Επιλογή γλώσσας

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2022

Τι φταίει για τη βία;


Τα κάθε λογής, μικρά και μεγάλα, εγκλήματα δεν είναι ούτε καινούρια ούτε συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα ούτε συμβαίνουν μόνο στον αθλητικό χώρο.

Προξενούν όμως ιδιαίτερη εντύπωση και προβληματισμό, γιατί διαπράττονται σε βάρος ανθρώπων με τους οποίους οι δράστες δεν έχουν καμία προσωπική σχέση και διαφορά.

Η έξαρση της παραβατικής συμπεριφοράς συνδέεται με την αποσάθρωση της σύγχρονης κοινωνίας.

Συνδέεται με το βάθεμα της ανισότητας μεταξύ κατοίκων της ίδιας χώρας, αλλά και χωρών μεταξύ τους. Λίγες δεκάδες οικονομικών μεγιστάνων κατέχουν περισσότερο πλούτο από όσο δισεκατομμύρια συνάνθρωποί τους.

Συνδέεται με το δυνάμωμα της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και τη μετατροπή του καπιταλιστικού συστήματος σε αρπακτικό αλαζόνα.

Πιο συγκεκριμένα. Συνδέεται με την αλλοτρίωση του εργαζόμενου από την εργασία του, από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον και εντέλει από τον ίδιο τον εαυτό του.

Η εργασία έχει εξειδικευτεί και μηχανοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Χάνεται η επαφή με το παραγόμενο προϊόν, παύει να είναι δημιουργική και δεν προσφέρει ψυχική ικανοποίηση και πλήρωση.

Ακόμη χειρότερη είναι η θέση των ανέργων. Όχι μόνο δεν έχουν την ευκαιρία να νιώσουν τη χαρά της δημιουργίας, αλλά δεν καταφέρνουν να αποκτήσουν ούτε τα εντελώς αναγκαία, τα οποία εξασφαλίζουν έστω κάτω από άθλιες συνθήκες και με τη διαρκή απειλή της απόλυσης οι εργαζόμενοι.

Όλοι αυτοί οι εξαθλιωμένοι συνωστίζονται μπροστά στις πύλες του τεχνητού παραδείσου της κοινωνίας της αφθονίας, όπου απαγορεύεται για αυτούς η είσοδος. Αισθάνονται αποκλεισμένοι, μειωμένοι, νιώθουν ασήμαντοι. Για να ξεπεράσουν αυτά τα αισθήματα αναζητούν, αλλά δεν βρίσκουν λύσεις.

Απομονωμένοι αισθάνονται και εξαιτίας της χαλάρωσης των κοινωνικών σχέσεων, που συχνά μεταβάλλονται σε εμπορικές, βασισμένες στο συμφέρον ή τουλάχιστον έχουν καταντήσει ψυχρές και τυπικές. Η αδυναμία μιας ουσιαστικής επικοινωνίας οδηγεί σε ανασφάλεια, καχυποψία και σε κλείσιμο στον εαυτό. Δεν είναι δυνατόν έτσι να ικανοποιηθεί η ανάγκη του «ανήκειν» σε ένα σύνολο, σε μια ομάδα ομοίων, που είναι από τις βασικότερες ανάγκες των ανθρώπων κάθε ηλικίας. Δυσάρεστο αίσθημα που αναζητά επίσης λύση.

Φυσικά λύση είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί σε μια κοινωνία που τη διαπερνά από άκρου σε άκρο ο σκληρός ανταγωνισμός. Των εταιρειών μεταξύ τους για επικράτηση, των υπαλλήλων μεταξύ τους για προσωπική ανέλιξη, των γειτόνων για επίδειξη, των αθλητικών ομάδων για αποτέλεσμα με οποιοδήποτε τρόπο.

Οι συνθήκες ζωής στις άξενες σύγχρονες πόλεις με την έλλειψη ελεύθερων χώρων, το εχθρικό περιβάλλον και την απουσία λειτουργικών υποδομών επιβαρύνουν την κατάσταση. Με το παραμικρό δημιουργούνται εστίες έντασης στο δρόμο, στις υπηρεσίες, στα καταστήματα.

Επιτήδειοι διανοούμενοι και πρόθυμα ΜΜΕ μιλάνε για το «τέλος των ιδεολογιών» και των κομμάτων. Δηλαδή όχι αναζήτηση ενός καλύτερου κόσμου και διεκδίκησή του με κοινή δράση και συσπείρωση του καθενός με τους ομοίους του. Στη θέση αυτής της ιδεολογίας και της κοινής δράσης προωθείται το ατομικό βόλεμα (κοίτα τον εαυτούλη σου) ας αποκτηνωτικός καταναλωτισμός για τους «επιτυχημένους».

Όλοι οι παράγοντες που προπεριγράφηκαν καταπιέζουν. Η καταπίεση δημιουργεί επιθετικότητα, που εκδηλώνεται με διάφορες βίαιες πράξεις, όταν δοθεί αφορμή.

Στις φτωχογειτονιές, στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα η καταπίεση είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Εκεί θα συναντήσουμε τον καταπιεσμένο, αλλά και τον αποπροσανατολισμένο από την κατευθυνόμενη πληροφόρηση. Που πείθεται ότι τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει. Ότι όλοι οι πολιτικοί και όλα τα κόμματα είναι ίδια. Νιώθει λοιπόν απομονωμένος, αδύναμος, χωρίς καμία προοπτική. Ζητά να ακουμπήσει κάπου, να στηριχτεί. Ζητά στέγη. Αν μάλιστα είναι νέος, το αίμα που βράζει ζητά διέξοδο.

Οι ποδοσφαιρικές ομάδες προσφέρουν ένα τέτοιο υποκατάστατο. Η ένταξη κάποιου σε ένα σύνδεσμο του δίνει αυτό που έχει ανάγκη. Την αίσθηση της κοινής δράσης, της συμμετοχής στην κοινή εμπειρία. Όχι το γνήσιο, αλλά την ψευδαίσθηση της συντροφικότητας, την ψευδαίσθηση της ασφάλειας και της δύναμης. Ο κοινωνικά αποκλεισμένος και εξαθλιωμένος νιώθει ισχυρός, νιώθει ότι συμμετέχει, ότι δρα.

Γίνεται όμως μέλος ενός συνόλου που δεν σκέφτεται, αλλά ουρλιάζει. Είναι έτοιμος για οτιδήποτε, προκειμένου να είναι δραστήριο και αναγνωρίσιμο μέλος. Αν «πλακώσει στο ξύλο» κάποιον αντίπαλο οπαδό, θα ανέβει περισσότερο στην εκτίμηση. Αν τραυματίσει, αν σκοτώσει, μπορεί να γίνει και ο πρώτος.

Έχουμε μπροστά μας έτοιμο τον χούλιγκαν, έτοιμο τον παραβάτη, έτοιμο τον εγκληματία, που θα εκδηλώσει την επιθετικότητά του. Το όπλο, το μαχαίρι, το ρόπαλο, με τα οποία έπαιξε άπειρες φορές στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, τώρα μπορεί να γίνουν και πραγματικά. Έχει ήδη μια χρήσιμη εξοικείωση με αυτά. Υπό προϋποθέσεις έχουμε έναν υποψήφιο για ένταξη σε ακροδεξιές ή εγκληματικές ομάδες.

Τα ΜΜΕ, ιδίως του αθλητικού Τύπου, συντηρούν μια ατέλειωτη φλυαρία γύρω από τις ομάδες. Χρησιμοποιούν κραυγαλέα συνθήματα και εκρηκτικές εκφράσεις, πυροδοτούν την ένταση. Εξασφαλίζουν έτσι καυτά θέματα για τις εκπομπές τους. Έτσι και αλλιώς η λειτουργία του Τύπου, έντυπου και ηλεκτρονικού, είναι υποταγμένη στο κυνήγι της θεαματικότητας, της ακροαματικότητας, της στατιστικής των δεικτών.

Από κοντά και η παρακμιακή τέχνη. Ένα καινούριο είδος μουσικής, η μουσική τραπ, ιδιαίτερα δημοφιλής σε πολλούς νέους, προβάλλει τη βία χωρίς κανέναν ενδοιασμό ή προφύλαξη. Οι στίχοι των σχετικών τραγουδιών υποστηρίζουν ότι με τη βία και την πώληση ναρκωτικών μπορεί κάποιος να αποκτήσει όλα όσα ονειρεύεται, δηλαδή αυτοκίνητα, γυναίκες, δύναμη.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τραγούδι «Τσιντσιλά» κάποιου Σνικ, το οποίο έχει σε ένα μήνα περισσότερες από 5 εκατομμύρια επισκέψεις-προβολές στο γιουτιούμπ.

Το έγκλημα παρουσιάζει διαφορετική εικόνα στα υψηλά κοινωνικά στρώματα. Αυτά εγκληματούν και νόμιμα και παράνομα. Νόμιμα, γιατί τους επιτρέπεται να εκμεταλλεύονται συνανθρώπους τους πληρώνοντας, όταν πληρώνουν, εξευτελιστικές νόμιμες αμοιβές και καρπωνόμενοι την απλήρωτη εργασία. Παράνομα, γιατί παραβιάζουν τα όποια εργασιακά δικαιώματα υπάρχουν.

Παράνομα, γιατί μπορούν να επιδίδονται σε οποιοδήποτε είδος δραστηριότητας (εμπόριο όπλων, ναρκωτικά, υπερτιμολογήσεις, δωροδοκία αξιωματούχων κ.ά), αφού έχουν εξασφαλισμένη την ατιμωρησία. Το κράτος-υπηρέτης τους δεν πρόκειται να τους ελέγξει. Πιστεύει κάποιος, αλήθεια, ότι ένας μεγαλόσχημος απατεώνας θα έχει την ίδια μεταχείριση με έναν μικροκλέφτη; Η πολιτική εξουσία υποκλίνεται και εκτελεί τις εντολές της οικονομικής εξουσίας.

Κάθε φορά που σημειώνονται ακραία περιστατικά βίας σχετικά με τον αθλητισμό, ακούγονται τα γνωστά «το μαχαίρι να/θα φτάσει ως το κόκκαλο».

Όμως στο μόνο κόκκαλο που φτάνει το μαχαίρι είναι το κόκκαλο του θύματος.

Κανένα ουσιαστικό μέτρο δεν παίρνεται, όχι κυρίως γιατί υπάρχει το πολιτικό κόστος, αλλά γιατί δεν συμφωνούν τα αφεντικά των ομάδων, η οικονομική εξουσία. Αυτή που έχει και την πραγματική εξουσία. Οι σύνδεσμοι, οι στρατοί, ο «λαός» της ομάδας είναι πράγματα που βολεύουν τους ισχυρούς.

Είναι τα μέσα για την προώθηση των δικών τους επιδιώξεων.

Τελειώνω με την εξομολόγηση ενός νεαρού και με τη ρήση του Βικτ. Ούγκο, η οποία συνοψίζει όλη την ανάλυση που προηγήθηκε. «Οι αρχηγοί μέχρι ξύλο μας ρίχνουν, για να φωνάζουμε και να υποστηρίζουμε την ομάδα. Μας λένε συνθήματα και εμείς τα επαναλαμβάνουμε. Αν δε φωνάξεις, πέφτει σφαλιάρα. Πρέπει να πειθαρχείς αυστηρά, αλλιώς σε διώχνουν. Εσύ μπαίνεις σε αυτά τα καλούπια, συνηθίζεις και φανατίζεσαι.

Όταν σε προκαλούν οι αντίπαλοι, εσύ τους ανταποδίδεις την πρόκληση είτε με συνθήματα είτε με συμπλοκή και ξύλο. Αν σου ρίξουν μια πέτρα στην κερκίδα που κάθεσαι, εσύ την παίρνεις και τη ρίχνεις πίσω σε αυτούς. Δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο ωραία νιώθεις, τι ωραίο θέαμα είναι να βλέπεις να πέφτει ξύλο μέσα και έξω από το γήπεδο, ενθουσιάζεσαι. Αυτό είναι που σε κάνει να πηγαίνεις στο γήπεδο».

«Η κοινωνία προετοιμάζει το έγκλημα. Ο εγκληματίας απλώς το εκτελεί» - Β.Ουγκό. 

*Ο Λαέρτης Τανακίδης είναι φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου