Η επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, στις 21 Απρίλη 1967, υπήρξε τραγωδία για τον ελληνικό λαό, αλλά για την Κύπρο και το λαό της ήταν πραγματική συμφορά. Αλλωστε, σ' αυτά που διαδραματίζονται σήμερα για την επισημοποίηση της διχοτόμησης η χούντα προσέφερε μέγιστες υπηρεσίες.
Και εδώ διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο οι Αμερικάνοι και το ΝΑΤΟ, που αποτελούσαν βασικά στηρίγματα της ελληνικής άρχουσας τάξης, αλλά είχαν και τα δικά τους αυτοτελή συμφέροντα στη γεωστρατηγικής σημασίας περιοχή των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, γενικότερα, το αστικό πολιτικό σύστημα είναι στενά δεμένο με τους Αμερικανούς, που δε θα διστάσουν να αξιοποιήσουν τη χούντα για δικούς τους σκοπούς. Αλλωστε, η περιοχή ήταν σημείο διασταύρωσης των δύο αντίθετων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων, καπιταλισμού και σοσιαλισμού, γεγονός που δυσχεραίνει το ιμπεριαλιστικό σύστημα στη δράση του στην ενεργειακή (πετρέλαια) αυτή περιοχή.
Η Κύπρος ως στρατηγικό σημείο, «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» τη χαρακτήριζαν, είναι απαραίτητη για τον ιμπεριαλισμό. Η διχοτόμησή της, ως μέσο ένταξης στα σχέδια του ιμπεριαλισμού, φαίνεται πως είχε δρομολογηθεί από τότε. Αλλά υπήρχε το καθεστώς του Μακαρίου, που εμπόδιζε αυτήν την προοπτική. Και για τα αστικά κόμματα υπήρχε το εμπόδιο του λαϊκού παράγοντα, με την έννοια του πολιτικού κόστους, αν εκτελούσαν τα ιμπεριαλιστικά σχέδια. Η χούντα μπορούσε να αναλάβει αυτήν την εξυπηρέτηση των ΑμερικανοΝΑΤΟικών για την Κύπρο.
Η δικτατορία, από την πρώτη στιγμή που επιβλήθηκε, δήλωνε ανοιχτά την επιδίωξή της για διευθέτηση του Κυπριακού στα αμερικανοΝΑΤΟικά πλαίσια. Η πρώτη χουντική κυβέρνηση, υπό τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κ. Κόλλια, τόνισε με τις προγραμματικές της δηλώσεις πως σκοπό της είχε «να οδηγήση, διά διαπραγματεύσεων και της ειρηνικής οδού, το μέγα θέμα, το Κυπριακόν, εις ευτυχή λύσιν: Την Ενωσιν της Κύπρου μετά της μητρός Ελλάδος, χωρίς εντεύθεν να παραγνωρίζη τα δικαιώματα της μειονότητος». Αλλωστε, το Κυπριακό ως πρόβλημα προϋπήρχε, από την εποχή της Συνθήκης της Ζυρίχης, που υποτίθεται ότι την ανεγνώριζε ως ανεξάρτητο κράτος - μέλος του ΟΗΕ υπό τις εγγυήτριες δυνάμεις Αγγλία, Ελλάδα και Τουρκία, αλλά αυτή η διευθέτηση περιείχε το σπέρμα της διχοτόμησης.
Η χούντα φρόντιζε κιόλας με φανερά πολιτικά μέσα να επεμβαίνει στην Κύπρο. Ετσι, για παράδειγμα, τον Ιούνη του 1971, κατά τη συνάντησή τους στη Λισαβόνα, στο πλαίσιο της Εαρινής Διάσκεψης των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας (Παλαμάς και Ολτσάι) δεσμεύτηκαν να ασκήσουν πιέσεις σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, ώστε να υπάρξει λύση στο Κυπριακό έως τα τέλη του 1971 μέσα από διακοινοτικό διάλογο. Σε διαφορετική περίπτωση, η ελληνική και η τουρκική κυβέρνηση θα προχωρούσαν σε διαπραγματεύσεις για το θέμα, από τις οποίες θα αποκλειόταν παντελώς η κυπριακή κυβέρνηση του Μακαρίου. Αλλά αυτή η επιδίωξη δεν ευοδώθηκε. Η χούντα όμως, με τις ενέργειές της, δημιουργούσε όλο και εντονότερο ασφυκτικό κλοιό γύρω από τον Κύπριο Πρόεδρο και δε δίσταζε για το σκοπό αυτό να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο. Αξίζει, για παράδειγμα, να σημειώσουμε ότι, ανάμεσα στα τόσα άλλα, έργο της χούντας - αλλά όχι μόνον - ήταν η οργάνωση και ενίσχυση της ΕΟΚΑ Β`, καθώς και η χρησιμοποίηση των επισκόπων Πάφου, Κιτίου και Κυρήνειας, που έφτασε έως το σημείο οι τρεις εκκλησιαστικοί παράγοντες να αποφασίσουν το Μάρτη του 1973 - χωρίς να το πετύχουν - την καθαίρεση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Σ' αυτές τις συνθήκες, ο Μακάριος επιχείρησε να ενισχύσει τη θέση της χώρας του και να αντισταθμίσει την αμερικανοΝΑΤΟική πίεση, που του ασκούνταν μέσω των δικτατόρων της Αθήνας, ακολουθώντας μια πολιτική ανοιγμάτων προς τις σοσιαλιστικές χώρες και την ΕΣΣΔ, που ποτέ, όμως, δεν την ολοκλήρωνε. Στο πλαίσιο αυτών των κινήσεων, εντάσσεται, π.χ., η επίσκεψή του στη Μόσχα κατά το διάστημα 2-9 Ιούνη 1971, όπως και η γνωστή ιστορία με τα τσεχοσλοβακικά όπλα, τα οποία παρήγγειλε για να εξοπλίσει ένα νεο-ιδρυμένο εφεδρικό αστυνομικό σώμα, αφού δεν υπήρχε καμία ένοπλη δύναμη στο νησί, στην οποία να μπορεί να στηριχτεί, αλλά στο τέλος αναγκάστηκε, κάτω από τις αμερικανοΝΑΤΟικές πιέσεις - κυρίως μέσω Ελλάδας και Τουρκίας - να τα παραδώσει στην ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ.
Αυτή η διστακτική πολιτική του Μακαρίου, όπως ήταν φυσικό, άνοιγε την όρεξη της χούντας και των ΑμερικανοΝΑΤΟικών αφεντικών της, που για μια ακόμη φορά έριξαν στο τραπέζι το χαρτί του περιβόητου στρατηγού Γρίβα, με σκοπό να υπονομεύσουν την κυπριακή κυβέρνηση, καθώς και οποιαδήποτε άλλη λύση του κυπριακού ζητήματος πέραν αυτής της διχοτομήσεως. Ετσι, στις 31 Αυγούστου του 1971, ο Γρίβας αποβιβάστηκε κρυφά στη Μεγαλόνησο κι άρχισε αμέσως την οργάνωση παράνομων τρομοκρατικών ομάδων, με στόχο τη δυναμική ανατροπή της ανεξάρτητης υπόστασης του νησιού, την ανατροπή του Μακαρίου και την επιβολή της «Ενωσης» της Κύπρου με την Ελλάδα, δηλαδή τη διχοτόμηση και το μοίρασμά της σε Ελλάδα και Τουρκία. Οι νέες αυτές Γριβικές ομάδες πήραν την ονομασία ΕΟΚΑ Β` και υπήρξαν πραγματική συμφορά για τον κυπριακό λαό. Η ΕΟΚΑ Β`, που τροφοδοτούνταν με οπλισμό από τους Ελληνες αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς, ανέπτυξε πλούσια τρομοκρατική δράση και οδήγησε το νησί σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου, γεγονός που ανάγκασε τον Μακάριο να τη θέσει εκτός νόμου. Είναι δε χαρακτηριστικό, σχετικά με τον προβοκατόρικο ρόλο αυτής της οργάνωσης, το γεγονός ότι συνέχισε τη δράση της και μετά το θάνατο του Γρίβα (27/1/1974), παρόλο που υπήρξαν αντιδράσεις στο εσωτερικό της, αξιοποιήθηκε στο πραξικόπημα του Ιούλη του '74 και αυτοδιαλύθηκε - χωρίς ποτέ να επανέλθει στο προσκήνιο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο - όταν οι Τούρκοι έκαναν την εισβολή και πέτυχαν τη διχοτόμηση.
Το αμερικανόπνευστο πραξικόπημα στην Κύπρο εκδηλώθηκε στις 8.20 π.μ. της 15ης Ιούλη 1974, όταν άρματα μάχης και μηχανοκίνητα της Εθνικής Φρουράς, με επικεφαλής Ελλαδίτες χουντικούς αξιωματικούς, κινήθηκαν εναντίον του προεδρικού μεγάρου, του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος, της Αρχιεπισκοπής, του υπουργείου Εξωτερικών και άλλων δημόσιων κτιρίων της κυπριακής πρωτεύουσας. Οπως ήταν αναμενόμενο, το πραξικόπημα πέτυχε και γρήγορα σχηματίστηκε κυβέρνηση - μαριονέτα υπό τον Ν. Σαμψών, ενώ ο Μακάριος, που είχε καταφέρει να διασωθεί, μετέβη στο εξωτερικό, αρχίζοντας αγώνα για την αποκατάσταση της νομιμότητας στη χώρα του, αντιμετωπίζοντας σ' αυτήν του την προσπάθεια, από την πρώτη στιγμή, την υπονομευτική δράση της Αγγλίας και των ΗΠΑ.
Η Αγγλία αρνήθηκε να επέμβει ως εγγυήτρια δύναμη στην Κύπρο για την αποκατάσταση της νόμιμης κυβέρνησης κι έτσι άφησε ελεύθερο το έδαφος στην Τουρκία, ώστε να επιβάλει την κατοχή της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δέχτηκαν στο έδαφός τους τον Μακάριο ως αρχιεπίσκοπο της Κύπρου κι όχι ως πρόεδρο, πράγμα που σήμαινε έμμεση αναγνώριση του πραξικοπήματος. Η Ελλάδα είχε δώσει την αφορμή για όσα επακολούθησαν και η Τουρκία, έχοντας εξασφαλίσει την ανοχή των δύο μεγάλων δυνάμεων του δυτικού κόσμου, δε δίστασε να προχωρήσει στην εισβολή. Ετσι, από τις 5.35 π.μ. της 20ής Ιουλίου 1974, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις πατούσαν το πόδι τους στο νησί και με τον Αττίλα Β`, που εκδηλώθηκε λίγες μέρες αργότερα, στο διάστημα 14-16 Αυγούστου, έθεσαν υπό την κατοχή τους και διατηρούν έως σήμερα το 36,3% του κυπριακού εδάφους. Αυτήν την πραγματικότητα έρχεται να διευθετήσει το ιμπεριαλιστικό σχέδιο Ανάν σε βάρος του κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αφού ολοκληρώνει τα σχέδια της μετατροπής σε προτεκτοράτο και ορμητήριο για τα ιμπεριαλιστικά γεωστρατηγικά συμφέροντα στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Π. - Λ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου