Το
νεοελληνικό Θέατρο Σκιών ή Καραγκιόζης, όπως είναι πανελληνίως γνωστό, είναι
ένα πολυτιμότατο κομμάτι του νεοελληνικού θεάτρου και της λαογραφίας. Γνήσιο
λαϊκό θέατρο.
Στο «Ριζοσπάστη» στις 28-12-2001, ο κ. Γρηγόρης Τραγγανίδας, υπό τον τίτλο «Κάνοντας όνειρα με τον Καραγκιόζη» γράφει: «Η πρώτη θεωρητική προσέγγιση στον Καραγκιόζη γίνεται από τον Τζούλιο Καΐμι, το 1935.(6) Αυτό όμως, δεν είναι ακριβές, γιατί ο Καΐμι γνώριζε μόνο τον τουρκικό Καραγκιόζη, που έχει ελάχιστο ρεπερτόριο, ψίχουλα, περιορισμένος σε κάποιες αναποδιές της τουρκικής κοινωνίας και στη σάτιρά τους, και δε συνταιριάζει με τον ελληνικό».
Ο
Καραγκιόζης ήταν αγαπητός στο λαό γιατί τον εξέφραζε. Τον αγαπούσαν και τον
παρακολουθούσαν καλλιτέχνες και διανοούμενοι, όπως ο Παπαδιαμάντης, που είναι ο
πρώτος διανοούμενος που μιλάει θετικά για τον Καραγκιόζη, αφού μετέφρασε από τα
γαλλικά το άρθρο του P. Risal περί Καραγκιόζη, στο «Παναθήναια» του 1907. Ακόμη
και ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι, ο Λαϊκός Επίτροπος του Επιτροπάτου Παιδείας και
Πολιτισμού της ΕΣΣΔ, όταν ήρθε στην Αθήνα, το 1922, ζήτησε και είδε Καραγκιόζη.
Τούτη την
ιερή και πανάρχαιη τέχνη την υπηρέτησαν, την τελευταία δεκαετία του περασμένου
αιώνα, μεγάλα ταλέντα: ο Μίμαρος, ο Ρούλιας και ο Μέμος. Και την άσκησε τούτη
την τέχνη ένας στρατός από καραγκιοζοπαίκτες. Ο Αθηναίος Μόλλας, το Σεπτέμβριο
του 1918, υπαγόρεψε μια κωμωδία του στο Γάλλο Louis Roussel, που τύπωσε μετά
από τρία χρόνια ένα βιβλίο, που έγινε δεκτό σαν These Complementaire, υπό τον
τίτλο «Karagheuz ou un Theatre d' ombres A Αthenes, Tome Deuxieme, Athenes
1921».(1)
Για το
βιβλίο του Louis Roussel ο καθηγητής Κυριακίδης δημοσίευσε κριτική στο
περιοδικό «Λαογραφία» και δίνει την πληροφορία, που είχε από τον καθηγητή Ν. Γ.
Πολίτη, ότι κάποτε ο Μακρυγιάννης μπήκε με τα παλικάρια του σ' έναν Καραγκιόζη,
του οποίου, όμως, το ακροατήριο ήταν μεικτό κι ο Καραγκιόζης απέφευγε τις
βωμολοχίες. Ο Μακρυγιάννης διαμαρτυρήθηκε για το «μασκάρεμα», έβγαλε έξω τις
γυναίκες και διέταξε τον καραγκιοζοπαίκτη «να πη κείνα που ήξερε».(2)
Το Γενάρη
του 1918, ο Γ. Τσοκόπουλος, σε διάλεξή του για τον Καραγκιόζη, θα πει ότι ο
πλησιέστερος πρόγονός του είναι ο τουρκικός και ο αραβικός και πως «ήρθε από
την Αίγυπτο και την Τουρκία, αφού πέρασε το Λιβυκό και το Αιγαίο Πέλαγος».(3)
Ο Γ.
Τσοκόπουλος στην ομιλία του είπε ακόμη πως: «Οι Τούρκοι τον παρέλαβον από τους
Αιγυπτίους και τους Σύρους. Οι Τούρκοι άλλως δεν είχον τίποτε ιδικόν των και
ήρπαζαν ό,τι εύρισκαν. Λαός πολεμικός, προχωρών διαρκώς προς τα εμπρός, δεν
είχαν καιρόν να δημιουργήσουν τέχνας. Την ποίησιν την επήραν από τους Αραβας,
το παραμύθι, τον μύθον, από τους Πέρσας, τη μουσικήν μαζί με διάφορα άλλα
χρήσιμα πράγματα από τους Βυζαντινούς, το θέατρον από τους Αιγυπτίους».(4)
Ομως γελάστηκε, όπως γελαστήκανε κι όλοι οι άλλοι.
Να προσθέσω
ότι και το εθνικό έπος των Τούρκων ο «Διγενής ο Κιόρογλου» είναι μεταφορά,
αντιγραφή, του δικού μας «Διγενή Ακρίτα».(5)
Στο «Ριζοσπάστη» στις 28-12-2001, ο κ. Γρηγόρης Τραγγανίδας, υπό τον τίτλο «Κάνοντας όνειρα με τον Καραγκιόζη» γράφει: «Η πρώτη θεωρητική προσέγγιση στον Καραγκιόζη γίνεται από τον Τζούλιο Καΐμι, το 1935.(6) Αυτό όμως, δεν είναι ακριβές, γιατί ο Καΐμι γνώριζε μόνο τον τουρκικό Καραγκιόζη, που έχει ελάχιστο ρεπερτόριο, ψίχουλα, περιορισμένος σε κάποιες αναποδιές της τουρκικής κοινωνίας και στη σάτιρά τους, και δε συνταιριάζει με τον ελληνικό».
Η κ. Μαρία
Καψαμπέλη, υπεύθυνη του Κέντρου Ερευνας του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών, λέει: «Ο
ελληνικός Καραγκιόζης έχει καταγωγή τουρκική. Ακόμη και το όνομά του είναι
τούρκικο και σημαίνει "μαυρομάτης"».
Μπορεί ο
Δημήτρης Σαρδούνης ή Μίμαρος «να πρόσθεσε στοιχεία, να τον επιμελήθηκε και να
τον προώθησε, όμως βρήκε έναν ελληνικό Καραγκιόζη, που δε χρειάστηκε να τον
"εξελληνίσει". Υπήρξαν πολλοί προ του Μίμαρου, του Ρούλια και του
Μέμου, που πρέπει να ανακαλύψουμε. Η αξία των τριών είναι ότι βρήκανε ένα δρόμο
μέσα στο μισοσκόταδο του 1830 και στο σύθαμπο του 1890 προχώρησαν.
Η βεβαιότητα
μερικών "ειδικών" πως οι Ρωμιοί πήραν τον Καραγκιόζη από τους
Τούρκους δεν ευσταθεί. Εγινε ακριβώς το αντίθετο. Οι Τούρκοι τον βρήκανε στη
Ρωμανία, όπου είχε φτάσει ήδη από τα βάθη της Ανατολής.
Από τους
Ρωμιούς πήρανε τον Καραγκιόζη οι Γεωργιανοί, οι Αμπχάζιοι, και οι Αρμένιοι».(7)
Θα προσφύγω
στη μαρτυρία του Ι.Τ. Παμπούκη (8), του μόνου ειδικού (χωρίς εισαγωγικά) για
τον Καραγκιόζη, στη χώρα μας. Και θα παραθέσω την απάντησή του στο ερώτημα:
«Είναι Ρωμιός ο Καραγκιόζης ή Τούρκος;».
Δανείζομαι
από τη μελέτη του «Οι πρώτες ρίζες του νεοελληνικού Θεάτρου Σκιών», στο
ημερολόγιο της «Pirelli Hellas 1970, από τη ρωμιοσύνη».(9)
«Είναι
Ρωμιός ο Καραγκιόζης ή Τούρκος;. Ολοι γραμμή μας είπανε πως οι Ρωμιοί τον πήραν
από τους Τούρκους. Και το είπανε με τόση βεβαιότητα, που λες και μόνο οι
μικρολεπτομέρειες απομένουνε για την πλήρη λύση του προβλήματος.
Οι Τούρκοι
ωστόσο της Μικρασίας, οι δικοί μας, νομάδες χωρίς λαϊκό πολιτισμό, τον
ενδέκατον αιώνα που "παίρνουν επαφή" μαζί μας, ήταν αδύνατο να 'χουνε
trade με την Απω Ανατολή. Γιατί να μην ηύρανε και τον Καραγκιόζη στο
μυστηριώδες και πολυεθνικό Βυζάντιο με την ημίγνωστη ζωή; Το Βυζάντιο είν' ο
κληρονόμος του παρελθόντος όλης της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, που οι
χώρες της, με τη Μικρασία πρώτη και καλύτερη, γνωρίσανε την Κίνα, την πηγή του
Θεάτρου Σκιών, πολύ πιο πριν από την εποχή του Ομήρου».
Ολ' αυτά
βέβαια δε θα 'ναι παρά ψιλά γράμματα για τους «ειδικούς». Ηταν όμως και για
τον... ανειδίκευτο Ν.Γ. Πολίτη, με το κοφτερό και γονιμότατο μυαλό;
Δεν ξέρουμε.
Γιατί, δυστυχώς, η μόνη έντυπη μαρτυρία των οιωνδήποτε σχέσεών του με τον
Καραγκιόζη είναι το ανέκδοτο για το Μακρυγιάννη. Κι ο Πολίτης πέθανε ακριβώς το
1921, μήνες πριν το βιβλίο του Roussel και την κριτική του Κυριακίδη.
Δυο μαθητές
μονάχα του πατέρα της Λαογραφίας μας, πρόσωπα και γνωστά στους παροικούντες τη
φιλολογική μας Ιερουσαλήμ, ο λυκειάρχης Γεράσιμος Σαλβάνος κι ο καθηγητής
Νικηφόρος Ελεόπουλος, είπανε στον υποφαινόμενο πως πολλές φορές ο δάσκαλός τους
έθιξε το θέμα στα μαθήματά του με προσοχή, πολλές φορές τους εσύστησε να πάνε
να δούνε Καραγκιόζη και πολλές φορές εσκαρφάλωνε στο Λυκαβηττό του καιρού του
για την υπέροχη χαρτονένια μυσταγωγία.
Εκεί, πέρ'
από τον Πολίτη με τις απίθανες ανησυχίες, έβλεπαν οι μαθητές κ' έναν άλλο
θεατή, φαινόμενο της απιθανώτερης δήθεν αδιαφορίας: ο Παπαδιαμάντης, όλος
μοναξιά και σιωπή, παρακολουθούσε με θρησκευτικήν ευλάβεια το «μπερντέ» στη
Δεξαμενή - απ' όπου εξηγείται κ' η μετάφραση από τα γαλλικά του άρθρου του
Risal περί Καραγκιόζη, που δημοσίεψε ο συγγραφέας της «Φόνισσας» στα
«Παναθήναια» το 1907.(10)
Μα θα
πείσμωνε κανείς και θα 'λεγε: Να το σαράι κι ο βεζίρης, ο πασάς κι ο μπέης κι ο
αγάς, η βεζιροπούλα κ' η πασοπούλα, το μπεόπουλο κι ο αμανές και το φέσι! Δεν
είναι δηλαδή τούρκικα;
Πώς δεν
είναι; Πώς εξάλλου και γιατί να μην είναι; Κι όχι μόνο τα τούρκικα, παρά και
πολλά ρωμέικα πράματα του Καραγκιόζη μάς είναι κι αυτά σαν τούρκικα, καθώς
είναι τούρκικα στη μορφή κ' ένα σωρό στοιχεία της ζωής που ζούμε.
Μια παροιμία
του λαού μας, η πιο τραγική, που θα πει κ' η πιο ανθρώπινη, το φωνάζει από
καιρό:
Καϊμένε,
σκλάβα με θεωρείς και παρθενιά γυρεύεις;
Ούτε δύο
χρόνια δε θέλουμε από σήμερα: το 1971 κλείνουν εννιά αιώνες από τη μάχη του
Μαντζικέρτ - εννιά αιώνες Τουρκοκρατία!
Μπορεί για
τον ελλαδικό χώρο να 'ναι το μισό, μα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Μικρασία
περιλάβαινε κάποτε κάτι παραπάνω από τα τρία τέταρτα της Ρωμιοσύνης, πολύ πέρ'
από τριάντα δύο εκατομμύρια Ελληνες.
Αυτά που
πήρανε μαζί τους και χαρίσανε στους Τούρκους εξισλαμιζόμενοι πόσοι και πόσοι
Μικρασιάτες, ένας ολόκληρος κόσμος ψυχικός, δεν μπορούσε παρά να τουρκοντυθούνε
σιγά - σιγά και, με το 1453 να τουρκοφυτευτούνε και να τουρκοριζώσουνε στην από
δω μητρόπολη.
Ξεπερνάνε
τις είκοσι και φτάνουν τις τριάντα χιλιάδες, μεσ' από γραπτά μνημεία του
καθαρώς ελλαδικού χώρου, οι τύποι των αναρίθμητων τουρκικών λέξεων που
περιφέρονται με τη μεγαλύτερη φυσικότητα στην καθημερινή μας ομιλία.
Μερικοί
πιστεύουνε πως οι τούρκικες λέξεις μάς ήρθαν άξαφνα, με τη σακατεμένη και
παραλοϊσμένη προσφυγιά του 1922. Πού να φανταστούνε πως οι πιο πολλοί από τους
εκείθεν του Αιγαίου, με την αλλιώτικη προφορά τους, που αποκλείει τον
εγκλιματισμό, μπορεί να 'χουνε και λιγώτερες από τους εντεύθεν ομαίμονές τους!
Κοντολογίς,
οι τουρκικές σπουδές που δεν έχουμε και που θα ήταν, ύστερ' απ' όσα είπαμε,
πέρα για πέρα ελληνικές, οι καθαυτό σωστές, οι καθαυτό νεοελληνικές, θα λύσουν
οριστικά και δημιουργικά πόσα προβλήματά μας: το πρόβλημα της χαμένης μας
ποίησης του δέκατου έκτου και του δέκατου έβδομου αιώνα, που κοιμάται
τουρκόφωνη τον ύπνο του δικαίου, το πρόβλημα του χαμένου μας λαϊκού θεάτρου,
που το δουλέψανε ζεμένοι στην τουρκοφωνία μαζί Ελληνες, Αρμένιοι, κ' Εβραίοι
κατά τους ίδιους αιώνες(11) το πρόβλημα του νεοελληνικού Θεάτρου
Σκιών, όπως ήτανε πριν από τους παλιότερους γνωστούς τεχνίτες μας, από τη
ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827) με τη «Βαβυλωνία» και τους τύπους της, ως τη
ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) με τ' αλυσοδεμένα πληρώματα των ποικίλων
τουρκοφώνων φιλολογιών κι ως την απολησμονημένη και μοιραία μάχη του Μαντζικέρτ
(1071).
Σ' ένα μόνο
σημείο δε συνταιριάζουν ο δικός μας κι ο τουρκικός Καραγκιόζης, ένα μόνο δέχονται
για καταδικό μας κι όχι δάνειο. Δεν έχει, λέει, ο τουρκικός αίματα καθόλου. Μα
βέβαια και δε θα 'χει. Την ώρα που ο δικός μας είναι γεμάτος αίματα. Και βέβαια
που θα 'ναι. Σκοπός της Τέχνης είναι η διοργάνωση της συναισθηματικότητας.
Ανέβασε, κατά συνέπεια, στο φωτεινό τελάρο και την Τουρκοκρατία με το
Εικοσιένα, που είν' όλο αίματα.(12)
Πώς να
έκανεν οι άλλοι το ίδιο; Τι διδάγματα έβγαλε ποτέ η άρνηση; Γι' αυτό βλέπουμε
από κει μεν ένα ελάχιστο ρεπερτόριο, περιορισμένο σε κάποιες αναποδιές της
κοινωνικής ζωής και τη σάτιρά τους, ενώ από δω, περ' απ' αυτά, το δεκαπλάσιο
και το εικοσαπλάσιο, με τα σημερινά και τα περασμένα και τα παρελθόντα και τα
παρωχημένα, βάλε από τον πόλεμο του '40 ως το Μεγαλέξαντρο - μ' άλλα λόγια, το
νεοελληνικό Θέατρο Σκιών είναι πραγματική ποδηγεσία και φρονηματισμός, αληθινή
Τέχνη.
«Πλην αλλ'
όμως» οι Τούρκοι σ' ένα σημείο μάς ξεπεράσανε. Φάνηκαν όχι απλά εξυπνότεροι, με
τα ψίχουλα που έχουνε συγκριτικά μ' εμάς, παρά εξυπνότατοι, στο διαφέντεμα και
του παραμικρού της παράδοσής τους: εβάλανε κομμάτια του Καραγκιόζη, κείμενα με
σκηνές από παραστάσεις του, διαλεγμένα φυσικά με περίσκεψη, στ' αναγνωστικά
τους του Δημοτικού Σχολείου.(13) Κι εκείνοι μεν, αφού μόλις εδώ και
σαράντα χρόνια θεμελιώσανε τη σπουδαστηριακή τους αγωγή, το κάνουνε με τους
κόπους των ξένων μελετητών της περιουσίας τους, εμείς όμως, με την ύλη να
βράζει γύρω μας και μ' ένα σωρό δυνατότητες, ούτε να το σκεφτούμε καν -
αντιπερνούμε, σα να πρόκειται για μιαν απλή curiosite!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Και ο
καθηγητής του Πανεπιστημίου του Roctok, Xanw Jensen, τύπωσε βιβλίο με τον τίτλο
«Vulgargriechieche Schattenpieltexte, Berlin 1954, με δύο κωμωδίες του Μόλλα,
με σχόλια, για το μάθημα της Νέας Ελληνικής Γλώσσας.
2. Βλέπε
«Λαογραφία», Η', 1921, σ. 282.
3. Γ.
Τσοκόπουλος «Το Ελληνικόν λαϊκόν θέατρον: ο Καραγκιόζης. («Η Εικονογραφημένη»,
έτος ΙΔ', αριθ. 161-162, Μάρτιος - Απρίλιος 1918, σ. 55).
4. Γ.
Τσοκόπουλος, ό.π., αριθ. 159, Ιανουάριος 1918, σ. 27.
5. Ι.Τ.
Παμπούκης «Διγενής ο Κιόρογλου», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 1949,
του ίδιου «Διγενής ο Κιόρογλου», περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία», σ. 821-824,
τ. 68, 1-12-1950.
6.
Αναφέρεται, υποθέτω, στο βιβλίο του Giulio Kaimi: Karaghiozi ou la Comedie
Grecque dans l' ame du Teatre d' Ombres, Athenes 1935, σ. 1.
7. Στο Σοχούμι
έπαιζαν Καραγκιόζη το 1920. Βλέπε, Γκεόργκι Γκούλια «Μια φορά και έναν καιρό
ζούσε ένα αμπχάζικο αγόρι» έκδοση «Μπολοντόγια Γκαβαρτίγια», Μόσχα 1984, σ. 20,
και στον τόμο «Το ποντιακό θέατρο. Νότια Ρωσία, Γεωργία, Ουκρανία,
Αζερμπαϊτζάν, Τσετσενία 1917-1985» του Ερμή Μουρατίδη, σ. 105, σημ. 7
Θεσσαλονίκη 2000.
8. Ο Ι.Τ.
Παμπούκης, έχει πιστεύω την πληρέστερη συλλογή από φιγούρες, σκηνικά,
χειρόγραφα τετράδια καραγκιοζοπαικτών, βιογραφίες τους, φωτογραφίες, εφημερίδες
και άλλα σχετικά.
9. Στο
εξώφυλλο του ημερολογίου, μακέτα του Σικελιώτη. Μέσα φιγούρες.
10. P.
Risal, Καραγκιόζης, (Μετάφρ. Αλ. Παπαδιαμάντη - «Παναθήναια», τόμ. ΙΕ', 15
Νοεμβρίου 1907, σελ. 80-85).
11. Βλ. Metin And, A history of theatre and popular entertainment in Turkey,
Ankara 1963-1964, σε πολλά σημεία του πρώτου μέρους.
12. Βλ. Ι.Τ.
Παμπούκη, Η Τουρκοκρατία και το Εικοσιένα στο ρεπερτόριο του Θεάτρου Σκιών
(«Παρνασσός», τόμ. Ι', 1968, σελ. 241-245).
13. Και κάτι
πιο... παράξενο: στον κύκλο των μαθημάτων Τουρκικής Γλώσσας και Φιλολογίας του
Πανεπιστημίου του Χατζέτεπε της Αγκυρας, περιλάβανε για το ακαδημαϊκό έτος
1969-1970 και τη σειρά «Εξέταση του τουρκικού θεάτρου και μελέτη του λαϊκού:
Meddah, Karagoz, Orta Oyunu και μαριονέτα» - βλ. «Hacettepe University Bulletin
1969-1970», Ankara 1969, σελ. 266.
Οι κυριότερεςφιγούρες του ελληνικού θεάτρου σκιών
Οι κυριότερεςφιγούρες του ελληνικού θεάτρου σκιών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου