Υπάρχουν δύο βασικές μορφές του μισθού εργασίας, το
χρονομίσθιο και η πληρωμή με το κομμάτι.
Το χρονομίσθιο
Είναι η μορφή εκείνη του μισθού εργασίας, όπου το μέγεθος της πληρωμής του εργάτη εξαρτάται από το χρόνο που εργάστηκε – ώρες, μέρες, βδομάδες, μήνες.
Μέτρο της πληρωμής του εργάτη για την εργασία του είναι η τιμή μιας ώρας εργασίας.
Αν και η ίδια η εργασία δεν έχει αξία και τιμή, ωστόσο για τον ορισμό του μεγέθους της πληρωμής του εργάτη χρησιμοποιείται η συμβατική ονομασία «τιμή της εργασίας».
Σαν μονάδα του μέτρου της «τιμής της εργασίας» χρησιμεύει η πληρωμή της εργασίας για μια ώρα εργασίας ή η τιμή της μιας ώρας εργασίας.
Η τιμή της μιας ώρας εργασίας υπολογίζεται με βάση τη διαίρεση της ημερήσιας αξίας της εργατικής δύναμης με τον αριθμό των ωρών της εργάσιμης μέρας.
Πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στο συνολικό ποσό του μισθού εργασίας (μιας μέρας, βδομάδας, ενός μήνα) και την πληρωμή (ή την τιμή) μιας ώρας εργασίας.
α) Παραδείγματος χάριν, αν η ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης είναι 8.000 δρχ. και αν η διάρκεια της εργάσιμης μέρας είναι 8 ώρες, τότε η τιμή της ημερήσιας εργασίας θα είναι 8.000 δρχ. και η τιμή της 1 ώρας εργασίας θα είναι 1.000 δρχ. (8.000:8). Ας υποθέσουμε ακόμα ότι ο αναγκαίος χρόνος είναι 4 ώρες και ο πρόσθετος χρόνος εργασίας επίσης 4 ώρες. Στο βαθμό, λοιπόν, που στη διάρκεια της εργάσιμης μέρας αναπαράγεται η ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης, η οποία στην περίπτωση μας είναι 8.000 δρχ., η αξία που δημιουργείται από τον εργάτη στην κάθε ώρα εργασίας στα πλαίσια του αναγκαίου χρόνου εργασίας, θα είναι 2.000 δρχ. Ο εργάτης όμως εργάζεται με την ίδια ένταση και παραγωγικότητα στη διάρκεια ολόκληρης της εργάσιμης ημέρας.
Δηλαδή, ο εργάτης για κάθε εργάσιμη ώρα δημιουργεί αξία που είναι ίση με 2.000 δρχ. Ο καπιταλιστής πληρώνει την κάθε ώρα εργασίας με 1.000 δρχ. Τη διαφορά των 1.000 δρχ. που δημιουργεί ο εργάτης στη διάρκεια της κάθε ώρας της εργάσιμης μέρας στα πλαίσια του πρόσθετου χρόνου εργασίας την ιδιοποιείται εντελώς δωρεάν ο καπιταλιστής με την ιδιότητα της υπεραξίας.
Συνεπώς, η συνολική αξία που δημιουργεί ο μισθωτός εργάτης στη διάρκεια των 8 ωρών της εργάσιμης μέρας ανέρχεται στις 16.000 δρχ. από τις οποίες οι 8.000 δρχ. επιστρέφονται στον εργάτη με τη μορφή του μισθού εργασίας για την αναπλήρωση της εργατικής του δύναμης και τις υπόλοιπες 8.000 δρχ. τις ιδιοποιείται ο καπιταλιστής με τη μορφή της υπεραξίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η τιμή της 1 ώρας εργασίας είναι τόσες φορές μικρότερη από την αξία, όσες φορές είναι μικρότερος ο αναγκαίος χρόνος εργασίας από το συνολικό χρόνο εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι στη διάρκεια της κάθε μιας ώρας εργασίας της εργάσιμης μέρας ο εργάτης προσφέρει στον καπιταλιστή μια ορισμένη ποσότητα υπεραξίας. Και, μάλιστα, όσο πιο χαμηλή είναι η τιμή της εργασίας με αμετάβλητους όλους τους άλλους όρους, τόσο πιο μεγάλη είναι η μάζα και το ποσοστό της υπεραξίας. Με άλλα λόγια τόσο πιο υψηλός είναι ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από την αστική τάξη.
Το χρονομίσθιο δίνει στον καπιταλιστή τη δυνατότητα να εντείνει την εκμετάλλευση του εργάτη με την παράταση της εργάσιμης μέρας. Ετσι κατεβάζει την τιμή της μιας ώρας εργασίας, αφήνοντας αμετάβλητο το μισθό εργασίας για τη μέρα, τη βδομάδα, το μήνα.
Αν υποθέσουμε ότι το ημερομίσθιο μένει αμετάβλητο (δηλαδή το παλιό) και η εργάσιμη μέρα μεγαλώσει, τότε η τιμή μιας ώρας εργασίας θα μειωθεί.
Π.χ. ας υποθέσουμε ότι το ημερομίσθιο μένει το παλιό – 8.000 δρχ, ενώ η εργάσιμη μέρα μεγαλώνει από 8 σε 9 ώρες. Στην περίπτωση αυτή η τιμή της μιας ώρας εργασίας θα κατέβει από τις 1.000 δρχ. σε 888 δρχ.
β) Με το ανέβασμα του ημερομίσθιου η τιμή της μιας ώρας εργασίας μπορεί να παραμένει αμετάβλητη ή και να πέσει, αν στο μεταξύ μεγαλώσει η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας.
Π.χ. αν το ημερομίσθιο ανέβει από 8.000 δρχ. σε 8.400 δρχ. και η εργάσιμη μέρα μεγαλώσει από 8 σε 10 ώρες, η τιμή της μιας ώρας εργασίας στην περίπτωση αυτή θα κατέβει στις 840 δρχ. (8.400:10).
γ) Η αύξηση της εντατικότητας της εργασίας σημαίνει στην ουσία πτώσητης τιμής της μιας ώρας εργασίας, γιατί, ενώ γίνεται μεγαλύτερη δαπάνη εργασίας, που στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με παράταση της εργάσιμης μέρας, η πληρωμή μένει η παλιά.
Οταν οι όροι για την πώληση των εμπορευμάτων είναι ευνοϊκοί, ο καπιταλιστής παρατείνει την εργάσιμη μέρα, και καθιερώνει τις υπερωρίες.
δ) Αν πάλι οι όροι της αγοράς είναι δυσμενείς και ο καπιταλιστής είναι υποχρεωμένος να ελαττώσει τον όγκο της παραγωγής, τότε περιορίζει την εργάσιμη μέρα και εφαρμόζει το ωρομίσθιο.
Αν η εργάσιμη μέρα περιοριστεί και διατηρηθεί η προηγούμενη πληρωμή της εργασίας ανά ώρα, το ημερομίσθιο του εργάτη θα μειωθεί. Δηλαδή, το ωρομίσθιο με όχι πλήρη εργάσιμη μέρα ή με όχι πλήρη εργάσιμη βδομάδα κατεβάζει πάρα πολύ το μισθό εργασίας.
Π.χ. αν η εργάσιμη μέρα περιοριστεί από 8 σε 6 ώρες και διατηρηθεί η προηγούμενη πληρωμή της εργασίας προς 1.000 δρχ. την ώρα, το ημερομίσθιο του εργάτη θα είναι όλο και όλο 6.000 δρχ. (1.000X6).
Συμπέρασμα
Ο εργάτης χάνει στην πληρωμή όχι μόνο όταν παρατείνεται υπέρμετρα η εργάσιμη μέρα, αλλά και όταν αναγκάζεται να μη δουλεύει ολόκληρο το χρόνο εργασίας.
Στην προκειμένη περίπτωση μπορεί κανείς να νομίσει ότι τα συμφέροντα του εργάτη δε ζημιώθηκαν.
Ο εργάτης παίρνει λιγότερα, γιατί εργάζεται λιγότερο και ότι η «τιμή εργασίας» δεν έπεσε. Φαίνεται ότι ο καπιταλιστής πληρώνει την ίδια τιμή για την εργασία του.
Στην πραγματικότητα, όμως, γίνεται μείωση του μισθού εργασίας κάτω από την αξία της Εργατικής Δύναμης, (ΕΔ).
Στο παράδειγμά μας, αν η αξία της εργατικής δύναμης είναι 8.000 και όχι 6.000 δρχ.= (1.000X6), αν δουλεύει 6 ώρες, τότε:
Με τις 6.000 ο εργάτης δεν μπορεί να αναπαραγάγει την εργατική του δύναμη, γιατί ο καπιταλιστής την πληρώνει κάτω από την αξία της.
Το γεγονός αυτό κρύβεται από την «τιμή εργασίας», αφού το ωρομίσθιο δεν άλλαξε, άρα συμπεραίνουν ότι ο εργάτης δεν έχει καμιά αξίωση από τον καπιταλιστή.
Η πραγματικότητα είναι άλλη. Με την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων: «Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μια ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον του της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία».1
Στις συνθήκες της σύγχρονης μαζικής παραγωγής, με το σύστημα της αλυσίδας, η απόδοση των εργατών καθορίζεται:
α) Από την ταχύτητα της κίνησης της μεταφορικής ταινίας.
β) Από το ρυθμό της αλυσίδας.
Γι’ αυτό ο μισθός εργασίας με το κομμάτι είναι οικονομικά ασύμφορος για τον καπιταλιστή.
Η πληρωμή με το κομμάτι
Είναι εκείνη η μορφή του μισθού εργασίας, όπου το μέγεθος του μισθού εργασίας εξαρτάται από την ποσότητα των προϊόντων που παράγονται στη μονάδα του χρόνου.
Το κάθε κομμάτι πληρώνεται σύμφωνα με καθορισμένες τιμές.
Οταν ο καπιταλιστής καθορίζει τα τιμολόγια υπολογίζει:
α) Το ημερήσιο χρονομίσθιο του εργάτη, και
β) την ποσότητα των προϊόντων που παράγει μέσα σε μια μέρα, και εδώ συνήθως παίρνεται σαν μέτρο η ανώτατη παραγωγή του εργάτη.
Π.χ.: Αν το μέσο μεροκάματο στο δοσμένο κλάδο παραγωγής είναι 8.000 δρχ. και η ποσότητα ενός ορισμένου είδους προϊόντων που παράγει ο εργάτης είναι 50 κομμάτια, τότε η διατίμηση για κάθε κομμάτι αυτού του προϊόντος θα είναι: 160 δρχ. (8.000:50).
Την πληρωμή με το κομμάτι ο καπιταλιστής την καθορίζει έτσι, ώστε ο ωριαίος μισθός του εργάτη να μην είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι στην πληρωμή με το χρονομίσθιο.
Μόλις, όμως, μια σημαντική μερίδα των εργατών πετύχει ένα νέο, πιο ψηλό επίπεδο εντατικότητας της εργασίας, ο καπιταλιστής κατεβάζει τις τιμές που πληρώνει στους εργάτες για τα κομμάτια.
Π.χ.: Αν στο παράδειγμά μας η πληρωμή για το κάθε κομμάτι ελαττωθεί στο μισό (50%), ο εργάτης για να διατηρήσει τον προηγούμενο μισθό εργασίας, είναι υποχρεωμένος να εργάζεται διπλά, δηλαδή είναι αναγκασμένος:
α) ή να αυξήσει το χρόνο εργασίας
β) ή να ανεβάσει ακόμα περισσότερο την εντατικότητα της εργασίας, ώστε να παράγει στη διάρκεια της μέρας όχι 50, αλλά 100 κομμάτια (πριν 50 κομμάτια=8.000 δρχ., τώρα 100 κομμάτια πάλι 8.000 δρχ., αντί των 16.000 (100X160 δρχ.).
Οι επιπτώσεις για τον εργάτη
Στις σύγχρονες συνθήκες του καπιταλισμού παρατηρείται η τάση για την επέκταση της εφαρμογής του χρονομίσθιου.
Η παράταση της εργάσιμης μέρας, ακόμη και όταν πληρώνεται ακριβότερα (υπερωρίες, βάρδιες) αποτελεί παράγοντα επιδείνωσης της κατάστασης του εργάτη, τόσο από οικονομική, όσο και από κοινωνική άποψη.
Από οικονομική, γιατί η αυξημένη πληρωμή κατά κανόνα δεν αντισταθμίζει μακροπρόθεσμα την αυξημένη φθορά του ανθρώπινου οργανισμού.
Και από κοινωνική, γιατί στερεί από τον εργάτη τον ελεύθερο χρόνο, του αποκλείει ή του αποδιοργανώνει την κοινωνική ζωή.
«Ο χρόνος είναι ο χώρος της ανθρώπινης ανάπτυξης».2
Ο άνθρωπος χωρίς ελεύθερο χρόνο – για κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική δράση είναι σε κατάσταση άκρας κατάπτωσης.
Στην προκειμένη περίπτωση:
«Ο εργάτης προσπαθεί να διατηρήσει τη μάζα του μισθού εργασίας του, δουλεύοντας περισσότερες ώρες είτε προσφέροντας περισσότερα μέσα στην ίδια ώρα…
Το αποτέλεσμα είναι ότι: όσο περισσότερο δουλεύει τόσο μικρότερο μισθό παίρνει…».3
Το χρονομίσθιο και ο μισθός με το κομμάτι συχνά χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα μέσα στις επιχειρήσεις.
Και οι δύο μορφές είναι απλώς δύο διαφορετικοί τρόποι αύξησης της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου.
Σε ό,τι αφορά το χρονομίσθιο και το μισθό με το κομμάτι ο Κ. Μαρξ γράφει: «Και οι δύο μορφές του μισθού υπάρχουν ταυτόχρονα η μια δίπλα στην άλλη στους ίδιους κλάδους παραγωγής».4
1Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 563.
2. Κ. Μαρξ: «Διαλεκτά Εργα», τ. 1, σελ. 520.
3. Κ. Μαρξ – Φρ. Ενγκελς: «Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο», Διαλεκτά Εργα», τ. 1, σελ. 105.
4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 569.
Γιώργος ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου