«Πρέπει να
αποφεύγουμε την ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ζωής!». Δεν μπορεί, το
έχετε ακούσει αυτό το κλισεδάκι, από πολλά και πολύχρωμα στόματα. Και
ξαφνικά η απαξίωση αυτή του λαοφιλούς ποδοσφαίρου έγινε με μιας δόγμα
στρατηγικής και τακτικής αντιπαράθεσης, μετατρέποντας τα πάντα σε
γήπεδο. 'Η, καλύτερα, αρένα (όπως πομπωδώς διάφορα γήπεδα στα οποία
πωλείται κι αγοράζεται ποδοσφαιρικό θέαμα ονομάζονται αρένες, είτε του
ΟΠΑΠ είτε της Μπάγερ).
Η γλώσσα όμως είναι αποκαλυπτική. Ο
χαμός που ξέσπασε με το πέναλτι στο τελευταίο λεπτό του λεγόμενου
ντέρμπι των αιωνίων, πράσινων και κόκκινων, δεν έφερε στην επιφάνεια
κάτι καινούριο. Απλούστατα ο παραγεμισμένος βόθρος ξεχείλισε απότομα,
αλλά και πολύ καλά μελετημένα. Η ατζέντα με την απεργία μπροστά, με τη
φτώχεια ολούθε, με την ενεργειακή ανασφάλεια πιο γλιστερή κι απ' τον
βρεγμένο χλοοτάπητα, και την ασφυξία από τα απόνερα του πολέμου πιο
οδυνηρή κι απ' τα δακρυγόνα και τα καπνογόνα, έπρεπε να αλλάξει. Ο
αγώνας για καθημερινή επιβίωση των πολλών, της κερκίδας, έπρεπε για μια
ακόμα φορά στον αστικό μεταπολιτευτικό κοινοβουλευτισμό να μετατραπεί σε
ντέρμπι, κάτι σαν μονομαχία στο Ελ Πάσο, υπέρ της διαβόητης Αγίας
Πόλωσης.
Η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής
ζωής είναι συνταγογραφούμενο βαρύ οπιούχο. Στοχεύει στην παράλυση της
πολιτικής σκέψης και στη συρρίκνωσή της σε επιλογές, 1 - 2 - Χ. Ετσι
φτάσαμε να βλέπουμε χρόνια τώρα, μετά την επαγγελματοποίηση και
ιδιωτικοποίηση του ποδοσφαίρου, την αποδοχή: Της υποταγής των φιλάθλων
στο αφεντικό. Στη νίκη που έρχεται και είναι αποδεκτή επειδή ο κάθε
«μεγάλος» έχει λεφτά και βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη. Στην αγορά
αστεριών, μπαλαδόρων, που παίζουν για μια φανέλα με χορηγό, και για τον
χειροκροτητή φτωχό οπαδό. Και το θυμικό της κερκίδας την κατάλληλη
στιγμή μετατρέπεται σε ψηφοθηρικό όπλο. Μην περιμένει κανείς να ακούσει,
στον παράδεισο των ψευδαισθήσεων της μπάλας, περί εργαλειοποίησης του
οπαδικού ζητήματος, όπως αυτή του μεταναστευτικού...
Χουλιγκάνος
ή φίλαθλος, ενήλικας ή παιδί, άνδρας ή γυναίκα στο απέραντο αυτό
γήπεδο, μαθαίνει να ταυτίζει την ομάδα με την αγέλη, να πανηγυρίζει ή να
κλαψουρίζει ως πλήθος, και την ίδια στιγμή να μη βλέπει τον διπλανό και
όμοιό του.
Εχω δουλέψει σε ομάδα, αγαπάω
την μπάλα, και το 'ζησα από μέσα, για να το ξέρω και να με πονάει, που
δεν μπορώ ούτε να το επισημάνω ούτε να το δείξω, το πλήθος εκείνο των
αφανών εργαζομένων. Αυτό που πολύ πριν και πολύ μετά από τα ενενήντα
λεπτά του κάθε ματς δουλεύει χωρίς τιμές και δόξες, για λίγα λεφτά, πολύ
κόπο, πίεση, αγωνία, σε πλήρη αφάνεια. Θαύμαζα πάντα τον φροντιστή που
μάζευε σε θεόρατους σάκους τα βρώμικα παπούτσια, τις κάλτσες, τα σώβρακα
και τις φανέλες των ποδοσφαιριστών για να τα πάει για πλύσιμο. Την
καθαρίστρια που μαζεύει τα απίστευτα σκουπίδια σε χιλιόμετρα κερκίδας,
άδειας και παγερής. Τους μασέρ, τους βοηθούς, τους κουβαλητές, τους
φύλακες, μια στρατιά εργατών που συντηρεί τη λάμψη των πρωταγωνιστών,
όπως άλλωστε συμβαίνει και στα θέατρα, αλλά κι εκεί όπου δεν το βάζει ο
νους του κάθε οπαδού. Δεν υπάρχει φορά σε λαμπρό τελικό, όπου το γήπεδο
και οι οθόνες γεμίζουν από χιλιάδες επί χιλιάδων χαρτάκια, σερπαντίνες
όταν εκτοξεύονται σαν πυροτεχνήματα, που να μην πάει ο νους μου με ένα
βαθύ συναισθηματικό «ωχ!» σε εκείνους και εκείνες που πρέπει μετά, επί
ώρες, να καθαρίσουν τον χώρο, ώστε το γήπεδο να λάμπει την επόμενη
φορά... Δεν λέω πως δεν είναι δουλειά όλα τούτα. Λέω πως γίνεται άχαρη,
μοναχική και σκληρή, έξω από το αλαλάζον πλήθος, μέσα στο οποίο κι εγώ
πάω, βρίζω, χαίρομαι, φωνάζω, παρασύρομαι, εκτονώνομαι, αφήνοντας πίσω
ένα κιλό σκουπίδια, και μέρος απ' την αίσθηση του άλλου, του τόσο πια
συνηθισμένου, ανθρώπου της διπλανής, ανοιχτής ή κλειστής πόρτας.
Η
πιο ακαλλιέργητη «κουλτούρα» της σύγχρονης κοινωνίας είναι τα σπορ, ο
αθλητισμός, που έχουν εμπορευματοποιηθεί. Το φυσικό θυμικό των μαζών στα
γήπεδα και στα στάδια χρησιμοποιείται για μόχλευση αλλότριων παθών, και
αποθέωση της ιδιοκτησίας, κι όχι μόνο της εκμετάλλευσης ανθρώπου από
άνθρωπο. Στο γήπεδο ο διαφεντευτής του εξαίρει τον περίφημο δωδέκατο
παίκτη για να του... υπαγορεύσει τι θα κάνει μετά, και όταν χάσει και
όταν κερδίσει η ομάδα του. Κι έτσι η σκηνή μετατρέπεται σε δυσώδες
παρασκήνιο.
ΥΓ. Στο ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΜΟΝΙΟ του περασμένου Σαββάτου
(5/11/22) στο τέλος της τρίτης παραγράφου η γενική «των εγκαυματιών που
επέζησαν» τυπογραφικά μετατράπηκε σε εγκληματιών. Η διόρθωση γίνεται για
λόγους αρχής, παρότι κανείς αναγνώστης, ευτυχώς, δεν το κατάλαβε επειδή
εξόφθαλμα δεν έστεκε.
Της
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου