Αν το βιβλίο ήταν κάτι πολύτιμο για μας, αν το βλέπαμε ως τον θησαυρό
που όντως είναι, τότε θα βλέπαμε ουρές να σχηματίζονται έξω από τα
βιβλιοπωλεία και ο κόσμος θα περίμενε υπομονετικά στη σειρά, διαβάζοντας
κάποιο άλλο βιβλίο, που είναι η καλύτερη συντροφιά και σε συνοδεύει
σχεδόν παντού.
Αλλά οι πρώτες ουρές που είδαμε σε βιβλιοπωλεία ήταν μετά την πανδημία και αυτό για λόγους ασφαλείας. Είχαμε δει ουρές και για το βιβλίο του Ντάνου, που διαφήμιζε πόσο λίγα βιβλία είχε διαβάσει, αλλά εκεί πήγαν για αυτόγραφο, όχι για να μορφωθούν και είναι ζήτημα πόσοι διάβασαν τελικά το βιβλίο, ακόμα και από αυτούς που το πήραν.
Το διάβασμα μας εξανθρωπίζει κι είναι από θέση αρχής ενάντια στις ουρές, σε μαγαζιά και ανθρώπους.
Κάποιοι είδαν την καραντίνα ως ευκαιρία να διαβάσουν περισσότερο. Στην πράξη ήταν η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον γενικό κανόνα. Στην καραντίνα βρήκαμε όλοι χρόνο να κάνουμε πράγματα που κάναμε και πριν. Αυτοί που είχαν καιρό να πιάσουν βιβλίο στα χέρια τους, ένιωθαν το μυαλό τους κουρασμένο και αραχνιασμένο, για να το κάνουν τώρα και άσκησαν τα ίδια ακριβώς αθλήματα στον ελεύθερο χρόνο τους: διαδίκτυο, τηλεόραση, κοκούνινγκ… Οτιδήποτε άλλο εκτός από βιβλία πάντως.
Λένε επίσης πως το διάβασμα σου ανοίγει τους ορίζοντες και δεν ταιριάζει με κλειστούς τοίχους, σαν καταναγκαστική εργασία που δεν την επέλεξες αλλά σου επιβλήθηκε. Πως είναι επιστέγασμα μιας δημιουργικής ζωής-μέρας και όχι υποκατάστατο της πραγματικής ζωής. Αν και ο καθένας μπορεί να το χρησιμοποιήσει, όπως θέλει. Είτε για να ανοίξει άλλους ορίζοντες, είτε για να δημιουργήσει ένα δικό του κόσμο, σαν καταφύγιο, και να κρυφτεί.
Φέτος οι μαθητές κλήθηκαν να γράψουν στην Έκθεση για τη λογοτεχνία, το διάβασμα και τη γραφή ως προσωπική εμπειρία. Όσο να πεις, το θέμα είχε μια δόση υποκρισίας από την πλευρά της Επιτροπής. Πόσοι μαθητές Λυκείου βρίσκουν χρόνο, μες στο μαραθώνιο που κάνουν, για λογοτεχνία και εξωσχολικά διαβάσματα; Πότε τους ενθάρρυνε η τάξη τους και το σχολείο να το κάνουν, να διαβάσουν κάτι γενικό, που δεν αφορά άμεσα την εξεταστέα ύλη; Πότε τους άφησε ελεύθερο χρόνο, για να έχουν από μόνοι τους έστω το δικαίωμα στην επιλογή;
Το θέμα προσφερόταν για έναν προκάτ ρηχό προβληματισμό για την κακή σχέση μας με το διάβασμα -τόσο κοινότοπο, όσο και οι ευχές για την παγκόσμια ειρήνη στα καλλιστεία. Το συμπέρασμα δεν είναι λάθος, αρκεί να πας βαθύτερα για να εντοπίσεις τις ρίζες. Έχουμε μάθει να διαβάζουμε μικρά κι εύπεπτα κείμενα, οποιοδήποτε μακροσκελές κείμενο, κάπως πιο απαιτητικό και σύνθετο, μας αποθαρρύνει. Ακόμα και στην Έκθεση υπάρχει όριο λέξεων, για να μάθουν από νωρίς τα παιδιά τον γενικό κανόνα. Πίσω από την “αξία της συμπύκνωσης” κρύβεται η άρνηση κάθε ανάλυσης, οι ατάκες, τα τσιτάτα, η κωδικοποίηση.
Κι εκεί αρχίζει η κουβέντα για το διαδίκτυο, τους υπολογιστές και ο άγονος διαχωρισμός ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς της τεχνολογίας. Οι υπερασπιστές της θα πουν για τα τρομερά πλεονεκτήματα που δίνουν οι συσκευές ανάγνωσης, όπου μπορείς να ρυθμίσεις τα πάντα, από την ακτινοβολία ως τη γραμματοσειρά. Θα διαφωνήσουν με τους απέναντι, αν μπορείς να τσακίσεις σελίδες, αν μπορείς να ενεργοποιήσεις τους ίδιους μηχανισμούς απομνημόνευσης κτλ. Και θα παραδεχτούν πως δεν έχουμε βρει -ακόμα τουλάχιστον- υποκατάστατο για τη μυρωδιά του βιβλίου, που είναι αγαπημένο φετίχ για τους περισσότερους βιβλιόφιλους, όταν παίρνουν στα χέρια τους μια νέα έκδοση.
Το θέμα όμως δεν είναι σε τι μορφή θα διαβάσουμε, συμβατική ή ηλεκτρονική, αλλά ότι ο περισσότερος κόσμος δε διαβάζει. Τα βιβλία είναι σαν διακοσμητικά, για να γεμίζουν τα ράφια και να τραβούν εντυπώσεις, πολύ μακριά όμως από την αρχική αξία χρήσης τους.
Εκεί αρχίζει η συζήτηση για το διαδίκτυο, που στοχοποιείται, όπως παλιά η τηλεόραση. Φταίει ότι μάθαμε να διαβάζουμε μικρές ειδήσεις σε site, μικρά status στο Facebook, ατάκες στο Twitter, εικόνες στο Insta που δεν έχουν καν λέξεις -ούτε ισοδυναμούν με χίλιες τέτοιες σε αυτή την περίπτωση. Φταίνε οι ρυθμοί της ζωής, ο καταιγισμός από εκατοντάδες πληροφορίες σε καθημερινή βάση, η διάσπαση προσοχής απ’ τις σκόρπιες ψηφιακές ψηφίδες που δε φτιάχνουν ποτέ μια πλήρη εικόνα σαν ψηφιδωτό.
Φταίμε κι εμείς -ατομική ευθύνη πάντα-, ο Χατζηπετρής, οι καταστάσεις, ο τρόπος ζωής μας. Αλλά ποτέ το σύστημα που δε μας έμαθε ποτέ να αγαπάμε το διάβασμα, να αποζητούμε τη γνώση -και όχι τις πληροφορίες που έχουν ημερομηνία λήξης- και να μη την θεωρούμε άχρηστη όταν δεν έχει άμεση εφαρμογή στην αγορά εργασίας, να μη θαυμάζουμε τους έξυπνους αλλά τους ξύπνιους που βολεύονται κτλ. Ποτέ αυτοί που διαμορφώνουν χαρακτήρες, καταστάσεις και τον τρόπο ζωής μας -έννοιες που δεν είναι ποτέ ταξικά ουδέτερες και όποιος διαβάζει, έχει περισσότερες πιθανότητες να το καταλάβει, ακόμα κι αν δε μελετά σεσημασμένα μαθήματα, όπως η Κοινωνιολογία.
Το διάβασμα, στην τελική, είναι οξυγόνο, όχι τεχνητή αναπνοή. Κι αν θες να καθαρίσεις το μυαλό σου από τα σκουπίδια που το φορτώνουν, πρέπει πρώτα να πιάσεις την κοινωνική μπόχα που μας περιβάλλει και όσους την προκαλούν.
Βασίλης Κρίτσας
Αλλά οι πρώτες ουρές που είδαμε σε βιβλιοπωλεία ήταν μετά την πανδημία και αυτό για λόγους ασφαλείας. Είχαμε δει ουρές και για το βιβλίο του Ντάνου, που διαφήμιζε πόσο λίγα βιβλία είχε διαβάσει, αλλά εκεί πήγαν για αυτόγραφο, όχι για να μορφωθούν και είναι ζήτημα πόσοι διάβασαν τελικά το βιβλίο, ακόμα και από αυτούς που το πήραν.
Το διάβασμα μας εξανθρωπίζει κι είναι από θέση αρχής ενάντια στις ουρές, σε μαγαζιά και ανθρώπους.
Κάποιοι είδαν την καραντίνα ως ευκαιρία να διαβάσουν περισσότερο. Στην πράξη ήταν η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον γενικό κανόνα. Στην καραντίνα βρήκαμε όλοι χρόνο να κάνουμε πράγματα που κάναμε και πριν. Αυτοί που είχαν καιρό να πιάσουν βιβλίο στα χέρια τους, ένιωθαν το μυαλό τους κουρασμένο και αραχνιασμένο, για να το κάνουν τώρα και άσκησαν τα ίδια ακριβώς αθλήματα στον ελεύθερο χρόνο τους: διαδίκτυο, τηλεόραση, κοκούνινγκ… Οτιδήποτε άλλο εκτός από βιβλία πάντως.
Λένε επίσης πως το διάβασμα σου ανοίγει τους ορίζοντες και δεν ταιριάζει με κλειστούς τοίχους, σαν καταναγκαστική εργασία που δεν την επέλεξες αλλά σου επιβλήθηκε. Πως είναι επιστέγασμα μιας δημιουργικής ζωής-μέρας και όχι υποκατάστατο της πραγματικής ζωής. Αν και ο καθένας μπορεί να το χρησιμοποιήσει, όπως θέλει. Είτε για να ανοίξει άλλους ορίζοντες, είτε για να δημιουργήσει ένα δικό του κόσμο, σαν καταφύγιο, και να κρυφτεί.
Φέτος οι μαθητές κλήθηκαν να γράψουν στην Έκθεση για τη λογοτεχνία, το διάβασμα και τη γραφή ως προσωπική εμπειρία. Όσο να πεις, το θέμα είχε μια δόση υποκρισίας από την πλευρά της Επιτροπής. Πόσοι μαθητές Λυκείου βρίσκουν χρόνο, μες στο μαραθώνιο που κάνουν, για λογοτεχνία και εξωσχολικά διαβάσματα; Πότε τους ενθάρρυνε η τάξη τους και το σχολείο να το κάνουν, να διαβάσουν κάτι γενικό, που δεν αφορά άμεσα την εξεταστέα ύλη; Πότε τους άφησε ελεύθερο χρόνο, για να έχουν από μόνοι τους έστω το δικαίωμα στην επιλογή;
Το θέμα προσφερόταν για έναν προκάτ ρηχό προβληματισμό για την κακή σχέση μας με το διάβασμα -τόσο κοινότοπο, όσο και οι ευχές για την παγκόσμια ειρήνη στα καλλιστεία. Το συμπέρασμα δεν είναι λάθος, αρκεί να πας βαθύτερα για να εντοπίσεις τις ρίζες. Έχουμε μάθει να διαβάζουμε μικρά κι εύπεπτα κείμενα, οποιοδήποτε μακροσκελές κείμενο, κάπως πιο απαιτητικό και σύνθετο, μας αποθαρρύνει. Ακόμα και στην Έκθεση υπάρχει όριο λέξεων, για να μάθουν από νωρίς τα παιδιά τον γενικό κανόνα. Πίσω από την “αξία της συμπύκνωσης” κρύβεται η άρνηση κάθε ανάλυσης, οι ατάκες, τα τσιτάτα, η κωδικοποίηση.
Κι εκεί αρχίζει η κουβέντα για το διαδίκτυο, τους υπολογιστές και ο άγονος διαχωρισμός ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς της τεχνολογίας. Οι υπερασπιστές της θα πουν για τα τρομερά πλεονεκτήματα που δίνουν οι συσκευές ανάγνωσης, όπου μπορείς να ρυθμίσεις τα πάντα, από την ακτινοβολία ως τη γραμματοσειρά. Θα διαφωνήσουν με τους απέναντι, αν μπορείς να τσακίσεις σελίδες, αν μπορείς να ενεργοποιήσεις τους ίδιους μηχανισμούς απομνημόνευσης κτλ. Και θα παραδεχτούν πως δεν έχουμε βρει -ακόμα τουλάχιστον- υποκατάστατο για τη μυρωδιά του βιβλίου, που είναι αγαπημένο φετίχ για τους περισσότερους βιβλιόφιλους, όταν παίρνουν στα χέρια τους μια νέα έκδοση.
Το θέμα όμως δεν είναι σε τι μορφή θα διαβάσουμε, συμβατική ή ηλεκτρονική, αλλά ότι ο περισσότερος κόσμος δε διαβάζει. Τα βιβλία είναι σαν διακοσμητικά, για να γεμίζουν τα ράφια και να τραβούν εντυπώσεις, πολύ μακριά όμως από την αρχική αξία χρήσης τους.
Εκεί αρχίζει η συζήτηση για το διαδίκτυο, που στοχοποιείται, όπως παλιά η τηλεόραση. Φταίει ότι μάθαμε να διαβάζουμε μικρές ειδήσεις σε site, μικρά status στο Facebook, ατάκες στο Twitter, εικόνες στο Insta που δεν έχουν καν λέξεις -ούτε ισοδυναμούν με χίλιες τέτοιες σε αυτή την περίπτωση. Φταίνε οι ρυθμοί της ζωής, ο καταιγισμός από εκατοντάδες πληροφορίες σε καθημερινή βάση, η διάσπαση προσοχής απ’ τις σκόρπιες ψηφιακές ψηφίδες που δε φτιάχνουν ποτέ μια πλήρη εικόνα σαν ψηφιδωτό.
Φταίμε κι εμείς -ατομική ευθύνη πάντα-, ο Χατζηπετρής, οι καταστάσεις, ο τρόπος ζωής μας. Αλλά ποτέ το σύστημα που δε μας έμαθε ποτέ να αγαπάμε το διάβασμα, να αποζητούμε τη γνώση -και όχι τις πληροφορίες που έχουν ημερομηνία λήξης- και να μη την θεωρούμε άχρηστη όταν δεν έχει άμεση εφαρμογή στην αγορά εργασίας, να μη θαυμάζουμε τους έξυπνους αλλά τους ξύπνιους που βολεύονται κτλ. Ποτέ αυτοί που διαμορφώνουν χαρακτήρες, καταστάσεις και τον τρόπο ζωής μας -έννοιες που δεν είναι ποτέ ταξικά ουδέτερες και όποιος διαβάζει, έχει περισσότερες πιθανότητες να το καταλάβει, ακόμα κι αν δε μελετά σεσημασμένα μαθήματα, όπως η Κοινωνιολογία.
Το διάβασμα, στην τελική, είναι οξυγόνο, όχι τεχνητή αναπνοή. Κι αν θες να καθαρίσεις το μυαλό σου από τα σκουπίδια που το φορτώνουν, πρέπει πρώτα να πιάσεις την κοινωνική μπόχα που μας περιβάλλει και όσους την προκαλούν.
Βασίλης Κρίτσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου