Σε πρόσφατη ομιλία του στο Περιστέρι, η οποία χαρακτηρίστηκε και ως η επίσημη έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας παρουσίασε ξανά ως «λύση» για τον λαό να αναμένει μία «προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας» που όπως είπε θα ...σταματήσει τη βαρβαρότητα, αφήγημα που βέβαια το έχουν ξανακούσει οι εργαζόμενοι, πριν ζήσουν ακόμα πιο βάρβαρες μέρες.
ο Αλ. Τσίπρας πρόταξε και τους άξονες που αποτελούν το «άμεσο πολιτικό πρόγραμμα» αυτής της κυβέρνησης, ξεχωρίζοντας μεταξύ άλλων τον «ισχυρό ρόλο του κράτους», που τάχα θα βάλει «ανάχωμα στην ενεργειακή φτώχεια και μέτρα για ανάσχεση της ακρίβειας».
Μήπως το «ισχυρό κράτος» που επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι άλλο από αυτό που όταν ο ίδιος ήταν στην κυβέρνηση προώθησε τη στρατηγική για την «απελευθέρωση» της Ενέργειας, την «πράσινη μετάβαση», το εμπόριο ρύπων και το Χρηματιστήριο Ενέργειας; Θα είναι άλλο από αυτό της απολιγνιτοποίησης, του εισαγόμενου φυσικού αερίου ως βασικού καύσιμου μετάβασης; Θα έχει άλλες «προτεραιότητες» από αυτές που και σήμερα ως αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει, όπως τις κυρώσεις στη Ρωσία που οδηγούν στο πανάκριβο αμερικάνικο LNG κ.λπ.; Θα είναι άλλο από το κράτος που «έχει συνέχεια» από κυβέρνηση σε κυβέρνηση; Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, πως την ίδια μέρα που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίαζε τα παραπάνω, το πρωί στη Βουλή είχε ψηφίσει μαζί με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ νομοσχέδιο, με το οποίο ενσωματώνεται ευρωπαϊκή Οδηγία που «επικαιροποιεί» και εκσυγχρονίζει το καθεστώς των άδικων ειδικών φόρων κατανάλωσης στο ηλεκτρικό ρεύμα και στα ενεργειακά προϊόντα.
Τι σχέση άραγε έχουν όλα τα παραπάνω με τις διεκδικήσεις των εργαζομένων, τις οποίες προβάλλει το ΚΚΕ, που μπορούν να προστατεύσουν τον λαό από την ενεργειακή φτώχεια, όπως για την κατάργηση του ΦΠΑ και του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, για γενναία μείωση και πλαφόν στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου, για κατάργηση όλων των συμβάσεων που καθορίζουν τις Ρήτρες Αναπροσαρμογής, της χρέωσης του χαρατσιού των ΑΠΕ στους λογαριασμούς ρεύματος, για καμία διακοπή ρεύματος σε όσους δεν μπορούν να ανταποκριθούν στους υπέρογκους λογαριασμούς; Για διαγραφή χρεών για τα εργατικά και λαϊκά νοικοκυριά και τους επαγγελματίες, για σχέδιο άμεσης αξιοποίησης εγχώριων πηγών ορυκτών καυσίμων, κόντρα στις δεσμεύσεις της ΕΕ για την «πράσινη ανάπτυξη» και το εμπόριο ρύπων;
«Η χώρα θα αποκτήσει ξανά ισχυρή εργατική νομοθεσία», είναι άλλη μία από τις «δεσμεύσεις» του ΣΥΡΙΖΑ. Για το τι εννοεί ως «ισχυρή εργατική νομοθεσία» αρκεί να δει κανείς τον μισό νόμο - έκτρωμα Χατζηδάκη, τον οποίο και ψήφισε πριν ακριβώς από έναν χρόνο. Αρκεί να δει την προσαρμογή του κατώτατου μισθού με υπουργική απόφαση, με βάση τον γνωστό νόμο «Βρούτση - Αχτσιόγλου», με κριτήριο τις αντοχές της καπιταλιστικής οικονομίας και της εξασφάλισης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων, όπως και τον απεργοκτόνο νόμο που ψήφισε το 2018.
Οσο για την αύξηση του κατώτατου μισθού που διαμηνύει, ακόμα και αν υλοποιηθεί, θα εξανεμιστεί την ίδια στιγμή με την απαλλαγή του εργοδότη από το λεγόμενο «μη μισθολογικό κόστος» που έταξε στο κεφάλαιο στην πρόσφατη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ και την οποία θα πληρώσει ξανά ο λαός από την άλλη τσέπη.
Τι σχέση έχουν όλα τα παραπάνω με όσα διεκδικούν τα συνδικάτα, για Συλλογικές Συμβάσεις με αυξήσεις στους μισθούς, για καλύτερους όρους και συνθήκες δουλειάς, για διεύρυνση των εργασιακών δικαιωμάτων; Διεκδικήσεις που σε μια σειρά Ομοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα συναντούν την εχθρότητα των συνδικαλιστών του ΣΥΡΙΖΑ; Τι σχέση έχουν με όλα εκείνα που κατάφεραν οι εργαζόμενοι να αποσπάσουν τους προηγούμενους μήνες, μέσα από σκληρές μάχες, όπως τη ΣΣΕ στο λιμάνι του Πειραιά, την αντίστοιχη που υπέγραψαν οι Οικοδόμοι μέσα από το Συνδικάτο τους, επίσης στη Ζώνη του Περάματος κ.α. Μάχες δηλαδή που αν οι εργαζόμενοι ακολουθούσαν το «κάλεσμα» του ΣΥΡΙΖΑ για αναμονή της κυβερνητικής εναλλαγής, δεν θα είχαν δοθεί.
Εκεί που η κοροϊδία απογειώνεται είναι στις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την Υγεία, για ένα «νέο ΕΣΥ πλήρως στελεχωμένο, με απαραίτητες προσλήψεις και με επενδύσεις σε υποδομές». Πρόκειται για το «Νέο ΕΣΥ» με τα γνωστά παλιά υλικά, όπως της υποτιθέμενης «αρμονικής συνύπαρξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα», τα οποία έχουν οδηγήσει στο αίσχος που βιώσαν ιδιαίτερα ο λαός μας, οι ασθενείς και οι υγειονομικοί τα χρόνια της πανδημίας. Με μεγάλη χαρά εξάλλου η κυβέρνηση της ΝΔ παρέλαβε την κληρονομιά του ΣΥΡΙΖΑ, με το «δημόσιο νοσοκομείο» της Σαντορίνης, το πρώτο που λειτουργεί μέσω της Ανώνυμης Εταιρείας Μονάδων Υγείας ΑΕ, το «μοντέλο» δηλαδή που τώρα γενικεύεται με το «νέο ΕΣΥ» που προωθείται.
Τι σχέση έχουν αυτά με την απαίτηση για κατάργηση της επιχειρηματικής δράσης στη δημόσια Υγεία, για σύγχρονο, καθολικό, αποκλειστικά κρατικό σύστημα Υγείας - Πρόνοιας, δωρεάν, για ανεπτυγμένο δημόσιο σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας σε πανελλαδικό επίπεδο; Ολα αυτά δηλαδή που δίνουν απάντηση στην απόγνωση ασθενών και υγειονομικών, που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των διεκδικήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ προειδοποιούσε ότι ...«θα λογαριαστεί αργότερα» και πρότεινε στη ΝΔ υπουργούς «κοινής αποδοχής».
Εξετάζοντας λοιπόν κανείς όσα ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε ως κυβέρνηση, όσα στήριξε ως αντιπολίτευση και όσα τώρα εκ νέου υπόσχεται, θα διαπιστώσει ότι πράγματι είναι διατεθειμένος να αναλάβει τις ευθύνες του, που όπως είπε και ο πρόεδρός του «δεν τις φοβούνται». Ευθύνες απέναντι πρώτα απ' όλα στο κεφάλαιο, στην αστική τάξη.
Η μεγαλύτερη «ευθύνη» που αναλαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι για μια διακυβέρνηση στην υπηρεσία των στρατηγικών επιδιώξεων της αστικής τάξης, διαφημίζοντας την ικανότητά του να καλλιεργεί στις λαϊκές δυνάμεις εναλλακτικά πότε το δηλητήριο της αναμονής και της προσδοκίας και πότε της απογοήτευσης και της μοιρολατρίας, για την υποταγή σε αυτή την πολιτική.
Αυτή είναι και η μεγαλύτερη υπηρεσία στην αστική τάξη, αυτό είναι το «ατού» που διαφημίζει ο ΣΥΡΙΖΑ: Το χαμήλωμα των απαιτήσεων, την ενσωμάτωση στη λογική του «μικρότερου κακού» για τον λαό, την ίδια στιγμή που εξασφαλίζει το «μεγαλύτερο καλό» για το κεφάλαιο και τις επιδιώξεις του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου