Οι εβδομήντα δύο ημέρες της Παρισινής Κομμούνας ήταν ένα αρκετά μικρό διάστημα για να μπορέσει να εκφραστεί ολοκληρωμένα στον τομέα της Τέχνης. Άλλωστε, οι καλλιτέχνες της πολεμούσαν με το όπλο στο χέρι.
Όμως, οι κομμουνάροι, έστω σε μια πρωτόλεια μορφή είχαν καταλάβει ότι η κοινωνία που ήθελαν να οικοδομήσουν θα έπρεπε να αλλάξει ριζικά τη συνείδηση. Αυτό σήμαινε ότι η Επιστήμη, η Παιδεία, η Τέχνη θα έπρεπε να υπηρετούν τον λαό και να πηγάζουν από τον λαό.
Έτσι, μπορεί το χρονικό αυτό διάστημα να μην ήταν αρκετό για να εκφραστεί ένας ολοκληρωμένος πολιτισμός, ωστόσο ήταν αρκετό για να αρχίσει να αναδύεται μια νέα αντίληψη για την Τέχνη. Από την αρχή αυτής της πρώτης εφόδου του προλεταριάτου προς τον ουρανό, υπήρχε μέριμνα για την ανάπτυξη της πνευματικής ζωής, κάτι που αποτυπώθηκε σε συγκεκριμένα διατάγματα και αποφάσεις.
Ένα τέτοιο διάταγμα έγραφε: «Στο παρελθόν η θεατρική τέχνη εξέφραζε το γούστο και τα ενδιαφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Τώρα αυτή η Τέχνη πρέπει να υπηρετήσει τον λαό και τη Δημοκρατία».
Η θέση αυτή εκφράστηκε με την απόφαση να καταργηθεί η ανισοτιμία των κρατικών επιχορηγήσεων στα θέατρα και η εκμετάλλευση μέχρι εξευτελισμού των ηθοποιών από τους ιδιοκτήτες των θεάτρων.
Το Παρίσι ήταν και είναι η πόλη των μουσείων και των γκαλερί. Η Κομμούνα παρέδωσε όλον αυτό τον πλούτο στην Ένωση ζωγράφων, γλυπτών, αρχιτεκτόνων και άλλων καλλιτεχνών από τον χώρο των εικαστικών. Στη Διοίκηση της Ένωσης εκλέχτηκαν 47 άτομα, μεταξύ των οποίων οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες της Γαλλίας, όπως οι Κουρμπέ, Κιρό, Ντομιέ, Μανέ, Μιλέ, Νταλ, Μπαλί (γιος), ο Ευγένιος Ποτιέ και άλλοι.
Αντιπρόσωπος της Επιτροπής ήταν ο σπουδαίος ζωγράφος Γκυστάβ Κουρμπέ ο οποίος είπε στους Παριζιάνους ζωγράφους: «Το Παρίσι διαφύλαξε τη Γαλλία από τον εξευτελισμό και την ντροπή. Το Παρίσι με όλη του την ευφυΐα κατάλαβε ότι δεν μπορεί από τη μια να αγωνίζεται και από την άλλη να αντιμετωπίζει έναν καθυστερημένο εχθρό με παλιά μέσα... Τώρα το Παρίσι είναι ελεύθερο, ανήκει στον εαυτό του. Αυτή τη στιγμή στρέφομαι στους καλλιτέχνες, επικαλούμενος το νου, την καρδιά τους και το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης. Το Παρίσι τους γέννησε, τους ανάθρεψε. Τώρα οι καλλιτέχνες έχουν τιμητικό καθήκον, με όλες τους τις δυνάμεις να συμβάλουν στην αναγέννηση της πνευματικής ζωής και της Τέχνης. Επομένως, είναι αναγκαίο το συντομότερο δυνατόν να γίνουν μουσεία και να προετοιμάσουμε εκθέσεις».
Το Παρίσι αναγεννήθηκεΗ απελευθέρωση των μουσικών από την οικονομική και αισθητική επιβολή των κυρίαρχων τάξεων είχε ως αποτέλεσμα να ξεχυθούν στους δρόμους, στις πλατείες, στις λέσχες και στα οδοφράγματα, ακόμα και σε κάποιες εκκλησίες, όπου έβαλαν ωράριο εναλλακτικής λειτουργίας τους.
Σε αντίθεση με το εκμαυλισμένο Παρίσι των κυρίαρχων τάξεων, στην πόλη επικρατεί ένα κλίμα αναγέννησης. Ο Ζυλ Βαλές, ένας από τους πιο γνωστούς κομμουνάρους, γράφει στην εφημερίδα «Η φωνή του λαού»:
«Τι μέρα!! Χειμωνιάτικος ήλιος χρυσίζει τα στόμια των τουφεκιών, μυρωδιά από μπαρούτι, ρίγη σημαιών, ο θρύλος της επανάστασης που κυλάει όμορφα σαν γαλάζιο ποτάμι, αυτή η φωτεινότητα, οι χάλκινες σάλπιγγες, οι φλόγες της ελπίδας, αυτός ο αγέρας της τιμιότητας έχει λοιπόν με τι να μεθύσει από περηφάνια ο νικητής λαϊκός στρατός!».
Το κλίμα αυτό επικρατεί παντού στο Παρίσι, μα πάνω απ΄ όλα στις δεκάδες επαναστατικές λέσχες που ιδρύθηκαν, κάτι σαν λαϊκά πανεπιστήμια. Πολλές εκκλησίες, εκτός από τη λειτουργία, φιλοξενούσαν πλέον αυτές τις λέσχες. Οι συζητήσεις στις λέσχες αφορούσαν τα πάντα, από τα ζητήματα του σύμπαντος και της επιστήμης, μέχρι την πολιτική και την επανάσταση.
Οι ρήτορες στις λέσχες είναι οι πρωταγωνιστές της Παρισινής Κομμούνας: Εργάτες, μεταλλουργοί, ξυλουργοί, φουρνάρηδες, ράφτρες, πλύστρες. Οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ισότιμα. Το κόκκινο χρώμα επικρατεί μέσα εκεί, αντιπροσωπεύοντας την αισθητική έννοια της ομορφιάς της Κομμούνας.
Στη λέσχη «Νίκολα ντε Ζαν» η μεγάλη εικόνα του Χριστού τυλίχτηκε προσεκτικά με μια κόκκινη εσάρπα, όχι από διάθεση γελοιοποίησης, αλλά επειδή πίστευαν ότι ο Χριστός δεν έχει τίποτα το κοινό με τους αρχιεπισκόπους και τον Πάπα, ανήκει στους φτωχούς και στους κατατρεγμένους.
Τέχνη και Παιδεία για τον λαόΟι κομμουνάροι καταλάβαιναν ότι η καινούργια κοινωνία που ήθελαν να οικοδομήσουν απαιτούσε μια νέα συνείδηση. Αυτό σήμαινε πως η Επιστήμη, οι Τέχνες, η Λογοτεχνία, πάνω απ' όλα η Παιδεία έπρεπε να ανήκουν στον λαό.
Όσο ήταν δυνατό, μέσα στις συνθήκες που είχε να αντιμετωπίσει η Κομμούνα, δουλεύτηκαν καινούργια εκπαιδευτικά σχέδια και προγράμματα. Η βασική τους ιδέα ήταν «η πραγματοποίηση της λαϊκής παιδείας και η πλήρης απελευθέρωση του σχολείου από την εκκλησιαστική κηδεμονία».
Οι Γάλλοι συγγραφείς δημιούργησαν το έργο τους τις μέρες της «Ματωμένης Βδομάδας», μέσα στις φυλακές, στα σπίτια που κρύβονταν, στην εξορία, επηρεάζοντας τη λογοτεχνία στις δύο επόμενες δεκαετίες του '70 και του '80. Βεβαίως, ποίηση δημιουργήθηκε και πίσω από τα οδοφράγματα τις μέρες της Κομμούνας, συνειδητά ή αυθόρμητα.
Ο αριθμός των ποιητών, των ζωγράφων και γενικά των καλλιτεχνών που συμμετείχαν στην Παρισινή Κομμούνα ή ασπάστηκαν τις ιδέες της είναι αρκετά μεγάλος και σίγουρα το θέμα δεν μπορεί να εξαντληθεί σε ένα τέτοιο κείμενο.
Η προσπάθεια της ιστορικής καταγραφής των κομμουνάρων καλλιτεχνών δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τις αντικειμενικές δυσκολίες που αναπόφευκτα υπάρχουν για γεγονότα που συνέβησαν σε προγενέστερο χρόνο (όπως η ακρίβεια των πηγών), αλλά και τη συνειδητή διαστρέβλωση από την πλευρά των αστών. Η περίπτωση του Ρεμπό είναι χαρακτηριστική, καθώς παρουσιάζεται ως ένας από τους «καταραμένους ποιητές» και αποσιωπάται εκείνη η λογοτεχνική πλευρά του που συνδέεται με την Παρισινή Κομμούνα.
Ευγένιος ΠοτιέΟ Ευγένιος Ποτιέ, ποιητής και τροβαδούρος της τάξης του, ήταν ο δημιουργός της «Διεθνούς», η οποία γεννήθηκε τις πρώτες μέρες της «Ματωμένης Βδομάδας» και μετατράπηκε στον ύμνο των κολασμένων όλης της Γης, ξεσηκώνοντας τους εργάτες σε όλη την υφήλιο.
Το ποίημά του, ο Ποτιέ, ποτέ δεν το άκουσε να τραγουδιέται, γιατί μελοποιήθηκε στη γαλλική πόλη Λιλλ (Lille), ένα χρόνο μετά το θάνατό του από τον Πιερ Ντεζετέ.
Γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1816 στο Παρίσι. Από μικρός ήταν εργάτης και έζησε ο ίδιος τα βάσανα του προλεταριάτου, τις νίκες και τις ήττες του.
Ακολούθησε την πορεία του προλεταριάτου. Τον Φλεβάρη του 1848 με το τουφέκι στο χέρι πολέμησε για τη δημοκρατία. Σύντομα, κατάλαβε ότι η δημοκρατία για την οποία έχυσαν το αίμα τους, δεν ήταν η δική τους δημοκρατία. Μέσα από τη συμμετοχή τους σε όλες τις εξεγέρσεις του προλεταριάτου, ωρίμασε η συνείδησή του.
Ο Ποτιέ εκλέχτηκε στο Δεύτερο Διαμέρισμα του Παρισιού βουλευτής στο Συμβούλιο της Κομμούνας, την οποία υπερασπίστηκε στα οδοφράγματα. Είχε ήδη προσχωρήσει στην Α' Διεθνή. Πιστοί του φίλοι τον έκρυψαν μετά την ήττα και έτσι προστάτευσαν τη ζωή του.
Σύντομα, πήρε το δρόμο της προσφυγιάς, πρώτα στην Αγγλία και μετά στις ΗΠΑ, αλλά το μυαλό του ήταν πάντα στους συντρόφους του, ζωντανούς και σκοτωμένους. Με την αμνηστία του 1880 επέστρεψε στη Γαλλία, μισοπαράλυτος και φτωχός. Το μόνο που είχε ήταν μια ζωή τίμια, αφιερωμένη στην επανάσταση, και το ποιητικό του ταλέντο. Στα χρόνια που του έμειναν δημιουργούσε συνεχώς για την επανάσταση.
Το Νοέμβρη του 1887 η καρδιά του ποιητή σταμάτησε να χτυπά. Χιλιάδες εργάτες, άνδρες και γυναίκες τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία στο Περ Λασαίζ, πλάι σε χιλιάδες άλλους κομμουνάρους που αναπαύονταν εκεί.
Γκυστάβ ΚουρμπέΟ Γκυστάβ Κουρμπέ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ρεαλιστές ζωγράφους του 19ου αιώνα, ο οποίος πήρε ενεργά μέρος στην Παρισινή Κομμούνα.
Γεννήθηκε στο αγροτικό χωριό Ορνάν από πλούσιους αγρότες γονείς, οι οποίοι τον προόριζαν για δικηγόρο. Αν και σπούδασε στη Νομική, γρήγορα την εγκατέλειψε για τη ζωγραφική.
Στους πίνακές του φιλοτέχνησε μια σειρά από εντυπωσιακά έργα, με πιο χαρακτηριστικές τις εικόνες από την αγροτική ζωή. Τα έργα αυτά δημιουργήθηκαν σε μια περίοδο που υπήρχε ο φόβος της εξέγερσης του αγροτικού πληθυσμού, γεγονός που οδήγησε να αντιμετωπιστούν ως κίνδυνος για τις κυρίαρχες τάξεις.
Το έργο του «Καλημέρα, κύριε Κουρμπέ», του 1854, θεωρήθηκε ένα επαναστατικό έργο, σχεδόν βλάσφημο για τα κυρίαρχα ήθη. Σε αυτό εικονίζεται ο ίδιος ο ζωγράφος να συνομιλεί με δύο πρόσωπα, έχοντας ένα ατημέλητο ντύσιμο.
Ο ίδιος έλεγε για το έργο του: «Σκοπός μου, να είμαι σε θέση να ερμηνεύσω τις συνήθειες, τις ιδέες, την εικόνα της εποχής μου κατά τη γνώμη και την κρίση μου, να είμαι όχι μόνο ζωγράφος αλλά και άνθρωπος, με μια κουβέντα να κάνω ζωντανή τέχνη».
Το Μάη του 1870 εκδόθηκε το επίσημο διάταγμα που του απένειμε το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Την επομένη της αναγγελίας, ο ζωγράφος αποποιήθηκε αυτή τη διάκριση με ένα γράμμα του προς τον υπουργό Καλών Τεχνών.
Ο Κουρμπέ εξελέγη μέλος του Συμβουλίου της Κομμούνας. Μετά την πτώση της, κατηγορήθηκε για τη συμμετοχή του στην καταστροφή της Στήλης Βαντόμ, που θεωρούνταν σύμβολο της τυραννίας και του μιλιταρισμού.
Αφού φυλακίστηκε προσωρινά, οι γαλλικές αρχές του ζήτησαν να πληρώσει για την ανακατασκευή της Στήλης. Φοβούμενος τη χρεοκοπία, κατέφυγε στην Ελβετία, όπου πέθανε το 1877, σε ηλικία 58 ετών.
Αρθούρος ΡεμπόΣτη γαλλική και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία ο Αρθούρος Ρεμπό θεωρείται ως ένας από τη γενιά των «καταραμένων ποιητών». Όμως, ήταν ταυτόχρονα και ποιητής της Παρισινής Κομμούνας.
Η εξέγερση του Ρεμπό ξεκίνησε από το καταπιεστικό οικογενειακό του περιβάλλον, τον κοινωνικό του περίγυρο, την υποκρισία και τη θρησκεία.
Δεν είναι ξεκάθαρο εάν τις μέρες της Κομμούνας ήταν στο Παρίσι. Επικρατεί η άποψη ότι αυτή την περίοδο δεν βρισκόταν εκεί. Υπάρχουν, ωστόσο, ντοκουμέντα που μαρτυρούν ότι από τις 25 του Φλεβάρη έως τις 10 του Μάρτη, δέκα μέρες δηλαδή πριν από την ανακήρυξη της Κομμούνας, ο Ρεμπό βρισκόταν στο Παρίσι. Οι παραμονές της Παρισινής Κομμούνας τον βρήκαν να περιπλανιέται στους δρόμους της πόλης, έχοντας δραπετεύσει από ένα αποπνικτικό οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο.
Οι λόγοι που άφησε το Παρίσι και επέστρεψε στην πατρίδα του, τη Σαρλεβίλ, δεν είναι γνωστοί. Πάντως, αυτά που έζησε τις παραμονές της εξέγερσης χαράχτηκαν βαθιά στον 16χρονο Ρεμπό και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ποιητική του δημιουργία.
Στα ποιήματά του βλέπουμε την αποτύπωση πολλών συναισθημάτων: Μίσος, οργή, περιφρόνηση για τις Βερσαλλίες και αγάπη, έκσταση, ελπίδα για το Παρίσι.
«Κι έτσι η Κομμούνα ερείπωσε κι ο κόσμος ορφάνεψε». Μέσα από την απλότητα αυτού του στίχου περιέγραψε τι σήμαινε η ήττα της Κομμούνας για τον ίδιο και για τον γαλλικό λαό.
Το τελευταίο του έργο γράφτηκε σε ηλικία μόλις 19 χρονών. Μετά από αυτό σώπασε ποιητικά και περιπλανήθηκε σε διάφορες χώρες. Η κακοήθης γάγγραινα τον ανάγκασε να γυρίσει στη χώρα του για να πεθάνει σε μια κλινική της Μασσαλίας το Νοέμβρη του 1891.
Πολ ΒερλένΟ Βερλέν θεωρείται ένας από τους Γάλλους ποιητές που με τις στιλιστικές του καινοτομίες έθεσε τις βάσεις για τον ελεύθερο στίχο και άλλες πειραματικές ποιητικές τεχνικές του 20ού αιώνα. Ωστόσο, θα ήταν αδύνατον να τον κατανοήσουμε βαθιά, αν προσπεράσουμε τα ιδανικά του, τη ζωή και τα βιώματά του, τα οποία έχουν περάσει μέσα στην ποίησή του.
Τα πρώτα βήματα του Βερλέν στη λογοτεχνική ζωή συνέπεσαν με ένα από τα πιο αισχρά καθεστώτα στη χώρα, αυτό του Ναπολέοντα του Γ'. Αν και δεν συμμετείχε ενεργά στην πολιτική, ο Βερλέν βρέθηκε με το μέρος των δημοκρατών και των αγωνιστών της ελευθερίας.
Γύρω στα 1860, πριν από τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και την Κομμούνα, ο Βερλέν συνεργάστηκε με αντιπολιτευτικές εφημερίδες και περιοδικά. Με μεγάλη χαρά δέχτηκε την πτώση της δεύτερης αυτοκρατορίας και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το Σεπτέμβρη του 1870 και λίγο αργότερα κατατάχθηκε στον 160ό Λόχο της Εθνοφυλακής.
Η εξέγερση της Κομμούνας τον βρήκε σε εμπιστευτική θέση στο Παρισινό Δημαρχείο και όταν ο Θιέρσος κάλεσε όλους τους υπαλλήλους να παραιτηθούν, για να σαμποτάρουν το έργο των κομμουνάρων, ο Βερλέν όχι μόνο παρέμεινε στο πόστο του, αλλά ανέλαβε διευθυντικά καθήκοντα στον Τύπο της Κομμούνας.
Ακόμα και προς το τέλος της δεκαετίας του '80, με αρχές του '90, όταν η ζωή του κατρακύλησε μέχρι το κατώφλι του αδιεξόδου, ράκος από το ποτό και τις αρρώστιες, έγραψε στίχους που ξεχείλιζαν από οργή για την αστική Γαλλία και συνάμα από αγάπη, θαυμασμό για την Κομμούνα.
Το Δεκέμβρη του 1895, περίπου ένα μήνα πριν το τέλος της ζωής του, έγραψε τον «Θάνατο», που αποτελεί την ποιητική του διαθήκη: «Δεν υπάρχει ποίηση δίχως ζωή, και δεν μπορεί να είναι ζωή αυτό που δεν ξεχειλίζει από αγώνα, και δεν είναι αγώνας αυτός όπου δεν είναι αναγκαίο ν΄αστράψει το ατσάλι. Να μιλήσουν τα όπλα! Οι βρωμιές σας θα γίνουν για μας η ζωή που επιτέλους θ΄ανθίσει ως το τέλος, αν χρειάζεται και με σπαθιά».
Λουίζ ΜισέλΣε κάποια στιγμή κορυφαίας έμπνευσης, ο Βίκτορ Ουγκό αφιέρωσε στην Λουίζ Μισέλ ένα μικρό ποίημα με τον τίτλο «Viro major» που σημαίνει «πιο δυνατή και από άνδρα». Η Λουίζ Μισέλ ήταν μια λογοτέχνις που στρατεύτηκε ψυχή τε και σώματι με την Παρισινή Κομμούνα.
Στο χωριό της ήταν δασκάλα. Οι μαρτυρίες λένε πως ήταν γεννημένη γι' αυτό, αλλά αναγκάστηκε να παραιτηθεί γιατί το θεωρούσε αισχρό να δώσει όρκο σε έναν τύραννο σαν τον Ναπολέοντα Γ'. Εκείνη την εποχή και λίγο αργότερα αλληλογραφούσε με τον Ουγκό.
Όταν μετακόμισε στο Παρίσι με τη μητέρα της, γνώρισε από κοντά τους δύο κόσμους, από τη μία τη σαπίλα της πρωτεύουσας και από την άλλη αυτούς που σκέφτονται και αγωνίζονται για ένα μέλλον φωτεινό, με τους οποίους συντάχθηκε. Όταν ξέσπασε η Κομμούνα, της αφιερώθηκε ολοκληρωτικά.
Οργάνωνε ομάδες νοσοκόμων, αγόρευε στις λέσχες, επισκεπτόταν τους πληγωμένους, έπειθε τους ταλαντευόμενους και μετά την επίθεση των Βερσαλλιών, με το όπλο στο χέρι, έδωσε τη μάχη πίσω από τα οδοφράγματα της ηρωικής Μονμάρτης.
Ο λόγος της στο στρατοδικείο ήταν σύντομος: «Δεν υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, ούτε θέλω να με υπερασπίσουν, ανήκω ολοκληρωτικά στην κοινωνική επανάσταση κι εφόσον κάθε καρδιά που πάλλεται για την ελευθερία έχει δικαίωμα στο βόλι, εγώ απαιτώ το μερίδιό μου. Εάν με αφήσετε ζωντανή, δεν θα πάψω να φωνάζω για εκδίκηση».
Από τα κάτεργα και από την εξορία αποτύπωσε την καταστροφή, το μεγαλείο και το δράμα της Κομμούνας. Στο Παρίσι επέστρεψε προς το 1880. Αν και τάχθηκε με τους αναρχικούς, αυτό δεν την εμπόδισε να εμφανίζεται στις λαϊκές συνελεύσεις με σοσιαλιστές όπως ο Λαφάργκ και ο Μπάιαν.
Ζαν Μπατίστ ΚλεμάνΠριν εκλεγεί μέλος του Συμβουλίου της Κομμούνας, ο Ζαν Μπατίστ Κλεμάν ήταν εργάτης, ποιητής, δημοσιογράφος, επαναστάτης, κατάδικος, πρόσφυγας, περιηγητής. Ο ίδιος έλεγε ειρωνικά ότι «πέρασα από 36 επαγγέλματα και ακόμη περισσότερη μιζέρια». Ήταν γιος πλούσιων μυλωνάδων, αλλά επέλεξε να αποποιηθεί αυτή τη ζωή.
Μετά την εισβολή του στρατού των Βερσαλλιών στο Παρίσι, ήταν ένας από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν το οδόφραγμα, αφού έριξε όλες του τις σφαίρες. Κάποιος φίλος τον έκρυψε και ακολούθησε το δρόμο της προσφυγιάς. Το στρατοδικείο τον καταδίκασε ερήμην σε θάνατο. Την ίδια χρονιά που δόθηκε η αμνηστία, το 1880, επέστρεψε στο Παρίσι.
«Δεν υπάρχει ποίηση όπου απουσιάζει ο αγώνας και δεν υπάρχει αγώνας όπου απουσιάζει η λαχτάρα της ομορφιάς». Με αυτά τα λιτά, μα πανέμορφα λόγια, αποτύπωσε τις ποιητικές του αρχές. Θεωρούσε ότι η ποίηση πρέπει να γίνεται τραγούδι που θα τραγουδιέται στο δρόμο, στις πλατείες, στις ταβέρνες, στις φάμπρικες, δηλαδή όλα αυτά που έγιναν τις ημέρες της Κομμούνας.
Σε κάποια στιγμή έμπνευσης δημιούργησε την «Εποχή των κερασιών», ένα τραγούδι αγάπης που κατόπιν μελοποιήθηκε και έγινε ένα αγαπημένο λαϊκό τραγούδι στη χώρα του.
Ο ίδιος ο Κλεμάν διηγήθηκε τι ήταν αυτό που τον οδήγησε να γράψει αυτό το έργο: «Την Κυριακή στις 28 Μάη του 1871, όταν το Παρίσι γονάτισε κάτω από την εξουσία της αντίδρασης, πολλοί σύντροφοι σκοτώνονταν ακόμα στην οδό ''Φοντέν ω Ρουά''. Κατά τις 11-12 η ώρα, ήρθε κοντά μας ένα νέο κορίτσι 20 με 22 χρονών, κουβαλώντας ένα καλάθι. Τη ρωτήσαμε από πού έρχεται, τι κάνει με εμάς και τελικά γιατί εκτίθεται σε κίνδυνο. Αυτή μας απάντησε απλά ότι είναι νοσοκόμα κι εφόσον το οδόφραγμα της ''Σαν Μορ'' που βρισκόταν είχε πέσει, ήρθε σε εμάς να δει μήπως την έχουμε ανάγκη. Τότε ένας παλιός αγωνιστής του '48 που δεν επέζησε το '71, σηκώθηκε, την αγκάλιασε και τη φίλησε. Ήταν μια εξαίσια στιγμή, ήταν η στιγμή που δείχνει πόσο οι ώρες του αγώνα ενώνουν βαθιά τους ανθρώπους. Αυτή δεν μπορούσε να μας αφήσει. Μάθαμε μόνο ότι την λέγανε Λουίζ κι ήταν εργάτρια. Φυσικά ήταν με τους επαναστάτες! Τι απόγινε; Εκτελέστηκε άραγε όπως τόσες άλλες ψυχές;».
Βίκτορ ΟυγκόΟ Βίκτορ Ουγκό δεν ήταν κομμουνάρος, αλλά το έργο του είναι γνωστό σε όλους για τον βαθιά ανθρωπιστικό του χαρακτήρα. Έχοντας αριστοκρατικές καταβολές, μεταλλάχθηκε βαθμιαία από φιλομοναρχικό και συντηρητικό σε ριζοσπάστη δημοκρατικό. Από βοναπαρτικός, εξελίχθηκε σε μεγάλο πολέμιο του Ναπολέοντα Γ', με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να ζήσει για πολλά χρόνια μακριά από τη Γαλλία.
Αρχικά, με διάθεση ίσων αποστάσεων, άσκησε σκληρή κριτική στις Βερσαλλίες και στις «παρεκτροπές» των κομμουνάρων. Η κριτική του στην Παρισινή Κομμούνα δεν ήταν αποτέλεσμα μίσους ή κακής θέλησης, αλλά αποτέλεσμα λανθασμένης κατανόησης της ιστορικής αναγκαιότητας. Από εκεί ξεκινούσε και ο διχασμός στη συνείδησή του. «Κατ' αρχάς είμαι υπέρ της Κομμούνας και κατά της πρακτικής της», ή «η Κομμούνα είναι κάτι ωραίο, αλλά κακά πραγματοποιημένο», είχε πει.
Έπρεπε να μεσολαβήσει η «Ματωμένη Βδομάδα» για να αγκαλιάσει από ηθική κυρίως άποψη και όχι ταξική το δράμα και τον ηρωισμό των κομμουνάρων. Δεν ασπάστηκε τα ιδανικά της Κομμούνας για μια νέα κοινωνία, αλλά τώρα για αυτόν ήταν το πιο ανθρώπινο, το πιο όμορφο, το πιο ευγενικό σύμβολο της ζωής.
Στο ποίημα «Στο οδόφραγμα», που έγραψε στις 27 Ιούνη του 1871, αποτύπωσε την ηρωικότητα των κομμουνάρων στο πρόσωπο ενός παιδιού, γράφοντας:
«Στο οδόφραγμα, ανάμεσα σε σωρούς ποτισμένους από κάθε ένοχο ή αθώο αίμα μαζί με τους άντρες κι ένα αγόρι συλλαμβάνεται.
- Και συ με αυτούς;
- Ναι, μαζί τους είμαι!
- Τότε εδώ περίμενε τη σειρά σου.
Ομοβροντίες, αστραπές και θόρυβοι. Αυτό βλέπει! Στην άκρη στον τοίχο, οι σύντροφοί του χάνονται. Πάει στον αξιωματικό.
- Μπορώ μέχρι το σπίτι να περάσω, αυτό εδώ το ρολόι στη μάνα μου να δώσω;
- Θέλεις να ξεφύγεις;
- Όχι, θα γυρίσω.
- Φοβιτσιάρη, να ζήσεις θέλεις!
- Να, εκεί μένουμε, κοντά στη βρύση.
- Πήγαινε, πονηρέ, πήγαινε, καλά ξέρεις το ψέμα.
Το παιδί τρέχει - αχ πώς τρέχει από το φόβο το παιδί. Χαμογελάει ο αρχηγός, και το άγριο πολεμικό βλέμμα με του θανάτου μοιάζει. Αλλά στη στιγμή το γέλιο παγώνει, γιατί το αγόρι εκεί, χλωμό εμφανίζεται πάλι και περήφανα στέκει μπροστά του. Γύρισε ήρεμα την πλάτη στον ματωμένο τοίχο.
- Ήλθα δεν φοβάμαι!».
Μετά την ήττα της Κομμούνας δεν σταμάτησε να παλεύει για την αμνηστία όλων των κομμουνάρων που βρίσκονταν στην προσφυγιά, στην εξορία, στα κάτεργα.
Στάθηκαν στη σωστή πλευρά της ΙστορίαςΟ αριθμός των καλλιτεχνών που συμμετείχαν στην Παρισινή Κομμούνα είτε με το έργο τους είτε με τη φυσική τους παρουσία στα οδοφράγματα είναι πολύ μεγαλύτερος. Φυσικά, θα ήταν λάθος να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι όλοι οι άνθρωποι της Τέχνης τάχθηκαν με την Κομμούνα.
Υπήρξαν μεγάλες προσωπικότητες όπως οι Γκοτιέ, Φλομπέρ, Αλφόνς, Αλ. Ντουμάς (γιος) που μόλις είδαν ότι κινδύνευε το αστικό καθεστώς καταφέρθηκαν ενάντια στην Κομμούνα με τα λόγια και τα έργα τους, υπερασπιζόμενοι την τάξη τους.
Όμως αυτοί προσπέρασαν την Ιστορία, σε αντίθεση με τους καλλιτέχνες της Κομμούνας που εκτός από το σπουδαίο έργο τους, μας άφησαν κληρονομιά μια άλλη αντίληψη για την Τέχνη. Απέναντι στις αστικές θεωρίες της «Τέχνης για την Τέχνη» και τον ελιτισμό, απέδειξαν ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να γνωρίσει την καταξίωση εάν στρατευτεί με τους «κολασμένους», εάν σε τελική ανάλυση στραφεί με τη σωστή πλευρά της Ιστορίας.
Το άρθρο βασίστηκε σε στοιχεία από την έκδοση «Η λογοτεχνία της Παρισινής Κομμούνας», των Αλεξάντρ Πέσεφ και Λουντμίλα Στεφάνοβα, που τυπώθηκε και κυκλοφόρησε το 1985, στο πλαίσιο του 11ου Φεστιβάλ ΚΝΕ - «Οδηγητή».
Σχετικά με τον Χίτλερ και την άνοδό του στην εξουσία:
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Τρότσκι, εξόριστος στην Τουρκία, στην Πρίγκηπο, έκανε διαρκώς εκκλήσεις (1928 - 1933) προς το γερμανικό προλεταριάτο:
«Ενωθείτε πάνω στη βάση του Ενιαίου Μετώπου εργάτες της Γερμανίας σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστές, γιατί διαφορετικά θα νικήσει ο Χίτλερ και θα περάσει σαν οδοστρωτήρας πάνω από την Ευρώπη, αν όχι πάνω από την ανθρωπότητα».
Από την Ευρώπη πέρασε.
Μέχρι τότε ο Τρότσκι δεν έβαζε ζήτημα επαναστατικής ανατροπής της γραφειοκρατίας με την πολιτική επανάσταση, ούτε ζήτημα νέας Διεθνούς. Περιοριζότανε στη μεταρρύθμιση λέγοντας:
«Αν επιτευχθεί το Ενιαίο Μέτωπο, θα νικήσει ο σοσιαλισμός στη Γερμανία. Και τότε θα απελευθερωθεί η ΕΣΣΔ από την ιμπεριαλιστική περικύκλωση και θα επανέλθουνε τα κόμματα και η Διεθνής στο δρόμο του μαρξισμού».https://www.rizospastis.gr/story.do?id=11231881 Αυτά έλεγε ο Τρότσκι και παρόμοια ο Πουλιόπουλος ενάντια στους Μπολσεβίκους και στην γραμμή του ΛΕΝΙΝ για Κοινωνική συμμαχία και Σοσιαλφασισμός. Κατα τα άλλα το ΚΚΕ είναι ...τροτσκιστικό... σύμφωνα με τα Κεντρίστικα οπορτουνιστικά Βαρίδια του Κάουτσκι τους Μανιαδάκηδες.... Τρότσκι Μπουχάριν Ζηνόβιεφ συνωμότες στον Κόκκινο στρατό για την ανατροπή των Μπολσεβίκων σε συνεργασία με Χίτλερ Ιαπωνία. ....ΑΥΤΑ... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
https://www.rizospastis.gr/story.do?id=11231881 χαχαχα ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή