Σαν σήμερα 10 Δεκεμβρίου απονέμεται στον Γεώργιο Σεφέρη το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το πρώτο Νόμπελ που κερδίζει Έλληνας. Βίντεο
Η ομιλία του Γ. Σεφέρη κατά την απονομή του Νόμπελ στη Στοκχόλμη
Να αναζητούμε τον άνθρωπο όπου και αν βρίσκεται
Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα[1]. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα- πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος· «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν»[2].
Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε…»[3]. Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο, γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να ‘βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν’ αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία, που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός:
να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής,
για να θυμηθώ το Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα.
[1] Η ομιλία γράφτηκε και δόθηκε στα γαλλικά
[2] «δεν πρέπει ο Ήλιος να ξεπερνάει το μέτρο· διαφορετικά, οι ίδιες οι Ερινύες θα προσφερθούν ως βοηθοί της Δικαιοσύνης»
[3]Ο Σεφέρης αναφέρεται στο Μακρυγιάννη, ο οποίος όμως αποδίδει τη συγκεκριμένη φράση σε έναν Τούρκο μπέη
Γιώργος Σεφέρης
Ο Γιώργος Σεφέρης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη. Γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας το 1900. Ηταν γιος του διακεκριμένου καθηγητή του Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών Στέλιου Σεφεριάδη.
Έρχεται στην Αθήνα το 1914. Το 1917 τελειώνει το πρότυπο Κλασικό Γυμνάσιο και το 1918, με το τέλος του ‘ Παγκοσμίου Πολέμου, φεύγει για το Παρίσι για νομικές σπουδές. Στα 1924. πτυχιούχος του Δικαίου πηγαίνει στο Λονδίνο για να τελειοποιηθεί στην αγγλική γλώσσα. Στα 1926 διορίζεται ακόλουθος στο υπουργείο Εξωτερικών. Σταδιοδρόμησε στο διπλωματικό κλάδο, όπου υπηρέτησε σε διάφορες χώρες και, τέλος, ως πρεσβευτής στο Λονδίνο.
Ο ποιητής μεγάλωσε μέσα σε προοδευτικό δημοκρατικό περιβάλλον. Ηταν ο πρώτος Ελληνας, που πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1963). Μετά και την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα κράτησε αρχικά στάση περιφρονητικής σιωπής, για να περάσει γρήγορα στη δημόσια καταδίκη του καθεστώτος με τη γνωστή του δήλωση το 1969.
Στα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνονται η «Στροφή», η «Στέρνα», «Μυθιστόρημα», «Τετράδια γυμνασμάτων», «Ημερολόγιο καταστρώματος (Α` , Β` και Γ` )».
«Ανήκει στην κατηγορία εκείνων των αστών διανοούμενων που ενώ έπαψαν να πιστεύουν πως ο καπιταλισμός είναι δυνατόν να βγει από την κρίση του, δεν τον εγκαταλείπουν. Ορθώνονται απέναντί του κατήγοροι, σαρκαστικοί γελοιογράφοι του. Όμως, αν και το αδιέξοδο του καπιταλισμού, το μοιραίο τέλος του δεν τους είναι υποχρεωτικό, επιμένουν να ταυτίζουν μαζί του την τύχη τους. Έτσι ο θρήνος τους καταντά κλάμα μικρού παιδιού μέσα σε σκοτεινό δωμάτιο με κλειστά τα παντζούρια των παραθύρων του. Η αντίφαση της κριτικής τους με την παθητική στάση τους την αδράνειά τους είναι ολοφάνερη. Γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι δεν κατανοούν την αντίφασή τους
(..) Ας πάψουν να τον θεωρούν αποκλειστικά “δικό τους” οι αστοί το Σεφέρη. Έχει πάει πιο πέρα από τα τελευταία αντιδικτατορικά του ποιήματα και από τη δήλωσή του εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών. Ασφαλώς βάδιζε ψηλαφητά αφού είχε για αποκλειστικό οδηγό την ευαισθησία του.» (Μ.Μ. Παπαϊωάννου).
Πεθαίνει, στις 20 Σεπτεμβρίου 1971
Στις 22/9/1971, σε μια εκκλησία στην οδό Κυδαθηναίων χιλιάδες λαού ήτανε εκεί να τον χαιρετήσουν και να αφήσουν λουλούδια!
Η κηδεία του μετατρέπεται σε μεγάλη αντιδικτατορική διαδήλωση. Ένα πολύχρωμο ανθρώπινο ποτάμι ακολουθούσε το φέρετρο του ποιητή, οι δικτάτορες ανήσυχοι και σε πλήρη ετοιμότητα με την αστυνομία από κοντά να παρακολουθεί, τούτη την απρόοπτη και ίσως ανεξέλεγκτη κατάσταση.!
Φτάνοντας η πομπή στην στην πύλη του Ανδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το (απαγορευμένο) τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη- σε στίχους Σεφέρη από το ποίημα του «Στο περιγιάλι το κρυφό»:
“στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι
…διψάσαμε το μεσημέρι, μα το νερό γλυφό”…»
Η νεκρική πομπή θα γίνει ένα με το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Το ανθρώπινο ποτάμι θα εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες.
«Προκόβουμε καταπληκτικά», είχε γράψει ειρωνικά ο ίδιος στην ατζέντα του την ημέρα του πραξικοπήματος.
Ολοι εξάλλου θυμούνται την ιστορική δήλωσή του κατά της χούντας την Παρασκευή της 28ης Μαρτίου του 1969. «Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου».
Ο ποιητής δεν θα ξαναγυρίσει στη σιωπή του. Λίγους μήνες αργότερα καταργείται η προληπτική λογοκρισία και δημοσιεύεται το βιβλίο «Δεκαοκτώ κείμενα», όπου εμπεριέχεται μεταξύ άλλων το ποίημα «Οι γάτες του Αϊ Νικόλα», πολιτική αλληγορία για τη χούντα.
Αλλά και νεκρός ακόμα ο Σεφέρης θα «μιλήσει» κατά της δικτατορίας.
Λίγο ακόμα θα ιδούμε
ΑπάντησηΔιαγραφήΛίγο ακόμα θα ιδούμε
Τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν
τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν
τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν
Λίγο ακόμα θα ιδούμε
Λίγο ακόμα θα ιδούμε
τα μάρμαρα να λάμπουν, να λάμπουν στον ήλιο
κι η θάλασσα να κυματίζει
Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε
Λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα
Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε
Λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης