα και πηγαία ευαισθησία, ο Κ. Βίρβος
συλλαμβάνει τους εσωτερικούς κραδασμούς του λαού μας και τους κάνει τραγούδι.
Η
στιχουργική του πορεία ξεκίνησε το 1948 με τον «Φαντάρο», που μελοποίησε ο Απ.
Καλδάρας, αλλά δε δισκογραφήθηκε, καθώς η εταιρεία φοβήθηκε να το στείλει στη
«Λογοκρισία». Το τραγούδι του «Θα το βρεις από άλλη» (σε μουσική Απ. Καλδάρα)
ανοίγει τη δισκογραφική πορεία του, το '49, για ν' ακολουθήσει μια διαδρομή
γεμάτη επιτυχίες. Το έργο του δεν περιορίζεται στον έρωτα, στη μάνα, στην
κοινωνική αδικία. Είναι τραγούδι πολιτικό. Η «Καταχνιά» σε μουσική Χρ. Λεοντή,
αν και κυκλοφόρησε το 1964, περιλαμβάνει παλιότερα τραγούδια, ορισμένα από τα
οποία εμπνεύστηκε στα κρατητήρια της οδού Ελπίδας 5, όπως το «Δεν θέλω να μου
δέσετε τα μάτια», όταν σκότωσαν τους διακόσιους αγωνιστές στην Καισαριανή και
κάποια άλλα στο βουνό. Την ίδια περίοδο (1962) το τραγούδι του ... Κοιμήσου,
περιστέρι μου, να γίνεις σαν ατσάλι/να γίνει κι η καρδούλα σου σαν του Χριστού
μεγάλη,/για να μην πεις μες στη ζωή σου «δεν μπορώ»,/και αν πρέπει ακόμα να
σηκώσεις και σταυρό/Κοιμήσου, αγγελούδι μου, γλυκά με το τραγούδι μου/
περιλαμβάνεται στο δίσκο του Μίκη Θεοδωράκη «Του νεκρού αδελφού».
Και στη
συνέχεια ήρθε το αξεπέραστο... «Ούτε στρώμα να πλαγιάσω, ούτε φως για να
διαβάσω, το γλυκό σου γράμμα, ωχ! μανούλα μου, καλοκαίρι κι είναι κρύο, ένα
μέτρο επί δύο, είναι το κελί μου, ωχ! μανούλα μου. Μα εγώ δε ζω γονατιστός,
είμαι της γερακίνας γιος, τι κι αν μ' ανοίγουνε πληγές, εγώ αντέχω τις φωτιές.
Μάνα μη λυπάσαι, μάνα μη με κλαις...». Ο εμπνευσμένος από τα βασανιστήρια
τόσων και τόσων αγωνιστών λόγος του Κώστα Βίρβου, που έσμιξε με τη μουσική του
Βασίλη Τσιτσάνη, μας έδωσε το τραγούδι «Της γερακίνας γιος», ένα από τα
σημαντικότερα κομμάτια της σύγχρονης μουσικής ιστορίας μας («Σκοπευτήριο»
1975).
Είναι μερικά από τα εκατοντάδες κομμάτια που μας πρόσφερε η δημιουργική
πένα του ευαίσθητου ποιητή του λαϊκού μας τραγουδιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου