Πεθαίνει, 4/8/1991, ένας από τους κορυφαίους
Έλληνες ποιητές, ο Νικηφόρος Βρεττάκος.
Γεννήθηκε
την Πρωτοχρονιά του 1912 στην Πλούμιτσα Κροκεών της Σπάρτης.
Το 1928 ήρθε στην
Αθήνα για να σπουδάσει Νομικά, βρήκε όμως το δρόμο του στη Λογοτεχνία και
εγκατέλειψε τις σπουδές του.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και δημοσίευσε τα πρώτα
του ποιήματα το 1929, με τον τίτλο «Κάτω από σκιές και φώτα».
Κατόρθωσε να
κατακτήσει με την ποίησή του μια από τις καλύτερες θέσεις στο Πάνθεον της
Νεότερης Ελληνικής Ποίησης. Τιμήθηκε 2 φορές με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης
(1940, 1956). Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 13 γλώσσες.
Οργανωμένος
από τα ίδια του τα αισθήματα
Η κήρυξη του
ιταλοελληνικού πολέμου τον βρήκε στα σύνορα, απλό στρατιώτη. «Επέζησα», γράφει
ο ποιητής, «χωρίς να το υπολογίσω από πριν, χωρίς να το περιμένω πως θα
επιζήσω. Επέζησα έχοντας κερδίσει μια σπουδαία εμπειρία. Γύρισα μ' έναν
απέραντο θαυμασμό για τον ελληνικό λαό, "αυτόν καθ' εαυτόν" το λαό,
τον ακέφαλο, τον οργανωμένο από τα ίδια του τα αισθήματα, από την ίδια του τη
φύση, μέσα από την αγραμματοσύνη του και τη στέρησή του. Να ένα θαυμαστό
καταφύγιο. Γυρίζοντας θα πήγαινα μαζί του».
«Προλάβετε
το μάταιο τούτο έργο / Δεσπόσετε στην κατάρα σας / Προσευχηθείτε να περάσει
αυτό το σύννεφο / που πάει να γίνει πεπρωμένο μας» («Το μεσουράνημα της Φωτιάς»,
1940).
Αθήνα 1944: «Κρεμάλες,
μαύρα σύννεφα, θάνατος. Κι εσύ, πάνω / Στης ιστορίας το Ζάλογγο χορεύεις
τραγουδώντας / Μες στην παγκόσμια νύχτα τα συνθήματα του αιώνα σου! / Κάθε
κουρέλι νηστικού σου παιδιού / Σηκώνει την υπόληψη της πατρίδας / Στενάζουνε τα
παλικάρια σου μέσα στην περηφάνια τους / Να μην τ' ακούσει άλλος κανείς εκτός
από τη λευτεριά / Που έγινε πια μητέρα τους και τα κοιμίζει όλα μαζί πάνω στο
ίδιο προσκέφαλο / Που τα σκεπάζει όλα μαζί με τον αστερισμό του μαντύα της /
Στα πεζοδρόμια, στα στρατόπεδα, στις φυλακές / Αθήνα! Αθήνα! / Το αίμα σου
αγγίζει την καρδιά της γης".
Με τον τρόπο
του και τη μεγάλη ευαισθησία του παίρνει θέση απέναντι σε όσα συντελούνται γύρω
του. Στα δύσκολα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης,
στάθηκε στο πλευρό του μαχόμενου λαού.
Ιστορικό
κυρίως χαρακτήρα έχει και το κείμενο του Νικηφόρου Βρεττάκου με τίτλο «33
ημέρες», που δημοσιεύτηκε το 1945 σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ελεύθερη
Ελλάδα», όργανο του πολιτικού συνασπισμού των κομμάτων του ΕΑΜ. Πρόκειται για
ένα ιστορικό αφήγημα που δίνει με λεπτομέρειες την εξέλιξη των γεγονότων, καθώς
και το πολιτικό παρασκήνιο από την Απελευθέρωση μέχρι και τα γεγονότα του
Δεκέμβρη του '44. Στην κριτική του στα «Ελεύθερα Γράμματα», ο Ασημάκης Πανσέληνος
το ονομάζει «αισθητικό χρονικό». Ο λόγος του ορμητικός και γλαφυρός μαζί,
επιθετικός κάποιες φορές, γεμάτος οργή για την αδικία.
Χαρακτηριστικά
είναι τα λόγια με τα οποία ξεκινάει: «Ενας πελώριος τάφος, μια κροκοδείλια
πτωματολογία είναι για την ενσυνείδητη αντίδραση ο Δεκέμβριος. Η μοναδική
ενσάρκωση του κακού. Ο Βελζεβούλ πάνω από την πρωτεύουσα και τον Πειραιά!».
Και παρακάτω συνεχίζει: «...εκείνο που έγινε το Δεκέμβριο ήτανε μια ελεεινή
σκευωρία των δυνάμεων της φασιστικής και δοσιλογικής Ελλάδας, που μαζί με τα
όπλα του Τσώρτσιλ επιζητούσε να αποκεφαλίσουνε την Ελλάδα της ηρωικής
Αντίστασης. Να της αφαιρέσουνε το γέρας, να θάψουνε τα δικαιώματα και τα
κατορθώματά της. Στην ελεεινή αυτή συνωμοσία ο λαός απήντησε με ένοπλη άμυνα.
Αυτός είναι ο Δεκέμβριος!». Ενα τόσο καταιγιστικό κείμενο δεν θα μπορούσε
να κλείνει απαισιόδοξα. «Απέναντι σε περίπου 30.000 όπλα στα χέρια Ελλήνων
αντιδραστικών και προδοτών κάθε κατηγορίας καθώς και αγγλικά, ο ΕΛΑΣ παρέταξε
μια δύναμη από 15.000 όπλα. Μ' αυτά κράτησε 33 μέρες έναν τιτάνιο αγώνα από τον
οποίο βγήκε ουσιαστικά νικητής (...) Σάρκα από τις σάρκες του λαού, κόκαλο από
τα κόκαλά του ο ΕΛΑΣ ύψωσε τη γενεά μας ίσαμε το ανάστημα της γενεάς του '21
και ακόμα πιο πάνω. Απόδειξε τι θησαυρούς κρύβει μέσα της η λαϊκή μάζα, τι
πολεμικές οργανωτικές και ηθικές αρετές».
Το φως
πλημμυρίζει το έργο του
Η τόσο
καθαρή ανάγκη του Νικηφόρου Βρεττάκου για αγάπη και ειρήνη συνοδεύει το έργο
του. Η ποίησή του, πλημμυρισμένη από βαθύ ανθρωπισμό, συνδυάζει το ρεαλισμό με
τη λυρική έξαρση και τη βαθυστόχαστη κριτική ματιά, με την απόλυτη συναίσθηση
ότι ασκεί υπεύθυνα ένα πολύ σημαντικό κοινωνικό λειτούργημα, το λειτούργημα του
πνευματικού δημιουργού. Το φως που πλημμυρίζει το έργο του δεν ήταν για εκείνον
μόνο το φως του ήλιου, αλλά και «το φως κάθε δίκαιας πράξης».
Ο ίδιος
πίστευε πως «ο ποιητής δεν είναι ένα άτομο ξεκομμένο από τον υπόλοιπο
κόσμο... Δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη ζωή, από τα φαινόμενα, από τα
γεγονότα, από τις παραστάσεις της. Είτε το θέλει είτε όχι είναι φτιαγμένος από
τη "μοίρα" του να είναι ο ευαίσθητος δέκτης τους». Και αυτό το
αποδεικνύει μέσα από το μεγάλο έργο του.
Οι σκέψεις,
η αγωνία του ποιητή απέναντι στη βαριά «μοίρα» του άνεργου ή του εργάτη μέσα σ'
ένα εκμεταλλευτικό σύστημα, βρίσκουν έκφραση σε στίχους όπως:
«Του
εργοστασίου η πόρτα είναι από σίδερο. Εχει
στο μέσο δυο
κάγκελα. Πίσω απ' τα κάγκελα
δυο μάτια
που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει
την ουρά των
ανθρώπων που στέκονται απ' έξω -
μια σειρά
σταυρωμένα χέρια και πρόσωπα.
Κάνουν μια
κίνηση όλοι μαζί,
στυλώνουν τ'
αυτιά, κρατούν την ανάσα ν' ακούσουν.
"Μεσημέριασε.
Ο κύριος διευθυντής δεν θα ρθει.
Αύριο πάλι.
Πρωί. Πιο πρωί".
Και φεύγουν
σκυφτοί. Περπατώντας, κοιτάζουνε γύρω τους,
σα να
ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο - Οχι
να κλάψουνε,
όχι να ψάξουν για τίποτα.
Να ρίξουν τα
χέρια τους» («Ανεργοι»,
1959).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου