ΟΛΥΜΠΙΑΣ, Ιούνης (Του ανταποκριτού μας).- Εχουμε ήδη γράψει αρκετά πάνω στην κατάσταση των Ικαρίων ανθρακεργατών και για τον αγώνα τους κατά του κεφαλαίου. Η εταιρεία, χρησιμοποιώντας τους μεσίτες Γερ. Κουλάν και Δημοσ. Τσαπαλιάρην, έρριξε τους εργάτες στις χαράδρες του δάσους χωρίς να πραγματοποιήσει καμμιά της υπόσχεση.
(...)
Ούτε λεπτά βλέπαν οι εργάτες ούτε τρόφιμα, τίποτα.
Πολλοί εργάτες μάλιστα που χτυπούσαν άλλος το πόδι του και άλλος το χέρι του κι έπρεπε να παν στο γιατρό, όταν πήγαιναν και ζητούσαν λεπτά από το γραφείο η απάντηση ήταν: «Να φύγουν και να μην τους ζαλίζουν γιατί θα φάνε κλωτσιές».
Μπροστά στην κατάσταση αυτή οι εργάτες άρχισαν να κινούνται για την καλυτέρευση της θέσης τους.
Αρχισε μια πολύ καλή ζύμωση μεταξύ τους και η προετοιμασία της απεργίας.
Στις 10/6/30 εμεσολάβησε το δυστύχημα που σε άλλη ανταπόκριση σας γράψαμε (...) Το γεγονός αυτό εξηρέθισε πολύ τους εργάτες και συνέτεινε στο άμεσο ξέσπασμα της απεργίας.
Το πρωί της 11/6/30 κατέβηκαν σε απεργία όλοι οι εργάτες αυθόρμητα με την απόφαση να αγωνιστούν ως το τέλος για την επιβολή των αιτημάτων τους. Είχαν βγάλει απεργιακή επιτροπή από 4 εργάτες στην οποία ανέθηκαν την κατεύθυνση και διεξαγωγή του αγώνος με την δήλωση ότι θα πειθαρχήσουν στις αποφάσεις της. Η επιτροπή αυτή, αποτελούμενη από συνειδητούς εργάτες, παρουσιάσθη στον εκμεταλλευτήν Ι. Μανασσήν και υπέβαλε το υπόμνημα με τις παρακάτω απαιτήσεις:
- Αύξηση του μεροκάματου κατά 15 λεπτά σε κάθε οκά ξυλανθράκων.
- Μεταφορά τροφίμων στον τόπο παραγωγής και πληρωμή των μέχρι σήμερα μεταφορικών εξόδων που επιβάρυναν τους εργάτες.
- Τιμή τροφίμων σύμφωνα με το τιμολόγιο χονδρικής πωλήσεως.
- Μεταφορά νερού και παραλαβή ξυλανθράκων εντός 4 ημερών, υποχρεούμενης της εταιρείας να αποζημιώνη 100 δραχ. ημερησίως έκαστον άτομον συνεργείου πέραν της ταχθείσης προθεσμίας.
- Χορήγηση χρημάτων και εξόφληση λογαριασμού μόλις τα κάρβουνα παραληφθούν.
- Να συστηθή στους υπαλλήλους ν' αλλάξουν τρόπο συμπεριφοράς, γιατί αλλοιώς θα τους βάλουν οι εργάτες στην θέση τους.
- Αποζημίωση της οικογένειας του φονευθέντος.
Μόλις ο Ι. Μανασσής έλαβε γνώση των ανωτέρω πέταξε το υπόμνημα στα μούτρα της επιτροπής με την δήλωση ότι καμμιά απολύτως συζήτηση δεν δέχεται στο ζήτημα της τιμής.
Η επιτροπή ανακοίνωσε στους εργάτες τα καθέκαστα και αμέσως όλοι μαζύ ηνωμένοι σε μια συμπαγή μάζα εξηγέρθηκαν, εκδηλώνοντες παντοιότροπα την απόφασή των να εμμείνουν ακλόνητοι στον αγώνα τους. Εν τω μεταξύ έπιασαν διάφοροι χαφιέδες της εταιρείας τους εργάτες και προσπαθώντας με κάθε τρόπο να τους πείσουν ότι η εταιρεία είναι ανένδοτος και ότι πρέπει να επιστρέψουν στην δουλειά τους που είναι φτωχοί άνθρωποι γιατί την εταιρεία δεν τη μέλει κι αν φύγουν.
Μα, οι εργάτες, έχοντας συνείδηση της δύναμής τους, τους έδιωχναν κλωτσηδόν από κοντά τους. Το μεσημέρι βλέποντας ο Μανασσής την επιμονή των απεργών σκέφτηκε να τορπιλίση την απεργία, δωροδοκώντας την επιτροπή. Την κάλεσε πάλι και άρχισε να της υπόσχεται επιτηδείως θέσεις με παχυλούς μισθούς, αλλά γελάσθηκε, γιατί οι εργάτες αυτοί δεν ήσαν από κείνους που αγοράζονται παρά από κείνους που θυσιάζουν την ζωή τους για το ταξικό συμφέρο. Του απάντησαν με την περιφρόνησή τους για τα λεφτά του και έφυγαν για ν' ανακοινώσουν στους εργάτες τα ύπουλα τεχνάσματα της εταιρείας και να τους δηλώσουν ότι είναι αποφασισμένοι να αγωνισθούν με πείσμα μέχρι τέλους.
Πέρασε το απόγευμα χωρίς αποτέλεσμα, αλλά και χωρίς καμμία διάσπαση να παρουσιασθή στους εργάτες. Υστερα έκαναν μια συνέλευση κι απεφάσισαν την μετάβασή τους στο δάσος όπου, συνεχίζοντας την απεργία, να ετοιμάσουν τις αποσκευές τους για να είναι έτοιμοι προς αναχώρηση στην περίπτωση που η εταιρεία δεν θα υποχωρούσε.
(...)
Την δεύτερη μέρα της απεργίας οι εργάτες συγκεντρωθέντες στο δάσος απεφάσισαν τη συνέχιση της απεργίας με περισσότερο πείσμα και πίστη στον αγώνα, εξουσιοδοτήσαντες τριμελή επιτροπή να διαμαρτυρηθή στο ειρηνοδικείο Λαριγκόβης για την παράβαση των όρων του συμβολαίου υπό της εταιρείας. Δυο άλλους εργάτες στείλανε στην εταιρεία Οδοποιίας Μακρή προς εξεύρεση άλλης εργασίας.
Η εταιρεία, από το άλλο μέρος, στηριζόμενη στις πληροφορίες των χαφιέδων της ότι η απεργία θα εκφυλισθή και ότι είναι αδύνατον να φύγουν οι εργάτες γιατί ήσαν απένταροι, έμενεν ανένδοτη.
Το ηθικό όμως των εργατών διατηρήθηκε ακμαιότατο.
Η εταιρεία σαν είδε την επιμονή των εργατών έβαλε σε κίνηση τα τσιράκια (...)
Την τέταρτη ημέρα της απεργίας μια συνέλευση των απεργών αποφάσισεν εμμονή στον αγώνα. Στις 2 το απόγευμα κατέφθασε ο μεσίτης Μανασσής που, αφού πείσθηκε πως δεν μπορεί να καταφέρει τίποτα, δέχτηκε τα αιτήματα των απεργών όλα και υπέγραψε αμέσως συμφωνητικό. Στο ζήτημα της τιμής των ξυλανθράκων δέχτηκε αύξηση 5 λεπτά. Αν οι εργάτες επέμεναν θα το κέρδιζαν εξ ολοκλήρου κι αυτό. Ετσι έληξε η απεργία με νίκη των εργατών.
Η ανάδειξη των προβλημάτων και των αγώνων των εργαζομένων ήταν και είναι από τις βασικές έγνοιες του «Ριζοσπάστη». Τέτοια ρεπορτάζ, όπως αυτό για την απεργία των ανθρακεργατών της Ικαρίας που δημοσιεύτηκε στις 29 Ιούνη 1930, αποτελούσαν πάντα την «καρδιά» της ύλης της εφημερίδας.
Η συγκεκριμένη ανταπόκριση ξεχωρίζει καθώς καταγράφει με λεπτομέρεια όλη την εξέλιξη του απεργιακού αγώνα, τις συνθήκες που τον γέννησαν, την οργάνωση των εργατών, τις προσπάθειες της εργοδοσίας να σπάσει την απεργία, να διασπάσει τους αγωνιζόμενους εργάτες, τη νικηφόρα κατάληξη της πάλης.
Παρά τα χρόνια που μας χωρίζουν απ' το 1930, η συγκεκριμένη «ιστορική λεπτομέρεια» έχει την αξία και τη διαχρονικότητά της. Στον τρόπο που η εργοδοσία και οι άνθρωποί της προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τους ανθρακεργάτες μπορούμε να δούμε και σημερινές πρακτικές και τακτικές.
Ταυτόχρονα, με το σημερινό δημοσίευμα προσθέτουμε μια ακόμα ψηφίδα στην ιστορία της Ικαρίας, που ιδιαίτερα απ' τη δεκαετία του 1940 και κατόπιν με τον εξορισμό χιλιάδων κομμουνιστών στο νησί, δίκαια χαρακτηρίστηκε «κόκκινος βράχος».
Βλ. περισσότερα:
Για την Ικαρία:
- Αντώνης Καλαμπόγιας, «Ικαρία. Ο "Κόκκινος Βράχος"», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2016.
- Νίκος Μοσχοβάκης, «Απολύεσαι εν πλω!», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου